«Κι εσύ, μικρό παιδί, παλικαράκι, φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι, τις φλέβες σου όταν έκοψες, θαρρώ».
Είχε προλάβει στα παιδικά του χρόνια τις ταράτσες με τα ράντζα και τα στρωσίδια κατάχαμα, τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, κι είναι σαν ν' άκουγε μόλις τώρα τους πνιχτούς ήχους της ηδονής από απέναντι. Και την προσπάθεια να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι τις δυο φιγούρες, που σχολιάζονταν τα πρωινά από τις γυναίκες της γειτονιάς.
«Νιόπαντρο ζευγάρι είναι. Τι να κάνουν τα παιδιά;», έλεγε η κυρα-Σούλα, κοιτώντας και πάλι το φλιτζάνι του καφέ για να δει τον μελαχρινό σπαθάτο που θα βρισκόταν σύντομα στον δρόμο της κόρης της κυρα-Ολυμπίας, της Μαιρούλας.
«Μα, να τους ακούει όλη η γειτονιά, βρε Σούλα μου; Και καλά αυτός, άντρας είναι. Αυτή δεν ντρέπεται; Για πες! Εδώ που τα λέμε, σε κάποιον πάει το μυαλό μου. Μελαχρινός σπαθάτος, είπες;»
Αχ, αυτή η Μαιρούλα! Με το ροζ νυχτικάκι, με τα μαλλιά τα κατάξανθα να πέφτουν μέχρι κάτω και ώσπου να ξαπλώσει στο ντιβανάκι, αναστέναζαν οι γύρω ταράτσες. Και σαν γύριζε το βραδάκι από το μοδιστράδικο που δούλευε, με κάθε λίκνισμα παίρναν φωτιά τα μπιλιαρδάδικα και τα καφενεία.
Και την κυρία Τζένη θυμάται. Έμενε μόνη στη διπλανή μονοκατοικία. Μεγάλη γυναίκα, καμιά σαρανταπενταριά θα ‘ταν. Ανέβαινε αργά στην ταράτσα του σπιτιού της, με τα σεντόνια και το μαξιλάρι παραμάσχαλα, φορώντας το διάφανο μαύρο της μεσοφόρι. Κι όπως έστρωνε το ράντζο, ξεχείλιζαν οι πλούσιες καμπύλες και η φαντασία οργίαζε, καθώς λέγονταν πολλά από τους μεγάλους. Τους δεκαοχτάρηδες και τους εικοσάρηδες, δηλαδή, που κόμπαζε ο καθένας τους, γιατί η κυρία Τζένη του ‘χε πει πως κάποια νύχτα θα ξαναβρεθούν στο λοφάκι πάνω από τον συνοικισμό. Κάνας-δυο, μάλιστα, ισχυρίζονταν πως είχε κρατήσει την υπόσχεσή της.
Και τότε που ο κυρ-Παναγιώτης, ο λαχειοπώλης, έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του, την κυρα-Σοφία, θυμάται. Με τα τρία μικρά κοριτσάκια τους να κλαίνε και τον κόσμο από τις γύρω ταράτσες να του φωνάζει να σταματήσει. Και κάποιοι να λένε πως δεν είναι σωστό ν’ ανακατεύονται οι ξένοι στα οικογενειακά του καθενός, γιατί «όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος».
Αλλά και μια άλλη νύχτα που πήδησε από τη διπλανή ταράτσα εκείνο το δερβισόπαιδο, ο Ηλίας της θεια-Μαρίας, και τον πλάκωσε στις μπουνιές, και χρειάστηκε να μαζευτούν κάπου πεντέξι γείτονες από τις γύρω ταράτσες για να τον γλυτώσουν από τα χέρια του. Με τη μούρη μες στα αίματα και το ‘να χέρι σπασμένο. Κι από τότε, σούζα το θρασίμι.
Θυμάται κι εκείνη τη νύχτα που η ταράτσα της κυρ-Ασπασίας γέμισε μπάτσους, με τους φακούς αναμμένους και τα πιστόλια στα χέρια. Ψάχνανε τον γιο της, τον Αποστόλη, που κρυβόταν από τη μέρα του πραξικοπήματος. Δεν τον βρήκαν και πήραν στο Τμήμα τη γριά μάνα του.
Ξαγρύπνησε η γειτονιά εκείνη τη νύχτα κι ακούγονταν οι ψίθυροι από ταράτσα σε ταράτσα. Ποιος να μιλήσει δυνατά, που μαζί ξαγρυπνούσε και ο Τζόνι! Μαυραγορίτης στην Κατοχή, χίτης στα Δεκεμβριανά κι ακούγονταν διάφορα, για εγκλήματα που ‘χε κάνει μετά τη Βάρκιζα. Είχε και κάτι κονέ αργότερα με την αμερικάνικη βοήθεια κι άνοιξε μαγαζί με μεταχειρισμένα ρούχα στην Ευριπίδου, στο κέντρο της Αθήνας. Μετά από καιρό το ‘χασε στα χαρτιά και του βγάλανε άδεια μικροπωλητή με πάγκο στην Αθηνάς. Εκεί έκανε και τον παπατζή, αλλά ουδέποτε τον ενόχλησε η αστυνομία.
«Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα, σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή.
Ξωκλήσια και νησιά χωρίς αλμύρα δεν θα θυμάσαι πια μες στη ζωή».
Μάλλον από τη «Deutsche Welle» το ‘χε ακούσει για πρώτη φορά και έπλαθε με τη φαντασία του την ταράτσα στη Μπουμπουλίνας. Και σκεφτόταν πώς γίνεται να μην έχει ο βασανιστής «μάτια, στόμα και λαιμό».
Τότε είχε ακούσει και για κείνον τον Αντρέα, που τον χτυπούσαν το βράδυ στην ταράτσα. Και μετά από λίγο καιρό έμαθε γι’ αυτή, διαβάζοντας τις απολογίες κάποιων νεαρών που δικάζονταν στο Στρατοδικείο.
Έναν απ’ αυτούς τον γνώρισε μετά από χρόνια, στη νομιμότητα πια. Και θυμάται ακόμη το πόσο παραστατικά του αφηγήθηκε εκείνη την ιστορία, από τότε που ήταν παράνομος, πριν συλληφθεί, και κρυβόταν σ’ ένα πλυσταριό στην ταράτσα μιας παλιάς πολυκατοικίας στον Πειραιά. Απ' όπου δεν έβγαινε παρά πολύ σπάνια, για κάποια κομματική επαφή και για να πάρει το δέμα με τα τρόφιμα που του ‘χε ετοιμάσει η οργάνωση.
Είχε έρθει από το εξωτερικό ένας σύντροφος της καθοδήγησης και του ανέλυε τη γραμμή, όταν κάποια στιγμή αντιλήφθηκε πως ο εικοσιδυάχρονος παράνομος δεν πρόσεχε αυτά που του έλεγε. Κοιτούσε από τον μικρό φεγγίτη, προσηλωμένος σ’ αυτό που έβλεπε.
«Σύντροφε, γυναίκα!», του απάντησε, όταν ο καθοδηγητής τον ρώτησε τι συμβαίνει. Συνεχίζοντας να κοιτάει τη νεαρή κοπέλα, που είχε βγει ν’ απλώσει στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, όχι και τόσο κοντινής.