Η πρόσφατη δήλωση της υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Όλγας Γεροβασίλη, «δεν υπάρχει απεργία στο Δημόσιο αλλά αποχή από το καθήκον», που αμφισβητεί το δικαίωμα στην απεργία, επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες. Ένα ζήτημα που απασχόλησε στην Ελλάδα και παγκοσμίως το εργατικό κίνημα, αποτελώντας καίριο διακύβευμα, που αφορά συνολικότερα όχι μόνο στο δικαίωμα διεκδίκησης, κατοχύρωσης και υπεράσπισης καλύτερων όρων ζωής και εργασίας, αλλά και στην ίδια τη δημοκρατία.
Όπως και για το σύνολο των εργαζομένων, το δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων στη συνδικαλιστική οργάνωση και στην αγωνιστική διεκδίκηση μέσω της απεργίας, κάθε άλλο παρά αυτονόητο υπήρξε για τα καθεστώτα που προέκυψαν από τις μεγάλες αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα. Ερχόμενη στην εξουσία, η αστική τάξη ουδέποτε και πουθενά δεν αναγνώρισε ως αυτονόητα τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων ως κοινωνικού συνόλου, άρα και τα κοινωνικά τους δικαιώματα. Για την αστική δημοκρατική ιδεολογία, η ελευθερία δεν νοούνταν παρά ως ελευθερία του ατόμου να δρα στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού, είτε συσσωρεύοντας κεφάλαιο είτε διαθέτοντας στην αγορά εργασίας την ικανότητά του να εργάζεται.
Κατά συνέπεια, το δικαίωμα στον συνδικαλισμό (οργάνωση και αγωνιστική διεκδίκηση) υπήρξε αποτέλεσμα αγώνων των ίδιων των εργαζομένων, που αντιμετωπίστηκαν με κατασταλτική βία και στοίχισαν διώξεις και ποταμούς αίματος, αποτελώντας σταθερά το μέτρο της δημοκρατικότητας σε κάθε χώρα και σε κάθε ιστορική στιγμή και περίοδο. Αλλά, ακόμη και όταν καμπτόταν η αντίθεση των αστικών καθεστώτων στις συνδικαλιστικές ελευθερίες του συνόλου των εργαζομένων, πάντα εκδηλώνονταν ισχυρές επιφυλάξεις και αντιστάσεις στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων.
Βασικό ιδεολογικό πρόσχημα για τη διάκριση αυτή ήταν και παραμένει η αντίληψη πως ο δημόσιος υπάλληλος υπηρετεί το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, το οποίο εκφράζει το κράτος. Έτσι, η όποια αγωνιστική διεκδίκηση των εργαζομένων στο δημόσιο, ως στρεφόμενη κατά του κράτους-εργοδότη, εμφανίζεται σαν αντίθεση προς το συμφέρον όλων των πολιτών. Πρόκειται για μια αντίληψη που θεμελιώνεται στην κυρίαρχη αστική θεωρία για το κράτος ως δήθεν ουδέτερο στον κοινωνικό ανταγωνισμό, συγκαλύπτοντας τον αστικό ταξικό του χαρακτήρα.
Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του ελληνικού δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος είναι αποκαλυπτική των λόγων που η άρχουσα τάξη και ο αστικός πολιτικός κόσμος αντιμετωπίζει αρνητικά αυτό το κίνημα, καθώς και της άμεσης σύνδεσης μεταξύ των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στο δημόσιο και του βαθμού δημοκρατικότητας του ελληνικού κράτους. Άρα, της σχέσης που έχουν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες αυτού του τμήματος του εργαζόμενου κόσμου με τις συνολικότερες δημοκρατικές ελευθερίες του ελληνικού λαού.
ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και για μεγάλο τμήμα τους και για πολλές δεκαετίες ακόμη και τον 20ό αιώνα, θεωρούνταν ευνοημένοι σε σχέση με τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα κι αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτα και κύρια, λόγω κοινωνικού κύρους, καθώς η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα γινόταν αντιληπτή ως μορφή πρόσβασης στα κέντρα λήψης αποφάσεων, όσο κι αν αυτό, τουλάχιστον για τις χαμηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας, άρα για την πλειονότητά τους, δεν ανταποκρινόταν και τόσο στην πραγματικότητα. Επιπλέον, σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε η μικροϊδιοκτησία και η εξαρτημένη μισθωτή εργασία ήταν απευκταία, θεωρούμενη ως κοινωνική υποβάθμιση, η εργασία στο Δημόσιο εξαιρούνταν, και στη λαϊκή συνείδηση γινόταν αντιληπτή ως μορφή κοινωνικής ανόδου. Άλλωστε, ήταν πάντα συνδεδεμένη με τη μόρφωση, που έστω κι αν κάποτε αφορούσε απλώς και μόνο στην αποφοίτηση από τη στοιχειώδη και αργότερα από τη μέση εκπαίδευση, αποτελούσε σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο σε εποχές με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού.
Στην πραγματικότητα, για την πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων (από τους δασκάλους και τους ταχυδρόμους, μέχρι τους χαμηλόβαθμους υπαλλήλους των κυβερνητικών και αυτοδιοικητικών υπηρεσιών), αυτό το κοινωνικό κύρος δεν συνοδευόταν και από ανάλογο βιοτικό επίπεδο. Πολύ συχνά, οι οικονομικές δυνατότητες ενός εργαζόμενου στο Δημόσιο ήταν μικρότερες από αυτές ενός ανεξάρτητου τεχνίτη ή επαγγελματία, ενώ μέχρι το 1911 απουσίαζε και η επαγγελματική μονιμότητα. Ο εργαζόμενος αυτός ζούσε με τη διαρκή αγωνία και τον φόβο της απόλυσης, που ενισχυόταν με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, καθώς οι κυρίαρχες στον ελληνικό δημόσιο βίο πελατειακές σχέσεις επέτρεπαν στους εκάστοτε κυβερνώντες να αντικαθιστούν μικρό ή μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων, προωθώντας δικούς τους φιλικά προσκείμενους. Είναι γνωστό πως η ονομασία κεντρικής πλατείας της Αθήνας, της πλατείας Κλαυθμώνος, προήλθε από τις συγκεντρώσεις που πραγματοποιούσαν εκεί οι απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, που διαμαρτύρονταν για την απόλυσή τους.
Η μονιμοποίηση των εργαζομένων στο Δημόσιο από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, το 1911, αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά μέτρα ορθολογιστικής αναδιοργάνωσης του ελληνικού κράτους, που απέβλεπε τόσο στην εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με υπαλλήλους που αποκτούσαν εμπειρία στη δουλειά που έκαναν, όσο και στην αντιμετώπιση των πελατειακών σχέσεων και την άμεση εξάρτηση των υπαλλήλων από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Αν και οι πρώτοι απεργιακοί αγώνες στην Ελλάδα, τόσο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 όσο και επί Καποδίστρια (η απεργία των τυπογράφων της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος», της τότε εφημερίδας της κυβέρνησης, το 1826, και η απεργία στο Νομισματοκοπείο της Αίγινας το 1830) έγιναν από εργαζόμενους του Δημοσίου, το 1833 απαγορεύτηκε με νόμο η «εκ συστάσεως αποχή εκ της εργασίας επί σκοπώ ισχυροποιήσεως αξιώσεων». Παρά την απαγόρευση, το απεργιακό δικαίωμα κατακτήθηκε de facto από τους εργαζόμενους από το 1879, με τις απεργίες των εργατοτεχνιτών της Σύρου.
Καθώς μετά την έξωση του Όθωνα και την ψήφιση του Συντάγματος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, το 1864, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το πρώτο σωματείο μισθωτών εργαζομένων ήταν ο Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος, που ιδρύθηκε κυρίως από καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης το 1873. Εντούτοις, η πρώτη καθαυτό συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων στο Δημόσιο ήταν το σωματείο των σιδηροδρομικών που ιδρύθηκε το 1905, όταν πραγματοποιήθηκε και η πρώτη απεργία του κλάδου. Τον ίδιο χρόνο έγινε και η πρώτη απεργία των ταχυδρομικών υπαλλήλων.
Με τους σιδηροδρομικούς να αποτελούν έναν από τους καλύτερα οργανωμένους και μαχητικούς κλάδους σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, μέχρι τη δικτατορία Μεταξά το 1936, το συνδικαλιστικό κίνημα στον δημόσιο τομέα άρχισε να συγκροτείται ουσιαστικά κατά τη δεκαετία του 1920, όταν ιδρύθηκε η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΔΟΕ το 1922), η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ, το 1926) κ.ά., ενώ το 1926 ιδρύθηκε και η τριτοβάθμια Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδας (ΣΔΥΕ), στην οποία, εντούτοις, δεν εντάχθηκε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών, που συνέχισε να συμμετέχει στη ΓΣΕΕ.
Η ίδρυση της ΣΔΥΕ σηματοδότησε το ξέσπασμα διεκδικητικών αγώνων για μισθολογικές αυξήσεις, σε μια περίοδο κατά την οποία η πλειονότητα των εργαζομένων στο Δημόσιο εξακολουθούσε να ζει σε συνθήκες που ελάχιστα διέφεραν απ’ αυτές που βίωνε η πλειονότητα της εργατικής τάξης στον ιδιωτικό τομέα. Οι αγώνες είχαν, επίσης, ως στόχο τις εργασιακές συνθήκες, αλλά και τα δημοκρατικά δικαιώματα, ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του Ιδιώνυμου, από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1929, με τον οποίο –στο όνομα του αντικομμουνισμού- εξαπολύθηκε κύμα διώξεων συνδικαλιστικών στελεχών, ακόμη κι αν δεν είχαν σχέσεις με το ΚΚΕ. Αποκορύφωμα αυτής της κυβερνητικής πρακτικής υπήρξε η διάλυση της ΣΔΥΕ με δικαστική απόφαση το 1931 και η ψήφιση νόμου που απαγόρευε την ίδρυση ενώσεων δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων που κάλυπταν περισσότερους από έναν κλάδο. Ταυτόχρονα, απαγορεύτηκε και το δικαίωμα στην απεργία στον δημόσιο τομέα.
Σε μια περίοδο όξυνσης των προβλημάτων των εργαζομένων, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης, οι απαγορεύσεις αυτές δεν ήταν ικανές να κάμψουν τις αγωνιστικές αντιδράσεις. Έτσι, το 1932, με πρωτοβουλία συνδικαλιστικών στελεχών του ΚΚΕ (Παντελής Δαμασκόπουλος, Νίκος Πλουμπίδης κ.ά.) και σοσιαλιστών (Παναγής Δημητράτος, Στρατής Σωμερίτης κ.ά.), ιδρύθηκε η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ), η οποία καθοδήγησε σημαντικούς αγώνες τα επόμενα χρόνια, μέχρι τη διάλυσή της από τη δικτατορία Μεταξά. Η οποία κατάργησε πλήρως κάθε συνδικαλιστικό δικαίωμα στον δημοσιοϋπαλληλικό χώρο.
Το κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων θα ανασυγκροτηθεί από τον πρώτο καιρό της Κατοχής, με την ανασύσταση της ΚΠΕ, τον Ιούλιο 1941, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο Κώστας Νικολακόπουλος, στέλεχος του ΚΚΕ. Ενταγμένη στο ΕΑΜ, από την ίδρυσή του τον Σεπτέμβριο 1941, η ΚΠΕ θα προκηρύξει τη θεωρούμενη ως πρώτη στην κατεχόμενη Ευρώπη απεργία τον Απρίλιο 1942, ενώ μεγάλοι απεργιακοί αγώνες στις δημόσιες υπηρεσίες θα ξεσπάσουν και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Οι αγώνες αυτοί έληξαν με νίκη των απεργών, που εξασφάλισαν σταθερά συσσίτια και παροχή ειδών άμεσης ανάγκης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Πυροδοτώντας, συνάμα, αγώνες και όλων των άλλων εργαζομένων, τους οποίους καθοδηγούσε το Εθνικό Εργατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ).
Αποκορύφωμα των αγώνων αυτής της περιόδου ήταν οι μεγάλες παλλαϊκές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, στις 21 και 22 Δεκεμβρίου 1942, που εξελίχθηκαν σε μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής, με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων και νέων, ανάμεσα στους οποίους χιλιάδες ήταν και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Από τις κινητοποιήσεις αυτές είναι και η φωτογραφία που δημοσιεύουμε.
Βγαίνοντας πανίσχυρο από την κατοχική περίοδο, το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα συνεχίζει τους αγώνες του και στα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια, μέχρι το 1946, όταν τέθηκε εκτός νόμου και διαλύθηκε η ΚΠΕ, τα στελέχη της οποίας φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και κάποιοι δολοφονήθηκαν. Και ενώ χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν ως «αντεθνικά στοιχεία», στη θέση της ΚΠΕ ιδρύθηκε, με κυβερνητική απόφαση του 1945, η Ανώτατη Διοικούσα Επιτροπή Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ), η οποία άρχισε να λειτουργεί υπό αυστηρό κυβερνητικό έλεγχο το 1947.
Παρά το κλίμα έντονης τρομοκρατίας και απαγορεύσεων, ακόμη και η καθεστωτική ΑΔΕΔΥ, όπως και οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις στις οποίες είχαν τοποθετηθεί καθεστωτικές διοικήσεις, αναγκάζονταν να πραγματοποιούν κινητοποιήσεις και στην περίοδο του Εμφυλίου και αμέσως μετά απ’ αυτόν, ανταποκρινόμενες στις πιέσεις των εργαζομένων που ζούσαν σε συνθήκες που λίγο απείχαν από την εξαθλίωση. Εντούτοις, η ΑΔΕΔΥ σταμάτησε κάθε αγωνιστική δραστηριότητα μετά από τη γενική πανυπαλληλική απεργία του 1953. Η επόμενη πανυπαλληλική απεργία θα πραγματοποιηθεί το… 1980!
Αντιμέτωπο με το μετεμφυλιακό καθεστώς της ελεγχόμενης και περιορισμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της αστυνομοκρατίας, το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα θα επανακάμψει σε μια σειρά κλάδους την περίοδο 1961-67, όταν στην ηγεσία πολλών οργανώσεων θα βρεθούν σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού κεντρώοι συνδικαλιστές. Πρόκειται για μια εποχή που οι αριστεροί ήταν πλήρως αποκλεισμένοι από την εργασία στο Δημόσιο, καθώς η πρόσληψη απαιτούσε την προσκόμιση του διαβόητου «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων».
Η στρατιωτική δικτατορία του 1967-74 όχι μόνο έθεσε υπό την έλεγχό της τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά θεσμοθέτησε και την απαγόρευση της απεργίας στο Δημόσιο, με το ψευτοσύνταγμα του 1968, χαρακτηρίζοντάς την «αποχήν εκ του καθήκοντος». Με την ίδια, δηλαδή, φράση που χρησιμοποίησε και η υπουργός της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, μισό αιώνα μετά, αν και στη δημοτική γλώσσα!
Το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα επανεμφανίζεται δυναμικό αμέσως μετά την πτώση τη δικτατορίας και είναι μεγάλοι και σημαντικοί οι αγώνες που καθοδηγεί η Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΕΔΟ), που ιδρύθηκε από τη συνδικαλιστική αντιπολίτευση της κυβερνητικής ΑΔΕΔΥ (τις παρατάξεις ΠΑΣΚΕ του ΠΑΣΟΚ, ΕΣΑΚ του ΚΚΕ και ΑΕΜ του ΚΚΕ εσωτερικού) το 1976. Οι αγώνες αυτοί, όπως και οι αγώνες των εργαζομένων στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ και σε άλλους δημόσιους οργανισμούς, που εντάσσονταν στη ΓΣΕΕ και συγκροτούσαν, μαζί με συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα, τις Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις (ΣΑΔΕΟ), αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος του συνδικαλιστικού κινήματος, συγκρινόμενοι σε διάρκεια και μαχητικότητα μ’ αυτούς των βιομηχανικών εργατών, του περίφημου τότε κινήματος του εργοστασιακού συνδικαλισμού.
Η ΑΔΕΔΥ μπήκε σε διαδικασία εκδημοκρατισμού μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, που ολοκληρώθηκε με το 25ο Συνέδριο του 1983. Ανάλογες διαδικασίες κατέληξαν στον εκδημοκρατισμό και της ΓΣΕΕ, σημαντική δύναμη της οποίας αποτελούσαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων στις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ).
Με όπλο τη μαζικότητα και την απουσία του φόβου της απόλυσης, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο λειτούργησαν και τα επόμενα χρόνια ως πιλοτική δύναμη για το σύνολο του κόσμου της εργασίας, καθώς οι κατακτήσεις τους γίνονταν υπόδειγμα για τις διεκδικήσεις και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Ήταν αυτή ακριβώς η λειτουργία του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού που προκάλεσε την αντίδραση των εκάστοτε κυβερνήσεων, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Ν.Δ., η οποία εκφράστηκε με τις θεωρίες περί «ρετιρέ» και την ενίσχυση των λεγόμενων «κοινωνικών αντανακλαστικών».
Ενταγμένες στην αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού και στην προώθηση μιας πολιτικής συρρίκνωσης των συνδικαλιστικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων του συνόλου των εργαζομένων, οι αντιλήψεις αυτές κατόρθωσαν σε σημαντικό βαθμό να διαχυθούν σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Από τη δεκαετία του 1990 η παραδοσιακή τάση εκδήλωσης αλληλεγγύης προς τους αγωνιζόμενους κλάδους του Δημοσίου, που στηριζόταν στην επίγνωση πως κάθε κατάκτησή τους βελτίωνε την προσφορά των δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων προς το κοινωνικό σύνολο, και συνάμα λειτουργούσε και ως πιλότος για ανάλογες διεκδικήσεις και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, υποχώρησε, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες για το σύνολο του κόσμου της εργασίας.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η μνημονιακή πολιτική αποβλέπει στη συρρίκνωση του Δημοσίου και στην κατάργηση κάθε υπηρεσίας προς όφελος του απλού εργαζόμενου πολίτη, η ανάκαμψη του συνδικαλιστικού κινήματος στον δημόσιο τομέα και η επανασυνειδητοποίηση της τεράστιας σημασίας της αλληλεγγύης ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές και το κεφάλαιο, αποτελούν όρους για τη συγκρότηση μιας νικηφόρας λαϊκής αντεπίθεσης.