Μόλις ενάμισι μήνα από την Απελευθέρωση και την εγκατάσταση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» στην Αθήνα, το ζήτημα της διάλυσης των αντάρτικων δυνάμεων και της συγκρότησης εθνικού στρατού αποτέλεσε την αφορμή για την ένοπλη σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία με τους όρους «Δεκεμβριανά» και «Μάχη της Αθήνας».
Η σύγκρουση ήταν συνέπεια της επιμονής του στρατηγού Σκόμπι και του πρωθυπουργού Παπανδρέου για τη συγκρότηση στρατού με όρους τους οποίους απέρριπτε το ΕΑΜ, το οποίο κατήγγειλε ότι πρόθεσή τους ήταν η συγκρότηση ενός στρατού που θα εξυπηρετούσε τους σχεδιασμούς για παραγκωνισμό της Αριστεράς και δρομολόγηση των διαδικασιών για την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου στον Θρόνο και ενδεχομένως την εγκαθίδρυση καθεστώτος μοναρχοφασιστικού.
Με την αποχώρηση των έξι υπουργών του ΕΑΜ από την κυβέρνηση, στις 2 Δεκεμβρίου 1944, την ένοπλη αστυνομική επίθεση κατά του εαμικού παλλαϊκού συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος, την επόμενη μέρα, και την κήρυξη γενικής απεργίας για τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑΣ και των συνασπισμένων δυνάμεων των Βρετανών και του αστικού στρατοπέδου ήταν, πλέον, αναπόφευκτη. Μέσα σε λίγες μέρες γενικεύτηκε σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, με επιθέσεις του ΕΛΑΣ κατά των αστυνομικών τμημάτων, που καταλήφθηκαν, σχεδόν στο σύνολό τους, αλλά και με την εμπλοκή των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς και χιλιάδων ταγματασφαλιτών, που κρατούνταν στην Αθήνα και ρίχτηκαν στη μάχη, έχοντας επανεξοπλιστεί από τους Βρετανούς.
Είναι αναγκαίο να πούμε δυο λόγια για τη στάση των Σοβιετικών σχετικά με τη δεκεμβριανή σύγκρουση, που αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων από τότε μέχρι και σήμερα.
Είναι δεδομένο ότι οι Σοβιετικοί απέφυγαν να πάρουν ανοιχτά θέση υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, έχοντας ως προτεραιότητα την αποφυγή αντιπαράθεσης με τους Βρετανούς. Πόσο μάλλον, που εκείνο ακριβώς τον καιρό και ενώ ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε τη Γερμανία, καταδιώκοντας τα στρατεύματα του Γ΄ Ράιχ, οι Αγγλοαμερικάνοι αντιμετώπιζαν τη γερμανική αντεπίθεση στο μέτωπο των Αρδεννών.
Όπως αναφέρει ο Άγγελος Αγγελόπουλος, μέλος της ΠΕΕΑ και της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» και στενός συνεργάτης του Σβώλου, όταν, λίγες μέρες πριν τη σύγκρουση, ο τελευταίος επισκέφθηκε τον επικεφαλής της σοβιετικής αποστολής στην Αθήνα, συνταγματάρχη Ποπόφ, ζητώντας του να μεσολαβήσει προς το ΚΚΕ για να εγκαταλείψει την «αδιαλλαξία» του, ο Σοβιετικός εκπρόσωπος απέρριψε την πρότασή του (1).
Εντούτοις, σε όλη τη διάρκεια των μαχών στην Αθήνα, τα σοβιετικά μέσα μαζικής ενημέρωσης απέφυγαν την οποιαδήποτε αναφορά, επιτρέποντας στους Βρετανούς να ισχυρίζονται πως έχουν τη σιωπηρή σοβιετική υποστήριξη.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Σοβιετικοί απέφυγαν την έκφραση της αλληλεγγύης τους προς το ελληνικό κίνημα, προκειμένου να μην αντιπαρατεθούν στους Βρετανούς συμμάχους, χωρίς όμως και να το καταδικάσουν. Στις δεδομένες συνθήκες εκείνης της ιστορικής συγκυρίας, κυριάρχησε η προτεραιότητα του συμμαχικού αγώνα και η περίπτωση της Ελλάδας αντιμετωπίστηκε ως μια υπόθεση για την οποία αρμόδιοι ήταν αποκλειστικά και μόνο οι Έλληνες κομμουνιστές. Παρ’ όλα αυτά, αναφέρεται ότι οι Σοβιετικοί, απευθυνόμενοι στα μέσα του Δεκεμβρίου στο ΚΚΕ μέσω του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, το συμβούλευαν να συνεχίσει τον αγώνα (2).
Αμέσως μετά την έναρξη των συγκρούσεων, ο Άρης και ο Σαράφης κινήθηκαν προς την Αθήνα, αλλά όταν έφτασαν στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα) της Αττικής πήραν εντολή από τον Σιάντο να επιστρέψουν στην έδρα του Γενικού Στρατηγείου, τη Λαμία.
Όπως αναφέρει ο Σαράφης, όταν έξω από το Κακοσάλεσι συνάντησαν βρετανική φάλαγγα αυτοκινήτων που συνόδευε αιχμάλωτους ελασίτες, ο Άρης πρότεινε να τους επιτεθούν. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει, καθώς οι δύο επικεφαλής του ΕΛΑΣ δεν είχαν μαζί τους παρά μόνο δέκα αντάρτες (3).
Επιστρέφοντας στη Λαμία, μετέφεραν, για λόγους ασφάλειας, το Γενικό Στρατηγείο στη Νέα Γιαννιτσού, όπου θα ήταν δύσκολο να φτάσουν βρετανικά θωρακισμένα. Εκεί ενημερώθηκαν και για τη διαταγή της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ -την οποία είχε ανασυστήσει στην Αθήνα ο Σιάντος, με τον ίδιο επικεφαλής- που όριζε πως το Γενικό Στρατηγείο δεν θα είχε καμιά αρμοδιότητα για την περιοχή της Αττικοβοιωτίας, πέρα από τη γραμμή Χαλκίδα – Θήβα – Δόμβραινα. Αποστολή του Γενικού Στρατηγείου «ορίζονταν η διάλυση των αντάρτικων ομάδων Ζέρβα και Τσαούς Αντών, η ασφάλεια συνόρων, η επιτήρηση των βρετανικών φρουρών της ζώνης του και η ασφάλεια από αποβάσεις στην περιοχή του. Ιδίως καθορίζονταν γρήγορη ενέργεια κατά του Ζέρβα για να μη μεταφερθούν δυνάμεις του στην Αθήνα» (4).
Η απόφαση να παραμείνει ο Άρης μακριά από την Αθήνα πάρθηκε, ενώ, ήδη από τις 18 Οκτωβρίου, τη μέρα κατά την οποία είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Παπανδρέου, ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε ζητήσει τη λήψη μέτρων κατά του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ. Τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ο επικεφαλής των αντιεαμικών δυνάμεων της Αθήνας, στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι, λάμβανε συχνά αναφορές σχετικά με τις κινήσεις του Βελουχιώτη. Οι Βρετανοί ανησυχούσαν ότι η παρουσία του στην Αθήνα θα μπορούσε να ανατρέψει σε βάρος τους την κατάσταση (5). Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Σκόμπι, στις 2 Δεκεμβρίου, μία μέρα πριν την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης, ζήτησε από τη SOE τη διερεύνηση της δυνατότητας χαρακτηρισμού του Άρη ως «εγκληματία πολέμου» (6).
Στα μέσα του Δεκεμβρίου και ενώ στην Αθήνα μαίνονταν οι μάχες, αποφασίστηκε από την Κ.Ε. του ΕΛΑΣ (στην πραγματικότητα από τον Σιάντο) η επίθεση του ΕΛΑΣ κατά των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και η διάλυσή τους. Η απόφαση απέβλεπε στην αποτροπή της μετακίνησης του ΕΔΕΣ προς την Αθήνα, σε συνδυασμό με την αποτροπή ενδεχόμενης βρετανικής απόβασης στην περιοχή της Ηπείρου.
Την υλοποίησή της ανέλαβαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ Ηπείρου, Θεσσαλίας και Δυτικής Στερεάς, με επικεφαλής τους Σαράφη και Βελουχιώτη, και στις 21 Δεκεμβρίου εξαπολύθηκε γενική επίθεση κατά του ΕΔΕΣ που υποχρεώθηκε σε υποχώρηση σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Αποτέλεσμα ήταν η σύμπτυξη των ανταρτών του Ζέρβα στην Πρέβεζα και την Ηγουμενίτσα, απ’ όπου, στις 28 και 29 Δεκεμβρίου, βρετανικά πολεμικά τους μετέφεραν στην Κέρκυρα.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του στην Ήπειρο, ο Άρης ξεκίνησε και πάλι για την Αθήνα, αλλά φτάνοντας στη Θήβα, στις 5 Ιανουαρίου 1945, συνάντησε τα τμήματα του ΕΛΑΣ που αποχωρούσαν από την πρωτεύουσα. Εκεί είχε μια οξύτατη συζήτηση με την Κ.Ε. του ΕΛΑΣ (Σιάντο, Μάντακα και Χατζημιχάλη) και τον Ιωαννίδη, στους οποίους δεν δίστασε να πει ότι «και ο τελευταίος υποδεκανέας του ελληνικού στρατού θα διεξήγαγε καλύτερα τη μάχη!» (7).
Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε στη Λαμία πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι Σιάντος, Ιωαννίδης, Ζέβγος, Άρης, Μακρίδης και ο Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας), καπετάνιος του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, δηλαδή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Στη σύσκεψη αυτή ο Άρης και ο Μακρίδης τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης του ένοπλου αγώνα στην ύπαιθρο, χωρίς, όμως, να πείσουν τους υπόλοιπους. Έτσι, στις 11 Ιανουαρίου υπογράφηκε ανακωχή και στις 12 Φεβρουαρίου η Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία αποφασίστηκε η διάλυση του ΕΛΑΣ.
Αναφέρεται ότι, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, ο Μακρίδης πρότεινε στον Άρη να συλλάβουν τα μέλη της ηγεσίας του ΚΚΕ και να καλέσουν τον ΕΛΑΣ σε συνέχιση του αγώνα, αλλά ο Άρης απέρριψε την πρόταση, εκτιμώντας πως δεν είχε το αναγκαίο κύρος για να κάνει κάτι τέτοιο (8).
Παρά την κάθετη διαφωνία του, ο Άρης υπέγραψε, μαζί με τον Σαράφη, τη διαταγή για τη διάλυση του ΕΛΑΣ και την παράδοση των όπλων, για τρεις λόγους:
- Εκτίμησε πως και να μην την υπέγραφε ο ίδιος, η Συμφωνία της Βάρκιζας θα τηρούνταν και ο ΕΛΑΣ, ούτως ή άλλως, θα διαλυόταν.
- Δεν ήθελε να δώσει προσχήματα στην αντίδραση, εμφανίζοντας το ΕΑΜ αφερέγγυο και φορτώνοντάς του την ευθύνη για την παραβίαση της Συμφωνίας.
- Δεν ήθελε να προκαλέσει αντιπαράθεση μέσα στο κίνημα, γνωρίζοντας πως δεν θα μπορούσε να πείσει το σύνολο των αγωνιστών να απειθαρχήσουν στις αποφάσεις της ηγεσίας (9).
Ιδιαίτερα έντονες ήταν οι αντιπαραθέσεις του Άρη με τους Σιάντο και Ιωαννίδη στα Τρίκαλα, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα της Κ.Ε. του ΚΚΕ, μετά την αποχώρηση από την Αθήνα, τον Ιανουάριο 1945. Ο Άρης απέρριψε την πρόταση του Ιωαννίδη να αναλάβει πρόεδρος μιας Πανελλήνιας Ένωσης των Αγωνιστών του ΕΛΑΣ, προτείνοντας να του δοθεί η δυνατότητα να πάει, μαζί με άλλους καπεταναίους, αξιωματικούς και αντάρτες, στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες, προκειμένου να ενημερωθούν τα αδελφά Κ.Κ. για την κατάσταση στην Ελλάδα και για την άποψη και των διαφωνούντων με την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Μπροστά στην επιμονή των Σιάντου-Ιωαννίδη να αναλάβει πρόεδρος των παλαίμαχων του ΕΛΑΣ, αναφέρεται πως ο Άρης είπε σε ιδιωτική του συνομιλία:
«Με φαντάζεστε εμένα, ενώ τριγύρω θα σκοτώνουν τους αγωνιστές και θα τους φυλακίζουν, ενώ θα βασανίζουν το λαό μας νέοι δυνάστες, εγώ να κρατώ μια τσάντα ασφαλισμένος, σαν πρόεδρος σωματείου, να γυρνώ με την τσάντα στο χέρι; Καταλαβαίνεις τι πάνε να σκαρώσουνε στην Εθνική Αντίσταση και πού θέλουν να με τραβήξουν;» (10).
Φεύγοντας από τα Τρίκαλα, επέστρεψε στη Λαμία, στο σπίτι των γονιών του, ξυρίζοντας τη γενειάδα, ενώ, μάλιστα, παρήγγειλε και κουστούμι το οποίο ουδέποτε φόρεσε.
Ήδη, άρχισε να τον απασχολεί το τι θα μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει τις συνέπειες της διάλυσης του ΕΛΑΣ, που δεν είχε καμιά αμφιβολία πως θα ήταν ολέθριες για το εαμικό κίνημα και τον ελληνικό λαό. Έτσι, συναντήθηκε στη Λαμία με τον αδελφό του, Μπάμπη Κλάρα, τον παλιό του φίλο και σύντροφο, Τάκη Φίτσιο, τον Τζαβέλα και άλλους έμπιστούς του, με τους οποίους συζήτησε την προοπτική ανασυγκρότησης του ΕΛΑΣ, στο πλαίσιο ενός νέου κινήματος για τη συνέχιση του αγώνα του ΕΑΜ, που ανακόπηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Για τον σκοπό αυτό, παραβρέθηκε, μαζί με τον Φίτσιο, τον Τζαβέλα και άλλους, σε σύσκεψη στελεχών του ΚΚΕ στη Λαμία, όπου εξέθεσε τις απόψεις του. Σε ερώτηση στελέχους για το τι λέει η ηγεσία γι’ αυτά, απάντησε:
«Ωρέ, ποιανού είναι το Κόμμα; Είναι προσωπική υπόθεση του Σιάντου και του Ιωαννίδη; Δε βλέπεις ότι προδοθήκαμε κι υποταχθήκαμε στους Άγγλους και πως είναι χρέος μας να συνεχίσουμε τον αγώνα;» (11).
Έχοντας φύγει, ήδη, από τη Λαμία, παρενέβη και σε άλλη κομματική σύσκεψη, στην Καλλιθέα της Σπερχειάδας, στην οποία εισηγητής ήταν ο Αρίστος Βασιλειάδης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και καθοδηγητής της Οργάνωσης Στερεάς. Ο Άρης βρέθηκε εκεί με την ομάδα του, έχοντας πάρει, ήδη, τον δρόμο για τα βουνά. Παίρνοντας τον λόγο, «χαρακτήρισε τον Σιάντο “χασάπη του λαϊκού κινήματος” και κάλεσε το Κόμμα να ταχθεί κάτω από τη σημαία του για τη συνέχιση του αγώνα. Ο Βασιλειάδης χαρακτήρισε την είσοδό του στη σύσκεψη αντικανονική και τη στάση του, αντικομματική. Τον απέκρουσε και στα δυο ο Τάκης Φίτσιος, τονίζοντας:
Αν δεν απευθυνθεί ένας υπεύθυνος αγωνιστής στο Κόμμα του, σε ποιον ν’ απευθυνθεί;
Μην πνίγεσαι στους τύπους, του λέει και ο Άρης:
Ένα μόνο συσταίνω σε όλους: Προσέξτε τα κεφάλια σας. Δεν στέκουν καλά στους ώμους σας.
Βουβά τα στελέχη παρακολουθούσαν τους διαξιφισμούς. Ο Άρης καταλαβαίνει το δίλημμά τους:
- Από τούτα τα μέρη, λέει, ξεκίνησα το Μάη του 1942, εδώ σ’ αυτά τα ίδια χώματα σηκώνω πάλι τη σημαία για τη συνέχιση του αγώνα. Γεια σας, σύντροφοι, και να θυμάστε αυτά που σας είπα» (12).
1. Άγγελος Αγγελόπουλος, Από την Κατοχή στον Εμφύλιο – Παρουσία, Αθήνα 1994, σ. 139.
2. Φοίβος Οικονομίδης, Ο Δεκέμβρης του ’44 και η διεθνής σημασία του – Ορφέας, Αθήνα 2005, σ. 67, με αναφορά στα αρχεία του Κ.Κ. Βουλγαρίας.
3. Στέφανος Σαράφης, Ο ΕΛΑΣ – Επικαιρότητα, Αθήνα 1999, σ. 454. Κωστής Παπακόγκος, Καπετάν Άρης. Ο ανταρτοπόλεμος στην Ελλάδα 1940-45 – Παπαζήσης, Αθήνα 1975, σ. 382.
4. Στέφανος Σαράφης, ό.π., σ. 454-455.
5. Μιχάλης Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα του Εμφυλίου. Κοινωνική πόλωση, Αριστερά και αστικός κόσμος στη μεταπολεμική Ελλάδα. Από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946 – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σ. 90-91.
6. Τάσος Κωστόπουλος, Κόκκινος Δεκέμβρης: Το ζήτημα της επαναστατικής βίας - Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2016, σ. 232.
7. Πάνος Λαγδάς, Άρης Βελουχιώτης, ο πρώτος του αγώνα – Σφαέλος - Κυψέλη, Αθήνα 1964, σ. 475.
8. Πολύδωρος Δανιηλίδης, Ο Πολύδωρος θυμάται – Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα 1990, σ. 199.
9. Πάνος Λαγδάς, ό.π., σ. 481.
10. Στο ίδιο, σ. 483.
11. Στο ίδιο, σ. 484.
12. Γιάννης Χατζηπαναγιώτου, Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη - Δωρικός, Αθήνα 1976, σ. 541. Πάνος Λαγδάς, ό.π., 488-490.
*kommon.gr, 3 Δεκεμβρίου 2020