Θα ’ταν λίγο μετά τις εφτάμισι το πρωί και μόλις είχε πιάσει δουλειά, πρώτη μέρα σ’ αυτό το γιαπί, φορτώνοντας τούβλα στο καρότσι που το ανέβαζε το γερανάκι στον όροφο όπου έχτιζαν οι μαστόροι.
Αρχές Σεπτέμβρη και τα σχολεία είχαν ανοίξει, οπότε είχε σταματήσει να δουλεύει κανονικά ωράρια όπως το καλοκαίρι. Τώρα θα πήγαινε για δουλειά βδομάδα παρά βδομάδα, όταν στο σχολείο ήταν απογευματινοί. Αλλά και πάλι, θα δούλευε μέχρι τις δώδεκα, για να προλαβαίνει να ’ναι εκεί στις δύο που άρχιζαν τα μαθήματα. Καμιά ώρα μέχρι να πλυθεί πρόχειρα, ν’ αλλάξει, να πάει σπίτι με το λεωφορείο, ίσα που προλάβαινε να ρίξει μια ματιά στα μαθήματα που δεν προλάβαινε να διαβάσει το προηγούμενο βράδυ.
Δεν ήταν και τόσο εύκολο όλο αυτό και ήδη σκεφτόταν να παρατήσει το ημερήσιο και να πάει σε νυχτερινό. Και ολόκληρο μεροκάματο θα ’κανε και μάλιστα κάθε βδομάδα, κι είχαν στο σπίτι τόσο μεγάλη ανάγκη απ' αυτά τα λεφτά, και θα ’ταν λιγότερες οι ώρες στο σχολείο. Το μόνο που τον έκανε διστακτικό ήταν η μία παραπάνω τάξη στο νυχτερινό, η έβδομη. Θα το ’παιρνε τελικά απόφαση, λίγους μήνες αργότερα στα μέσα της χρονιάς.
Είχε αφαιρεθεί δουλεύοντας μηχανικά, όταν κάποια στιγμή σταμάτησε απέναντι, μπροστά από το μεγάλο δίπατο νεοκλασικό με τα δυο φοινικόδεντρα δεξιά κι αριστερά από τη μαρμάρινη σκάλα της εισόδου -σίγουρα θα το έφαγε κι αυτό η αντιπαροχή- ένα πουλμανάκι με τη φίρμα κάποιου ιδιωτικού σχολείου των Βορείων Προαστίων στο πλάι, κορνάροντας.
Από το νεοκλασικό βγήκε μια κοπέλα γύρω στα είκοσι, κρατώντας μια σχολική τσάντα. Η ποδιά με τις τιράντες που φορούσε πάνω από το καθημερινό φόρεμα άφηνε να καταλάβεις πως δούλευε σ’ αυτό το σπίτι. Ήταν τόσες και τόσες οι κοπέλες από επαρχία που έρχονταν εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα κι έπιαναν δουλειά στα πλουσιόσπιτα.
Πίσω της ακολουθούσε ένας έφηβος, δυο τρία χρόνια μεγαλύτερός του, μ’ ένα μπουκαλάκι «μίλκο» στο χέρι κι ένα πλαστικό καλαμάκι, που όπως περπατούσε το ΄χε φέρει στο στόμα και δάγκωνε την άκρη του. Μόλις τότε είχε βγει το γάλα κακάο σε πλαστικό μπουκάλι, που άρχιζε να εκτοπίζει το μεταλλικό κουτί με το σοκολατούχο «καρνέισον».
Μπροστά η κοπέλα με την τσάντα, πίσω ο άλλος με το «μίλκο» και στα σκαλιά της πόρτας του σχολικού
εμφανίστηκε μια άλλη μεγαλύτερη, καλοντυμένη γυναίκα, η οποία παρέλαβε την τσάντα. Την είδε να την αφήνει σε μια θέση μέσα στο πουλμανάκι, όπου κάθισε ο τυπάκος, συνεχίζοντας να δαγκώνει την άκρη από το καλαμάκι.
«Μάγκα, αργείς!», φώναξε ο συνάδελφος που χειριζόταν το γερανάκι. Κοίταξε ξανά για λίγο το σχολικό που έστριβε στη γωνία και κότσαρε το ήδη φορτωμένο καρότσι στο συρματόσκοινο.
Δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή τον Σεπτέμβριο 2015