Ανεξαρτήτως του αν και κατά πόσο μπορεί κάποιος να ενδιαφέρεται για το ποδόσφαιρο ως άθλημα και ως θέαμα, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει το γεγονός ότι έχει αναδειχθεί παγκοσμίως, εδώ και έναν αιώνα περίπου, στο πλέον δημοφιλές σπορ. Πώς το ‘λεγε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, σε εκείνο το τραγούδι; «Αρχίζει το ματς, αδειάσαν οι δρόμοι…».
Το ποδόσφαιρο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο άθλημα, προκαλεί καθημερινές συζητήσεις, εν μέσω αστεϊσμών, αλλά και αντεγκλήσεων, ενίοτε και καβγάδων. Διαθέτει οπαδούς ενθουσιώδεις και πολύ συχνά φανατικούς. Και αποτελεί στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού στις σύγχρονες κοινωνίες, αντικείμενο μελέτης της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας.
Βασικό του χαρακτηριστικό η λαϊκότητα. Το έχουν αγκαλιάσει τα εργατικά και λαϊκά κοινωνικά στρώματα και δένονται μαζί του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι δήμοι με τις περισσότερες τοπικές ποδοσφαιρικές ομάδες είναι αυτοί που έχουν εργατική-λαϊκή πληθυσμιακή σύνθεση, σε αντίθεση με τους δήμους όπου ζουν κυρίως αστικά και μεσοαστικά κοινωνικά στρώματα. Έτσι, έχουμε περίπου 15 ποδοσφαιρικούς συλλόγους σε Κερατσίνι-Δραπετσώνα, σε Νίκαια-Ρέντη και στο Περιστέρι, ενώ μόλις έναν σε Φιλοθέη-Ψυχικό, στη Βούλα κ.ά. Νιώθουν εξοικειωμένοι οι λαϊκοί άνθρωποι με το ποδόσφαιρο κι αυτό για πολλούς λόγους.
Ποδόσφαιρο μπορεί να παίξει η όποια παρέα πιτσιρικάδων, αν εξασφαλίσει δυο απλές προϋποθέσεις. Έναν ανοιχτό χώρο, όπου δυο σημάδια απ’ τη μια πλευρά και δύο από την άλλη ορίζουν τα σημεία του τέρματος, και μια μπάλα, που δεν χρειάζεται να είναι απαραιτήτως ποδοσφαιρική. Κάποτε, μια μπάλα από κομμάτια παλιών υφασμάτων, σφιχτά δεμένων μεταξύ τους, μπορούσε να κάνει θαυμάσια τη δουλειά της, μέχρι να διαλυθεί, οπότε έληγε και ο αγώνας. Κάτι που συμβαίνει ακόμη και σήμερα σε φτωχές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.
Ποδόσφαιρο έπαιζαν σχεδόν όλοι οι πιτσιρικάδες στις λαϊκές γειτονιές. Κάποιοι ήταν οι αναγνωρισμένοι «μπαλαδόροι». Συμμετείχαν όμως ακόμη και παιδιά που καλούνταν να πάρουν μέρος, μόνο και μόνο για να συμπληρωθεί η ομάδα. Κι όταν λέμε ομάδα εννοούμε τρεις, πέντε, οχτώ παίχτες. Καμιά φορά, αν ήταν μεγάλη και η αλάνα, συμπληρωνόταν κι η επιδιωκόμενη εντεκάδα.
Έτσι, κάθε γειτονιά είχε τη δική της «Ακαδημία Ποδοσφαίρου», χωρίς κανένας να έχει φροντίσει για την ίδρυση και τη λειτουργία της. Κι έτσι, έβγαιναν από τις λαϊκές γειτονιές τα νέα ταλέντα, που όταν έφταναν στην εφηβεία στελέχωναν τις ομάδες των τοπικών συλλόγων. Κι ανάμεσά τους ξεχώριζαν αυτοί που πραγματοποιούσαν το όνειρο και εντάσσονταν στις μεγάλες ομάδες και γίνονταν γνωστοί στο πανελλήνιο. Αυτοί που ξεκινώντας απ’ τις αλάνες δοξάζονταν στα εθνικά και διεθνή στάδια.
Ανάδειξη στη βάση των πραγματικών ικανοτήτων του καθενός, που σπάνια, τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του 1950, συνοδευόταν και από οικονομικές απολαβές. Βιομηχανικοί εργάτες, λιμενεργάτες, οικοδόμοι, ανθρακωρύχοι ήταν στη μεγάλη τους πλειονότητα οι βρετανοί, ιταλοί, λατινοαμερικάνοι και άλλοι παγκοσμίως γνωστοί θρύλοι των γηπέδων. Το ποδόσφαιρο εξαιρετικά σπάνια συνέβαλε στον βιοπορισμό τους.
Το 1950 νεαρός ποδοσφαιριστής, που τον διεκδικούσε ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης, υπέγραψε τελικά με τον ΠΑΟΚ, γιατί του παρείχε δωρεάν τα αθλητικά παπούτσια! Ένα γάιδαρο πήρε ως «μπόνους» ο κορυφαίος του Ολυμπιακού Γιώργος Μουράτης, αντικαθιστώντας έτσι το γέρικο ζώο με το οποίο γυρνούσε τις γειτονιές του Πειραιά, ως πλανόδιος μανάβης!
Το ποδόσφαιρο αποτέλεσε στοιχείο αναγνώρισης της κοινωνικής συνοχής της συνοικίας, χάρη στους μικρούς τοπικούς συλλόγους που ξεφύτρωναν ακόμη και κατά ενορία. Κάποιοι σύλλογοι σηματοδοτούσαν τη διαφορετικότητα της καταγωγής των κατοίκων. Κυρίως σύλλογοι προσφυγικοί, αλλά όχι μόνο. Άλλες φορές –κι αυτές οι περιπτώσεις δεν ήταν λίγες- η ίδρυση ενός ποδοσφαιρικού σωματείου εξέφραζε και την πολιτική τοποθέτηση ενός κόσμου. Έτσι, εκεί που ένας τοπικός σύλλογος είχε ιδρυθεί από αριστερούς ή είχε τεθεί υπό τον έλεγχό τους, οι δεξιοί φρόντιζαν να δημιουργήσουν τον δικό τους, στην ίδια συνοικία. Κι αυτό συνέβαινε και αντιστρόφως. Ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1930-60.
Ο αγώνας της τοπικής ομάδας την Κυριακή, άλλες φορές Σάββατο και κάποιες λίγες φορές μεσοβδόμαδα, ήταν γεγονός για τη συνοικία. Το γήπεδο -συνήθως μια αλάνα, όπου είχαν τοποθετήσει δοκάρια για τέρματα, ενίοτε και χωρίς δίχτυ, και φυσικά ούτε λόγος για γρασίδι και κερκίδες- ήταν τόπος συνάντησης και μαζικής εκτόνωσης.
Εκεί μπορούσε να φωνάξεις όσο θέλεις, να βρίσεις και να βλαστημήσεις ακόμη και τα θεία, χωρίς νομικές επιπτώσεις, δίπλα και στον χωροφύλακα ή τον αστυφύλακα, να καλαμπουρίσεις, να χλευάσεις και να αμφισβητήσεις τη μικροεξουσία του διαιτητή και του τοπικού ποδοσφαιρικού (και συνήθως όχι μόνο) παράγοντα. Κυρίαρχη η αγανάκτηση, αλλά και ο αυτοσαρκασμός, όταν η ομάδα «σερνόταν», η περηφάνια και η έπαρση, όταν «σάρωνε» τον αντίπαλο.
Ανθρώπινα πράγματα, δηλαδή, απαραίτητα για την ψυχική ισορροπία ανθρώπων που ζούσαν στα όρια μεταξύ φτώχειας και εξαθλίωσης, σε πολιτικές συνθήκες έκτακτης ανάγκης και απαγορεύσεων, που σ’ αυτόν εδώ τον τόπο κράτησαν, με τη μια ή την άλλη μορφή, κοντά μισό αιώνα και σημάδεψαν τον ψυχισμό του ελληνικού λαού.
Στο καφενείο αδιαχώρητο, όταν μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο ποδοσφαιρικοί αγώνες της Α΄ Εθνικής, του Κυπέλλου ή της Εθνικής Ελλάδος. Οι «τυχεροί», αυτοί που έφταναν νωρίτερα -συνήθως όσοι είχαν τη δυνατότητα να παραγγείλουν καφέ, ούζο, κονιάκ ή μπύρα- έπιαναν τις καρέκλες. Οι άλλοι όρθιοι κι όλοι μαζί συγκεντρωμένοι «ν’ ακούσουν μπάλα» συλλογικά, ώστε να ‘χει περισσότερο ενδιαφέρον, αλλά και τον σχετικό χαβαλέ, η υπόθεση. Αλλά και γιατί ελάχιστα σπίτια είχαν την πολυτέλεια να διαθέτουν ραδιόφωνο. Ακόμη και το 1964, στην Ελλάδα αναλογούσαν 81 ραδιόφωνα ανά 1.000 κατοίκους (περίπου ένα ανά τέσσερα νοικοκυριά), όταν στην Ιταλία η αναλογία ήταν 126, στη Δυτική Γερμανία 308 και στις ΗΠΑ 944.
Λαϊκό και συνάμα δημοκρατικό άθλημα το ποδόσφαιρο. Και όχι μόνο γιατί ήταν η αθλητική διέξοδος για τα παιδιά των εργατικών-λαϊκών συνοικιών που παίζοντας διαμόρφωναν συνείδηση της αξίας της συλλογικής προσπάθειας, αλλά και λόγω των σχέσεων μεταξύ των φιλάθλων.
Ποιος εργάτης και ποιος λεφτάς; Ποιος αγράμματος και ποιος επιστήμονας; Όταν ανοίγει η κουβέντα για το αμφισβητούμενο πέναλτι, ο καθένας νομιμοποιείται να έχει άποψη, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, κοινωνικής θέσης και οικονομικής επιφάνειας. Συχνά, είναι ο εργάτης του δημοτικού που αναγνωρίζεται από τον φίλαθλο γιατρό πως έχει δίκιο. Κι η κουβέντα ανάβει, με απεύθυνση στον ενικό. Από όλους προς όλους.
Μοιάζει παράταιρη με το γενικό κλίμα μια φράση του τύπου, «δεν έχετε δίκιο, κύριε καθηγητά! Οφσάιντ ήταν. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό και θεωρώ πως πρέπει να επανεξετάσετε το ζήτημα». Το άλλο ακούγεται καλύτερα: «Στα μαθηματικά δεν ξέρω, για να ‘σαι καθηγητής καλός θα ‘σαι. Αλλά από μπάλα έχεις μεσάνυχτα. Στραβώθηκες απ’ το πολύ διάβασμα καημένε κι ούτε το οφσάιντ δεν μπόρεσες να δεις!»
Υπήρχαν, βεβαίως, και τα άλλα. Οι παραγοντισμοί, η αξιοποίηση της δραστηριότητας στο ποδοσφαιρικό σωματείο για την προώθηση ιδιοτελών συμφερόντων. Ο μεγαλομαγαζάτορας της συνοικίας, που εξαργύρωνε την προσφορά της φανέλας στους παίχτες ή των εξόδων ενός ταξιδιού εκτός έδρας, με την αύξηση της πελατείας του, ο δικηγόρος που εκτός από πελάτες προσδοκούσε και σε ψήφους στις δημοτικές εκλογές κ.λπ.
Κι αν έχει δεχτεί επικρίσεις το ποδόσφαιρο! Σε κάποιες περιπτώσεις όχι άδικα. Σε άλλες, απλώς εκφράζονταν και εκφράζονται συμπλεγματικές αντιμετωπίσεις.
Είναι αλήθεια πως η ενασχόληση με το συγκεκριμένο άθλημα ήταν υπόθεση καθαρά αντρική, αν και για λόγους που δεν έχουν καμιά σχέση με την ίδια του τη φύση. Άλλωστε, υπάρχει πλέον και αναπτύσσεται και το γυναικείο ποδόσφαιρο, ενώ σημαντικό ποσοστό γυναικών εντάσσεται στο φίλαθλο κοινό. Οι αιτίες που αναδείχθηκε ως κατεξοχήν αντρικό άθλημα αναζητούνται στις συνολικότερες κοινωνικές σχέσεις, που περιόριζαν τη γυναίκα στον ιδιωτικό χώρο. Και το ποδόσφαιρο ήταν και είναι υπόθεση του δημόσιου χώρου.
Επικρίθηκε το ποδόσφαιρο ως μέσο μαζικού αποπροσανατολισμού και αποχαύνωσης. Χαρακτηρίστηκε «σύγχρονο όπιο του λαού» και χρησιμοποιήθηκε από αυταρχικά αντιλαϊκά καθεστώτα, που προσπαθούσαν να αντλήσουν κύρος από τις νίκες στα γήπεδα. Ας θυμηθούμε τη δική μας περίπτωση με το Γουέμπλεϊ και τη Χούντα.
Και για την έξαρση του εθνικισμού και του μίσους κατά άλλων λαών έχει επικριθεί. Μόνο που όλα αυτά και πολλά άλλα που του καταλογίζονται, δεν αποτελούν παρά φαινόμενα συγκυριακά, που επίσης δεν απορρέουν από τη φύση του αθλήματος. Συνιστούν εκφράσεις ενίοτε κοινωνικά κυρίαρχων ιδεολογικών τάσεων, που βρίσκουν έδαφος να εκδηλωθούν και σ’ αυτό το πεδίο.
Οι συμπλεγματικές αντιμετωπίσεις έχουν αφετηρία την απέχθεια κύκλων της κυρίαρχης τάξης και της ελιτίστικης διανόησης προς ό,τι λαϊκό και δημοκρατικό και στη συγκεκριμένη περίπτωση προς τον λαϊκό και δημοκρατικό χαρακτήρα των σχέσεων που διαμορφώνονται μέσα κι έξω από το γήπεδο. Ενοχλεί ο εξισωτισμός των οπαδών, που καταργεί τη διάκριση μεταξύ κοινωνικών τάξεων και μεταξύ μορφωτικών επιπέδων, όπως ενοχλεί και η δυνατότητα του παιδιού της συνοικίας να γίνεται, με μόνες τις ικανότητές του, λαϊκό ίνδαλμα ακόμη και στα είκοσί του χρόνια.
Σ’ εκείνους που εντάσσονται στους κύκλους της διανόησης και βρίσκουν φτηνό το ποδόσφαιρο ως θέαμα, έχει απαντήσει κατάλληλα ο μεγάλος ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ, γράφοντας στη «Σύντομη Ιστορία του 20ού αιώνα» πως «όποιος έχει δει την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Βραζιλίας στις ένδοξες μέρες της θα μπορούσε άραγε να αρνηθεί ότι πρόκειται περί τέχνης;»
Εντούτοις, η επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου συνοδεύτηκε από μια σειρά άλλες αρνητικές εξελίξεις. Η σύνδεση των μεγάλων ποδοσφαιρικών σωματείων, που μετατράπηκαν σε εταιρίες, με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, ο παραγοντισμός, ο ευτελισμός και το φαινόμενο της «παράγκας» τείνουν να κυριαρχήσουν. Από την άλλη, ο αφανισμός των ανοιχτών ελεύθερων χώρων σε πόλεις πνιγμένες στο τσιμέντο, το γεγονός ότι όλο και λιγότερα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους για να παίξουν μπάλα –και για την ακρίβεια για να παίξουν οτιδήποτε- έχει επίσης σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις.
Ο χουλιγκανισμός είναι μία από τις συνέπειες αυτών των εξελίξεων. Η τυφλή βία αποτελεί αυτόματη λειτουργία εκτόνωσης σε συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης και μοναξιάς, που επιχειρείται να καλυφθεί με την οπαδοποίηση με όρους μίσους προς το άλλο, το διαφορετικό και στην προκειμένη περίπτωση τους οπαδούς της άλλης ομάδας. Η αβεβαιότητα και τα προσωπικά αδιέξοδα βρίσκονται στη βάση της τάσης να τίθενται νέα παιδιά λαϊκής προέλευσης στην υπηρεσία των συμφερόντων μεγαλοσχημόνων παραγόντων.
Όμως και παρ’ όλα αυτά, το ποδόσφαιρο παραμένει ένα άθλημα αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με τον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό. Και κατά συνέπεια, αξίζει να μελετηθεί ως τέτοιο.