«Ο αδικούμενος έρρηξε την πρώτην φωνήν κατά του αδικούντος. Η εργασία κατά του κεφαλαίου έδειξε τον πρώτον γρόνθον», έγραφε η εφημερίδα «Ακρόπολις» (1) αναφερόμενη στη μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου, που ξέσπασε στις 8 Απριλίου 1896 και προσέλαβε χαρακτηριστικά εξέγερσης.
Επρόκειτο για τη μέχρι τότε μεγαλύτερη σε συμμετοχή και μαχητικότητα κινητοποίηση του ελληνικού εργατικού κινήματος, που έκανε την εμφάνισή του κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Και συνάμα την πρώτη που είχε ως συνέπεια τον θάνατο τεσσάρων εργατών, αλλά και άγνωστου αριθμού ένοπλων υπερασπιστών των συμφερόντων της εργοδοσίας (2).
Τα μεταλλεία του Λαυρίου, σε σχετικά μικρή απόσταση από την Αθήνα, τα εκμεταλλευόταν από το 1864 γαλλική εταιρία του Ιταλού επιχειρηματία Τζοβάνι Σερπιέρι, με τη συμμετοχή και του Ανδρέα Συγγρού. Οι εργάτες προέρχονταν από διάφορα μέρη και μεγάλο αριθμό αντιπροσώπευαν πρόσφυγες της αποτυχημένης Κρητικής Επανάστασης του 1866-69.
Το Λαύριο αποτέλεσε πραγματικό βιομηχανικό γκέτο. Η διαφοροποίηση με βάση τη θέση στην ιεραρχία των εργασιακών σχέσεων εκφραζόταν ακόμα και στη διαμόρφωση της πόλης και «οι διακρίσεις στον ιδιωτικό χώρο κατοίκησης συνεχίζονταν και ανάμεσα σε εργάτες με οικογένεια ή χωρίς οικογένεια, σε εργαζόμενους συνδικαλιστές ή “αφοσιωμένους” στην εταιρεία κ.λπ.» (3).
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των συνθηκών στέγασης της μεγάλης πλειονότητας των μεταλλωρύχων, σε άλλο άρθρο της «Ακρόπολης»:
«Απ’ εδώ σπητάκια, καλύβαις, χαμοκέλλαις, μερικές σπηλιαίς, λευκαί ή μελαναί, σαν απ’ εκείνα που κτίζουν εις τας όχθας του ποταμού οι σκίουροι, απ’ εκεί άλλα σπητάκια, άλλαι καλύβαι, ομοίας σμικρότητος και ταπεινότητος, από το άλλο μέρος άλλαι και ούτω καθεξής.
Όλοι του αυτού μηχανικού έργα. Όλοι οικοδομηθήσαι από την ανάγκην και αυτή τους εσχεδίασε. Δεν ανήκουν εις ουδένα αυταίς η χαμοκέλλαις. Τα ξύλα των εκόπησαν από το πέριξ αραιόν δάσος της Καμαρίζης, οι δε λίθοι από τα απορριφθέντα μεταλλεύματα. Κεραμίδια δεν υπάρχουν. Τι να γείνη; Το χώμα των πέριξ στρώνει καλά επί της στέγης και έγινεν η καλύβα του μεταλλορρύκτου.
Εκεί κοιμώνται δύο τρεις ή και πέντε, αν χωρούν, εργάται. Εις το μέσον είνε μία δοκός, ένας κορμός πεύκου. Αυτή κρατεί την στέγην να μη πέση και τους πλακώση. Όλα τα πέριξ κατέχονται από σανιδώματα όπου αναπαύονται. Είναι αι κλίναι. Μένουν και μερικά κενά. Αυτά χρησιμεύουν δια να εισέρχωνται εις την φωλεάν εκείνην. Γύρω-γύρω τα εργαλεία του εργάτου και εις τον τοίχον καρφωμένη η μαυρισμένη των μεταλλορρύκτων λυχνία.
Εάν είνε ευλαβής ο ένοικος θα έχη και κανένα κανδήλι να καίη εις το εικόνισμα. Αυτό όμως είνε σπάνιον, διότι είνε ευλαβής μεν ο τρωγλοδύτης του Λαυρίου, αλλά είνε και πτωχός. Έχει να αγοράση λάδι δια να καίη εις το εικόνισμά του;» (4).
Εργαζόμενοι σε συνθήκες «κυριολεκτικά εφιαλτικές»(5), οι μεταλλωρύχοι έπεφταν συχνά θύματα εργατικών ατυχημάτων. Σε έκθεση κυβερνητικού υπευθύνου αναφερόταν πως μόνο το 1892 υπήρξαν 36 θανατηφόρα ατυχήματα (6), άρα τρία ανά μήνα. Όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος, η εταιρία «είχε φτιάσει το δεύτερο πάτωμα της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου» (7).
Εξαιτίας αυτών των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος ζωής των εργατών του Λαυρίου ήταν τα 25-30 χρόνια (8).
Διεκδικητικοί αγώνες των μεταλλωρύχων του Λαυρίου διεξάγονταν ήδη από το 1872, με πιο σημαντικές τις απεργίες του 1883 και του 1887. Η αναφορά, μάλιστα, στην απεργιακή κινητοποίηση του 1872 (9) δείχνει πως είχαν προηγηθεί των απεργιών των ναυπηγοξυλουργών της Σύρου, του 1879, που θεωρούνται ως η απαρχή των εργατικών αγώνων στην Ελλάδα, ενώ το 1883, ανήσυχος ο δικαστικός Εμμανουήλ Λυκούδης αναφέρει το Λαύριο, την Αθήνα και τον Πειραιά, ως τα μέρη όπου οι απεργίες «αποτελούσιν (…) την ημερησίαν διάταξιν» (10).
Οι πρώτες αυτές απεργίες έγιναν με αιτήματα οικονομικά, καθώς και για τη λήψη μέτρων κατά των ατυχημάτων και την κατάργηση της κυριακάτικης απλήρωτης εργασίας (αγγαρείας).
Η μεγάλη απεργία του 1896, που έμεινε στην ιστορία ως τα «Λαυρεωτικά», άρχισε τη νύχτα της 7ης προς την 8η Απριλίου, με την επίθεση των εργατών στα γραφεία της εταιρίας. Κατά την επίθεση οι φρουροί των γραφείων πυροβόλησαν και σκότωσαν δύο εργάτες, προκαλώντας την οργή των απεργών, οι οποίοι ανατίναξαν το κτίριο με δυναμίτες. Η ανατίναξη είχε ως συνέπεια τον θάνατο όλων των φρουρών, πλην ενός, αλλά ο αριθμός των φονευθέντων δεν έχει γίνει γνωστός.
Όπως ήταν αναμενόμενο, από την επόμενη μέρα συγκεντρώθηκαν στο Λαύριο ισχυρές δυνάμεις της Χωροφυλακής και του στρατού, ενώ στο λιμάνι της πόλης έπλευσε και πλοίο του πολεμικού στόλου. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν έπεσαν νεκροί δύο ακόμη εργάτες.
Χαρακτηριστικά είναι τα αιτήματα της απεργίας, που επικεντρώνονταν στην αύξηση του μεροκάματου, από 2,5 σε 3,5 δραχμές, στη δημιουργία φαρμακείου ή νοσοκομείου και την έγκαιρη μεταφορά των εργατών που τραυματίζονταν στις στοές της εξόρυξης, στην αντικατάσταση των παραπηγμάτων από σπίτια, καθώς και στην κατάργηση των εργολάβων που μεσολαβούσαν μεταξύ εταιρίας και εργατών, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το μεροκάματο.
Η απεργία έληξε μετά από δεκατρείς μέρες, στις 21 Απριλίου, με την επιβολή καθεστώτος στρατοκρατίας στην περιοχή, την εγκατάσταση μόνιμης στρατιωτικής φρουράς και τη φυλάκιση όσων εργατών θεωρήθηκε πως πρωτοστάτησαν στην εξέγερση. Από τα αιτήματα έγινε αποδεκτή μόνο η αύξηση του μεροκάματου.
Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο 1906, θα ιδρυθεί το σωματείο των μεταλλωρύχων του Λαυρίου. Την ίδρυσή του θα ακολουθήσει νέα απεργιακή κινητοποίηση, με τα ίδια αιτήματα που τίθονταν επί τόσες δεκαετίες. Ούτε και τότε έλειψαν οι βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό.
Με τους αγώνες αυτούς οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου, της μεγαλύτερης παραγωγικής μονάδας της χώρας, βρέθηκαν στην πρωτοπορία του ελληνικού εργατικού κινήματος κατά την πρώτη περίοδο της εμφάνισής του. Εντούτοις, βρίσκονταν κάθε φορά απομονωμένοι, καθώς απουσίαζε από την εργατική τάξη της εποχής η συνείδηση των κοινών ταξικών συμφερόντων, καθώς και αντίστοιχη ταξική συνδικαλιστική δομή.
1. «Ακρόπολις», 11 Απριλίου 1896.
2. Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου - β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015, σ. 77-79.
3. Άννη Βρυχέα, «Ο οικισμός Κυπριανού» – εφημ. «Καθημερινή», Αφιέρωμα στο Λαύριο, 6-7/1/1996.
4. «Ακρόπολις», 20 Απριλίου 1896.
5. Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ώς το κίνημα του Γουδί (1909) – Τολίδη, Αθήνα 1974, σ. 45ο-451.
6. Γεώργιος Αναστασόπουλος, Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας 1840-1940 - Ελληνική Εκδοτική, Αθήνα 1947, τ. Β΄, σ. 695.
7. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος - γ΄ έκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972, σ. 35.
8. Βασιλική Χοϊμπού, Η Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου Illarion Roux et Cie και οι απεργίες του 1896 και 1929 – Πτυχιακή εργασία, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2017.
9. Γιώργος Δερμάτης, Λαύρειο το μαύρο φως – ΕΜΠ, Αθήνα 2003, σ. 128-129.
10. Εμμανουήλ Λυκούδης, Η εν Ελλάδι βιομηχανία και αι απεργίαι υπό την έποψιν της νομοθεσίας και της πολιτικής οικονομίας – Πρωίδης, Ερμούπολη 1883.
*ergrasianet, 8 Απριλίου 2012