Πάνε τρεις μήνες τώρα που περιπλανιόταν, αποκομμένος απ’ όλους. Χωρίς να βρίσκεται κάποιο σπίτι να πάει να κάνει ένα μπάνιο, να πλύνει κάνα ρούχο, να φάει ένα πιάτο ζεστό φαγητό, να γύρει σ’ ένα ντιβάνι. Ποιος θα τολμούσε, πια, να φιλοξενήσει τον παράνομο;
Τέλειωνε ο Αύγουστος και είχε κρυφτεί αποβραδίς σ’ ένα γιαπί στην Κυψέλη, κάτω απ’ την πλατεία του Αγίου Γεωργίου, κι εκεί έβγαλε τη νύχτα, για να ξυπνήσει πριν ακόμη χαράξει κι έρθουν οι μαστόροι. Για να βγει στον δρόμο, όταν άκουσε να περνάει το πρώτο τραμ κι άρχιζε σιγά σιγά η κίνηση. Να φαίνεται κι αυτός ένα με τους άλλους, που αγουροξυπνημένοι είχαν κινήσει για δουλειά.
Μαύρα φίδια τον ζώσανε, όταν, περνώντας απέναντι από ’να καφενεδάκι άκουσε το γραμμόφωνο και είδε τους μπάτσους και κάτι άλλους, που ’βγαζε μάτι πως ήταν χίτες, να το ’χουν ρίξει στο τραγούδι. Μιας και χθες δεν ήταν Σαββατόβραδο και δεν ξημέρωνε κάποια μεγάλη γιορτή, κάτι του ’λεγε πως αυτό το ολονύχτιο γλέντι δεν γινόταν για καλό.
Δεν άργησε να φτάσει στην Ομόνοια. Μια ευθεία από την Πατησίων. Αχάραγα ακόμη κι έξω από το «Νέον» είχαν αρχίσει να μαζεύονται οι οικοδόμοι που, όπως κάθε πρωί, περίμεναν, μπας και περάσει κάνας εργολάβος να τους πάρει για δουλειά. Ποιος να περάσει και ποιον να πρωτοπάρει, δηλαδή, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί σήμερα να ’ταν η τυχερή σου μέρα.
Με το που βρέθηκε εκεί, πήγε καρφί στο περίπτερο, που ’χε κρεμάσει, ήδη, τις πρωινές εφημερίδες. Ε, ναι! Αυτό που φοβόταν είχε συμβεί.
«Ο Γράμμος ηλευθερώθη».
«Κατέρρευσε και το τελευταίον προπύργιο των κομμουνιστοσυμμοριτών εις την Ελλάδα».
«Θριαμβευτική νίκη του εθνικού μας στρατού επί των σλαβοκομμουνιστών».
Ένιωσε να του κόβεται η ανάσα από βήχα πνιχτό. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα πανί που το χρησιμοποιούσε για μαντίλι, το ’φερε στα χείλη του και κατέβηκε τα λιγοστά σκαλιά ενός υπόγειου στο διπλανό δρομάκι, στη Δώρου. Εκεί, ακουμπισμένος με τον αγκώνα στη φθαρμένη και βρόμικη κλειστή ξύλινη πόρτα, μισοέσκυψε κι έκανε αιμόπτυση.
Η φυματίωση ήταν κληρονομιά της Κατοχής, με τις τόσες στερήσεις. Ήταν μικρός ακόμη όταν κόλλησε, καιρό πριν μπει στην ΕΠΟΝ. Σαν να καλμάρισε τα επόμενα χρόνια, μέχρι που τον τελευταίο καιρό, απ’ τον χειμώνα και μετά, τον βασάνιζε καθημερινά. Και βέβαια, ούτε σκέψη για γιατρό, πόσο μάλλον για νοσοκομείο. Και να ’ναι ξεκομμένος, πια, μετά από τις τελευταίες συλλήψεις του Μάη.
Και σε ποιο σπίτι να βρει καταφύγιο, που πολλοί απ’ αυτούς που ’χαν υπογράψει τη δήλωση συνέχιζαν να είναι υπό στενή παρακολούθηση; Εκεί στην Ασφάλεια το είχαν πάρει το μάθημά τους από τους δηλωσίες της μεταξικής δικτατορίας, που στα χρόνια της Κατοχής πέρασαν κατά χιλιάδες στο ΕΑΜ. Και ξαναβρέθηκαν στις γραμμές του κόμματος.
Μόνο που δεν μπορούσες να ’σαι και σίγουρος αν ο άλλος, εκτός από την υπογραφή της «αποκηρύξεως του ΚΚΕ και των παραφυάδων αυτού», δεν είχε προχωρήσει και σε πάρε δώσε με την Ασφάλεια. Έτσι δεν είχε πιαστεί εκείνο το λεβεντοκόριτσο στα Ταμπούρια, που το στήσανε στον τοίχο πριν ένα μήνα;
Την πιάσανε στο σπίτι συναγωνίστριας από τα χρόνια της Κατοχής. Που δεν είχε και μεγάλη δράση, δεν είχε μπει καν στο κόμμα, αλλά την κάλεσαν στην Ασφάλεια και υπέγραψε τη δήλωση. Εδώ βάζανε να υπογράψουν δηλώσεις ακόμη και γονείς και αδέρφια και ξαδέρφια αγωνιστών. Και να αποκηρύξουν, μαζί με το ΚΚΕ, και τους δικούς τους ανθρώπους.
Την είχε καρφώσει με το που την πλησίασε και της ζήτησε να την κρύψει. Και άφησαν να περάσουν κάμποσες βδομάδες, για να παρακολουθήσουν αν θα βγει και ποιους θα συναντήσει. Αλλά η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο ήταν ένα σημείωμα που έδωσε στην παλιά συναγωνίστρια, για έναν μακρινό συγγενή, άσχετο με τα πολιτικά. Που του ζητούσε να τη βοηθήσει να φύγει απ’ την Αθήνα. Αυτό το σημείωμα τους έπεισε πως ήταν, πια, εντελώς ξεκομμένη και μάλλον λογάριαζε να βρει τρόπο για να βγει στο βουνό.
Απ’ το δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη δεν τους πήρε χαμπάρι που μπήκαν και της κόπηκαν τα πόδια, όταν άκουσε μια αντρική φωνή να ρωτάει, «πού την έχεις;». Και την άλλη να απαντάει, «εκεί μέσα είναι».
Όπως την έβγαζαν σηκωτή για τ’ αμάξι που περίμενε έξω απ’ το σπίτι, δεν την είδε καν. Τώρα που η βρομοδουλειά είχε τελειώσει, φρόντισε να κρυφτεί σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Βέβαιη, πια, πως μέχρι και επιστάτρια θα μπορούσε να γίνει στου Παπαστράτου.
Μετά την αιμόπτυση, κάθισε ανήμπορος στα σκαλάκια του υπογείου. Για πολύ λίγο. Δεν ήταν καθόλου φρόνιμο να μείνει ώρα εκεί, δίνοντας στόχο, και σηκώθηκε, νιώθοντας, αυγουστιάτικα, να τον διαπερνούν ρίγη, όπως με τη χειμωνιάτικη πρωινή ψύχρα.
Πήγε προς το περίπτερο και προσπάθησε να διαβάσει τα πρωτοσέλιδα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους που ’χαν μαζευτεί και διάβαζαν κι αυτοί. Κάποιοι ανέκφραστοι, άλλοι φανερά θλιμμένοι ή και ταραγμένοι, αλλά όλοι αμίλητοι.
«Επιτέλους, τελειώσαμε με τον καρκίνο», έσπασε τη σιωπή κάποιος, που δεν μπόρεσε να τον δει. Κι ένας άλλος σχολίασε χαμηλόφωνα, σαν να μονολογούσε, μια είδηση κι αυτή πρωτοσέλιδη, αν και στα ψιλά: «Στην Κίνα, όπου να ’ναι, μπαίνουν στο Πεκίνο».
Ήταν ένας ψηλός ξερακιανός γέροντας, γύρω στα εξήντα με εξήντα πέντε. Στάθηκε, κοιτώντας τον, να κατευθύνεται προς την Αθηνάς, για την πιάτσα των μπογιατζήδων στην Κοτζιά, έξω απ’ το Δημαρχείο. Με μια μπατανόβουρτσα στο ’να χέρι και μια μεγάλη τσάντα από καραβόπανο στο άλλο. Σαν αυτές που ’χαν οι μαστόροι για να βάζουν τα ρούχα της δουλειάς και τα μικροεργαλεία τους.
Ήταν το σχόλιο του γερο-μπογιατζή που του ξανάδωσε ζωή. «Εφτά εκατομμύρια εμείς, μισό δισεκατομμύριο οι Κινέζοι. Σαν να χάνεις ένα χωριουδάκι και να κερδίζεις νομό ολόκληρο», σκέφτηκε και χαμογέλασε. Κάπως πικρά, είν’ η αλήθεια.
Φεύγοντας απ’ την Ομόνοια, άρχισε την περιπλάνηση στο κέντρο της Αθήνας, όπως έκανε κάθε μέρα. Πάντα σε μέρη με πολύ κόσμο, εφαρμόζοντας έναν από τους βασικούς κανόνες της παρανομίας: να χάνεσαι στο πλήθος, να μην απομονώνεσαι, να μη συγκεντρώνεις τα βλέμματα των άλλων πάνω σου.
Και δεν τα συγκέντρωνε ούτε με την αξυρισιά και το παραμελημένο ντύσιμο. Ήταν πλήθος αυτοί που περιφέρονταν με ανάλογη εμφάνιση στο κέντρο της πόλης. Επαρχιώτες οι πιο πολλοί, που ’χαν αφήσει τα χωριά τους, ελπίζοντας να βρουν μεροκάματο στην πρωτεύουσα. Ή και για ν’ αποφύγουν το κυνηγητό από τον χωροφύλακα και το μαχαίρι του παρακρατικού.
Δεν είχε αυταπάτες. Ήξερε πως αν δεν μπορέσει να βρει επαφή με ό,τι είχε απομείνει από τον παράνομο κομματικό μηχανισμό, για να μπορεί να κρυφτεί κάπου και να μην υποχρεώνεται να περνάει ώρες ολόκληρες περιπλανώμενος και να καταφεύγει τις νύχτες στα γιαπιά και στα ακατοίκητα υπόγεια, θα τον πιάνανε στα σίγουρα. Είτε γιατί θα ’πεφτε πάνω σε κάποιον από τους τόσους και τόσους μπάτσους, χαφιέδες και ρουφιάνους που τον γνώριζαν απ’ τον καιρό της νομιμότητας, είτε γιατί θα τον πρόδιδε η αρρώστια.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που με το που ένιωθε αργά τη νύχτα να ξανάρχεται ο βήχας, έφευγε στα γρήγορα από κει που ’ταν κρυμμένος, για να μην ακουστεί από τα γειτονικά σπίτια. Με τον κίνδυνο, βέβαια, να δώσει στόχο, όπως θα ’δινε κι οποιοσδήποτε βρισκόταν τέτοια ώρα στους δρόμους, με τους ασφαλίτες να βγαίνουν σεργιάνι και να χτενίζουν ολόκληρο, σχεδόν, το λεκανοπέδιο. Χειρότερα κι απ’ τα χρόνια της Κατοχής, όταν άκουγες, τουλάχιστον, τις γερμανικές μπότες να πλησιάζουν, πόσο μάλλον τα γερμανικά καμιόνια ή τις μοτοσυκλέτες των μπουραντάδων. Τώρα αλωνίζανε στους δρόμους και στα στενά σοκάκια, δυο-δυο ή τρεις-τρεις, πεζοί κι αθόρυβοι.
Ήταν ο βήχας που τον καθήλωσε ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη στην Ακαδημίας, που ’χε μετονομαστεί σε Φραγκλίνου Ρούσβελτ εκείνα τα χρόνια, όπως η Σταδίου είχε πάρει το όνομα του Τσόρτσιλ. Στο μικρό παρκάκι πίσω από τη Βιβλιοθήκη, με τις αιμοπτύσεις να μαζεύουν τους περαστικούς, που κάνανε κύκλο γύρω του, προσφέροντάς του τα μαντίλια τους και κουβεντιάζοντας πως ο άνθρωπος θα ’πρεπε να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο.
Εκεί τον εντόπισε κι ο ασφαλίτης, που τον θυμόταν απ’ την Πρωτομαγιά του ’46, και που το μουστάκι και τα αξύριστα γένια δεν αρκούσαν για να τον ξεγελάσουν. Και ειδοποίησε τους μπάτσους που κάνανε περιπολία λίγο πιο πέρα. Κι αφού διέταξαν τον κόσμο να διαλυθεί, τον έβαλαν σε μια κούρσα και τον πήγαν στα κεντρικά της Ασφάλειας, απέναντι απ’ το Πολυτεχνείο.
Αν και καταλάβαιναν πως δεν είχε πια επαφή με τον σχεδόν διαλυμένο παράνομο μηχανισμό, τα πολυήμερα βασανιστήρια απέβλεπαν στο να αποκαλύψει ονόματα που ίσως τους ήταν άγνωστα. Και βέβαια, τα ονόματα των συμπαθούντων που τον έκρυβαν, πριν χάσει και το τελευταίο καταφύγιο.
Το περισσότερο ξύλο το ’φαγε για να τους πει πότε και πού είχε συναντηθεί τελευταία φορά με τον Νίκο Πλουμπίδη και την Έλλη Παππά. Και ποιοι άλλοι ήταν σ’ αυτές τις συναντήσεις.
Αυτός, βέβαια, είχε να δει τον Πλουμπίδη από τον πρώτο καιρό της παρανομίας, πριν από δυόμισι χρόνια. Και την Παππά μόνο ακουστά την είχε. Κι όλοι εκείνοι, που μαζί τους είχε δουλέψει στην παρανομία, είχαν πιαστεί από καιρό και κάποιοι είχαν, ήδη, εκτελεστεί.
Όπως και όλοι όσοι είχαν παρακολουθήσει τα μαθήματα συνωμοτισμού και παράνομης δράσης που γίνονταν συχνά στο κόμμα παλιότερα, ήξερε πως αλίμονό σου αν νόμιζες πως θα ξεφύγεις, λέγοντας τους έστω και ένα όνομα. Ακόμη και για κάποιον που ήσουν βέβαιος ότι τον είχαν πιάσει. Θα θεωρούσαν πως άρχισες να σπας και δεν θα σταματούσαν τα βασανιστήρια, παρά μόνο όταν θα ’χες δώσει κατάλογο ολόκληρο.
Και ποιον να καταδώσει από εκείνους που, με κίνδυνο και της ζωής τους ακόμη, τον φιλοξένησαν στα σπίτια τους, από τότε που πέρασε στην παρανομία, μέχρι πριν τρεις μήνες, που κανένας, πια, δεν τολμούσε να κρύψει κανέναν;
Τη γριά μάνα και την αδελφή του εκτελεσμένου από τους Γερμανούς παιδικού του φίλου; Τον συνταξιούχο καθηγητή που δεν τον ήθελε τον κομμουνισμό, αλλά μισούσε τους φασίστες, τους κατοχικούς δωσίλογους και τους μαυραγορίτες, που συνέχιζαν να ρημάζουν τον κοσμάκη και μετά την Κατοχή; Τον παλιό εαμίτη υπάλληλο της ΟΥΛΕΝ, που παρά την υπογραφή της δήλωσης είχε μετατρέψει το υπόγειο του σπιτιού του σε καταφύγιο κυνηγημένων, διακινδυνεύοντας ν’ αφήσει στους πέντε δρόμους άρρωστη γυναίκα και τρία μικρά παιδιά; Τον Πετραλωνίτη μικροπωλητή, που έχοντας περάσει κάποιους μήνες από τη Χ, είχε αηδιάσει με τα εγκλήματά της και τις διασυνδέσεις της με τον κόσμο της νύχτας; Ή τον Περιστεριώτη λιγνιτωρύχο, με τα καταστραμμένα απ’ τη δουλειά πνευμόνια, που μετά τη δήλωση του ’χαν δώσει άδεια κι άνοιξε ένα μαγαζάκι, κάνοντας τον τσαγκάρη; Μ’ ένα καμαράκι από πίσω, όπου έκρυβε τους παράνομους. Ή μήπως την ξαδέλφη του, το τελευταίο του αποκούμπι, όταν χάθηκε η σύνδεση με την οργάνωση, με τη σύλληψη των άλλων δύο συντρόφων της παράνομης τριάδας; Που τον έκρυβε στο σπίτι της, μέχρι που γύρισε ο άντρας της απ’ τον στρατό, έχοντας χάσει το ένα του πόδι.
Τον γερο-μπογιατζή θυμήθηκε, όταν τον πήγαν στο στρατοδικείο. Βλέποντας, στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας που ’χε μαζί του ο δικηγόρος του, την είδηση: «Ολόκληρος η Κίνα ερυθρά, πλην μίας νήσου». Και τον θυμήθηκε και πάλι, μερικές μέρες αργότερα, όταν ο πρόεδρος του στρατοδικείου ανακοίνωνε το «εις θάνατον». Και χαμογέλασε. Κάπως πικρά κι αυτή τη φορά, όπως εκείνο το πρωινό στην Ομόνοια.
*Δημοσιεύτηκε στην kommon.gr, τον Ιανουάριο 2023