Δημοσιεύτηκε σε ιστοσελίδες τον Ιούλιο 2012, μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή
Του Γιώργου Αλεξάτου
Πόσο θα μείνω ακόμα κρυμμένος σ’ αυτούς τους θάμνους; Όπου να ‘ναι ξημερώνει. Μετά; Απ’ ό,τι έχω ακούσει, οι δρόμοι γύρω από τα ξένα προξενεία είναι πήχτρα στους ασφαλίτες και τους Εσετζήδες. Αλλά έστω πως τα κατάφερα να χωθώ σε κανένα απ’ αυτά. Τι μου λέει ότι δεν θα με δώσουν πακέτο στα χέρια τους;
Κι αν κατηφόριζα προς το λιμάνι; Μπορεί να κρυφτώ σε κάνα πλοίο με ξένη σημαία. Θα μου πεις και στο λιμάνι τα ίδια γίνονται, όπως και παντού. Αφού ακόμα κι εδώ πέρασαν δυο φορές απόψε τα περίπολα. Μόνο μπάτσοι την πρώτη φορά, μαζί με Εσετζήδες τη δεύτερη. Μέσα στην ερημιά, να ψάχνουν με τους φακούς το πάρκο.
«Δεν έχει τίποτα απόψε. Λιγόστεψαν κι οι αδερφές», άκουσα να λέει ένας.
«Λες να γίναν άντρες;», έκανε πως ρωτάει ένας άλλος, γελώντας σαρκαστικά.
«Άντρας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», ακούστηκε, σοβαρός-σοβαρός, πάλι ο πρώτος.
Εδώ ήταν που έπιασαν πριν από καιρό εκείνους τους δυο νεαρούς και, όπως ανακοινώθηκε, ο ένας πήγε να τους ξεφύγει και τον πυροβόλησαν, αφήνοντάς τον στον τόπο. Ο άλλος πήρε τον δρόμο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Τα Κέντρα Εθνικής Αναμόρφωσης έχουν ειδικά τμήματα για όσους χαρακτηρίζονται διεστραμμένοι. Λένε πως εκεί τους ξεφτιλίζουν καθημερινά και τους βάζουν να δουλεύουν στις πιο βαριές δουλειές, συνήθως στο ύπαιθρο. Χειμώνα-καλοκαίρι.
Την αλήθεια έλεγε, τελικά, εκείνος ο γερο-συνάδελφος, που έχασε τα λογικά του ένα πρωί στη δουλειά και άρχισε να βγάζει λόγο, με το που εμφανίστηκαν οι Εσετζήδες. Συνέχισε να φωνάζει, καθώς τον έσερναν, χτυπώντας τον με τα κλομπ, με γροθιές και με κλοτσιές. Το αίμα σχημάτισε γραμμή από το σημείο που παράτησε το καζάνι μέχρι την είσοδο του εργοστασίου. Όταν έστρεψε για τελευταία φορά προς το μέρος που στεκόμουν, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν ξεχώριζαν και ήταν σαν να φόρεσε μια μάσκα κόκκινη:
«Να τοι οι Εσετζήδες! Το καλοταϊσμένο Εθνικό Σώμα Επαγρύπνησης! Να τα τα παράσιτα, που δεν χρειάζεται ποτέ τους να δουλέψουν. Δουλεύουν γι’ αυτούς οι σκλάβοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ίσα βάρκα, ίσα νερά. Ογδόντα χιλιάδες αυτοί, ογδόντα χιλιάδες κι εκείνοι».
Αναμφίβολα, οι Εσετζήδες είναι η σιδερένια γροθιά του κόμματος. Πρόκειται για τις παλιές Ομάδες Εθνικής Κάθαρσης. Με τη Νέα Κατάσταση έχουν γίνει μιλιούνια πια και τους συναντάς όπου βρεθείς κι όπου σταθείς. Με τις μαύρες στολές, τις μπότες, τα κλομπ και τα πιστόλια, να βαδίζουν σε φάλαγγα ανά δυο. Και με το που εμφανίζονται, να ουρλιάζουν το «Εγέρθητι!» και να πρέπει ο κόσμος να πετάγεται πάνω και να τους χαιρετάει με τεντωμένο το δεξί χέρι, κραυγάζοντας: «Πάλι δικά μας!»
Πώς βρέθηκα να κρύβομαι σαν το αγρίμι, εγώ που ποτέ δεν είχα δώσει αφορμή για το παραμικρό! Εντάξει! Πάντα τους ενοχλούσε που δεν θέλησα ποτέ να έχω καμιά σχέση με το κόμμα. Βέβαια, πηγαίνω στις γιορτές που κάνουν κάθε τόσο, όπως πάει κι όλος ο κόσμος. Πότε για την επέτειο του κινήματος που τους έφερε στην εξουσία, πότε για τη συντριβή των κομμουνιστών στον Γράμμο, πότε για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, πότε για τα γενέθλια του Μεγαλέξανδρου. Κάθε δέκα με δεκαπέντε μέρες και μια γιορτή, με τους Νεανίτες ντυμένους με χλαμύδες και περικεφαλαίες, με αναμμένες δάδες και πολύ, μα πολύ εμβατήριο! Πολλοί ενθουσιάζονται. Άλλοι κάνουν πως ενθουσιάζονται.
Άλλωστε, με είχαν προειδοποιήσει και όταν με κάλεσαν στο Τμήμα. Τότε που κάποιοι Νεανίτες απ’ τη γειτονιά της Ελένης κάρφωσαν στην αστυνομία πως κάτι τρέχει με μένα κι αυτήν.
Ήταν ο πρώτος καιρός που ήμασταν μαζί. Με είχε εντυπωσιάσει με το που την είδα, εκείνο το βράδυ στο μπαράκι της Μαραθωνομάχων. Με παραξένεψε που ήρθε μόνη και ακόμα περισσότερο που δεν έφυγε νωρίς.
Με τη Νέα Κατάσταση δεν είναι κι ό,τι καλύτερο για μια γυναίκα να κάθεται μόνη μέχρι αργά έξω. Λένε πως αν το κάθε φύλο πρέπει να ξαναβρεί τον φυσικό του προορισμό, αν ο άντρας πρέπει να είναι μαχητής του έθνους και η γυναίκα αυτή που θα φροντίσει το μεγάλωμα της νέας γενιάς των Ελλήνων, είναι φανερό πως δεν έχει καμιά δουλειά να ξενυχτάει στα μπαρ και στις ταβέρνες, χωρίς τη συνοδεία του άντρα. Άλλωστε, τώρα πια, αυτά τα μαθαίνουν τα κορίτσια ήδη από πολύ μικρά. Γι’ αυτό χωρίστηκαν και τα σχολεία. Μπορεί να έχουν την ίδια εκπαίδευση τα δύο φύλα, όταν προορίζονται για εντελώς διαφορετικούς ρόλους στη ζωή;
Μου άρεσε έτσι όπως την έβλεπα, σοβαρή, ήρεμη, αν και με φανερό κάποιο πόνο στο βλέμμα, στην έκφραση. Δεν έδειχνε να είναι όπως άλλες, που βγαίνουν να ψωνιστούν και για να το κάνουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα φροντίζουν για την απαραίτητη κάλυψη από κάποιο βαθμοφόρο Εσετζή. Κάθε άλλο. Και σε μένα εκείνο το βράδυ δίσταζε να ξανοιχτεί.
Θέλησε να με προφυλάξει από τότε κιόλας, όταν με τα πολλά πιάσαμε την κουβέντα. Μου είπε πως είχε περάσει από Κέντρο Εθνικής Αναμόρφωσης. Δεν ρώτησα το πώς και το γιατί, ούτε κι αυτή προχώρησε σε λεπτομέρειες.
Με τον καιρό, έμαθα πολλά για τη ζωή της. Τις μέρες που άλλαζε η κατάσταση ήταν σε εκείνες τις διαδηλώσεις που τις χτύπησε με τα όπλα η αστυνομία. Μόλις είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο όπου είχε μπλέξει με τα πολιτικά. Όταν βγήκε από το Κέντρο Εθνικής Αναμόρφωσης, της απαγόρευσαν να δουλέψει ως φιλόλογος. Τη νύχτα μάλιστα που τη συνέλαβαν, της πήραν από το σπίτι και όλα τα βιβλία. Τα πολιτικά και όσα λογοτεχνικά και επιστημονικά είχαν μπει στον «Κατάλογο Αντεθνικού Ψεύδους» τα έκαψαν, σε μια από εκείνες τις τελετές που οργανώνονταν παντού τότε. Τα άλλα τα μοιράστηκαν οι επικεφαλής των αστυνομικών και των Εσετζήδων. Είχαν γεμίσει τα παλαιοπωλεία κατασχεμένα βιβλία.
Εγώ, προσωπικά, περισσότερο για τη μουσική ενοχλήθηκα. Γιατί, εκτός απ’ αυτά του Θεοδωράκη, του Λοΐζου, του Μικρούτσικου και όσων άλλων συνθετών χαρακτηρίστηκαν αντεθνικοί, απαγορεύτηκαν και τα τραγούδια που θεωρούνται γλυκερά, ακατάλληλα για τους δυνατούς ανθρώπους της Νέας Κατάστασης, σαν αυτά του Χατζιδάκι, μοιρολατρικά, όπως αυτά του Καζαντζίδη, και όσα τραγουδήθηκαν από Γύφτους, όπως ο Αγγελόπουλος, ο Χατζής και πολλοί άλλοι. Μαζί και τα ρεμπέτικα, που εκφράζουν, όπως λένε, την παρακμιακή ηθική αυτών που ήταν εχθρικοί απέναντι στο κράτος και στην πειθαρχημένη δημιουργική ζωή.
Εδώ που τα λέμε, είναι λίγο πρόβλημα να δουλεύεις ακούγοντας από τα μεγάφωνα στρατιωτικά εμβατήρια ή να πίνεις το ποτό σου μ’ αυτή τη μουσική που θυμίζει θόρυβο εργοστασίου σε πλήρη λειτουργία και τις στριγκές κραυγές των ερμηνευτών. Γιατί έχει απαγορευτεί και όλη η κλασική ροκ που μου άρεσε παλιά. Τη θεωρούν κατάλληλη για αδύναμους ειρηνόφιλους, για ανθρώπους εκφυλισμένους.
Ακόμα χειρότερη είναι αυτή η μουσική που την παρουσιάζουν σαν εθνική-λαϊκή. Θυμίζει τα σκυλάδικα της Παλιάς Κατάστασης, αλλά με στίχους που προσπαθούν να εμπνεύσουν αισιοδοξία και πίστη στη δύναμη και στη ζωή. «Δεν τελειώνει η ζωή μου επειδή έφυγες εσύ, κι όσο εγώ θα προχωράω, πάντα κάποια θα βρεθεί», λέει ένα απ’ αυτά, ενώ το άλλο είναι πιο ξεκάθαρο: «Για τους σκλάβους είν’ το κλάμα, όχι για τους μαχητές, η ζωή θέλει αγώνα και ας πονέσουν μερικές».
Κάτι τέτοια βάζουν όλη μέρα στο ραδιόφωνο, όταν σταματάνε τα εμβατήρια. Ακολουθεί κλασική μουσική, κάπου-κάπου κανένα δημοτικό και δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή. Με τα συνεχή διαλείμματα για ειδήσεις και εκπομπές εθνικής διαφώτισης.
Κι η τηλεόραση δεν πάει πίσω. Μόνο που εκεί βλέπουμε και ταινίες. Εκτός από τα ερωτικά έργα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Αγάπη στα χαρακώματα», «Ο Εύελπις και η Ισμήνη» και «Αγάπησα μια Ελληνίδα», προβάλλουν και έργα ιστορικά: «Στις όχθες του Ευρώτα», «Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος», «Παπαφλέσσας», «Ο Έλλην Φον Κανάρης», «Η Κόκκινη Μηλιά». Βλέπουμε και έργα περιπέτειας: «Ο ηρωικός Χίτης», «Ταγματασφαλίτης Εκδικητής», «Η κόκκινη πανούκλα», «Στα άδυτα της Σιών». Ή και εκπομπές μορφωτικές, όπως «Η Ελληνίδα μητέρα», «Η ψυχολογία του Έλληνα εργαζόμενου» ή «Το ημίωρο του καλλιεργητή της ελληνικής γης».
Η Ελένη δούλεψε μερικά χρόνια καθαρίστρια, σε ένα ίδρυμα για παιδιά με νοητική καθυστέρηση. Μέχρι που το έκλεισαν, όταν αποφασίστηκε η μεταφορά τους σε νέο χώρο, κάπου στην Πίνδο. Λέγεται πως ακολούθησε μαζική ευθανασία. Μπορεί κιόλας. Άλλωστε, κανένας δεν ξέρει πού ακριβώς τα μεταφέρανε ούτε και τι γίνονται τα παιδιά με τέτοια προβλήματα ή αυτά που διαπιστώνεται πως έχουν μόνιμη αναπηρία, όταν τα παίρνουν απ’ τους γονείς τους.
Έχουν ακουστεί πολλές διαμαρτυρίες για όλα αυτά, κυρίως από το εξωτερικό. Η επίσημη απάντηση είναι πως δεν θα αφήσουμε την παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία να εμποδίσει την πολιτική εξυγίανσης του λαού μας. Όπως αντικρούστηκαν και κάποιες αντιδράσεις από γιατρούς, που τους στέρησαν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, και από μερικούς κληρικούς.
Στην περίπτωση της θρησκείας τα πράγματα είναι πια ξεκάθαρα. Άλλο ο χριστιανισμός σαν ιουδαϊκή αίρεση, προορισμένη για την παρηγοριά των αδύναμων και των σκλάβων, και άλλο τα ελληνο-χριστιανικά ιδεώδη. Άλλωστε, οι τελετές για τους ελληνικούς θεούς όλο και πυκνώνουν όσο περνούν τα χρόνια.
Τον τελευταίο καιρό η Ελένη δούλευε σε βιοτεχνία, με το νέο πρόγραμμα περιορισμένης απασχόλησης, όπως και οι περισσότερες εργαζόμενες γυναίκες. Δυο ή τρεις μέρες τη βδομάδα. Είναι κι αυτό ένα από τα μέτρα για την ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας, καθώς παρατηρήθηκε πως η πλήρης απασχόληση επέτρεπε σε πολλές να αποφεύγουν τον γάμο. Ευτυχώς, που είναι δικό της το διαμέρισμα. Όσο για φαγητό, κάτι λίγο εγώ, κάτι μια γνωστή από παλιά, κάτι καμιά γειτόνισσα, όλο και τα ψιλοκατάφερνε.
Όχι πως έχει και κύκλο φίλων η Ελένη. Οι περισσότεροι στην πολυκατοικία, στη γειτονιά και στη δουλειά της την αποφεύγουν. Είναι επικίνδυνα τα πάρε-δώσε με άτομα στιγματισμένα λόγω αντεθνικών φρονημάτων.
Η αλήθεια είναι πως είχα πέσει σε περισυλλογή εκείνη τη νύχτα που τη γνώρισα και μου πρωτομίλησε για το παρελθόν της. Φοβήθηκα και μου περνούσε επίμονα απ’ το μυαλό η σκέψη να αποφύγω να την ξαναδώ. Ένιωθα, όμως, πως δεν θα το μπορούσα.
Τα επόμενο βράδυ ξαναπήγα στο μπαράκι. Όπως και το μεθεπόμενο. Είχε γίνει άφαντη. Και καθώς δεν είναι εύκολο να πηγαίνεις κάθε βράδυ έξω για ποτό, όταν πια είχα ξεμείνει από λεφτά, περνούσα, έριχνα μια ματιά και ξανάφευγα.
Είχα πιστέψει πως ήθελε να με αποφύγει, μέχρι που την πέτυχα τυχαία ένα βράδυ, καθώς γύριζα απ’ τη δουλειά. Είχε βγει βόλτα και καθόταν σε ένα παγκάκι στην πλατεία Μπάμπαλη. Τη χαιρέτισα και μου ανταπέδωσε την καλησπέρα με ανυπόκριτη χαρά. Κάθισα δίπλα της και από τα μισόλογα που μου είπε κατάλαβα ότι η εξαφάνισή της δεν ήταν ηθελημένη.
Αργότερα έμαθα τι ακριβώς συνέβη. Το αμέσως επόμενο βράδυ απ’ αυτό που γνωριστήκαμε, της την είχαν πέσει Εσετζήδες. Θα συνέβη λίγο πριν πάω εγώ. Της φέρθηκαν χυδαία, την προσέβαλαν. Και την άλλη μέρα βρήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της κολλημένο ένα σημείωμα:
«Ελένη, 3ος όροφος. Μπαρόβια».
Απέφευγε να μιλάει για τα παλιά ούτε και σχολίαζε ποτέ τίποτα για την κατάσταση. Αλλά ήταν ολοφάνερο πως δεν θα έκανε το ελάχιστο απ’ όσα θα έδειχναν πως έχει αποδεχτεί την υποταγή. Αυτός είναι και ο λόγος που μου έκοψε απότομα την κουβέντα, τότε που της μίλησα απέξω-απέξω για γάμο. Κι όταν επανέφερα το θέμα, ήταν σαφής:
«Μικρή δεν είχα τίποτα κατά του γάμου. Αν, όμως, παντρευόμουν τώρα, μ’ αυτή την κατάσταση, θα ήταν σαν να φτύνω στον τάφο του πατέρα μου».
Τότε έμαθα ότι ο πατέρας της είχε σκοτωθεί εκείνες τις μέρες που άλλαζε η κατάσταση κι ο αδελφός της και η μάνα της ζούσαν κάπου στο εξωτερικό. Όπως οι δεκάδες χιλιάδες που έφυγαν τότε για πολιτικούς λόγους, είχαν χάσει την ελληνική ιθαγένεια και δεν επιτρεπόταν καμιά επικοινωνία μαζί τους. Φυσικά, είχαν στερήσει και στην Ελένη το δικαίωμα να φύγει για έξω. Διαβατήριο παίρνεις μόνο αν είσαι εθνικόφρων.
Χθες έφυγα αργά από το εργοστάσιο. Δωδεκάωρο αυτή τη βδομάδα, δυο ώρες παραπάνω απ’ το κανονικό.
«Να βγει η καινούργια παραγγελία», μας είπε ο Κωνσταντίνος, ο επιστάτης. «Μερικές μέρες να δουλέψουμε λίγο παραπάνω, μπας και πέσει κανένα φράγκο, να πληρωθείτε κι εσείς τίποτα από τα καθυστερούμενα».
Η αλήθεια είναι ότι έχουν μαζευτεί πολλά. Σπάνια πληρωνόμαστε στην ώρα μας, αλλά τελευταία το κακό έχει παραγίνει. Προφανώς, ούτε σκέψη για διαμαρτυρία.
Θυμάμαι, τον πρώτο καιρό που έπιασα δουλειά, εκείνη τη συγκέντρωση στο εργοστάσιο, στην οποία είχε μιλήσει ο ίδιος ο υπουργός Δημιουργικής Απασχόλησης:
«Όποιος διανοηθεί να κάνει αυτά που έκαναν οι ταραχοποιοί στην Παλιά Κατάσταση, θα βρει απέναντί του το ίδιο το έθνος. Όποιος νομίζει πως θα καθορίσει αυτός την οικονομική πολιτική του κράτους, με αξιώσεις που θα αναγκάσουν τους επενδυτές να αναζητήσουν σε άλλη χώρα ευκαιρίες για παραγωγικές επενδύσεις, είναι φανερό πως λειτουργεί ως όργανο αντεθνικών σκοτεινών συμφερόντων. Η τύχη του θα είναι όμοια με αυτήν του οποιουδήποτε προδότη».
Εδώ και χρόνια δεν υπάρχει κανένας λόγος να επαναλαμβάνονται όλ’ αυτά. Καθένας τα γνωρίζει πολύ καλά. Ιδιαίτερα μετά από εκείνες τις εκτελέσεις, τότε που κάποιοι είχαν επιχειρήσει να στήσουν ένα δίκτυο μεταξύ διαφόρων κλάδων, με σκοπό τη διοργάνωση απεργιών, σαν αυτές που γίνονταν με την Παλιά Κατάσταση.
Παλιά στο εργοστάσιο δούλευαν ξένοι. Εκείνα τα χρόνια δεν έβρισκες Έλληνα εργάτη σε τέτοιες βρόμικες και βαριές δουλειές, με τις αναθυμιάσεις από τα χημικά να ποτίζουν το σώμα σου και η μυρωδιά να μη φεύγει με τίποτα. Αυτές ήταν για τους Ασιάτες από το Ιράκ, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές. Είχαν έρθει πολλοί Ασιάτες τότε, αλλά και Αφρικανοί. Έρχονταν να δουλέψουν στην Ελλάδα ακόμα και από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, από τα Βαλκάνια, από τη Ρωσία.
Ήταν ως και ντροπή να δουλέψει Έλληνας σε τέτοια δουλειά. Όταν ήμουν παιδί ακόμα, αλλά και στην εφηβεία, είχαμε την εντύπωση πως ζούσαμε σε μια χώρα πλούσια, όπου οι βαριές και βρόμικες δουλειές προορίζονταν για τους ξένους. Μεγάλωνα με την αίσθηση πως είμαστε κατά κάποιο τρόπο ανώτεροι απ’ αυτούς. Ίσως γι’ αυτό δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να πείσει τόσον κόσμο μ’ αυτά το κόμμα της Νέας Κατάστασης. Κι εγώ ακόμα, το θυμάμαι καλά, ένιωθα πως δεν είμαι το ίδιο με όλους αυτούς τους εξαθλιωμένους.
Η αλήθεια είναι πως τα μεροκάματα που έπαιρναν τότε οι ξένοι σίγουρα ήταν καλύτερα απ’ αυτά που παίρνουμε τώρα. Μεσολάβησε η κρίση, βλέπεις. Πήγαινε ο κόσμος να κάνει ένα μεροκάματο όσο-όσο. Και όταν επικράτησε η Νέα Κατάσταση διαλύθηκαν και τα συνδικάτα, που παλιά όλο και κάτι απαιτούσαν. Σιγά-σιγά ξανάνοιξαν οι δουλειές, αλλά τα μεροκάματα έμειναν αυτά που ήταν στα χρόνια της κρίσης. Κι όπως λένε πολλοί, μόνο έτσι αξίζει να επενδύσει ο άλλος τα λεφτά του. Αν ήταν να τα μοιραστεί με τους εργάτες, θα άνοιγε φιλανθρωπικό ίδρυμα, όχι επιχείρηση…
Με το που ξέσπασε η κρίση, μειώθηκαν οι δουλειές, αλλά έφευγαν και οι ξένοι από εδώ. Λίγοι στην αρχή, περισσότεροι κατόπιν, όταν, εκτός απ’ το ότι δεν έβρισκαν πια δουλειά, είχε αρχίσει και το κυνηγητό. Για να φύγουν, πατείς με πατώ σε, λίγο πριν αλλάξει η κατάσταση.
Οι Ομάδες Εθνικής Κάθαρσης δεν αστειεύονταν. Δεν ήταν πια οι μεμονωμένες επιθέσεις, που είχαν καταντήσει ρουτίνα, οι ξυλοδαρμοί και τα μαχαιρώματα τη νύχτα, κάποιες έφοδοι στα σπίτια των ξένων. Η εκστρατεία «Καθαρή Ελλάδα» έλυσε το πρόβλημα μέσα σε δυο βδομάδες. Περισσότεροι από πενήντα πρέπει να κάηκαν εκείνη τη νύχτα που λαμπάδιασε το παλιό εγκαταλειμμένο εργοστάσιο που χρησιμοποιούσαν σαν πρόχειρο κατάλυμα. Καμιά τριανταριά σ’ εκείνη την ετοιμόρροπη παλιά πολυκατοικία, απ’ όπου η φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το τετράγωνο, αλλά ευτυχώς οι Έλληνες πρόλαβαν να βγουν στον δρόμο και να γλυτώσουν. Πόσα τέτοια δεν έγιναν σ’ ολόκληρη τη χώρα!...
Και τα μπλόκα! Κύκλωναν οι Ομάδες Εθνικής Κάθαρσης περιοχές ολόκληρες, δυο και τρία και παραπάνω τετράγωνα μαζί, εκεί που έμεναν οι ξένοι. Και τότε δεν γλύτωνε κανένας. Κι όσους αποτολμούσαν να πάνε σε νοσοκομείο, τους αποτελείωναν άλλες Ομάδες που έστηναν καρτέρι ακόμα και έξω από τα χειρουργεία.
Κάποιοι έλεγαν τότε πως ο διωγμός έγινε γιατί πλέον ήταν οι Έλληνες που θα δούλευαν όπως μέχρι τότε οι ξένοι και χωρίς το δικαίωμα να υψώσουν κεφάλι και να ζητήσουν το παραμικρό, ρισκάροντας τον χαρακτηρισμό του «αντεθνικού στοιχείου».
Ποιο από τα νέα παιδιά στο εργοστάσιο μπορεί να φανταστεί πώς ζούσαμε και πώς σκεφτόμασταν εκείνους τους καιρούς, πριν αρχίσουν να γίνονται όλα αυτά; Όταν ήμουν στην ηλικία τους, άλλα όνειρα κι άλλα σχέδια έκανα για τη ζωή μου. Όπως όλοι τότε. Το μόνο που δεν θα μπορούσα να φανταστώ είναι πως θα ξέπεφτα σε δουλειά σαν αυτή που έκαναν οι Πακιστανοί και να πληρώνομαι, τελικά, χειρότερα απ’ αυτούς.
Με την κρίση ήρθαν τα πάνω κάτω. Ξαφνικά, γέμισε ο τόπος ανέργους. Κι αυτοί που δούλευαν δεν πληρώνονταν όπως πριν, άσε που καταργήθηκαν τα παλιά ωράρια. Οχτώ ώρες ήταν μέχρι τότε η δουλειά, για πέντε μέρες τη βδομάδα! Κάποιοι δούλευαν και εφτά ώρες τη μέρα! Τα ξεχάσαμε όλ’ αυτά, μέσα σε πολύ λίγο καιρό.
Κάπως πήγε να αντιδράσει ο κόσμος. Έγιναν απεργίες, ένα καλοκαίρι ολόκληρο κατέβαιναν χιλιάδες στις πλατείες και διαμαρτύρονταν. Είχα πάει κι εγώ μια-δυο φορές. Όσο περνούσε ο καιρός και φαινόταν πως με όλ’ αυτά δεν βγαίνει τίποτα, άρχιζε να ψάχνει ο καθένας τη δική του προσωπική λύση.
Κάποιοι φίλοι έφυγαν. Άλλος Ευρώπη, άλλος Αμερική, άλλος Αυστραλία. Γέμισαν και πάλι τα πέρατα του κόσμου από ξεριζωμένους Έλληνες. Εκεί που είχαμε σκλάβους στην Ελλάδα, πηγαίναμε εμείς σκλάβοι σε άλλους.
Το είχα σκεφτεί κι εγώ. Δεν το αποφάσισα τελικά. Καλύτερα; Πού να ξέρω; Σάμπως κι αυτοί που έφυγαν πρόκοψαν; Κάποιοι ναι, οι περισσότεροι όμως σαν την άδικη κατάρα γυρνάνε στην ξενιτιά. Χωρίς να το σκέφτονται καν να γυρίσουν πίσω. Ή γιατί δεν θέλουν να ζήσουν αυτά που ζούμε εδώ ή και γιατί έχουν εκτεθεί. Μπλέχτηκαν με τις φασαρίες που γίνονταν τότε έξω, ενάντια στη Νέα Κατάσταση. Πώς να ‘ρθουν; Προτιμούν να ανέχονται την καταφρόνια και το σιχτίρισμα από κάθε απίθανο Γερμανό ή Αυστραλό, παρά να βρεθούν σε κανένα Κέντρο Εθνικής Αναμόρφωσης.
Τότε ήταν που έγινε γνωστό το κόμμα της Νέας Κατάστασης. Πριν λίγο καιρό δεν ήταν και πολλοί αυτοί που ήξεραν πως υπήρχε. Αλλά φάνηκε να το υποστηρίζει κόσμος και έβγαλε και δικούς του βουλευτές, σε κάποιες από τις τελευταίες εκλογές που έγιναν τότε. Ταυτόχρονα, άρχισε να ελέγχει συνοικίες ολόκληρες και κωμοπόλεις και χωριά, με τις Ομάδες Εθνικής Κάθαρσης. Που αφού τελείωσαν με το κυνηγητό των ξένων ξεκίνησαν το μακέλεμα των πολιτικών αντιπάλων. Κι αυτοί έβγαζαν ανακοινώσεις, καταγγελίες, έκαναν διαδηλώσεις και πορείες, φώναζαν στη Βουλή και στις εφημερίδες τους. Τότε οι εφημερίδες δεν ήταν κρατικές.
Όταν αποφάσισαν να αντιδράσουν πιο δυναμικά ήταν πια αργά…
Το κόμμα γινόταν μέρα τη μέρα, μήνα τον μήνα, κράτος εν κράτει. Μέχρι και δικά του μαγαζιά άνοιξε, που μπορούσαν να ψωνίζουν φτηνά οι πεινασμένοι. Ως και δωρεάν τρόφιμα μοίραζε, όταν οι αντίπαλοί του, όσοι δεν ήταν στην κυβέρνηση, απλώς την κατήγγειλαν ως υπεύθυνη για την πείνα.
Κι αλίμονο σε όποιον τολμούσε να πάει κόντρα στο κόμμα της Νέας Κατάστασης. Δεν ήταν μόνο οι Ομάδες Εθνικής Κάθαρσης και η αστυνομία, που σχεδόν όλη πια ήταν μαζί του. Ήταν όλο και περισσότερος ο κόσμος που πίστευε πως μόνο η Νέα Κατάσταση θα μπορούσε να δώσει διέξοδο.
Αυτά που έλεγαν ήταν απλά και έπειθαν: Να φύγουν οι ξένοι, να βρεθούν δουλειές, να μπει μια τάξη στη χώρα, να πάψει ο καθένας να κάνει του κεφαλιού του.
Με τον καιρό γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαροι: Να σέβεται ο εργαζόμενος αυτόν που ανοίγει μια δουλειά και του δίνει μεροκάματο. Να σταματήσει ο εκφυλισμός της νεολαίας, που πέρα από την έλλειψη κάθε σεβασμού σε οποιονδήποτε ανώτερο, φτάνει σε σημείο να κλονίζει τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας. Δεν γίνεται, έλεγαν, να υπάρχουν ακόμα και εικοσάχρονα κορίτσια που να αλλάζουν τους γκόμενους σαν τα πουκάμισα. Άντε, να γίνουν μητέρες αύριο! Ούτε και οι ανώμαλοι να κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς να κρύβουν καν τη διαστροφή τους.
Τη μεγάλη αλλαγή στις απόψεις, στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά του κόσμου την παρατηρούσα κάθε που έπαιρνα άδεια απ’ τον στρατό. Πριν ακόμα αλλάξει η κατάσταση είχα χωρίσει με τη Ρίκα. Για την ακρίβεια, αυτή με χώρισε. Εκεί που ήταν ένα κορίτσι όλο κέφι και ζωντάνια, με ανθρωπιά και καλοπροαίρετη με τον κόσμο, ξαφνικά έγινε αγνώριστη. Έπαθα άγρια πλάκα όταν την άκουσα να περιγράφει πώς μπήκαν νυχτιάτικα στο σπίτι κάτι φουκαράδων ξένων και τους έστειλαν στο νοσοκομείο. Όταν της είπα πως δεν είναι και τόσο μαγκιά να κοπανάς ανθρώπους που δεν σε έχουν ενοχλήσει, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Με είπε αδύναμο και εκφυλισμένο. Και έβαλε και τα γέλια από πάνω, όταν της είπα πως θα της χρειαζόταν ένα χαστούκι, αλλά δεν συνηθίζω να αντιδρώ έτσι.
«Χαστούκια ρίχνουν οι άντρες», μου απάντησε. «Αναρωτιέμαι τι έκανα με έναν κακομοίρη, τόσον καιρό»…
Έμαθα πως τα είχε φτιάξει ήδη με έναν απ’ αυτούς και σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν. Χρόνια μετά, άκουσα πως την παράτησε για μια Νεανίτισσα, αφήνοντάς την με τρία ή τέσσερα παιδιά. Γιατί, τώρα πια, οι σωστές γυναίκες γεννούν πολλά παιδιά.
Πρωτόπιασα δουλειά στο εργοστάσιο, όταν επιτέλους απολύθηκα από τον στρατό. Τέσσερα χρόνια θητεία! Έπεσα πάνω στη χειρότερη περίοδο, τότε που έγιναν οι φασαρίες με τους Τούρκους, με τους βομβαρδισμούς στην Κύπρο, στη Θράκη και στα νησιά. Τότε που μας πήραν κι εκείνες τις βραχονησίδες.
Στη Σάμο υπηρετούσα με τα γεγονότα της Κομοτηνής. Σε δυο μήνες θα απολυόμουν. Όταν μαθεύτηκε πως οι Ομάδες Εθνικής Κάθαρσης χτύπησαν τα τζαμιά και τα τούρκικα μαγαζιά, δεν ήταν και λίγοι οι αξιωματικοί, οι υπαξιωματικοί και οι φαντάροι που πανηγύριζαν. Οι περισσότεροι, όμως, ήμασταν σιωπηλοί και φοβισμένοι. Τους τελευταίους μήνες είχαν επιβάλλει τον δικό τους νόμο και στη μονάδα, και αλίμονο σε όποιον τολμούσε να τους πάει κόντρα.
Τα γεγονότα εξελίχτηκαν πολύ γρήγορα. Χάθηκαν κάμποσα παλικάρια σ’ εκείνο τον άγριο βομβαρδισμό που κράτησε όλη τη νύχτα και έκανε κόλαση όλο το νησί.
Την άλλη μέρα μάθαμε για το κίνημα στην Αθήνα. Όταν οι Ομάδες Εθνικής Κάθαρσης, που λέγονταν πια Εθνικό Σώμα Επαγρύπνησης, κατέλαβαν τη Βουλή, ενώ η αστυνομία απέξω, στην πλατεία Συντάγματος, πυροβολούσε τον κόσμο που αντιδρούσε στο κίνημα.
Τώρα πια, όποιος δεν ήταν με τη Νέα Κατάσταση ήταν προδότης. Ήταν μ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την τούρκικη επίθεση. Πιάστηκαν χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκείνες τις μέρες και άλλοι τόσοι υποχρεώθηκαν να φύγουν στο εξωτερικό. Κανένας δεν ξέρει πόσοι ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις με την αστυνομία και τους Εσετζήδες ή δολοφονήθηκαν στους δρόμους και στα ίδια τους τα σπίτια. Γινόταν λόγος για εκατοντάδες. Άλλοι μιλούσαν για πολύ περισσότερους. Ποιος ξέρει!...
Στη μονάδα μας είχαν εκτελεστεί κάποιοι αξιωματικοί, που υποστήριζαν την Παλιά Κατάσταση. Μαζί και καμιά δεκαριά φαντάροι και έφεδροι υπαξιωματικοί.
Τις επόμενες μέρες μάζεψαν κάμποσους φαντάρους και τους πήγαν σε Κέντρα Εθνικής Αναμόρφωσης. Μαζί μ’ αυτούς και τέσσερις-πέντε Γύφτους.
Οι Γύφτοι, αφού δεν είναι ελληνικής καταγωγής, δεν αναμορφώνονται εθνικά, οπότε έχουν δικά τους στρατόπεδα. Κι εκεί, απ’ ό,τι λένε, οι περισσότεροι δεν αντέχουν. Πώς να δουλέψεις από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου ή και αντίστροφα, με ένα πιάτο φαΐ και ένα τσάι; Λένε πως πεθαίνουν σαν τις μύγες, χωρίς γιατρούς, χωρίς φάρμακα. Σε λίγα χρόνια θα έχουν εξαφανιστεί εντελώς. Γιατί τους στειρώνουν κιόλας, όπως κάνουν και σε όσους έχουν κάποια αρρώστια κληρονομική. Σε όσους πάσχουν από χρόνια σοβαρά ψυχικά νοσήματα ή από άλλες ανίατες αρρώστιες εφαρμόζουν την ευθανασία.
Τέσσερα χρόνια θητεία, τελικά, λόγω επιστράτευσης, που τόσα χρόνια μετά δεν λέει να λήξει. Δεν είναι μόνο με την Τουρκία που συνεχίζεται η ένταση. Με όλες τις γειτονικές χώρες έχουν ανοίξει διαμάχες. Για τη Βόρειο Ήπειρο, για το Μοναστήρι, για να μεγαλώσει η απόσταση που χωρίζει τους Βούλγαρους απ’ το Αιγαίο.
Όταν γύρισα απ’ τον στρατό τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Η Νέα Κατάσταση ήταν πια μια πραγματικότητα. Γινόμουν πολίτης, αλλά ένιωθα σαν να έβγαινα από το ένα στρατόπεδο για να μπω σε ένα άλλο, απείρως μεγαλύτερο. Κι αν εκεί έπρεπε να πειθαρχώ στους ανωτέρους μου, που ήξερα ποιοι είναι, εδώ άργησα να καταλάβω σε πόσους και πόσους θα έπρεπε να βαράω προσοχή, να τεντώνω το δεξί χέρι και να φωνάζω το εθνικό σύνθημα: «Πάλι δικά μας!»
Πριν πάω φαντάρος σχεδίαζα να μπω σε καμιά σχολή, όχι σε πανεπιστήμια και τέτοια, αλλά, τέλος πάντων, να μάθω κάτι, μπας και ανοίξει καμιά προοπτική για δουλειά στο μέλλον. Τώρα αυτά είχαν κοπεί. Χρειάζονταν πολλά, πλέον, για να μπορέσει κάποιος να συνεχίσει με σπουδές μετά το Λύκειο, ακόμα και μετά το Δημοτικό. Και πάνω απ’ όλα, να μην είναι αναγκασμένος να δουλεύει όσο σπουδάζει. Πού τέτοια τύχη!
Το εργοστάσιο ήταν η μοναδική λύση. Έχοντας διώξει τους ξένους, στις θέσεις τους πηγαίναμε εμείς. Στις δουλειές που ουδέποτε φανταστήκαμε πως θα κάναμε, πόσο μάλλον με τα μεροκάματα που παίρνουμε και με δεκάωρα και δωδεκάωρα κάθε μέρα. Τι άλλο να ‘κανα κι εγώ; Οι δικοί μου δεν ήταν σε θέση να με ζουν. Τουλάχιστον θα είχα το καθημερινό φαγητό, θα μπορούσα να κρατάω και τη γκαρσονιέρα.
Όλος ο κόσμος της σειράς μου, ο πολύς ο κόσμος δηλαδή, έτσι δούλευε κι έτσι ζούσε πια. Όλοι ήξεραν πως μετά την κρίση και την Εθνική Καταστροφή δεν μπορούσαν να έχουν παραπάνω απαιτήσεις. Κάποια μέρα θα έπρεπε να ξαναγίνουν ελληνικά αυτά που χάθηκαν. Οι βραχονησίδες, δηλαδή. Και να πάρουμε και τα άλλα που μας ανήκουν. Το δεκάωρο και το δωδεκάωρο είναι εθνικό καθήκον. Είναι η δική μας συμβολή για να φτιαχτεί η Μεγάλη Ελλάδα!
Αλλά δεν είναι μόνο ο μεγάλος εθνικός στόχος. Είναι αυτό που λένε για τον Νέο Άνθρωπο, που πρέπει να αναγνωρίζει την ιεραρχία. Να σέβεται τον ανώτερό του, γιατί αυτό απαιτεί η φυσική τάξη. Οι αντιρρήσεις στις διαταγές στη δουλειά, η οποιαδήποτε χαλάρωση της πειθαρχίας στις εντολές του επιστάτη δείχνουν πως έχεις μείνει στο πνεύμα της Παλιάς Κατάστασης. Και τότε τον λόγο τον έχει το Εθνικό Σώμα Επαγρύπνησης. Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα κάνουν έφοδο στο εργοστάσιο οι Εσετζήδες…
Φεύγοντας απ’ τη δουλειά, εξαντλημένος μετά από δώδεκα ώρες μάχης με τις αναθυμιάσεις, ξεκίνησα για της Ελένης. Και έπεσα πάνω στο μπλόκο.
Γίνονται συχνά τέτοια, από τότε που είχαν πεταχτεί σε κάποιες συνοικίες εκείνες οι προκηρύξεις που καλούσαν σε «Αντίσταση». Αν και ο κόσμος δεν δείχνει καμιά διάθεση για κάτι τέτοιο και όλοι φυλάγονται από οτιδήποτε θα μπορούσε να τους ενοχοποιήσει, πάντα όλο και κάποιοι συλλαμβάνονται. Συνήθως, για αστείους λόγους. Όπως, γιατί κάποιος δεν σήκωσε το χέρι με ενθουσιασμό ή γιατί δεν φώναξε δυνατά το εθνικό σύνθημα. Στην περίπτωση αυτή γλυτώνει με μερικές κλομπιές και δημόσια διαπόμπευση. Σε κάποιες, πολύ σπάνιες, περιπτώσεις, αν βρεθεί αποσφραγισμένο κινητό που επιτρέπει επικοινωνία με το εξωτερικό ή ακόμα χειρότερα αν βρεθεί απαγορευμένο βιβλίο, ο δρόμος για το Κέντρο Εθνικής Αναμόρφωσης είναι βέβαιος. Αν ο ένοχος επιζήσει από την ανάκριση, κατά την οποία υποχρεούται να αποκαλύψει τις διασυνδέσεις του.
Το μπλόκο έγινε στην οδό Γεωργίου Τσολάκογλου. Είχαν κλείσει το τμήμα του κεντρικού δρόμου, από την 4ης Αυγούστου μέχρι την πλατεία Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός από αστυνομικούς και Εσετζήδες, τις σωματικές έρευνες τις έκαναν και Νεανίτες. Οι ένστολοι πιτσιρικάδες της Νεολαίας Εθνικής Αναγέννησης, που συχνά είναι πολύ πιο αυστηροί και φανατισμένοι από τους άλλους. Είναι και λίγο παράξενο, αλλά να που γίνεται. Καθώς είναι παιδιά της συνοικίας, τυχαίνει ένας Ναενίτης να κάνει σωματική έρευνα στον γείτονα του, ενώ λίγο πιο πέρα μια Νεανίτισσα να κάνει έρευνα στη μητέρα του πρώτου!...
Οι Νεανίτες είναι συνήθως μαθητές και φοιτητές. Οι νέοι που δεν πηγαίνουν σχολείο δεν είναι υποχρεωμένοι να γράφονται στη Νεολαία. Κι απ’ αυτούς είναι πολλοί που γίνονται μέλη, γιατί είναι ύποπτο να αποφεύγεις την οργάνωση, αλλά η εγγραφή των μαθητών και των φοιτητών είναι υποχρεωτική. Έτσι, άλλαξε εντελώς και το σχολείο, που είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που υπήρχε στην Παλιά Κατάσταση.
Ο πρώτος και κύριος κανόνας, που κανείς δεν διανοείται να παραβιάσει, είναι η πειθαρχία. Οι μαθητές και οι φοιτητές σηκώνονται όρθιοι με την εμφάνιση του καθηγητή, σε ένδειξη σεβασμού. Δεν έχουν δικαίωμα να μιλήσουν για οτιδήποτε, αν ο καθηγητής δεν τους δώσει την άδεια κι όσο του απευθύνονται παραμένουν και πάλι όρθιοι. Ανάλογη είναι και η πειθαρχία προς τους ιεραρχικά ανώτερους στη Νεολαία.
Εκεί που η σημερινή νέα γενιά δεν θυμίζει σε τίποτα τη δικιά μου είναι στην εμφάνιση. Δεν υπάρχει αγόρι στη σημερινή Ελλάδα που να αποτολμήσει να εμφανιστεί με μακριά μαλλιά, που φανερώνουν εμμονή στην Παλιά Κατάσταση. Όλοι οι νέοι είναι κοντοκουρεμένοι και αποφεύγουν τα πολύχρωμα ρούχα ή αυτά με τα φανταχτερά χρώματα. Όπως ακριβώς απαιτείται από μια γενιά που θα κληθεί με το όπλο στο χέρι να υλοποιήσει το εθνικό σύνθημα: «Πάλι δικά μας!»
Όλοι γυμνάζονται! Αγόρια και κορίτσια, ώρες ολόκληρες κάθε μέρα. Στα σχολεία, στα συνοικιακά γυμναστήρια, στα γήπεδα. Το καλογυμνασμένο σώμα έχει αναδειχτεί σε υπέρτατη αξία και κριτήριο ακόμα και για την αποδοχή κάποιου ή κάποιας στην παρέα. Είναι πολύ συνηθισμένα τα περιστατικά της γελοιοποίησης κάποιου παχουλού παιδιού, που θα τολμήσει να πλησιάσει μια ομάδα Νεανιτών σε ένα μαγαζί, ακόμα κι αν κάποιοι απ’ αυτούς είναι αναμφίβολα πιο παχουλοί απ’ αυτό. Γιατί, όπως φαίνεται, δεν είναι πάντα αποτελεσματικά τα γυμναστήρια…
Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το απόγευμα σε ένα καφέ, τότε που γύρισα από φαντάρος, όταν μπήκαν δυο κοριτσάκια γύρω στα δεκαεφτά με δεκαοχτώ. Η παρέα των Νεανιτών έκρινε τις μικρές χοντρές και κακοντυμένες. Τις κύκλωσαν πεντέξι μεθυσμένες Νεανίτισσες, εκεί στη μέση του μαγαζιού, κι άρχισαν να τις κοροϊδεύουν, να τους ρίχνουν νερά και να τις γδύνουν, ουρλιάζοντας και γελώντας σαδιστικά. Και οι μικρές να κλαίνε, να παρακαλάνε να τις αφήσουν να φύγουν, να εκλιπαρούν λίγη συμπόνια. Κι όσο έκλαιγαν και παρακαλούσαν, τόσο φανατίζονταν οι βασανίστριές τους. Αφού σχεδόν τις ξεγύμνωσαν, αποσύρθηκαν, για να κυκλώσουν τις μικρές οι Νεανίτες, απειλώντας πως θα τις βιάσουν. Μέχρι που τους διέταξε ο επικεφαλής τους να τις πετάξουν έξω από το μαγαζί και να πετάξουν μαζί και τα ρούχα τους, να ντυθούν, «να μην αηδιάζει ο κόσμος, βλέποντας τα ξύγκια».
Φυσικά, όσοι παρακολουθούσαν το περιστατικό, που δεν ήταν και τόσο σπάνιο άλλωστε, είτε γελούσαν και έκαναν σχόλια σαν κι αυτά της νεανίτικης παρέας, είτε έμεναν σιωπηλοί και κάποιοι, όπως κι εγώ, τρομαγμένοι.
Πάντως, πολύ περίεργο ζώο ο άνθρωπος. Και σ’ αυτή την περίπτωση, μια-δυο απ’ αυτές που βασάνιζαν τις μικρές δεν ήταν λιγότερο παχουλές απ’ αυτές και σίγουρα θα τις έλεγες πολύ άσχημες. Μάλλον, η ένταξή τους στην οργάνωση τις έκανε να φαντασιώνονται πως ανήκουν στη ράτσα των καλλονών…
Βγαίνοντας από το εργοστάσιο, έμαθα πως δεν θα είχαμε πάλι νερό απόψε. Εδώ και βδομάδες το κόβουν με το που πέφτει ο ήλιος. Σε άλλες συνοικίες το κόβουν τη μέρα. Είναι κι αυτό ένα από τα μέτρα «κατά της σπατάλης των φυσικών πόρων».
Η αλήθεια είναι πως στις καλές συνοικίες, στα προάστια, δεν κόβεται ποτέ ούτε το νερό ούτε το ηλεκτρικό ρεύμα. Αν γινόταν κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Οι άνθρωποι που έχουν αποδείξει πως είναι νικητές στη ζωή πρέπει να απολαμβάνουν και αυτά με τα οποία η πατρίδα τούς ανταμείβει. Εξάλλου, όλα αυτά είναι και κίνητρα. Για να τα βλέπουν οι νέοι και να αγωνίζονται κι αυτοί. Κι όσο προκόβουν ατομικά, τόσο βοηθούν και το εθνικό σύνολο να προοδεύσει. Τα ακούς να τα λένε ακόμα και συνάδελφοι εργάτες. Κάποιοι, μάλιστα, είμαι σίγουρος πως τα πιστεύουν.
Στη σημερινή Ελλάδα είναι τίτλος τιμής το να τα έχεις καταφέρει στη ζωή. Και απόδειξη γι’ αυτό είναι και η οικονομική σου επιτυχία. Φαντάζουν πολύ μακρινά όλα αυτά που θυμάμαι να λένε πολλοί τότε, με την Παλιά Κατάσταση, σε βάρος του κόσμου των επιχειρήσεων.
Η διακοπή του νερού ήταν ένας ακόμα λόγος που έπρεπε να πάω στην Ελένη. Σίγουρα θα είχε κρατήσει νερό πριν το κόψουν, να κάνω ένα μπάνιο, να φύγει η βρόμα της δουλειάς από πάνω μου. Γι’ αυτό πήγα προς την Τσολάκογλου. Λίγο πιο πάνω είναι το σπίτι της. Μόνο που δεν έφτασα ποτέ εκεί.
Ξαφνικά, άρχισαν να βαράνε οι σειρήνες των περιπολικών και να βγαίνουν από τις κλούβες οι μπάτσοι και οι Εσετζήδες. Έκανα ένα βήμα πίσω, ενώ ήδη πολλοί περαστικοί είχαν σταθεί ακίνητοι, με τα χέρια ψηλά, περιμένοντας τη σωματική έρευνα.
Φοβόμουν, γιατί δεν ήξερα τι θα μπορούσε, άραγε, να είχε προηγηθεί και έκαναν ξανά μπλόκο. Μπορεί, βέβαια, να ήταν κάποιο απ’ αυτά που γίνονταν χωρίς συγκεκριμένη αφορμή. Αν όχι; Μου το είχε πει ο Ζίγκφριντ, τότε που με κάλεσαν στο Τμήμα να δώσω εξηγήσεις για τη σχέση μου με την Ελένη. Ήταν ο διοικητής και έτσι του άρεσε να τον φωνάζουν: Ζίγκφριντ!
«Αν συμβεί τίποτα στη συνοικία, ένας απ’ αυτούς που σίγουρα θα βάλουμε στο μάτι θα είσαι εσύ».
Του είπα πως εγώ κοιτάω μόνο τη δουλειά μου. Πως δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο. Πως την Ελένη την αγαπάω, αλλά μεταξύ μας ουδέποτε συζητάμε πολιτικά.
Άραγε με πίστεψε; Πάντως, από τότε, όλο και πιο συχνά ακούω σχόλια στη δουλειά, κάθε που περνάνε από δίπλα μου Εσετζήδες. Για άντρες που σέρνονται πίσω από φουστάνια, για πουτάνες που την ώρα που ο γκόμενος δουλεύει αυτές πηδιούνται με άλλους. Που δεν παντρεύονται τον μαλάκα, για να βγάζουν τα μάτια τους χωρίς τον φόβο της μοιχείας.
Βέβαια! Είναι κι αυτό. Με τη Νέα Κατάσταση η μοιχεία διώκεται σαν ποινικό αδίκημα, σαν έγκλημα κατά του θεσμού της οικογένειας και κατά συνέπεια σαν πράξη αντεθνική. Είναι γνωστό σε όλους πως στην πραγματικότητα αυτά ισχύουν για τον πολύ κόσμο. Οι άνθρωποι του καθεστώτος, αλλά και οι επιχειρηματίες, αυτοί που τέλος πάντων ξεχωρίζουν από τη μάζα, έχουν εξασφαλισμένο το δικαίωμα σε πρόσθετες απολαύσεις, απαγορευμένες για τους πολλούς.
Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά καταγγέλθηκε με στοιχεία από εκείνη τη Νεανίτισσα που διέφυγε στο εξωτερικό και το μάθαμε κι εδώ, μέσα από τον καθημερινό ψίθυρο. Γιατί, ποιος τολμάει να ακούσει ξένους ραδιοσταθμούς, να «πειράξει» τον υπολογιστή για να μάθει από το διαδίκτυο τι λέγεται παραέξω; Ακόμα και οι τουρίστες είναι πια ελάχιστοι. Είναι κι αυτός ένας λόγος που υποφέρουν οι περιοχές που ζούσαν απ’ τον τουρισμό. Αλλά κι αυτοί οι λίγοι που έρχονται είναι φιλικά προσκείμενοι στο καθεστώς. Τι να μάθεις απ’ αυτούς;
Έλεγε πως οι πιο ωραίες Νεανίτισσες είναι υποχρεωμένες να υποτάσσονται στις σεξουαλικές επιθυμίες των στελεχών του καθεστώτος και πως για τις συναντήσεις τέτοιου είδους χρησιμεύουν κάποιες βίλες καλά φρουρούμενες και σε απόσταση από τα περίεργα βλέμματα των κοινών θνητών. Η ανταμοιβή τους είναι ακριβά δώρα, ταξίδια στα νησιά και τα ειδικά χειμερινά κέντρα της ελίτ και εξασφαλισμένος γάμος με κάποιον βαθμοφόρο της αστυνομίας ή των Εσετζήδων.
Έκανα δεύτερο βήμα προς τα πίσω, όταν στην άλλη άκρη του δρόμου είδα ξαφνικά την Ελένη, να τη χτυπάνε, να τη σέρνουν απ’ τα μαλλιά και να τη βάζουν στην κλούβα.
Πώς βρέθηκε στον δρόμο; Τι να κάνω; Να τρέξω προς το μέρος της; Να φωνάξω; Τι να κάνω;
Έμεινα να κοιτάω την κλούβα, με το βλέμμα χαμένο. Τίποτα δεν μπορούσα να κάνω. Και τότε, άρχισα να φοβάμαι. Συνειδητοποίησα, ξαφνικά, πως αφού έπιασαν την Ελένη θα έπιαναν κι εμένα. Μου κόπηκαν τα γόνατα και κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει από πάνω μέχρι κάτω.
Ένα βήμα πίσω κι άλλο ένα και τους ξέφυγα, νιώθοντας απαίσια στη σκέψη πως ήμουν τόσο δειλός. Πως την άφηνα στα χέρια τους, μόνη, αδύναμη. Αλλά και τι να έκανα; Μαζί τους θα τα έβαζα;
Πόσο ακόμα θα μείνω εδώ, κρυμμένος στο πάρκο; Σε λίγο ξημερώνει. Πού θα πάω μετά; Στο σπίτι θα έχουν πάει ήδη, θα είδαν πως λείπω. Μήπως έπρεπε να είχα γυρίσει εκεί, σαν να μην τρέχει τίποτα; Γιατί συμπεριφέρθηκα σαν ένοχος; Αφού δεν είμαι ένοχος. Αλλά και τι μ’ αυτό; Ποιος είναι αθώος πια σ’ αυτή τη χώρα;
Γιώργος Αλεξάτος
Ιούλιος 2012