Στη μνήμη του Τάσου Κατιντσάρου
Περίπου οχτώ δεκαετίες από την ίδρυσή του, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) παραμένει η κορυφαία μαζική πολιτική-κοινωνική οργάνωση της νεοελληνικής ιστορίας και το κίνημα που ανέπτυξε και καθοδήγησε εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει την πλέον μεγαλειώδη εισβολή των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων στο ιστορικό προσκήνιο.
Ήταν ακριβώς αυτή η άμεση συμμετοχή και δράση αυτών των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που του προσέδωσε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μοναδικά στο σύνολο των χωρών της κατεχόμενης Ευρώπης.
Χάρη στο ΕΑΜ, η ελληνική Αντίσταση δεν περιορίστηκε στις αποσπασματικές ενέργειες μικρών ομάδων αντιστασιακών, αλλά συγκρότησε έναν από τους μεγάλους λαϊκούς παρτιζάνικους στρατούς, τον ΕΛΑΣ, που μόνο με τον αντίστοιχο γιουγκοσλάβικο μπορεί να συγκριθεί, ενώ, συνάμα, η ένοπλη αντιστασιακή δράση συνδυάστηκε και με την άμεση οργάνωση και κινητοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, κάτι που απουσίαζε και από το κίνημα της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας.
Στο γιγάντιο αυτό λαϊκό κίνημα ξεχωριστή ήταν η θέση της εργατικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο το ότι, τον Ιούλιο 1941, δύο μήνες πριν ιδρυθεί το ΕΑΜ, είχε συγκροτηθεί το Εθνικό Εργατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ), με πρωτοβουλία κομμουνιστών συνδικαλιστών και με τη συμμετοχή και άλλων, προερχόμενων από τον προπολεμικό συντηρητικό και σοσιαλιστικό συνδικαλιστικό χώρο.
Το ΕΕΑΜ, ως τμήμα του ΕΑΜ από τον Σεπτέμβριο 1941, σε στενή συνεργασία με την Εθνική Αλληλεγγύη και την Πανυπαλληλική Κεντρική Επιτροπή, που δρούσε στον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο, ήταν η κύρια δύναμη που ανταποκρίθηκε στον άμεσο στόχο της Μάχης της Επιβίωσης, κατά τον μαύρο χειμώνα του 1941-42, με τις δεκάδες χιλιάδες των νεκρών από πείνα. Η οργάνωση κινητοποιήσεων σε χώρους δουλειάς και σε εργατογειτονιές, για τη διεκδίκηση συσσιτίων και η διοργάνωση συσσιτίων με λαϊκή πρωτοβουλία, αποτέλεσαν και τη βάση για την ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης του χειμαζόμενου λαϊκού κόσμου, για τη δυνατότητά του να αντισταθεί στη φασιστική κατοχή και στις τραγικές της συνέπειες.
Έχοντας κερδίσει αυτή την πρώτη μεγάλη μάχη, το ΕΕΑΜ προχώρησε στη συγκρότησή του κατά κλάδο και χώρο δουλειάς, καθώς και στη διοργάνωση απεργιακών αγώνων, ακόμη και καταλήψεων εργοστασίων (ΒΙΟ κ.ά.), που ανάγκαζαν τις κυβερνήσεις των δωσιλόγων και τις αρχές κατοχής να ικανοποιούν σειρά εργατικών αιτημάτων, μεταξύ των οποίων ήταν και η μισθοδοσία σε τρόφιμα, ρουχισμό κ.λπ., σε συνθήκες ραγδαίου πληθωρισμού, η απαγόρευση των απολύσεων κ.λπ.
Συνάμα, η εργατική τάξη, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας συμμετείχε ενεργά ή υποστήριζε το ΕΕΑΜ, έπαιρνε μέρος σε μεγάλους αγώνες για την αποτροπή της πολιτικής επιστράτευσης και την αποστολή Ελλήνων εργατών στη Γερμανία, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1943, για τη ματαίωση της επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στην κεντρική Μακεδονία, τον Ιούλιο 1943, ενάντια στην τρομοκρατία και τις εκτελέσεις, στα 1943-44.
Χαρακτηριστική της σύνδεσης της εργατικής τάξης με το εαμικό αντιστασιακό κίνημα ήταν και η μαζικοποίηση των γραμμών του ΕΛΑΣ στις μεγάλες πόλεις, με το Α΄ Σώμα Στρατού στην Αθήνα και τον Πειραιά να περιλαμβάνει 18.000 μαχητές, στη μεγάλη τους πλειονότητα εργάτες (Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, α΄ τόμος – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996, σ. 433). Όπως επίσης και ότι οι εργατικές συνοικίες του λεκανοπεδίου, αλλά και της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων, αποτέλεσαν κάστρα του αντιστασιακού κινήματος. Η κυριαρχία του ΕΑΜ σ’ αυτές ήταν και η αιτία για την εκδήλωση της φασιστικής βαρβαρότητας απέναντί τους, με τα Μπλόκα και τις μαζικές εκτελέσεις των κατοίκων τους.
Για την εργατική τάξη, που ήδη με τους αγώνες της περιόδου 1932-36 είχε διαμορφώσει σχέσεις εμπιστοσύνης με το ΚΚΕ, η Κατοχή υπήρξε η περίοδος της μαζικής στροφής προς τ’ αριστερά. Με τη σύνδεση των αγώνων για τα άμεσα ζητήματα που την απασχολούσαν με το γενικότερο κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης, στην προοπτική της Λαοκρατίας. Της μορφής που έπαιρνε στη λαϊκή συνείδηση η κοινωνική απελευθέρωση.
Αναμφίβολα, η εργατική τάξη ήταν εκείνη που τάχθηκε υπέρ του εαμικού κινήματος στη μεγάλη της πλειονότητα. Σε σημείο ώστε από τις αρχές του 1944 το σύνολο, σχεδόν, των συνδικαλιστικών της οργανώσεων να ελέγχεται από το ΕΕΑΜ, η Κ.Ε. του οποίου, αυτοδικαίως, ανακηρύχθηκε σε Διοίκηση της ΓΣΕΕ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, αναγνωριζόμενη και από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γεώργιου Παπανδρέου στο Κάιρο.
Η μαζική συμμετοχή της εργατικής τάξης στο αντιστασιακό κίνημα και η σύνδεση των αγώνων της με τον προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού, είναι που προσέδωσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εαμικού κινήματος, το οποίο αναπτύχθηκε ως ευρεία πολιτική και κοινωνική συμμαχία των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων, υπό εργατική ηγεμονία. Με συνέπεια τη συσπείρωση του συνόλου των αστικών δυνάμεων και των Βρετανών πατρώνων τους, εναντίον του.
Εκεί ακριβώς έγκειται και η πολιτική ανεπάρκεια της ηγεσίας του κινήματος, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Η αδυναμία να αντιληφθεί τη διαλεκτική σχέση μεταξύ εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και κοινωνικού μετασχηματισμού, και η επιμονή στην πολιτική της εθνικής ενότητας, όταν ο αστικός κόσμος είχε ήδη επιλέξει στρατόπεδο, αποτέλεσε και τη βάση χειρισμών που οδήγησαν, μετά την Απελευθέρωση, στην ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
"Δημοσιεύτηκε στο Ergasianet, στις 27 Σεπτεμβρίου 2018