Την είχε ξανακούσει. Ναι! Ακριβώς αυτή την ίδια φράση, την είχε ακούσει και πάλι. Αλλά μήπως ήταν ιδέα της; Μήπως δεν άκουσε καλά, μέσα στον πρωινό λήθαργο;
Στο λεωφορείο έμπαινε διαλυμένη κάθε που σχόλαγε, μετά από ολονύκτια δουλειά. Σχεδόν άδειο όπως ήταν πάντα αυτή την ώρα, έπιανε την πρώτη θέση που βρισκόταν μπροστά της, έγερνε το κεφάλι στο τζάμι, σφάλιζε τα βλέφαρα και βυθιζόταν στον ύπνο. Ευτυχώς που πήγαινε στο τέρμα κι έτσι δεν είχε την έγνοια μην προσπεράσει τη στάση που θα κατέβαινε.
Στην Αθήνα, αν κυκλοφορούσε καμιά τέτοια ώρα ήταν γιατί γύριζε από ξενύχτι στα μπαράκια. Όταν περνούσαν τα μεσάνυχτα, ή θα επέστρεφε στο σπίτι με ταξί ή θα έπρεπε να περιμένει το πρωινό λεωφορείο. Παλιά, γιατί τον τελευταίο χρόνο τι να έκανες τόσες ώρες με ένα και το πολύ δυο ποτά; Όταν μάλιστα όλο και λιγόστευαν οι φίλοι που μπορούσαν να μείνουν μαζί σου, μετρώντας κι αυτοί τα ποτά με τα τρίωρα...
Μισάνοιξε τα μάτια και γύρισε προς το μέρος απ' όπου ακούστηκε ή της φάνηκε πως ακούστηκε η φωνή.
“Δεν μπορεί!”, σκέφτηκε, κοιτώντας τον έκπληκτη. Δεν μπορεί να ήταν αυτός!
Αλλά ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να μιλάει ελληνικά! Μα τέτοια ομοιότητα;
“Δεν μπορεί!”
Έμοιαζε μ' εκείνον. Πάνε μερικά χρόνια από τότε, πολύ πριν φύγει απ' την Ελλάδα. Tέτοια εποχή ήταν και πάλι. Ίδιο και το σκηνικό, σε λεωφορείο και την ίδια ώρα! Πρωί, αξημέρωτα.
Μεσήλικας, τυλιγμένος σ΄ένα παλιό φθαρμένο σκούρο παλτό, γκρίζα μακριά αχτένιστα μαλλιά, πρόσωπο σκαμμένο από βαθιές ρυτίδες, από μέρες αξύριστος, φανερά πιωμένος. Ίδιος μ' εκείνον!
Καθισμένος, ριγμένος για την ακρίβεια, στο κάθισμα απέναντί της, με το κεφάλι σκυμμένο, μουρμούριζε κάτι ακατάληπτο. Την είδε με την άκρη του ματιού του να τον κοιτάζει και προσήλωσε το βλέμμα πάνω της. Έκανε να σηκωθεί, πιάστηκε με τα δυο χέρια από τη ράχη του μπροστινού καθίσματος, αλλά του ήταν δύσκολο.
“Είσαι Ελληνίδα, κοπελιά; Ελληνίδα είσαι; Βρε, κάνας Έλληνας εδώ;”
Δεν είχε κάνει λάθος, λοιπόν! Αλλά τόση ομοιότητα! Έτσι κι εκείνος τότε, στην ίδια ηλικία μ΄αυτόν εδώ, με ανάλογη εμφάνιση, επίσης πιωμένος.
Το πρωινό λεωφορείο γέμιζε με κόσμο που πήγαινε για δουλειά. Ξένοι οι περισσότεροι, γιατί δεν ήταν και οι πιο ιδανικές εκείνες οι δουλειές, ούτε και οι πιο καλοπληρωμένες. Ποιος από μας θα δούλευε τότε από το χάραμα μέχρι τη δύση, χαμάλης σε αποθήκες και εργάτης σε άθλιες βιοτεχνίες για πενταροδεκάρες; Πακιστανοί, Αφγανοί, Ιρακινοί, σχεδόν όλοι Ασιάτες ήταν αυτοί που έπαιρναν λεωφορείο εκείνες τις ώρες, τότε που αυτή γύριζε απ' τα μπαράκια.
“Βρε, κάνας Έλληνας εδώ;”, είχε φωνάξει εκείνος ο μεσήλικας, με τα μακριά αχτένιστα γκρίζα μαλλιά, το ρυτιδιασμένο αξύριστο πρόσωπο και το φθαρμένο σκούρο παλτό.
“Βρε, κάνας Έλληνας; Κατεβείτε, ρε, απ' το λεωφορείο και δρόμο για τις κωλοχώρες σας!”, φώναξε, με φωνή που πρόδιδε το πόσο πιωμένος ήταν.
“Τι θέλεις εδώ, ρε γύφτο;”, είπε σ' ένα παλικάρι, σηκώνοντας και το χέρι να το χτυπήσει. Μόνο που στην κατάσταση που ήταν σωριάστηκε κάτω και χρειάστηκε προσπάθεια από δυο τρεις για να τον σηκώσουν και να τον βάλουν σ' ένα κάθισμα όπου τον πήρε ο ύπνος, καθώς συνέχιζε να μουρμουρίζει: “βρε, κάνας Έλληνας;”
Ναι! Του έμοιαζε τόσο ετούτος εδώ ο άνθρωπος, που την κοιτούσε με τη λαχτάρα κάποιου που αναζητάει ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο, ενώ οι λιγοστοί επιβάτες έδειχναν ενοχλημένοι από την παρουσία του.
“Ελληνίδα είμαι! Ελληνίδα!”, του είπε και του χαμογέλασε.
“Ελληνίδα! Και τι γυρεύεις, κορίτσι μου, εδώ πέρα; Ποια μοίρα μας έριξε σ' αυτόν εδώ τον τόπο;”
Γιώργος Αλεξάτος
Νίκαια, 17 Ιανουαρίου 2013