"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Το ΕΕΑΜ και η εργατική τάξη στην Αντίσταση (1941-1944)

2021-07-17 18:23

Μέρος 1ο. Το Εργατικό ΕΑΜ. Από τη Μάχη της Επιβίωσης στην απεργιακή έκρηξη του 1942

Στις 16 Ιουλίου 1941, μόλις δυόμισι μήνες από την επιβολή της φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα και δύο μήνες πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ, ιδρύθηκε το Εθνικό Εργατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, που έμεινε στην ιστορία ως Εργατικό ΕΑΜ. Η ίδρυσή του σηματοδοτεί την έναρξη μιας διαδικασίας οργάνωσης και ανάπτυξης εργατικών διεκδικητικών και αντικατοχικών αγώνων, που αποτέλεσαν ξεχωριστή ιδιομορφία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Γενικότερα, το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα, ενώ ξεχώριζε, μαζί με το γιουγκοσλάβικο, για το ισχυρό ένοπλο σκέλος του, το αντάρτικο, εμφάνιζε και μια ιδιαιτερότητα που απουσίαζε από τη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Επρόκειτο για το επίσης ισχυρό μαζικό λαϊκό κίνημα, στις πόλεις και την ύπαιθρο. Το ΕΕΑΜ -μαζί με την Εθνική Αλληλεγγύη και την ΕΠΟΝ- αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές εκφράσεις αυτού του κινήματος, αναδεικνύοντας την εργατική τάξη σε πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη όλα εκείνα τα χρόνια.

Έχοντας απέναντί τους και τον εργοδότη και τον κατακτητή, «οι εργάτες, αξιοποιώντας τη συνδικαλιστική τους πείρα, συγκρότησαν τα πρώτα μέτωπα και έδωσαν τις πρώτες κατευθύνσεις της εαμικής συμμαχίας. Δεν είναι, με αυτή την έννοια, τυχαίο ότι το εργατικό ΕΑΜ, το ΕΕΑΜ, προηγήθηκε χρονικά των υπόλοιπων εαμικών οργανώσεων, συσπειρώνοντας ευρύτερες ομάδες του μισθωτού πληθυσμού»1

Με τη ΓΣΕΕ να λειτουργεί ως όργανο των δωσιλογικών κυβερνήσεων, οι οποίες διόριζαν και την εκάστοτε Διοίκησή της, «το ΕΕΑΜ κατόρθωσε να οργανώσει στις γραμμές του όλη τη μάζα των εργαζομένων και να τους εμπνεύσει το αίσθημα της αγωνιστικότητας για την εθνική και βιολογική επιβίωση.

[….]

Το ΕΕΑΜ καθοδήγησε τους αγώνες της εργατικής τάξης στα χρόνια της Κατοχής και ήταν η μόνη περίοδος στην ελληνική ιστορία που λειτούργησε ένα πραγματικό συνδικαλιστικό κίνημα»2.

Η πρωτοβουλία της ίδρυσης του ΕΕΑΜ ανήκε στο ΚΚΕ, το οποίο από τον πρώτο καιρό της Κατοχής προσανατολιζόταν στην ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και συνάμα στην υπεράσπιση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Το Ιδρυτικό το υπέγραψαν, μεταξύ άλλων, οι Κώστας Λαζαρίδης (μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ως γραμματέας της υπό κομμουνιστικό έλεγχο Ενωτικής ΓΣΕΕ, που είχε διαλυθεί από τη δικτατορία Μεταξά) και Γιάννης Καλομοίρης, γραμματέας της ΓΣΕΕ, που θα καθαιρεθεί λίγες εβδομάδες αργότερα. Τον Σεπτέμβριο το υπέγραψε και ο Δημήτρης Στρατής, που συνδεόταν με το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας. Γραμματέας ανέλαβε ο Λαζαρίδης.

Ως βασικοί στόχοι του ΕΕΑΜ ορίζονταν από το Ιδρυτικό του ο αγώνας για τις καθημερινές οικονομικές διεκδικήσεις και ενάντια στη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου από τους κατακτητές, την αισχροκέρδεια και τη μαύρη αγορά, καθώς και για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Έθετε, επίσης, ως στόχο τη συγκρότηση πανελλαδικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, αλλά και τον αγώνα για την ενότητα κομμουνιστών, σοσιαλιστών και αριστερών δημοκρατών «σε ένα συνασπισμό της Αριστεράς που ύστερα από το διώξιμο των κατακτητών θα διεκδικήσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και τη διακυβέρνηση της χώρας με βάση ένα κοινό πρόγραμμα». Τέλος, όριζε ως καθήκον τον διεθνιστικό συντονισμό με τις εργατικές οργανώσεις της ΕΣΣΔ, της Αγγλίας, της Αμερικής και της Κίνας, των υποδουλωμένων στον Άξονα χωρών και «ιδιαίτερα των αδελφών βαλκανικών λαών»3.

Το ΕΕΑΜ διαρθρωνόταν στη βάση της αντίστοιχης οργανωτικής συγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Έτσι, η Κ.Ε. του αντιστοιχούσε στη Διοίκηση της ΓΣΕΕ, οι τοπικές επιτροπές στις διοικήσεις των Εργατικών Κέντρων και οι επιτροπές κατά κλάδο ή επιχείρηση στις διοικήσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων. Ταυτόχρονα, συγκροτούνταν και ομάδες ανέργων κατά συνοικία4.

Η δυναμική που αναπτύχθηκε ήταν τέτοια, ώστε από το 1943 οι δωσίλογοι δεν έβρισκαν εργάτες για να διορίσουν στις διοικήσεις των σωματείων5, ενώ οι διοικήσεις των Εργατικών Κέντρων αναγκάζονταν να αναγνωρίσουν τις διοικήσεις του ΕΕΑΜ στα σωματεία.

Τον Φεβρουάριο 1944 συνήλθε Πανελλαδική Εργατική Συνδιάσκεψη, που αποτέλεσε το πρώτο μετά από πολλά χρόνια αντιπροσωπευτικό σώμα στο συνδικαλιστικό κίνημα και επιβεβαίωσε την πλήρη κυριαρχία του ΕΕΑΜ στα πρωτοβάθμια σωματεία. Υπολογίζεται ότι είχε 650.000 – 700.000 μέλη6. Εύλογα μπορούμε να πούμε ότι περισσότερο από τα δύο τρίτα των εργατών και εργατριών είχαν ενταχθεί οργανωτικά στο ΕΕΑΜ.

Η ανάπτυξη του ΕΕΑΜ και η κυριαρχία του στο σύνολο, σχεδόν, των πρωτοβάθμιων σωματείων και πολλών Εργατικών Κέντρων, επέτρεψε, τον Αύγουστο του 1944, την καθαίρεση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, που μετά την εκτέλεσή του Νίκου Καλύβα από την ΟΠΛΑ, στις 27 Ιανουαρίου 19447, είχε επικεφαλής τον Εμμανουήλ Κανακουσάκη. Στη συνεδρίαση της, στις 18 Αυγούστου, η Κ.Ε. του ΕΕΑΜ, που ήδη είχε μεταφέρει την έδρα της στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, αποφάσισε ότι αυτοδικαίως θα φέρει τον τίτλο της Διοίκησης της ΓΣΕΕ. Η αναγνώρισή της έγινε επίσημα μετά την Απελευθέρωση, τον Οκτώβριο 1944, από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», με απόφαση του κομμουνιστή υπουργού Εργασίας, Μιλτιάδη Πορφυρογένη.

Όπως αναφέρει ο Θανάσης Χατζής, ενώ στην κατεχόμενη Ευρώπη η Αντίσταση ταυτίζεται με τον ένοπλο αγώνα, στην Ελλάδα «πήρε μια πολύ πλατύτερη έκταση με δικές της ιδιομορφίες. Έγινε ένα πανεθνικό, παλλαϊκό κίνημα με πολύμορφες εκδηλώσεις, ατομικών πρωτοβουλιών, μικρών ομάδων, μαζικών παλλαϊκών αγώνων, απεργιών, και διαδηλώσεων άοπλων πολιτών, “ελεύθερων σκοπευτών”, αντάρτικων ομάδων, παρτιζάνικου και πολεμικής δράσης ενός πρωτοφανέρωτου εθελοντικού λαϊκού στρατού […].

Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Ελλάδα ήταν ένας συνδυασμός μαζικού, μη ένοπλου, αγώνα και ένοπλης δράσης και αυτό το χαρακτήρα διατήρησε μέχρι τέλους […] στην Ελλάδα καμιά από τις δύο μορφές πάλης –την μη ένοπλη και την ένοπλη- δεν είχε το προβάδισμα». Έτσι, στην Αθήνα προηγήθηκε ο μαζικός λαϊκός αγώνας. Σε μια σειρά μέρη της υπαίθρου ο ένοπλος8.

Τη μεγάλη συμβολή του ΕΕΑΜ στην Εθνική Αντίσταση αναγνώρισε και ο Βρετανός εκπρόσωπος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, Κρις Γουντχάουζ, σύμφωνα με τον οποίο, «το ΕΕΑΜ, αν και ήταν το λιγώτερο διαφημισμένο κομμάτι του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος, ήταν ίσως εκείνο που είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία»9.

Στα χρόνια της Κατοχής ήταν χιλιάδες οι συνδικαλιστές και άλλοι αντιστασιακοί εργάτες, κομμουνιστές στη μεγάλη τους πλειονότητα, που εκτελέστηκαν. Ανάμεσά τους και ο γραμματέας του ΕΕΑΜ Κώστας Λαζαρίδης, καθώς και όλοι, σχεδόν, οι γραμματείς Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων της προπολεμικής Ενωτικής ΓΣΕΕ10.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν φυλακισμένοι ήδη από τα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά, παραδόθηκαν το 1941 στους κατακτητές και εκτελέστηκαν ως αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ ή και για απεργιακούς αγώνες. Άλλοι πιάστηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής, λόγω της συνδικαλιστικής και γενικότερης αντιστασιακής τους δραστηριότητας. 

Καθοριστική στην ανάπτυξη του εαμικού κινήματος υπήρξε η Μάχη της Επιβίωσης. Η κινητοποίηση, δηλαδή, του λαού των μεγάλων αστικών κέντρων και κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά, για τη σωτηρία του από την πείνα: «Μπορούμε να πούμε κατηγορηματικά πως αν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ δεν καταπιάνονταν με αυτό το καθήκον δε θα είχε γραφτεί το αθάνατο έπος του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα»11.

Πρόκειται γι’ αυτό που αναφέρει ο Δημήτρης Γληνός, στο περίφημο έργο του «Τι είναι τι θέλει το ΕΑΜ»:  «Όταν αφήσεις το λαό να πεθάνει στους δρόμους, να κουρελιαστεί ψυχικά και σωματικά, και λες έπειτα πως θα κάνεις “στον κατάλληλο καιρό” εθνικοαπελευθερωτικόν αγώνα, είσαι ένας συνειδητός απατεώνας και συνεργάτης του εχθρού. Γιατί είναι το ίδιο σα να λες, πως θα βάλεις ένα κουφάρι να πολεμήσει»12. Η πείνα λειτούργησε ως το ζήτημα που αποτέλεσε τη βάση της ενότητας της εργατικής τάξης (ειδικευμένοι, ανειδίκευτοι, άνεργοι), των δημοσίων υπαλλήλων και άλλων εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων13.

Παράλληλα με τις λαϊκές κινητοποιήσεις στο πλαίσιο της Μάχης της Επιβίωσης, εκδηλώθηκαν και οι πρώτοι απεργιακοί αγώνες των εργαζομένων σε διάφορους κλάδους και χώρους εργασίας, με πιο σημαντική την απεργία στο μεταλλωρυχείο Δομοκού, τον Ιανουάριο 1942, που έληξε με την αύξηση των ημερομισθίων. Οι αγώνες αυτοί διεξάγονται για την εξασφάλιση στοιχειωδών μέσων επιβίωσης. Κυρίως, για την παροχή τροφίμων, για συσσίτια για τις οικογένειες των εργαζομένων κ.λπ.

Μόλις ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή και την επιβολή της φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα, ξεσπάει μία από τις πρώτες, στην κατεχόμενη Ευρώπη, μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις. Επρόκειτο για την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, που άρχισε στις 12 Απριλίου 1942 στο Κεντρικό Ταχυδρομείο της Αθήνας και τις επόμενες μέρες επεκτάθηκε σε όλες, σχεδόν, τις δημόσιες υπηρεσίες της πρωτεύουσας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Υπολογίζεται πως συμμετείχαν συνολικά 50.000 εργαζόμενοι, που αντιπροσώπευαν τη μεγάλη πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων της χώρας. Αφορμή για τη μεγάλη αυτή απεργιακή κινητοποίηση ήταν η λιποθυμία από πείνα ενός εργαζόμενου στο Κεντρικό Ταχυδρομείο.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανέκαθεν χαμηλόμισθοι στην πλειονότητά τους, «είχαν φτάσει στην Κατοχή σε έσχατο σημείο πείνας και προλεταριοποίησης. […] Η πείνα, η καταπίεση και η βεβαιότητα ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει ανάγκασαν τους δημοσίους υπαλλήλους να αρχίσουν πρώτοι τον αγώνα»14.

Την απεργία οργάνωσε η παράνομη Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ), με την άμεση καθοδήγηση τριών στελεχών του ΚΚΕ: του γραμματέα της, Κώστα Νικολακόπουλου, του γραμματέα της Επιτροπής Αθήνας, Γιάννη Ποτήρη, και του Νίκου Πλουμπίδη, που είχε την ευθύνη της ΚΠΕ, εκ μέρους της Κ.Ε. του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Παρά τις προσπάθειες της δωσιλογικής κυβέρνησης να τρομοκρατήσει τους απεργούς με την απειλή συλλήψεων και απολύσεων, η απεργία συνεχίστηκε μέχρι τις 21 Απριλίου και έληξε νικηφόρα. Οι δημόσιοι υπάλληλοι επέστρεψαν στη δουλειά τους, έχοντας εξασφαλίσει αύξηση του δελτίου, συσσίτια, πρόνοια για τις οικογένειές τους κ.λπ. Αυτή η πρώτη νικηφόρα απεργιακή κινητοποίηση έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στο συνδικαλιστικό διεκδικητικό κίνημα των εργαζομένων όλης της χώρας, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι ακόμη και στις συνθήκες της Κατοχής μπορεί να διεξάγονται αποτελεσματικοί αγώνες.

Με αφετηρία αυτή τη μεγάλη δημοσιοϋπαλληλική απεργία, ένα απεργιακό κύμα κατέκλυσε σχεδόν ολόκληρη τη χώρα, σε αντιστοίχηση με τη συγκρότηση επιτροπών του ΕΕΑΜ σε όλους, σχεδόν, τους κλάδους και τους χώρους εργασίας.

Στην προσπάθειά της να εμποδίσει την επέκταση αυτών των απεργιακών αγώνων, η δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου αποπειράθηκε να περάσει νόμο που χαρακτήριζε την απεργία «ιδιώνυμο αδίκημα», προβλέποντας την ποινή του θανάτου για τους απεργούς. Η προσπάθειά της αυτή έπεσε στο κενό, καθώς οι τυπογράφοι του Εθνικού Τυπογραφείου αρνήθηκαν να τυπώσουν το φύλλο της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» στο οποίο θα δημοσιευόταν ο νόμος, κατεβαίνοντας σε απεργία.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημοσιοϋπαλληλική απεργία, κηρύχθηκε, στις 20 Απριλίου 1942, γενική απεργία των εργατών και των επαγγελματιών της Καρδίτσας. Την απεργία οργάνωσε η Παλλαϊκή Επιτροπή της πόλης, αποτελούμενη από εκπροσώπους του Εργατικού Κέντρου, της Ομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών και των επιστημόνων, των δημοσιογράφων κ.ά.15

Η κινητοποίηση έγινε υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ, σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της λεηλασίας της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής της περιοχής από τους κατακτητές. Πρόκειται για την πρώτη εκδήλωση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μικροϊδιοκτητικά στρώματα της πόλης, τους αγρότες και την εργαζόμενη διανόηση, στην περίοδο της Κατοχής. Μια συμμαχία που θα επεκταθεί πανελλαδικά και θα εδραιωθεί στη συνέχεια, για να αποτελέσει βασικό στοιχείο της εθνικής και λαϊκής εαμικής επανάστασης.

Καθώς σε όλο και περισσότερους κλάδους και εργασιακούς χώρους συγκροτούνται εκείνη την περίοδο καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, ιδρύεται στην Αθήνα Επιτροπή Συνεργαζόμενων Εργατικών και Υπαλληλικών Συνεταιρισμών (ΕΣΕΥΣ), η οποία, στις 16 Ιουνίου 1942, διοργανώνει παναθηναϊκή απεργία, με αίτημα τη λειτουργία λαϊκών συσσιτίων. Την ίδια μέρα 20.000 εργαζόμενοι διαδηλώνουν στο κέντρο της πόλης, συγκρούονται με τις δυνάμεις κατοχής και εισβάλλουν στα Παλαιά Ανάκτορα.

Η κινητοποίηση των εργαζομένων είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση της κυβέρνησης των δωσιλόγων, η οποία πείθει τους κατακτητές να επιτρέψουν την παραχώρηση 500 τόννων πλιγουριού16 για τη διατροφή του αθηναϊκού λαού.

Ακολουθεί, τον Αύγουστο, η απεργία των 3.500 εργατών του εργοστασίου λιπασμάτων στον Πειραιά και στις 7-14 Σεπτεμβρίου 1942 πραγματοποιείται νέα μαζική απεργία 60.000 εργαζομένων στην Αθήνα και τον Πειραιά, η οποία, εκτός από ζητήματα μισθών και διατροφής, θέτει και το αίτημα να σταματήσουν οι διώξεις και εκτελέσεις αγωνιστών και ομήρων. Απεργούν ξανά οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργάτες των λιπασμάτων, οι νοσοκομειακοί, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι της Τηλεφωνικής Εταιρίας και της Εταιρίας Ύδατος, οι εργάτες της βιομηχανίας Φιξ, οι υφαντουργοί, οι λιγνιτωρύχοι της Καλογρέζας, οι εργάτες του εργοστασίου ηλεκτρισμού, οι τροχιοδρομικοί, οι σιδηροδρομικοί κ.ά. Στην απεργία συμμετέχουν και επαγγελματίες.

Η δωσιλογική κυβέρνηση και οι κατακτητές απάντησαν με συλλήψεις απεργών και    στις 15 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση 20.000 εργαζομένων στο κέντρο της Αθήνας, μεταξύ των αιτημάτων της οποίας ήταν και η απελευθέρωση των συλληφθέντων. Η διαδήλωση αντιμετωπίστηκε με επίθεση από τους Ιταλούς, με πολλούς τραυματισμούς διαδηλωτών και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι αργά το βράδυ.

Κι αυτή τη φορά η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υποχωρήσει. Οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι, τετραπλασιάστηκαν οι μισθοί των εργαζομένων και συνάμα άρχισε η επαναλειτουργία των συσσιτίων που είχαν διακοπεί. Επρόκειτο για την «πρώτη μεγάλη σύγκρουση του αντιστασιακού συνδικαλισμού με την κυβέρνηση της Αθήνας, από την οποία σαφώς βγήκε νικητής το ΕΕΑΜ»17.

Απεργίες πραγματοποιήθηκαν και στη Θεσσαλονίκη, από τους καπνεργάτες, στις 29 Σεπτεμβρίου, και από τους δημόσιους υπαλλήλους, στις 4 Οκτωβρίου. Παράλληλα, απήργησαν και οι εργαζόμενοι στην Έδεσσα, τη Νάουσα και την Κοζάνη. 

Νέα απεργιακή κινητοποίηση διοργανώθηκε στις 7 Δεκεμβρίου στον Πειραιά, όπου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση 7.000 εργατών, και στην Αθήνα, στις 22 Δεκεμβρίου, με τη συμμετοχή φοιτητών και μαθητών, που συνοδεύτηκε από βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής. Στις συγκρούσεις αυτές σκοτώθηκε ο κομμουνιστής φοιτητής Μήτσος Κωνσταντινίδης και τραυματίστηκε βαριά ο επίσης κομμουνιστής φοιτητής Γιώργος Φίλης, που πέθανε λίγο αργότερα.

1. Μιχάλης Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου. Από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946 – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σ. 34.

2. Γιώργος Κουκουλές, Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις (1944-1948) – Οδυσσέας, Αθήνα 1995, σ. 45.

3. Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, 1ος τ., σ. 174.

4. Άγγελος Αυγουστίδης, Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής – Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 108.

5. Κώστας Θέος, Εργατικά Συνδικάτα. Η πάλη τους ενάντια στο φασισμό και για την ανεξαρτησία τους – Εργατική, Αθήνα 1947, σ. 14.

6. Βασίλης Μπαρτζιώτας, Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944 – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985, σ. 161.

7. Ως αφορμή για την εκτέλεση του Καλύβα αναφέρεται η κατάργηση νόμου 424/42, που περιόριζε το δικαίωμα των εργοδοτών να απολύουν εργαζόμενους.

8. Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε – 1ος τ., Παπαζήσης, Αθήνα 1977, σ. 141-142.

9. C.M. Woodhouse, Το μήλο της έριδος. Η ελληνική Αντίσταση και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων -  Εξάντας, Αθήνα 1976, σ. 60.

10. Κώστας Θέος, ό.π., σ. 13.

11. Θανάσης Χατζής, ό.π., σ. 335.

12. Δημήτρης Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο – Ρήγας, Αθήνα 1944, σ. 39-40.

13. Κώστας Φουντανόπουλος, Από την ηθική οικονομία στη δίκαιη οικονομία. Η λαϊκή διαμαρτυρία στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, στο Νίκος Ποταμιάνος (επιμ.), Εκδοχές της ηθικής οικονομίας. Ιστορικές και θεωρητικές μελέτες - Ινστιτούτο Μεσογειακών Μελετών, Ρέθυμνο 2021, σ. 245.

14. Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 131.

15. Απόστολος Στρογγύλης, Η πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας. Η Καρδίτσα στην Αντίσταση – Φυτράκης, Αθήνα 1988, σ. 36-40.

16. Το πλιγούρι (από την τουρκική λέξη bulgur) ήταν σπασμένο δημητριακό, συνήθως σιτάρι, που το έβραζαν, φτιάχνοντας ένα είδος χυλού ή σούπας.

17. Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 133.

 

Μέρος 2ο. Οι μεγάλοι αγώνες του 1943-44 και η κυριαρχία του ΕΕΑΜ στο συνδικαλιστικό κίνημα

Καθώς η ναζιστική Γερμανία έχει υποστεί, τον Φεβρουάριο 1943, συντριπτική ήττα στο Στάλινγκραντ από τον Κόκκινο Στρατό, η επιστράτευση και μεταφορά μεγάλου μέρους του γερμανικού εργατικού δυναμικού στο Ανατολικό Μέτωπο δημιουργεί τεράστια κενά στη βιομηχανία του Γ΄ Ράιχ. Τα κενά αποφασίστηκε να καλυφθούν με την πολιτική επιστράτευση εργαζομένων από τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες.

Στις 23 Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε και στην Ελλάδα διάταγμα πολιτικής επιστράτευσης. Σύμφωνα μ’ αυτό, υπό καθεστώς πολιτικής επιστράτευσης μπορούσε να τεθεί οποιοσδήποτε «κάτοικος της Ελλάδος ηλικίας 16 μέχρις 45 ετών» και οι επιστρατευόμενοι θα εργάζονταν «συγκροτημένοι εις συμβατικάς ομάδας στρατοπέδου». Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, προβλεπόταν ακόμη και ο εγκλεισμός σε «στρατόπεδον καταναγκαστικών έργων»1.

Η πολιτική επιστράτευση στην Ελλάδα προετοιμάστηκε από τον υφυπουργό Εργασίας και γραμματέα της ΓΣΕΕ Νίκο Καλύβα2, ο οποίος έβγαλε υπεράριθμο το προσωπικό πολλών επιχειρήσεων και τους υπό απόλυση τους κατέγραφε σε ειδικές καταστάσεις, ως προοριζόμενους για επιστράτευση.

Η δημοσίευση του διατάγματος επιστράτευσης αντιμετωπίζεται με γενική παναθηναϊκή απεργία και διαδήλωση περίπου 100.000 εργαζόμενων και νέων, την αμέσως επόμενη μέρα, 24 Φεβρουαρίου 1943. Η διαδήλωση καταλήγει στο υφυπουργείο Εργασίας,  στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας στα Εξάρχεια. Οι διαδηλωτές, σπάζοντας τον κλοιό της Αστυνομίας, εισέβαλαν στο κτίριο, πυρπόλησαν τις καταστάσεις επιστράτευσης και πήραν από τα υπόγεια μεγάλες ποσότητες τροφίμων, που έκρυβαν εκεί οι δωσίλογοι.

Ενώ η κηδεία του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά, στις 28 Φεβρουαρίου, εξελίχθηκε σε αντικατοχική διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων, η απεργία στην Τηλεφωνική Εταιρία είχε ως συνέπεια μαζικές συλλήψεις, περίπου 200 εργαζομένων. Η δραπέτευση των κρατουμένων από τη μια προκάλεσε την οργή των κατακτητών και της κυβέρνησης των δωσιλόγων και από την άλλη ενέτεινε τον ενθουσιασμό του αθηναϊκού λαού και την αποφασιστικότητά του να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση.

Νέα μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε και στις 5 Μαρτίου, με τη συμμετοχή των δημοσίων υπαλλήλων, των εργατών και των επαγγελματιών του λεκανοπεδίου Αττικής. Η διαδήλωση 200.000 απεργών, φοιτητών και μαθητών, αντιμετωπίστηκε βίαια από τους κατακτητές, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δεκατρείς νεκροί και δεκάδες τραυματίες.

Κι αυτή τη φορά οι διαδηλωτές εισέβαλαν στο υφυπουργείο και κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει από τα αρχεία του. Την ίδια μέρα, άλλοι διαδηλωτές πυρπόλησαν το παράρτημα του υφυπουργείου στο λιμάνι του Πειραιά. 

Τις κινητοποιήσεις αυτές συντόνιζε η Κ.Ο. Αθήνας του ΚΚΕ, με προσωπική ευθύνη του μέλους της Κ.Ε. του κόμματος Νίκου Πλουμπίδη, ενώ για πρώτη φορά την περιφρούρησή τους είχαν αναλάβει ένοπλοι μαχητές του ΕΛΑΣ Αθήνας. Επίσης, επρόκειτο για τις πρώτες κινητοποιήσεις στις οποίες συμμετείχε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), που είχε ιδρυθεί εκείνες ακριβώς τις μέρες και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου.

Οι αλλεπάλληλες μαχητικές κινητοποιήσεις είχαν ως συνέπεια την υποχώρηση των κατακτητών και τη δήλωση του δωσίλογου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου ότι δεν υπάρχει πρόθεση επιστράτευσης. Επιπλέον, ανακοινώθηκε η αύξηση των μισθών και ημερομισθίων.

Εντούτοις, η δήλωση αυτή δεν αφορούσε στο σύνολο της χώρας. Έτσι, στη Θεσσαλονίκη χρειάστηκε να πραγματοποιηθούν συνεχόμενες κινητοποιήσεις, με αποκορύφωμα τη μεγάλη παλλαϊκή διαδήλωση της 16ης Απριλίου, που ανάγκασε και εκεί τις κατοχικές Αρχές να αποσύρουν την απόφαση για πολιτική επιστράτευση.

Ανάλογες κινητοποιήσεις έγιναν στις αρχές Μαΐου 1943 και στον Βόλο, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, τη Σπάρτη κ.α. Στον Βόλο, μάλιστα, είχε προηγηθεί τον Μάρτιο νικηφόρα απεργία και διαδήλωση 10.000 εργαζομένων, με αιτήματα τη λειτουργία συσσιτίων και την πληρωμή σε τρόφιμα.

Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις κατά της πολιτικής επιστράτευσης αποτέλεσαν μια κορυφαία στιγμή στην ιστορία των εργατικών και λαϊκών αγώνων στα χρόνια της Κατοχής και έδωσαν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να είναι η μοναδική κατεχόμενη χώρα στην Ευρώπη από την οποία δεν πήγαν μαζικά επιστρατευμένοι εργάτες στη Γερμανία. Από τους 200.000 που απαιτούσαν οι Γερμανοί, πήγαν στη Γερμανία μόλις 13.000 κι αυτοί κατόπιν πιέσεων3. Σύμφωνα με τον διευθυντή του κατοχικού υφυπουργείου Εργασίας Παυλάκη, στην κατάθεσή του ως μάρτυρα υπεράσπισης στη δίκη των δωσιλόγων, στη Γερμανία στάλθηκαν 19.500 εργάτες4. Συνολικά, όπως αποκαλύφθηκε στη δίκη, μαζί με όσους πήγαν ως όμηροι στη Γερμανία, έχοντας συλληφθεί σε Μπλόκα, ανέρχονταν σε 30.0005.

Ενώ το εργατικό κίνημα είχε υποχρεώσει την δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου να απαγορεύσει τις απολύσεις, με τον νόμο 424 του 1942, τον Δεκέμβριο 1943 ο νόμος αυτός καταργήθηκε, με τον νέο νόμο 1038, προκειμένου να υποχρεωθούν Έλληνες εργάτες να πάνε στη Γερμανία.

Οι νικηφόρες κινητοποιήσεις κατά της επιστράτευσης ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την πεποίθηση ότι οι αγώνες μπορεί να είναι αποτελεσματικοί, καθώς και το κύρος του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΕΑΜ, που τις οργάνωσαν και τις καθοδήγησαν. 

Μεταξύ των θυμάτων των μεγάλων αυτών αγώνων ήταν και ο γραμματέας του ΕΕΑΜ και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ Κώστας Λαζαρίδης, που πιάστηκε από την Ειδική Ασφάλεια και παραδόθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι τον εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, στις 10 Μαΐου 1943.

Μεγάλες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο και αμέσως μετά, με πιο σημαντικές την απεργία της 18ης Μαρτίου σε Αθήνα και Πειραιά κατά της φορολογίας για την Κοινωνική Πρόνοια και της αύξησης των ενοικίων, τις αιματηρές διαδηλώσεις για την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου και ενάντια στην τρομοκρατία, στις 25 Ιουνίου, με αφορμή την εκτέλεση, στο Κούρνοβο της Φθιώτιδας, 106 κομμουνιστών αγωνιστών, κρατουμένων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας.

Χαρακτηριστική της συνολικότερης ανάπτυξης του συνδικαλιστικού και αντιστασιακού κινήματος ήταν η οχταήμερη απεργία στην Αστυνομία Πόλεων της Αθήνας, στα τέλη Ιουνίου. Η επιρροή του ΕΑΜ σε μέρος των αστυνομικών ήταν τέτοια, ώστε από τον Σεπτέμβριο του 1943 εκδιδόταν και παράνομη εφημερίδα, το «Αστυνομικόν Βήμα».

Κορυφαίες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου ήταν οι μεγάλες διαδηλώσεις του Ιουλίου, για την αποτροπή της επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στην κεντρική Μακεδονία. Επρόκειτο και πάλι για έναν σχεδιασμό που απέβλεπε στην απόσπαση γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων για το Ανατολικό Μέτωπο.

Ενάντια στη βουλγαρική επέκταση πραγματοποιήθηκαν απεργίες και διαδηλώσεις στις 5-10 Ιουλίου στη Θεσσαλονίκη, με δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές, στο Κιλκίς, τον Λαγκαδά, την Έδεσσα, τη Βέροια, τα Γιαννιτσά και την Αριδαία. 

Αποκορύφωση αυτών των κινητοποιήσεων, αλλά και συνολικότερα των μαζικών διαδηλώσεων της Κατοχής, υπήρξε η διαδήλωση της 22ης Ιουλίου στην Αθήνα. Η κινητοποίηση, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 200.000, κατέληξε σε σφοδρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής και στον θάνατο δεκάδων διαδηλωτών, ενώ με τη γενική απεργία που κηρύχθηκε από το ΕΕΑΜ σταμάτησε κάθε οικονομική δραστηριότητα σ’ ολόκληρο το λεκανοπέδιο.

Ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος του 1943 ήταν μήνες έντονης απεργιακής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων, απήργησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, επί 17 μέρες, οι τροχιοδρομικοί, οι εμποροϋπάλληλοι, οι κλωστοϋφαντουργοί της Νέας Ιωνίας και της Καλλιθέας, οι τσαγκαράδες, οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στο Φωταέριο, στην Εταιρία Υδάτων, στην Τηλεφωνική Εταιρεία κ.λπ. Μεταξύ των αιτημάτων των απεργών ήταν να σταματήσει η αποστολή ομήρων στη Γερμανία, όπου υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία. Τον ίδιο καιρό μεγάλοι απεργιακοί αγώνες πραγματοποιήθηκαν στη Λάρισα, τη Βέροια, τη Νάουσα, την Πάτρα κ.α.

Όπως έγραφε σε αναφορά του προς τον υπουργό Ρίμπεντροπ, την 1η Σεπτεμβρίου 1943, ο ειδικός πληρεξούσιος του υπουργείου Εξωτερικών στη Ν.Α. Ευρώπη, Χέρμαν Νοϊερμπάχερ, «το γενικό απεργιακό κύμα έχει πάρει τέτοια εξέλιξη που από πολιτική και οικονομική άποψη δίνει αφορμή για σοβαρές ανησυχίες»6

Κατά την περίοδο της Κατοχής αποφεύγονταν οι απεργίες σε επιχειρήσεις που δούλευαν άμεσα για τον στρατό των κατακτητών. Αυτό, όπως είναι ευνόητο, γινόταν γιατί σε περίπτωση απεργίας η αντίδραση θα ήταν η εκτέλεση των απεργών. Έτσι, οι μορφές πάλης που επιλέχθηκαν για τις επιχειρήσεις αυτές ήταν η επιβράδυνση της παραγωγής και η δολιοφθορά, το σαμποτάζ.

Τα κυριότερα σαμποτάζ γίνονταν σε εργοστάσια καίριας σημασίας για τους κατακτητές, όπως ήταν το Μπαρουτάδικο στο Αιγάλεω, τα εργοστάσια επισκευής στρατιωτικών αυτοκινήτων και αεροπλάνων στο Τατόι και την Ελευσίνα, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος, στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας κ.λπ.

Χαρακτηριστική ήταν η διοικητική έκθεση του στρατηγού Σπάιντελ, γραμμένη ήδη για τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο 1942:

«Η κατάσταση της στιγμής αποτελεί το προσφορότερο έδαφος για όλες τις πολιτικές ομάδες, ιδιαίτερα το “Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο”. Στα εργοστάσια κερδίζει έδαφος το επικίνδυνο σύνθημα: “Εργασθείτε αργά ή μην εργασθείτε, προξενήστε όσο γίνεται περισσότερες ζημιές για να μη δώσετε στα χέρια των Γερμανών και Ιταλών όπλα κατά των αδελφών μας που πολεμάνε στην Αφρική”. Διαπιστώθηκαν ήδη περιπτώσεις άρνησης δουλειάς»7

Το πιο σημαντικό σαμποτάζ ήταν αυτό που έγινε στο παλιό Καλυκοποιείο Μαλτσινιώτη στον Υμηττό8, όπου επισκευάζονταν επί Κατοχής κινητήρες γερμανικών πολεμικών αεροπλάνων που προορίζονταν για το μέτωπο της βόρειας Αφρικής. Οι οργανωμένοι στο ΚΚΕ και το ΕΕΑΜ εργάτες -που συνεργάζονταν με τον θρυλικό Πολωνό σαμποτέρ Γεώργιο Ιβάνοφ- έριχναν μέσα στον κινητήρα μεταλλικά ρινίσματα, με συνέπεια την πτώση του αεροπλάνου, συνήθως μισή ώρα μετά την απογείωσή του. Έπεσαν, έτσι, τουλάχιστον εξήντα πέντε γερμανικά αεροπλάνα και έχασαν τη ζωή τους δεκάδες Γερμανοί πιλότοι και στρατιώτες.

Το σαμποτάζ ανακαλύφθηκε από τους Γερμανούς και στις 7 Φεβρουαρίου 1944 εκτελέστηκαν  οι Ηλίας Αλεβιζάκης, 19 χρόνων, Αυρήλιος Βαρκάδος, 26, Βασίλης Ιωαννίδης, 21, Μανώλης Κουτρουλάκης, 15, Δημήτρης Οικονομίδης, 20 και Αποστόλης Ρούσσος, 19 χρόνων.

Για σαμποτάζ εκτελέστηκε, στις 3 Μαΐου 1944 στην Καισαριανή, η 26χρονη Στέλλα Ντέρη. Την ίδια μέρα απαγχονίστηκαν στο Μεγάλο Πεύκο τα αδέλφια της Μιχάλης και Θανάσης, ενώ στις 10 Μαΐου εκτελέστηκε ένα ακόμη αδελφός τους, ο Νίκος Ντέρης.

Στον βαθμό που αναπτύσσεται το μαζικό αντιστασιακό κίνημα, υποχωρούν οι εκδηλώσεις κοινωνικής και ηθικής σήψης που είχε επιφέρει η συνολικότερη κοινωνική κρίση. Αναπτύσσεται η αίσθηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που εκφράζεται έμπρακτα, όπως διαπιστώνεται και με γεγονότα όπως η παλλαϊκή συμπαράσταση στους τροχιοδρομικούς, τον Αύγουστο του 1943.

Κατά τη διάρκεια απεργίας των τροχιοδρομικών, που είχε κηρυχθεί στις 25 Αυγούστου, πήραν φωτιά κάποια τραμ στο αμαξοστάσιο της Καλλιθέας, ενδεχομένως μετά από σκόπιμη προβοκατόρικη ενέργεια των Γερμανών ή της Αστυνομίας. Για την κατάσβεση της πυρκαγιάς κινητοποιήθηκαν οι απεργοί και με την κινητοποίηση και άλλου κόσμου από το ΕΑΜ κατόρθωσαν να σώσουν τα περισσότερα τραμ, αν και ήδη είχαν καταστραφεί 50-70 οχήματα.

Οι Γερμανοί συνέλαβαν 50 τροχιοδρομικούς και για να μην τους εκτελέσουν ζήτησαν αποζημίωση που έφτανε στο ιλιγγιώδες ύψος των 110 δισεκατομμυρίων. «Οι τροχιοδρομικοί ξεσήκωσαν όλες τις οργανώσεις Αθήνα Πειραιά για να μαζέψουν τα λεφτά. Όλος ο λαός, οι συνοικίες, οι μανάβηδες, οι μπακάληδες, έμποροι, όλοι έδιναν τις εισπράξεις της ημέρας. Τα χρήματα μαζευτήκανε και παραπάνω. Τα παραδόσαμε στον τότε αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό», με αποτέλεσμα την αποτροπή των εκτελέσεων9.

Δεν απουσίασαν ακόμη και καταλήψεις εργοστασίων, που συνέχισαν να λειτουργούν υπό εργατικό έλεγχο, με πιο σημαντική την περίπτωση του μεταλλουργικού εργοστασίου  ΒΙΟ, στο Μεταξουργείο.

Η επιχείρηση εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες της και την έθεσαν ξανά σε λειτουργία οι εργάτες, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, που αποτέλεσαν και την εκλεγμένη διοίκηση. «Εξασφαλίστηκαν οι πρώτες ύλες, δούλευε κανονικά η επιχείρηση και βρέθηκαν αγοραστές για την παραγωγή της. Οι εργάτες ονόμαζαν την επιχείρησή τους λαϊκή – σοσιαλιστική! Έπαιρναν το μεγαλύτερο μεροκάματο της Αθήνας και δια μέσου του συνεταιρισμού τους προμηθεύονταν κρέας, ψωμί, λάδι και άλλα τρόφιμα γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους»10.

Η κατάληψη της ΒΙΟ, στην οποία πρωτοστάτησε η Κ.Ο. Αθήνας του ΚΚΕ, που παρότρυνε τους εργάτες και άλλων εργοστασίων σε ανάλογες πρακτικές11, προκάλεσε την παρέμβαση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία απευθύνθηκε στους Γερμανούς και η διοίκηση αντικαταστάθηκε. Εντούτοις, το εργοστάσιο συνέχισε να λειτουργεί, εξασφαλίζοντας απασχόληση και εισόδημα στους εργάτες του.

Οι απεργιακοί αγώνες ξεσπούν και πάλι με μαζικότητα και μαχητικότητα από τα τέλη του Ιανουαρίου 1944, με πρώτη τη γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και των τραπεζοϋπαλλήλων. Στην απεργία, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιανουαρίου, συμμετείχαν περίπου 40.000 εργαζόμενοι, ενώ ταυτόχρονα απήργησαν οι υφαντουργοί και άλλοι κλάδοι και τον Φεβρουάριο ακολούθησαν οι αρτεργάτες της Θεσσαλονίκης.

Στις 3 Μαρτίου απήργησαν οι σιδηροδρομικοί, οι οποίοι συγκρούστηκαν με κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα τη σύλληψη 250 απεργών12 και στη συνέχεια οι εργάτες Τύπου.

Οι συλλήψεις των απεργών σιδηροδρομικών αποτέλεσαν την αφορμή για την ανάληψη της προστασίας των απεργιακών κινητοποιήσεων από ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Ήδη στα τέλη του 1942 ο ΕΛΑΣ Αθήνας-Πειραιά αποτελούνταν από 1.600 μαχητές. Συγκροτώντας το φθινόπωρο του 1943 το Α΄ Σώμα Στρατού, στα τέλη της χρονιάς είχαν φτάσει τους 18.00013. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών των μαχητών, όπως και συνολικότερα του ΕΛΑΣ στις πόλεις, ήταν μέλη του ΕΕΑΜ14.  

Η δράση του ΕΛΑΣ και η στήριξη που είχε εξασφαλίσει το ΕΑΜ στις εργατικές συνοικίες είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας ιδιόμορφης κατάστασης σε μεγάλο τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας και του Πειραιά, από τις αρχές του 1944 και ακόμη περισσότερο με τον ερχομό της άνοιξης. Σε μια εκτεταμένη περιοχή, στα δυτικά και στα ανατολικά, από το Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα μέχρι τη Νέα Ιωνία, και από τη Δάφνη και τον Υμηττό μέχρι την Καισαριανή, οι εργατικές – προσφυγικές συνοικίες ελέγχονταν από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, με τους Γερμανούς να αποφεύγουν να εμφανίζονται σ’ αυτές και τις δημόσιες υπηρεσίες της δωσιλογικής κυβέρνησης να υπολειτουργούν ή και να έχουν καταργηθεί.

Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, οι κατακτητές άρχισαν να εφαρμόζουν την τακτική των Μπλόκων. Τις αιφνιδιαστικές εισβολές στις εργατικές συνοικίες, στις οποίες συμμετείχαν και ταγματασφαλίτες και αστυνομικοί, με το μηχανοκίνητο της Αστυνομίας Πόλεων (τους «μπουραντάδες», από το όνομα του διοικητή τους, Νίκου Μπουραντά), να ξεχωρίζει για τη δολοφονική του δράση.

Στα Μπλόκα, μετά την περικύκλωση της συνοικίας, συγκεντρωνόταν όλος ο άρρενας πληθυσμός, ηλικίας από δεκαπέντε μέχρι εξήντα ετών, σε μια κεντρική πλατεία και εκεί ντόπιοι κουκουλοφόροι, συνεργάτες των κατακτητών, υποδείκνυαν αυτούς που σχετίζονταν με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Αυτοί που καταδίδονταν ως κομμουνιστές και αντιστασιακοί εκτελούνταν επί τόπου ή σε άλλο σημείο της συνοικίας, ενώ, συνήθως, δεκάδες ή και εκατοντάδες άλλοι συλλαμβάνονταν ως όμηροι και αποστέλλονταν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία.

Η πρώτη απόπειρα πραγματοποίησης Μπλόκου έγινε στις 4-7 Μαρτίου 1944 στην Κοκκινιά και απέτυχε χάρη στην απόκρουση των εισβολέων από τον τοπικό ΕΛΑΣ. Η νικηφόρα για τους ελασίτες Μάχη της Κοκκινιάς συνοδεύτηκε από γενική απεργία που παρέλυσε την οικονομική ζωή σε ολόκληρη την περιοχή του Πειραιά. Ως αντίποινα, εκτελέστηκαν 50 κομμουνιστές, που κρατούνταν στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου15.

Ξεχωριστή σημασία είχε το Μπλόκο της Καλογρέζας, λίγες μέρες μετά, στις 15 Μαρτίου 1944, το οποίο πραγματοποιήθηκε από ταγματασφαλίτες και χωροφύλακες, χωρίς τη συμμετοχή Γερμανών. Η φασιστική επίθεση στρεφόταν κατά των εργατών των λιγνιτωρυχείων της περιοχής, οι οποίοι είχαν ενταχθεί σχεδόν στο σύνολό τους στο ΕΕΑΜ, και κατέληξε στην εκτέλεση 22 απ’ αυτούς.

Ιδιαίτερα σκληρή και δολοφονική ήταν η επίθεση των Γερμανών και των συνεργατών τους κατά της μεγάλη διαδήλωσης της 25ης Μαρτίου, για την εθνική επέτειο, που ενέπνευσε στον Οδυσσέα Ελύτη την αναφορά στη «Μεγάλη Έξοδο», στο εμβληματικό έργο του «Άξιον Εστί», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ως απάντηση στα Μπλόκα και στην ένταση της τρομοκρατίας και των δολοφονιών,  πραγματοποιήθηκε στις 22 Απριλίου μεγάλη παλλαϊκή απεργία στην Αθήνα, στην οποία συμμετείχαν εργαζόμενοι, μικροϊδιοκτήτες και φοιτητές. 

Για την κατάσταση εκείνης της περιόδου έχει ενδιαφέρον η έκθεση του διοικητή Μέσης Ανατολής της Βέρμαχτ, στρατηγού Χανς Φέλμπερ, που συντάχθηκε στις 23 Απριλίου 1944:

«Η παραπέρα όξυνση της οικονομικής κατάστασης αυξάνει την εξαθλίωση και τη δυσαρέσκεια του πληθυσμού και ευνοεί την κομμουνιστική υπονομευτική δουλειά, ιδιαίτερα ανάμεσα στον εργαζόμενο πληθυσμό των μεγάλων πόλεων. Η κομμουνιστική καθοδήγηση του απεργιακού κινήματος στην Αθήνα – Πειραιά είναι αποδειγμένη. Παρ’ ότι εδώ τα οικονομικά κίνητρα παίζουν πρωταρχικό ρόλο, σιγά-σιγά όμως κερδίζουν σε σημασία οι πολιτικοί κομμουνιστικοί στόχοι. […] Έντονη στρατιωτική παρέμβαση κατέπνιξε τα απεργιακά κινήματα το Μάρτη και τις προθέσεις διαδηλώσεων στην ελληνική Εθνική Γιορτή (25.3)»16

Μία από τις κορυφαίες εκδηλώσεις της δολοφονικής βίας των κατακτητών υπήρξε η εκτέλεση 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την  Πρωτομαγιά του 1944. Επρόκειτο για κρατούμενους στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, που είχαν μεταφερθεί εκεί από την Ακροναυπλία, όπου τους είχε φυλακίσει η δικτατορία Μεταξά. Στη μεγάλη τους πλειονότητα ήταν μέλη του ΚΚΕ, ενώ συμπεριλαμβάνονταν και έντεκα τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές.

Νέα μεγάλη απεργία πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουνίου, ως διαμαρτυρία για τη σφαγή στο Δίστομο, ενώ στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε κύμα απεργιών και διαδηλώσεων σε εργατικές συνοικίες, κατά της τρομοκρατίας.

Στις 24 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε γενική απεργία «Εθνικής Σωτηρίας», με συμμετοχή 200.000 εργαζομένων, ως απάντηση στα Μπλόκα στην Κοκκινιά, στο Δουργούτι (τον σημερινό Νέο Κόσμο, όπου ζούσαν κυρίως Αρμένιοι πρόσφυγες εργάτες) και στην Καισαριανή.  Προηγούμενες απόπειρες στην Καισαριανή και τον Βύρωνα, στις αρχές Αυγούστου, είχαν αποκρουστεί από τον ΕΛΑΣ.

Τη μέρα της μεγάλης απεργίας και για την αποφυγή νέας σφαγής από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, το ΕΑΜ απέφυγε την πραγματοποίηση διαδήλωσης, ρίχνοντας το σύνθημα «μείνετε στα σπίτια σας»17. Η επιτυχία της μεγάλης κινητοποίησης, που νέκρωσε την οικονομική ζωή σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, υπήρξε «καθαρή επίδειξη δύναμης του ΕΑΜ, παραμονές της Απελευθέρωσης»18.

Η κινητοποίηση ενάντια στην τρομοκρατία επισημάνθηκε και σε γερμανική στρατιωτική αναφορά της 25ης Αυγούστου, που έκανε λόγο για τη μεγάλη επιρροή του ΚΚΕ στους εργαζόμενους: «Κατά τρόπο χαρακτηριστικό η οικονομική ανέχεια δεν έπαιξε κανένα ρόλο σαν απεργιακό σύνθημα»19

Ακόμη μεγαλύτερη και πιο μαχητική ήταν η παλλαϊκή απεργία της 16ης Σεπτεμβρίου, που συνοδεύτηκε και από ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με Γερμανούς και συνεργάτες τους. 

Δυο βδομάδες πριν από την Απελευθέρωση της Αθήνας, στις 27 Σεπτεμβρίου, γιορτάστηκαν τα τρία χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, με τεράστιες συγκεντρώσεις στις εργατικές και λαϊκές συνοικίες, ενώ για πρώτη φορά πουλήθηκαν δημοσίως αντιστασιακές εφημερίδες, που μεταφέρονταν με καροτσάκια στολισμένα με λουλούδια. Δεκάδες χιλιάδες λαού πραγματοποίησαν προσκύνημα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου τοποθετήθηκε η επιγραφή «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς».

Μεγάλοι απεργιακοί αγώνες κατά της τρομοκρατίας πραγματοποιήθηκαν εκείνο το διάστημα και σε επαρχιακές πόλεις, όπως στη Νάουσα, τη Βέροια, την Έδεσσα, το Κιλκίς, τη Γουμένισσα, τον Βόλο, στη Λειβαδιά για τη σφαγή του Διστόμου, στα Τρίκαλα, όπου υπήρξε και αιματηρή σύγκρουση με τους κατακτητές, και στη Θεσσαλονίκη.   

Αναφερόμενοι στις απεργιακές κινητοποιήσεις των χρόνων της Κατοχής, πρέπει να σημειώσουμε ότι συχνά επιστρατεύονταν και καλυμμένες μορφές πάλης, οι οποίες, συνήθως, ήταν εξίσου αποτελεσματικές. Χαρακτηριστική είναι μια σχετική αναφορά του τυπογράφου συνδικαλιστή Χρήστου Καραπλιά, στελέχους, τότε, του ΕΕΑΜ:

«Το καλοκαίρι πάλι του 1944 με την ακόμα μεγαλύτερη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής και την εξανέμιση της αξίας του χαρτονομίσματος, οι εργάτες Τύπου πάλι κινητοποιήθηκαν. Επειδή όμως δεν ήταν εύκολη η επανάληψη της απεργίας γιατί οι Γερμανοί είχαν εντείνει την επαγρύπνησή τους, χρησιμοποιήθηκε άλλη μέθοδος, της αρρώστειας.

Κάθε μια ή δυο μέρες, οι μισοί σχεδόν εργάτες Τύπου από μια εφημερίδα… αρρωσταίναν. Οι υπόλοιποι δούλευαν για την έκδοση της εφημερίδας όσο μπορούσαν αργότερα. Η λογοκρισία τηλεφωνούσε για να μάθει για την αργοπορία. Η απάντηση ήταν ότι με τις συνθήκες διατροφής δεν άντεχαν οι εργαζόμενοι και αρρωστούσαν.

Την άλλη μέρα επαναλαμβάνονταν το ίδιο σε άλλη εφημερίδα. Το αποτέλεσμα ήταν σε δυο εβδομάδες κυβέρνηση και εκδότες να δημιουργήσουν σύστημα εφοδιασμού των εργαζομένων στον Τύπο και με άλλα τρόφιμα και κυρίως λάδι, εκτός από εκείνα που είχαν κατακτήσει με την απεργία του Μάρτη»20.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 πραγματοποιήθηκε απεργία στο αμαξοστάσιο των τραμ στην Καλλιθέα (όπου είχε γίνει Μπλόκο στις 28 Αυγούστου), που συνοδεύτηκε από ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑΣ και Γερμανών και ταγματασφαλιτών. Ακολούθησε πανεργατική απεργία στην Αθήνα, στις 16 Σεπτεμβρίου, και μετά από δύο μέρες και στον Πειραιά, ενώ στις 29 Σεπτεμβρίου έγινε η τελευταία απεργία δημοσίων υπαλλήλων της κατοχικής περιόδου. Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκε το τελευταίο Μπλόκο, στη συνοικία Προύσης στο Αιγάλεω, με περίπου εκατό νεκρούς.

Ξεχωριστή σημασία είχε ο αγώνας της εργατικής τάξης και του ΕΛΑΣ για την προστασία των υποδομών της πρωτεύουσας, στα εργοστάσια ηλεκτρισμού στο Κερατσίνι και το Νέο Φάληρο, στις αποθήκες καυσίμων της ΣΕΛ κ.λπ., στις 12 και 13 Οκτωβρίου, κατά την αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα. Στις μάχες που δόθηκαν εκείνες τις μέρες υπήρξαν 56 νεκροί Γερμανοί και 21 αιχμάλωτοι, καθώς και 14 νεκροί ελασίτες.

Από τα πλέον τραγικά γεγονότα στη νεότερη ελληνική ιστορία και στην ιστορία της εργατικής τάξης της Ελλάδας και του ελληνικού εργατικού κινήματος, είναι η εξόντωση της μεγάλης πλειονότητας του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας (περίπου 59.000 σε σύνολο 71.500) στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ανάμεσα στα θύματα του Ολοκαυτώματος ήταν και το σύνολο, σχεδόν, του εβραϊκού προλεταριάτου της Θεσσαλονίκης, που ’χε διαδραματίσει πρωτοποριακό ρόλο στη συγκρότηση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.

1. «Διάταγμα Επιστρατεύσεως», στο Ανδρέας Κέδρος, Η Ελληνική Αντίσταση 1940-1955 – Θεμέλιο, Αθήνα 1976, 1ος τ., σ. 238.

2. Το υφυπουργείο Εργασίας, υπαγόμενο στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, είχε συσταθεί το 1936 από τη δικτατορία Μεταξά και ο εκάστοτε υφυπουργός διοριζόταν ταυτόχρονα και γραμματέας (δηλαδή επικεφαλής, καθώς δεν υπήρχε τότε η θέση του προέδρου) της ΓΣΕΕ. Αναβαθμίστηκε σε υπουργείο το 1944 από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γεωργίου Παπανδρέου, με πρώτο υπουργό τον κομμουνιστή Μιλτιάδη Πορφυρογένη.  

3. Γιώργος Κουκουλές, ό.π., σ. 59.

4. Εφημ. «Ελευθερία», 6 Απριλίου 1945.

5. Εφημερίδες, 1 Μαρτίου 1945.

6. Μάρτιν Ζέκεντορφ, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 194.

7. Στο ίδιο, σ. 153.

8. Βασίλης Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984, σ. 78.

9. Φώτης Γαλάνης, Οι τροχιοδρομικοί στον αγώνα – Περιοδ. «Εθνική Αντίσταση», τ. 52, 1986.

10. Βασίλης Μπαρτζιώτας, ό.π., σ. 116.

11. Στο ίδιο, σ. 116.

12. Εφημ. «Αθηναϊκά Νέα», 10 Μαρτίου 1944.

13. ΚΚΕ: Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, α΄ τόμος 1918-1949 – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996, σ. 401 και 433.

14. Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 155. Κώστας Θέος, ό.π., σ. 28. Βασίλης Μπαρτζιώτας, ό.π., σ. 238, 241 και 248.

15. Εφημ. «Αθηναϊκά Νέα», 9 Μαρτίου 1944.

16. Μάρτιν Ζέκεντορφ, ό.π., σ. 229.

17. Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 152.

18. Στο ίδιο, σ. 151.

19. Μάρτιν Ζέκεντορφ, ό.π., σ. 240.

20. Χρήστος Καραπλιάς, Οι εργάτες Τύπου και η Ιστορία τους από το 1821 ως το 1975 – Αθήνα 1975, σ. 58-59.

*kommon.gr, 16 και 17 Ιουλίου 2016