Αν και ο Μάης του ’68 αναφέρεται συνήθως σαν κεραυνός εν αιθρία, η αναδρομή στα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο ανατρέπει αυτή τη μάλλον κυρίαρχη άποψη. Ο Μάης δεν ήταν ένα μεμονωμένο, περιορισμένης σημασίας, «ιστορικό παράδοξο». Αντίθετα, υποστηρίζουμε πως αποτέλεσε ένα σημαντικό επεισόδιο μιας παγκόσμιας αναταραχής, που επέτρεπε στον Μάο να υποστηρίζει πως ο «ανατολικός άνεμος είναι ισχυρότερος από τον δυτικό», πως την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχαν οι κυριαρχούμενες τάξεις και οι καταπιεσμένοι λαοί.
Η αντιαποικιοκρατική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση
Ο κυματισμός της σημαίας με το σφυροδρέπανο στη στέγη του Ράιχσταγκ τον Μάιο του 1945 και η θριαμβευτική είσοδος του κινέζικου Λαϊκού Στρατού στο Πεκίνο τον Οκτώβριο του 1949 λειτούργησαν καταλυτικά στις συνειδήσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων καταπιεζόμενων. Πείθονταν πως η παντοδυναμία των κυρίαρχων μπορεί να αποδειχτεί φαινομενική («χάρτινη τίγρη», για να ξαναθυμηθούμε τον Μάο) και να εκμηδενιστεί, όταν μπουν σε κίνηση οι δυνάμεις των μαζών.
Το 1954, λίγα μόλις χρόνια μετά τη νίκη της κινέζικης επανάστασης, άρχισε το ξήλωμα της γαλλικής αποικιοκρατίας, με τη συντριβή των στρατιωτικών της δυνάμεων στο Βιετνάμ, στη μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου.
Την ήττα των Γάλλων ιμπεριαλιστών στην Ινδοκίνα συνόδευσε η έκρηξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Αλγερία, την εγγύτερη και σημαντικότερη απ’ τις γαλλικές αποικίες. Ο ένοπλος αγώνας που έληξε το 1962, με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, που αγκάλιασαν ολόκληρη τη Μαύρη Ήπειρο. Από την αγγλοκρατούμενη Κένυα, που απελευθερώθηκε ύστερα από σκληρούς αγώνες του κινήματος των Μάου Μάου, μέχρι το υπό βελγική κυριαρχία Κονγκό, με το κίνημα του μαρξιστή Πατρίς Λουμούμπα και τις πορτογαλικές αποικίες της Μοζαμβίκης, της Αγκόλας και της Γουινέας-Μπισσάου, όπου δρούσαν κινήματα κομμουνιστικής αναφοράς κ.ά. Η έκρηξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Αφρική αποδιάρθρωσε την αποικιοκρατία.
Την πρωτοχρονιά του 1959 οι «μπαρμπούδος» του Φιντέλ Κάστρο εισέρχονται στην Αβάνα. Η νίκη του κουβανικού αντάρτικου, η ανατροπή του δικτάτορα Μπατίστα και η διακήρυξη του αντιιμπεριαλιστικού και σοσιαλιστικού προσανατολισμού του νέου επαναστατικού καθεστώτος, σε μια χώρα που απέχει ελάχιστα απ’ τις ακτές των ΗΠΑ, πυροδότησε την έκρηξη των αντιθέσεων σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Κύρια έκφραση των κινημάτων που εμφανίστηκαν στις χώρες της περιοχής, τη μία μετά την άλλη, ήταν ο γκεβαρισμός. Η αντίληψη της επανάστασης ως διαδικασίας που υποκινείται από μια εστία αντάρτικης δράσης και αναπτυσσόμενη λειτουργεί ως καταλύτης στην εξέγερση των μαζών. Είναι φανερό πως ο γκεβαρισμός, η τακτική που επιχείρησε να εφαρμόσει στη Βολιβία ο Τσε Γκεβάρα, αλλά και κινήματα όπως αυτό των Τουπαμάρος στην Ουρουγουάη, των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, των Μοντονέρος στην Αργεντινή, του MAS στη Βενεζουέλα κ.λπ., καθορίστηκε απ’ την εμπειρία της νικηφόρας κουβανέζικης επανάστασης, αν και σε συνθήκες κατά τις οποίες ο αντίπαλος είχε πάρει ήδη το μάθημα και δεν βρέθηκε ξανά απροετοίμαστος.
Η εντεινόμενη δράση του αντάρτικου των Βιετκόνγκ στο Νότιο Βιετνάμ επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με άμεση στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, το 1963, με το φόβο πως η νίκη των Βιετκόνγκ θα ενεργοποιούσε το «φαινόμενο του ντόμινο», με την ανάπτυξη ανάλογων κινημάτων στις γειτονικές χώρες, ακριβώς γιατί εκτιμούσαν πως πράγματι «μια σπίθα μπορεί να βάλει φωτιά στον κάμπο». Για την πρόληψη μιας τέτοιας εξέλιξης επιβλήθηκε άλλωστε και η δικτατορία στην Ινδονησία το 1965, με την ανατροπή του αντιιμπεριαλιστικού καθεστώτος της χώρας και τη σφαγή ενός εκατομμυρίου κομμουνιστών: του συνόλου των μελών και μεγάλου μέρους των οπαδών του Κ.Κ.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη περιπέτεια για τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Στο Βιετνάμ φάνηκε για μία ακόμη φορά πως ένα γνήσιο λαϊκό επαναστατικό κίνημα είναι σε θέση να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά ακόμα και κατά πολύ υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις. Το 1967, με την περίφημη «επίθεση Τετ» (τη βιετναμέζικη πρωτοχρονιά), οι δυνάμεις των Βιετκόνγκ καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι τις παρυφές της πρωτεύουσας Σαϊγκόν. Ο αγώνας του βιετναμέζικου λαού ενέπνευσε στον Τσε Γκεβάρα το περίφημο σύνθημα «ένα, δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ», σε μια προοπτική διασποράς και ευκολότερης αντιμετώπισης των εχθρικών δυνάμεων, αλλά και ως έκφραση επαναστατικής διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Στο συνολικότερο κύμα αντιιμπεριαλιστικής κινητοποίησης των λαών εντάσσεται και η συνεχιζόμενη αντίσταση των Παλαιστινίων απέναντι στο σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ. Η ήττα των Αράβων στον αραβοϊσραηλινό «πόλεμο των έξι ημερών», τον Ιούνιο του 1967, αναπροσανατόλισε το παλαιστινιακό κίνημα στην κατεύθυνση της στήριξης πρώτα και κύρια στις δικές του δυνάμεις.
«Welfare State», εργατικές και νεολαιίστικες αντιστάσεις
Οι δεκαετίες 1950 και 1960 χαρακτηρίζονται από το λεγόμενο καπιταλιστικό οικονομικό θαύμα. Οι ταχύτατοι ρυθμοί ανάπτυξης διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα. Το φορντικό μοντέλο μαζικής παραγωγής για μαζική κατανάλωση, σε συνδυασμό με κεϋνσιανής έμπνευσης μέτρα κρατικού παρεμβατισμού, δημιουργούν πρωτόγνωρες συνθήκες ζωής για ευρύτατα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα.
Η πρόσβαση των λαϊκών μαζών σε καταναλωτικά αγαθά, που μέχρι και πρόσφατα θεωρούνταν άπιαστο όνειρο, επιτρέπει στους απολογητές του συστήματος να κάνουν λόγο για «κράτος ευημερίας» («welfare state»), στο πλαίσιο του οποίου οι ταξικές αντιθέσεις έχουν πλέον αμβλυνθεί, άρα αποτελεί παρελθοντολογία η αναφορά στον μαρξισμό και στην πάλη των τάξεων.
Οι απόψεις αυτές δεν αφήνουν ανεπηρέαστη και την αριστερά, στις γραμμές της οποίας τείνουν να κυριαρχήσουν αντιλήψεις περί «μικροαστικοποίησης» της εργατικής τάξης και εξάντλησης της επαναστατικής δυναμικής της. Η ρεφορμιστική στρατηγική των σταδιακών αλλαγών στο πλαίσιο του καπιταλισμού και η αναφορά σε «πανανθρώπινα» ζητήματα (διασφάλιση της ειρήνης κ.λπ.), πέρα από ταξικούς προσδιορισμούς, τροφοδοτεί ριζοσπαστικά ρεύματα που κι αυτά εκκινώντας απ’ το «δεδομένο» της ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης ανακαλύπτουν εκ νέου τον νεαρό εγελιανό Μαρξ και αναζητούν νέα «επαναστατικά υποκείμενα», έξω απ’ την «αλλοτριωμένη» εργατική τάξη.
Εντούτοις, η πραγματικότητα της ταξικής πάλης θα διαψεύσει τους επίδοξους νεκροθάφτες της. Η εργατική τάξη αντιλαμβάνεται απ’ την ίδια της τη ζωντανή εμπειρία αυτό που αδυνατούν να κατανοήσουν οι απολογητές του καπιταλισμού και οι ρεφορμιστές ή ριζοσπάστες που τη θεωρούν ενσωματωμένη και αλλοτριωμένη: τη μαρξιστική θέση για τον ιστορικοκοινωνικό καθορισμό της έννοιας της φτώχειας. Η διάσταση ανάμεσα στον παραγόμενο κοινωνικό πλούτο και στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης παραμένει χαώδης. Επιπλέον, τα «οικονομικά θαύματα» στηρίζονται στην αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, μέσα απ’ την επέκταση του τεϋλορικού μοντέλου της αλυσίδας παραγωγής, με όλες τις επώδυνες συνέπειες για τους εργαζόμενους σ’ αυτές τις συνθήκες.
Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’60 κάνουν την επανεμφάνισή τους μαζικοί και δυναμικοί εργατικοί αγώνες. Η μεγάλη απεργία διαρκείας στο Βέλγιο το 1961 και οι απεργιακές κινητοποιήσεις σε Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία κατά τα μέσα της δεκαετίας προμηνύουν τη μεγάλη έκρηξη που θα συγκλονίσει τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο τα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, σε μια σειρά χώρες κάνει την εμφάνισή του το νεολαιίστικο κίνημα. Η μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης συνοδεύεται από τάσεις απαξίωσης των τίτλων σπουδών, ενώ παραμένουν κυρίαρχες παραδοσιακές και συνήθως αυταρχικές δομές και λειτουργίες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την αυξανόμενη τάση αμφισβήτησής τους απ’ τη νεολαία. Τάση που τροφοδοτείται απ’ το ρεύμα αντικομφορμισμού, το οποίο σηματοδοτεί η πολιτιστική και πολιτισμική επανάσταση του ροκ, όχι μόνο στη μουσική αλλά και συνολικότερα ως τρόπος ζωής, ο οποίος επηρεάζει μαζικά και την εργατική νεολαία.
Σε πολλές χώρες, το αναδυόμενο φοιτητικό κίνημα συναντιέται με το ανερχόμενο εργατικό στο πεδίο των κινητοποιήσεων για την ειρήνη, κυρίως ενάντια στην αμερικάνικη επέμβαση στο Βιετνάμ. Δεν απουσιάζουν και κινητοποιήσεις που προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά εξέγερσης, όπως συνέβη στην Ιταλία το 1960 κατά της συμμετοχής του νεοφασιστικού κόμματος στην κυβέρνηση, στην Ελλάδα κατά τα Ιουλιανά του 1965, ενάντια στο βασιλικό πραξικόπημα κ.α.
Απ’ την «αποσταλινοποίηση» στην Πολιτιστική Επανάσταση
Η καταδίκη του «σταλινισμού» και η στροφή στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του ΚΚΣΕ το 1956 αποτέλεσε ιστορική τομή για τον κόσμο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το ίδιο το μέχρι τότε αναγνωριζόμενο ως διεθνές κέντρο του κινήματος, απ’ το οποίο εκπορεύονταν κατευθύνσεις σε γενικές γραμμές αποδεκτές, αναγνώριζε σοβαρές αποκλίσεις απ’ ό,τι φάνταζε πρότυπο σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το γεγονός αυτό, καθώς και οι νέοι προσανατολισμοί (ειρηνική συνύπαρξη με τον ιμπεριαλισμό, με αναγνώριση του παγκόσμιου status quo, στρατηγική του ειρηνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό κ.λπ.), καλλιεργούσε το έδαφος για την ανάπτυξη φυγόκεντρων δυνάμεων.
Η κυριαρχία των κρατικοκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (που παρουσιάζονταν σαν σοσιαλισμός) και η δικτατορική εξουσία της κομματικής γραφειοκρατίας (στο όνομα της δικτατορίας του προλεταριάτου), σε συνδυασμό με την επιδίωξη ταχύρρυθμης ανάπτυξης σε βάρος των αναγκών των εργαζόμενων μαζών, προκαλούσαν λαϊκή δυσαρέσκεια, που ήδη είχε εκφραστεί, το 1953, με την εργατική εξέγερση στο Ανατολικό Βερολίνο, η οποία καταστάλθηκε βίαια απ’ τον σοβιετικό στρατό.
Το 1956, υπό την επίδραση των διακηρύξεων περί φιλελευθεροποίησης της πολιτικής ζωής, εργατικές κινητοποιήσεις συγκλονίζουν την Πολωνία. Ταυτόχρονα, μεγάλης έκτασης εξέγερση πραγματοποιείται στην Ουγγαρία, με τη στήριξη απ’ την κυβέρνηση του Ίμρε Νάγκυ. Η ουγγρική εξέγερση θέτει ζητήματα δημοκρατικοποίησης, ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας απ’ τα εργατικά συμβούλια, αλλά και απαλλαγής της χώρας απ’ τον ασφυκτικό σοβιετικό εναγκαλισμό. Η συντριβή της απ’ τον σοβιετικό στρατό καθιστούσε σαφή τα όρια της λεγόμενης «αποσταλινοποίησης».
Η αμφισβήτηση του σοβιετικού μοντέλου «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» θα εκφραστεί, με τη μεγαλύτερη ένταση, στη μακρινή Κίνα. Η απόρριψη απ’ το Κ.Κ. Κίνας της πολιτικής της ειρηνικής συνύπαρξης και η ρήξη των σχέσεων με την ΕΣΣΔ θα συνοδευτούν απ’ την κριτική στον προσανατολισμό για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. Η αριστερά του κινέζικου Κ.Κ., με επικεφαλής τον Μάο Τσε Τουνγκ, θα καταγγείλει τον σοβιετικό ρεβιζιονισμό, αποκαλύπτοντας πως το σοβιετικό μοντέλο δεν μπορεί να οδηγήσει στον σοσιαλισμό, αλλά ότι αποτελεί βάση για την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων.
Μέσα από ένα τεραστίων διαστάσεων κίνημα αμφισβήτησης της κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, απ’ τον Μάιο του 1966, με την κινητοποίηση νεολαιίστικων και εργατικών μαζών, η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη συγκλονίζεται απ’ τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση (ΜΠΠΕ), που επιχειρεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο καπιταλιστικής παλινόρθωσης επιταχύνοντας τις διαδικασίες επαναστατικού μετασχηματισμού σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Η ΜΠΠΕ αποτελεί έτσι την πρώτη μεγάλη απόπειρα να τεθούν ζητήματα κριτικής στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» απ’ τη σκοπιά του ορίζοντα του κομμουνισμού και μάλιστα με όρους μαζικής κινητοποίησης.
Όταν τον Μάη το Παρίσι φλέγεται, η Κίνα συνεχίζει να συγκλονίζεται απ’ το σύνθημα «η εξέγερση είναι δίκαιη!». Λίγο πιο κάτω οι Βιετκόνγκ γελοιοποιούν τον στρατό της μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης. Στη Λατινική Αμερική φουντώνουν τα κινήματα των γκεριγέρος και οι Τουπαμάρος χτίζουν μορφές εναλλακτικής συλλογικής ζωής στις εργατογειτονιές του Μοντεβιδέο. Στην Αγκόλα αντιλαλεί το πολεμικό σάλπισμα του MPLA και στη Μοζαμβίκη ακούγεται η κλαγγή των όπλων του FRELIMO. Στην Ιταλία πυκνώνουν οι ανεξέλεγκτες απ’ τα ρεφορμιστικά συνδικάτα «απεργίες της αγριόγατας».
Τον ίδιο καιρό, η Πράγα ζει τη δική της «Άνοιξη». Η αντικατάσταση της πειθήνιας στις κατευθύνσεις της Μόσχας ηγεσίας Νοβότνι απ’ τον Ντούμπτσεκ σηματοδότησε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού του καθεστώτος στην Τσεχοσλοβακία. Επαγγελλόμενοι τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», οι Τσεχοσλοβάκοι κομμουνιστές επιχειρούσαν τον συνδυασμό του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής με ανοίγματα στην οικονομία της αγοράς, σε μια προσπάθεια απαλλαγής απ’ το σοβιετικό μοντέλο. Η επέμβαση των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας, τον Αύγουστο του 1968, θα ανακόψει τις επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις, ενταφιάζοντας κάθε ελπίδα για εκδημοκρατισμό των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Όχι όμως και την οικονομία της αγοράς, που θα κυριαρχήσει τελικά πάνω στα ερείπια των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως ο Μάης του ’68 ήταν μια μεγαλειώδης στιγμή ενός κύματος εργατικών, νεολαιίστικων και λαϊκών αγώνων, οι οποίοι προηγήθηκαν και εντάθηκαν ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Και καθώς οι αγώνες αυτοί έρχονταν σε αντιπαράθεση με την κυρίαρχη κατεύθυνση του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, αποτέλεσαν και την πράξη γέννησης μιας νέας επαναστατικής αριστεράς, που σαράντα χρόνια μετά καλείται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τη ενηλικίωσής της.
*Περιοδικό Εκτός Γραμμής, τ. 18, Μάιος 2008.