"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Λογοκρίνοντας τη λογοτεχνία

2022-08-21 12:25

Το διήγημα «Οχτώ χρόνια μετά» γράφτηκε από τον Γιώργο Αλεξάτο και δημοσιεύτηκε στη σελίδα του στο Facebook, όπου έμεινε για λίγη ώρα. Αμέσως μετά κατέβηκε και ο συγγραφέας «τιμωρήθηκε» με διήμερη απαγόρευση δημοσιεύσεων, γιατί… προωθεί το μίσος!

Στην πραγματικότητα, το διήγημα αναφέρεται σε μια μητέρα που αυτοδικεί σε βάρος του βιαστή και δολοφόνου της κόρης της. Αλλά, όπως φαίνεται κι όπως σχολιάζουν δεκάδες χρήστες του FB, που καταγγέλλουν τη λογοκρισία, ανοίγει ο δρόμος για την απαγόρευση κάθε λογοτεχνικού έργου, με οποιοδήποτε γελοίο πρόσχημα. Πόσο μάλλον αν περιλαμβάνει και αναφορές στη βία. Ίσως και της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη!

ΟΧΤΩ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Σιγά μη με νοιάζει, Ελένη μου! Όσα χρόνια κι αν μου ρίξουν, και ισόβια να κάτσω μέσα, εγώ αυτό που ’θελα να κάνω, το ’κανα.

Όχι, δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Αυτό που έκανα ήθελα να του κάνω.

Και στη δίκη δεν πρόκειται να πω απολύτως τίποτα. Ας πει ό,τι θέλει ο άνθρωπος που βάλατε και σας ευχαριστώ όλους και πρώτα απ’ όλους εσένα, Ελένη μου. Ξέρω πως μ’ αγαπάτε και προσπαθείτε να με βοηθήσετε. Αλλά σου ξαναλέω: έκανα αυτό που ήθελα να κάνω και τώρα δεν με νοιάζει τίποτα, πια.

Ήρθε πάλι προχθές από δω κι ήθελε να του τα πω ξανά από την αρχή, για να μου βρει ελαφρυντικά. Καλός άνθρωπος μου φαίνεται. Δεν θα βάζατε κάναν τυχαίο. Όμως, τζάμπα κουραζόταν και επέμενε.

Του το ’πα κι αυτή τη φορά, όπως και την προηγούμενη που ’χε ξανάρθει και την παραπροηγούμενη.

«Μην κουράζεστε, κύριε Φάνη! Πέρα απ’ αυτά που σας είπα στην αρχή, δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω. Εσείς τη δουλειά σας θέλετε να κάνετε, όσο μπορείτε καλύτερα και μπράβο σας! Ειλικρινά σας το λέω αυτό το μπράβο. Εμένα, όμως, δεν με νοιάζει τίποτα, πια. Εγώ, αυτό που ’θελα να κάνω, το έκανα».

Εσύ, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον, ξέρεις πώς τα πέρασα αυτά τα οχτώ χρόνια. Πως μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, στιγμή τη στιγμή, ζούσα με τη σκέψη στη Μαρία μου.

Το ξέρεις πως έπαψα, πια, να βλέπω εκείνον τον εφιάλτη;

Ναι! Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια πέφτω για ύπνο χωρίς την αγωνία ότι θ’ ακούσω εκείνη την κραυγή απόγνωσης «Μαμά! Μαμά!», που μ’ έκανε να πεταχτώ τότε απ’ το κρεβάτι.

Δεν πρόλαβα. Μέχρι να ρίξω κάτι πάνω μου, να βάλω κάτι στα πόδια μου και να κατέβω στον δρόμο, ήταν, πλέον, πολύ αργά.

Ίσα που τον άκουσα να τρέχει, αν και δεν είμαι και βέβαιη. Εμένα αυτό που μ’ ένοιαζε εκείνες τις στιγμές ήταν η Μαρία μου. Που την είδα λίγα μέτρα από την είσοδο της πολυκατοικίας, μπροστά στη τζαμαρία του μαγαζιού στο ισόγειο, ακίνητη, με χέρια στο πρόσωπο και τα πόδια ανοιχτά, το φόρεμα και τα εσώρουχα σκισμένα, και ο λαιμός της, το στήθος της, η κοιλιά της μέσα στο αίμα.

Πώς να το ξεχάσω το μωρό μου, που το ’δα άψυχο μπροστά στην τζαμαρία, στο πεζοδρόμιο; Πώς να ξεχάσω;

Ακόμα κι αν δεν βλέπω, πια, εκείνο τον εφιάλτη που μ’ έκανε να πετάγομαι από τον ύπνο, το βλέπω το μωρό μου εδώ μπροστά μου, στο ξύπνιο μου, κάθε τρεις και λίγο. Μόνο που τώρα, Ελένη, σαν να τρεμοπαίζουν τα βλέφαρά της, όπως πα’ ν’ ανοίξουν μετά από βαθύ ύπνο, με το πρώτο φως της μέρας. Δεν ανοίγουν. Δεν βλέπω εκείνο το γαλαζοπράσινο των ματιών του μωρού μου. Βλέπω, όμως, στα χείλη της ένα αμυδρό χαμόγελο.

Του το ’χα φωνάξει στο δικαστήριο. Το θυμάσαι, που του πέταξα ένα μπουκάλι νερό, που δεν τον πέτυχε, αλλά τον έκανε να σκύψει για να το αποφύγει. Θυμάμαι και το βλέμμα του φονιά, όταν αμέσως μετά με κοίταξε. Κι εκείνο το χαμόγελό του, το ειρωνικό.

Και του το φώναξα εκεί, μπροστά σε δικαστές, μπάτσους, στα καθίκια που τον φέρανε στον κόσμο και πλήρωσαν και δικηγόρους πρώτης σειράς για να πουν για το τι ρούχα φορούσε η Μαρία μου και πού γύριζε τις νύχτες.

«Μη χαίρεσαι που στα τριάντα με τριάντα πέντε σου θα ’σαι πάλι έξω! Να ξέρεις πως θα σε καταστρέψω!»

Θυμάσαι τις εφημερίδες, την άλλη μέρα και τις κουτσομπόλες στα πρωινάδικα, που λέγανε πως οργισμένη η μητέρα του εικοσάχρονου θύματος επιτέθηκε στον δράστη πετώντας του αντικείμενα και φωνάζοντας πως «θα τον καταστρέψει».

Δεν ήταν οργισμένη αντίδραση της στιγμής, Ελένη. Τώρα το ξέρεις κι εσύ και το ξέρουν όλοι.

Ναι! Δεν είχε νόημα να τον σκοτώσω, αν και θα μπορούσα να το κάνω. Έτσι ανύποπτος που βγήκε από το αμάξι που του αγόρασε ο μπαμπάς του, δώρο για το ξεκίνημα της καινούργιας του ζωής, εκεί, στην ερημιά της νύχτας, ήταν πολύ εύκολο να τον πυροβολήσω στο κεφάλι. Ήμουν πολύ κοντά του κι έκανα καλή εξάσκηση από τότε που πήρα το πιστόλι. Με μάθανε οι ερημιές και τα γύρω βουνά!

Όχι! Δεν είχε νόημα κάτι τέτοιο. Σάμπως θα καταλάβαινε και τίποτα;

Εγώ να τον καταστρέψω ήθελα. Να τον κάνω να τη θυμάται με απόγνωση εκείνη τη νύχτα που στέρησε τη ζωή στη Μαρία μου και το γέλιο από τα χείλη μου.

Ξέρεις, όταν έμαθα πως βγήκε από τη φυλακή, με την ποινή να μειώνεται λόγω καλής διαγωγής και γιατί δούλευε εκεί, κάποιες στιγμές αναρωτήθηκα μήπως να μην το έκανα. Να έμπαινα κι εγώ στη λογική, έφταιξε, πλήρωσε.

Και δεν σου κρύβω πως αυτή η σκέψη με βασάνιζε, μέχρι που τον παρακολούθησα να μπαίνει στο ολοκαίνουργιο αμάξι, με τη μαμά και τον μπαμπά να του φωνάζουν «με γειά!», κι όταν μετά τον είδα από την πόρτα μέσα στο μπαράκι να το γλεντάει με την παρέα του κι εκείνο το τσουλάκι να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει, και να τα γέλια και να τα «στην υγειά σου!» και τα «καλώς σε δεχτήκαμε!».

Κι όταν έφτασε έξω από το σπίτι του και βγήκε από τ’ αμάξι, οι σφαίρες τον βρήκαν στα πόδια. Και όπως έπεσε κάτω και πριν προλάβουν να βγουν οι δικοί του ή και άλλοι από τις γειτονικές μονοκατοικίες που άκουσαν τους πυροβολισμούς και τα ουρλιαχτά του, το βιτριόλι δεν άφησε τίποτα ανάμεσα στα σκέλια του.

Δεν πρόλαβα να τους δω να βγαίνουν. Άφησα δίπλα του το μπουκάλι, έχοντας πετάξει κάπου εκεί γύρω και το πιστόλι, μπήκα στ’ αμάξι μου και πήγα στο Τμήμα να παραδοθώ.

Ανακρίσεις και ξανά ανακρίσεις, κι εκεί στο κρατητήριο, όταν μετά από κάνα δυο βράδια κατάφερα να κλείσω τα μάτια μου και να με πάρει ο ύπνος, ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που δεν ξανάδα εκείνον τον εφιάλτη.

Τώρα δεν με νοιάζει τίποτα. Εγώ αυτό που ήθελα να κάνω, το ’κανα. Οχτώ χρόνια μετά τον χαμό της Μαρίας μου.

Γιώργος Αλεξάτος, Αύγουστος 2022

*kommon.gr, 20 Αυγούστου 2022