Τον περασμένο Μάιο, στο τέλος ενός οδυνηρού αποχαιρετισμού στο νεκροταφείο Χαλανδρίου, ο Γιώργος Αλεξάτος μού έδωσε το βιβλίο του Σωτήρης Πέτρουλας, που είχε μόλις κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Άπαρσις. Όταν το διάβασα, στο τέλος του καλοκαιριού, σκέφτηκα ότι αντί για την παρουσίασή του στην Εποχή θα ήταν καλύτερο να μιλήσουμε γι’ αυτό με τον ίδιο τον συγγραφέα και παλιό μας σύντροφο, στο πλαίσιο μιας συνέντευξης που να αφορά και τη δική του αγωνιστική και συγγραφική πορεία. Την πήραμε, λοιπόν, αυτήν τη συνέντευξη, μαζί με τον Πάνο Λάμπρου, και σήμερα παρουσιάζουμε το μεγαλύτερο μέρος της στις Ιδέες, παραπέμποντας ταυτόχρονα τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες και στην ιστοσελίδα της εφημερίδας, στην οποία ο συγγραφέας απαντά και σε άλλες ερωτήσεις μας. Σας συνιστούμε να αγοράσετε αυτήν την εξαιρετική μυθιστορηματική βιογραφία ενός προσώπου-συμβόλου της μαχόμενης αριστερής νεολαίας μιας παλιότερης γενιάς, με την βεβαιότητα ότι, όπως και εμείς, θα την βρείτε συναρπαστική.
Χ.Γο.
Γιώργο, θα θέλαμε να αρχίσουμε με κάποια βιογραφικά σου στοιχεία.
Γεννήθηκα στις 3 Δεκέμβρη του ’56, δώδεκα χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά, στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας από κεφαλονίτες γονείς. Ο πατέρας μου ήταν μαχητής του ΕΛΑΣ και η μάνα μου αετόπουλο. Όταν ήμουν οκτώ χρονών φύγαμε από εκεί και βρεθήκαμε στις λαϊκές συνοικίες του Πειραιά και της Αθήνας.
Πότε ανακαλύπτεις την πολιτική και ειδικά την Αριστερά;
Το ενδιαφέρον μου, αρχικά, οφείλεται στην οικογένειά μου, ενώ πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε η εργασία, από τα δεκατρία μου χρόνια, στην οικοδομή. Στα δεκαπέντε-δεκάξι μου έγινα τεχνίτης, πηγαίνοντας ταυτόχρονα σε νυχτερινό γυμνάσιο. Οι οικοδομές ήταν «απελευθερωμένα εδάφη», χώροι στους οποίους ο κόσμος εκδήλωνε τις απόψεις του ακόμα και μέσα στη δικτατορία, λόγω των αγώνων που είχαν κάνει, τα προηγούμενα χρόνια, όσοι δούλευαν εκεί, και της σύνθεσης του κλάδου από κόσμο κατ’ εξοχήν αριστερό ή ευρύτερα δημοκρατικό. Έπαιξε ρόλο και το νυχτερινό σχολείο γιατί και εκεί, όχι όμως τόσο όσο στην οικοδομή, υπήρχε μια δυνατότητα έκφρασης και γίνονταν συζητήσεις για όσα συνέβαιναν στην πολιτική ζωή. Και πέφτω ακριβώς πάνω στη συγκυρία 1971-1973, που αρχίζει να αναπτύσσεται ένα μαζικό νεολαιίστικο κίνημα στα πανεπιστήμια. Ήμουν, βέβαια, πολύ μικρός σε σχέση με τους φοιτητές εκείνης της περιόδου, αλλά μέσα από τις σχέσεις που είχα με νέους οικοδόμους, μεγαλύτερους από εμένα, συνδέθηκα και με τους φοιτητές. Έτσι, στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε χρόνια μου, θεωρούσα τον εαυτό μου αριστερό.
Ποιος ήταν ο βασικός λόγος που έγινες αριστερός;
Βάρυνε πάρα πολύ ότι σε μια μικρή ηλικία δούλεψα σε μια σκληρή δουλειά. Υπήρξαν καταστάσεις που με πίκραιναν και με εξόργιζαν, οι οποίες συνοψίζονταν στην κοινωνική αδικία. Αυτή ήταν η πρώτη αιτία. Και αμέσως μετά αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει μέσα στη δικτατορία, η οποία εμένα με στιγμάτισε. Το καλοκαίρι του 1971, είχα αρρωστήσει, ήμουν σε μια κλινική. Εκείνες τις μέρες γινόταν η μεγάλη δίκη ενός κλιμακίου του Ρήγα Φεραίου με τους Κώστα Κωσταράκο, Φώτη Προβατά και άλλους. Και διαβάζω στο Βήμα –έχω ανατριχιάσει τώρα που το λέω– την απολογία του Κώστα. Την ώρα που μιλούσε για τα βασανιστήρια που του έκαναν, η μάνα του λιποθύμησε. Τότε κάτι συνέβη μέσα μου. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να μείνω αδρανής. Τον Σεπτέμβρη, συμμετείχα στην πρώτη μου αντιδικτατορική διαδήλωση, την κηδεία του Σεφέρη. Το ΄72, έκανα μια πρώτη σύνδεση με κύκλους οργανωμένων αριστερών. Εμένα με είχαν στην απ’ έξω, γιατί πώς να οργανώσεις ένα πιτσιρίκι δεκαπέντε-δεκάξι χρονών; Οι άνθρωποι ήταν υπεύθυνοι, ήταν σοβαροί. Από εκείνη τη χρονιά αναπτύσσεται ένα κίνημα φοιτητικό, έρχονται μετά η κατάληψη της Νομικής το ΄73, τα γεγονότα του καλοκαιριού, το Πολυτεχνείο. Από εκεί και πέρα ο δρόμος είχε ανοίξει για την πλήρη ένταξή μου στο κίνημα.
Με τα κόμματα πότε έμπλεξες;
Στη δικτατορία είχα μια χαλαρή σχέση με έναν κύκλο ανθρώπων που προέρχονταν από την ΠΑΝΔΗΚ «Σωτήρης Πέτρουλας», την αριστερή διάσπαση των προδικτατορικών Λαμπράκηδων, που μετά τη δικτατορία μετεξελίχτηκε αρχικά στην οργάνωση Νέοι Σοσιαλιστές και μετά στην Κίνηση Νέας Αριστεράς. Αυτή η σχέση δεν είχε να κάνει με κάποια ιδεολογική προσέγγιση –αυτούς βρήκα, μ’ αυτούς συνδέθηκα. Με το που πέφτει η δικτατορία έπρεπε να τοποθετηθώ. Δεν είχα καμία πρόθεση να συνεχίσω με κύκλους που έβλεπα ότι δεν είχαν επιρροή στην κοινωνία και στον χώρο της Αριστεράς. Προβληματίστηκα, λοιπόν, με το ερώτημα «Τι κάνω τώρα;». Απέρριψα την ιδέα να προσχωρήσω στον χώρο που καταγράφηκε αργότερα ως εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, θεωρώντας την αναποτελεσματική, γιατί πολύ δύσκολα μια μικρή οργάνωση θα μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση στην εργατική τάξη και γενικότερα στα λαϊκά στρώματα και να παίξει κάποιον ουσιαστικό πολιτικό ρόλο. Έτσι, η επιλογή μου ήταν ανάμεσα στα δύο ΚΚ: το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού. Εντάχθηκα στην ΚΝΕ, με κριτήριο ότι είχε μεγάλη παρέμβαση, σε σχέση πάντα με τον Ρήγα Φεραίο, στην εργατική νεολαία και ιδιαίτερα στον χώρο των νυχτερινών γυμνασίων. Όμως, η σχέση μου με την ΚΝΕ δεν τράβηξε σε μάκρος για μια σειρά λόγων, που ήταν πια ιδεολογικοί και πολιτικοί. Δεν μου άρεσε ότι το ΚΚΕ, προσανατολισμένο σε ένα ρεύμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, δεν συζητούσε για τις διαφορές στο εσωτερικό του και, επιπλέον, ακύρωνε όλα τα άλλα ρεύματα. Αντίθετα, θεωρούσα θετικό ότι στον χώρο του ΚΚΕ εσωτερικού, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε θεωρητικών ή πολιτικών διαφορών που μπορούσαν να υπάρχουν, είχε τεθεί το ζήτημα ότι υπήρχαν προβλήματα στην ελληνική και διεθνή Αριστερά και γι’ αυτό έπρεπε τουλάχιστον να ανοίξει ένας διάλογος. Αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που με έκανε να προσεγγίσω το ΚΚΕ εσωτερικού και να ενταχθώ στον Ρήγα Φεραίο. Υπάρχει ένα περιστατικό που το θυμάμαι πάρα πολύ έντονα. Το 1976, πεθαίνει ο Μάο. Και βγαίνει η Αυγή με όλη την πρώτη σελίδα της αφιερωμένη σ’ αυτήν την είδηση, κάτω από τον πηχυαίο τίτλο «Παγκόσμια συγκίνηση για το θάνατο του Μάο», φωτογραφία και βιογραφικό του και ανακοίνωση του ΚΚ Κίνας. Ο Ριζοσπάστης είχε θαμμένη την είδηση σε κάποια εσωτερική σελίδα, σαν να έγραφε για τον θάνατο του τάδε δημοτικού συμβούλου της Πετρούπολης. Υπήρχε πρόβλημα. Την επόμενη μέρα, η Αυγή αναδημοσιεύει άρθρα από την Ουνιτά και από την Ουμανιτέ, ενώ ο Ριζοσπάστης άρθρο από τη Φιγκαρό, τη βαθιά συντηρητική δεξιά εφημερίδα της Γαλλίας, που βέβαια έβγαζε τον Μάο εγκληματία κ.λπ. Η στάση του Ριζοσπάστη ήταν δείγμα ότι το ΚΚΕ ακύρωνε μια ολόκληρη ιστορία και πραγματικότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, λόγω της πρόσδεσής του στο διεθνές κέντρο, που γι’ αυτό ήταν η Μόσχα. Δεν θεώρησα ότι οι άνθρωποι του ΚΚΕ ήταν ελεγχόμενοι, κομμουνιστές και αγωνιστές ήταν που ενδιαφέρονταν για την προοπτική του κινήματος στην Ελλάδα, αλλά είχαν μια λογική που τους εμπόδιζε να προχωρήσουν σε μια κατεύθυνση ανανέωσης και ενότητας του κινήματος. Έτσι, εντάχθηκα στο ΚΚΕ εσωτερικού.
Δεν ακολουθώ την διάσπαση της Πανελλαδικής. Τότε, ήμουν υπεύθυνος για τους εργαζόμενους στον Πειραιά και μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πω στους συντρόφους να φύγουμε και να πάμε με τους φοιτητές. Έφυγα ενάμιση χρόνο μετά, λίγο πριν από τις καταλήψεις του ΄79, και εντάχθηκα στην Πανελλαδική, χωρίς όμως να έχω ενεργό δράση γιατί αυτή η οργάνωση δεν είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει δραστηριότητα παρέμβασης στους εργατικούς χώρους όπου κινούμουν εγώ. Στη συνέχεια ήμουν ανένταχτος επί σειρά χρόνων και προσχώρησα, με ενθουσιασμό μάλιστα, στις διαδικασίες συγκρότησης του ΚΚΕ εσωτερικού-Ανανεωτική Αριστερά, μετά την διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού, το ’86-’87. Απέτυχε και αυτή η προσπάθεια, όμως αυτό δεν είχε να κάνει με τις δικές μας ικανότητες αλλά με την παγκόσμια υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σήμερα είμαι ανένταχτος, ιδεολογικά εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου μαρξιστή και κομμουνιστή, παραμένω στο χώρο της ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς και ελπίζω ότι, αν οι συγκυρίες αλλάξουν, ενδεχομένως να μπορέσει να υπάρξει η δυνατότητα μιας ανασυγκρότησης της Αριστεράς, με τη σύνδεσή της με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αυτό είναι που εμένα με ενδιαφέρει.
Ας έρθουμε τώρα στο βιβλίο σου. Κατ’ αρχάς, γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με τον Σωτήρη Πέτρουλα;
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η περίοδος των πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών, στην οποία έδρασε ο Πέτρουλας. Και, όπως ήδη είπα, γνώρισα κάποιους από την ομάδα του την περίοδο της δικτατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο μου για το λαϊκό τραγούδι [Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα, Γειτονιές του Κόσμου 2006, β΄ έκδ. Κουκκίδα 2014],αναφέρεται, επίσης, στην περίοδο αυτή. Και ο δεύτερος τόμος του πρώτου βιβλίου μου για την ελληνική εργατική τάξη [Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Κοινωνική συγκρότηση και ταξικοί αγώνες 1940-1990, Κουκκίδα 2024] περιλαμβάνει και αυτήν την περίοδο. Είναι μια περίοδος με την οποία είμαι εξοικειωμένος, ήταν τα παιδικά μου χρόνια, έχω μνήμες άμεσες, βιωματικές.
Εξαιρετικά σημαντικό ρόλο για την επιλογή μου έπαιξε το γεγονός ότι ο Πέτρουλας ήταν παιδί λαϊκό, από λαϊκή γειτονιά, από έναν κόσμο που τον γνωρίζω. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Δεν θα έκανα την απόπειρα να γράψω για κάποιον αγωνιστή, ο οποίος προέρχεται από άλλα κοινωνικά στρώματα. Δεν είμαι εκτός κοινωνίας, μπορώ να καταλάβω π.χ. έναν άνθρωπο που προέρχεται από τα μεσοστρώματα, πώς περίπου έζησε τα παιδικά, τα νεανικά του χρόνια κ.λπ, αλλά είναι διαφορετικά να έχεις ζήσει και εσύ ο ίδιος παρόμοια πράγματα.
Εμείς θεωρούμε σίγουρο ότι βασικός λόγος είναι ο τελευταίος που ανέφερες. Η ζωή του Πέτρουλα έμοιαζε με τη δική σου: βιοπάλη από μικρή ηλικία, δίψα για μόρφωση, αγώνες, ανεξάρτητη σκέψη, σύγκρουση με τις κομματικές εξουσίες…
Και τα τραγούδια, ο τρόπος ζωής, οι σχέσεις στη γειτονιά, οι σκέψεις της λαϊκής νεολαίας… Μιλώντας με κόσμο για το βιβλίο για να ακούσω γνώμες και απόψεις, κάποιος μου είπε ότι αγιοποίησα τον Πέτρουλα. Χαρακτηριστικό είναι, μου λέει, ότι τον εμφανίζεις να μην πηγαίνει στα φλιπεράκια.
Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό το είδος βιογραφίας ο αναγνώστης αναρωτιέται ποια στοιχεία είναι πραγματικά, δηλαδή προέκυψαν από την έρευνα, και ποια είναι μυθοπλασία. Ο Πέτρουλας, λοιπόν, πράγματι δεν πήγαινε στα φλιπεράκια και δεν κάπνιζε, όπως γράφεις;
Ναι, δεν κάπνιζε ούτε πήγαινε στα φλιπεράκια. Ούτε εγώ πήγαινα. Υπάρχει η γενική, στερεοτυπική αντίληψη ότι όλα τα λαϊκά παιδιά είχαν και έχουν τις ίδιες συνήθειες. Δεν ήταν, ούτε είναι έτσι. Κάποια παιδιά που είχαν προσεγγίσει την Αριστερά, σε δύσκολους καιρούς, είχαν κι άλλα ενδιαφέροντα. Δεν τους έλεγαν τίποτα οι, ας πούμε, «φτηνές» απολαύσεις. Η στάση τους δεν ήταν «ηρωική», αυτή ήταν η δική τους πραγματικότητα. Βέβαια, η βιογραφία του Πέτρουλα είναι μυθιστορηματική. Παραθέτω και μερικά στοιχεία που δεν τα γνωρίζω, αλλά είναι βγαλμένα από πραγματικές καταστάσεις της εποχής του. Παραδείγματος χάριν, γράφω για ένα περιστατικό της ζωής του που συνέβη ένα βράδυ σε μια ταβέρνα της οδού Γερανίου, και βρήκα έναν άνθρωπο που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ σε μια ταβέρνα κάπου στον Κολωνό. Αναφέρω, λοιπόν, και κάποια μυθοπλαστικά στοιχεία για τη ζωή του, που όμως ανταποκρίνονται στην προσωπικότητά του. Για τα πραγματικά στοιχεία τώρα. Ο ανιψιός του, με το ίδιο όνομα και επώνυμο, που μένει και στο ίδιο σπίτι στα Σεπόλια, μου έδωσε πάρα πολλές πληροφορίες, κυρίως για την οικογένεια των Πετρουλαίων. Όμως, τα περισσότερα πραγματικά στοιχεία, τα πήρα από τον Μάκη Παπούλια, σε πολύωρες συζητήσεις. Ο Παπούλιας ήταν ο πιο στενός φίλος, σύντροφος και βασικός συνεργάτης του Πέτρουλα. Στο βιβλίο γράφω τη φράση του «ο Σωτήρης μάς μάζευε από την αλητεία, μάς έμαθε να διαβάζουμε λογοτεχνία…». Τα είχε αυτά τα στοιχεία ο Πέτρουλας. Ξεχώριζε. Δεν έκανα, λοιπόν, κάποια προσπάθεια αγιογραφίας του. Επιπλέον, έκανα και έρευνα στα αρχεία της Αυγής, που βρίσκονται στη Βουλή και σε άλλα έντυπα της εποχής.
Πόσο καιρό σού πήρε, μαζί με την έρευνα, να γράψεις το βιβλίο;
Ένα, ενάμιση χρόνο. Διαβάζω γρήγορα, γράφω γρήγορα και, το σημαντικότερο, ήξερα τι ήθελα να γράψω.
Αναφέρεις, επίσης, την σχέση του Πέτρουλα με τον Περικλή Κοροβέση. Ήταν υπαρκτή;
Ναι, ήταν φίλοι. Αυτό το ξέρω από τον Περικλή, με τον οποίο μοιραζόμασταν την ίδια τρέλα ως Κεφαλονίτες. Ο Περικλής ήταν αυτός που μού διηγήθηκε τι είπε στον Πέτρουλα για να εξηγήσει τους λόγους που αρνιόταν να μπει στη Νεολαία της ΕΔΑ: «Όχι γιατί διαφωνώ με το κόμμα, αλλά για να μπορώ να διαφωνήσω αύριο, χωρίς να χρειαστεί να με διαγράψετε και να χαλάσουμε τις καρδιές μας!». Τελικά, τον Περικλή τον έβαλε στην οργάνωση η Παπαρήγα, Κεφαλονίτισα κι αυτή, γραμματέας τότε των Λαμπράκηδων στη Φιλοσοφική, όπου φοιτούσε και εκείνος.
Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες κάποιας ηλικίας αναγνωρίζουν στο βιβλίο περιστατικά και το κλίμα μιας εποχής που την έχουν ζήσει ή απέχει λίγα χρόνια από τη δική τους. Το ερώτημα είναι αν αυτό είναι ελκυστικό και γεννά συναισθήματα και σε νεότερες γενιές, σε άτομα εικοσιπέντε χρονών ας πούμε.
Έχω εικόνα, γιατί βρήκα κάποια νέα παιδιά –όχι κάποιο πλήθος, τρία-τέσσερα– που το είχαν διαβάσει. Μου είπαν ότι τους άρεσε πολύ γιατί έμαθαν πράγματα, τόσο για την πολιτική ζωή εκείνης της περιόδου όσο και για το πώς ζούσαν τότε οι άνθρωποι, που δεν τα ήξεραν και που τους ήταν αδιανόητο ότι μπορούσαν να έχουν συμβεί. Υπάρχει, προφανώς, και το ηρωικό στοιχείο που συγκινεί τους νέους ανθρώπους.
Στις διαδηλώσεις, όταν κατευθυνόμαστε προς το Σύνταγμα και περνάμε από το σημείο που έπεσε νεκρός ο Πέτρουλας, Σταδίου και Εδουάρδου Λω, υπάρχουν νέα παιδιά που τραγουδούν το γνωστό τραγούδι που αναφέρεται σ’ αυτόν. Είναι συγκινητικό, αλλά το ερώτημα είναι αν ξέρουν κάτι για τον Πέτρουλα και τη ζωή και τη δράση του.
Επειδή μ’ αρέσει να τα ψάχνω αυτά, πέρα από τα τρία-τέσσερα νέα παιδιά, που ανέφερα πριν, ρώτησα άλλα τόσα που μπορεί να είδαν το βιβλίο, αλλά δεν το πήραν και δεν το διάβασαν, αν ήξεραν ποιος ήταν ο Πέτρουλας. Δεν τον ήξεραν. Παρ’ όλο που φωνάζουν το σύνθημα «Ζει, ζει ο Τεμπονέρας ζει, με Πέτρουλα, Λαμπράκη μας οδηγεί», φοβάμαι ότι δεν τον ξέρουν…
Ο Πέτρουλας είχε σαφή θέση για τα πολιτικά ζητήματα της εποχής του, την οποία υποστήριζε έμπρακτα και με προσωπικό κόστος, παρά την επίσημη γραμμή της ηγεσίας των Λαμπράκηδων και της ΕΔΑ. Αν και «αιρετικός» τότε, η σύντομη ζωή του παρουσιάζει ενδιαφέρον για όσες και όσους θεωρούν ότι ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια της Αριστεράς, ανεξάρτητα από τις μικρές ή μεγάλες διαφορές τους.
Σε σχέση με την «αριστερή οικογένεια» αυτό που πιστεύω είναι ότι δεν μπορείς να κόβεις το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα σε κομμάτια και να λες εγώ αναγνωρίζω μόνο ένα από αυτά. Όλοι είμαστε μέρος αυτού του κινήματος. Με τις τάσεις μας, με τις διαφορές μας, με τις αντιφάσεις μας. Οι διαφορές, οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις δεν είναι κάτι παράδοξο. Δεν θα μπορούσαν να μην υπάρχουν, γιατί η κομμουνιστική Αριστερά και η Αριστερά γενικότερα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Υπάρχει ένας μύθος που αναπολεί το παρελθόν, τότε που ήμασταν όλοι ενωμένοι. Λάθος, ποτέ δεν ήμασταν όλοι ενωμένοι. Η αμφισβήτηση είναι εγγενές στοιχείο της Αριστεράς, στοιχείο προωθητικό. Και αυτό είναι, επίσης, κάτι που με έκανε να ασχοληθώ με τον Πέτρουλα. Γιατί στα χρόνια που δρούσε πολιτικά, την περίοδο 1960-1965, είχαν αρχίσει να αναφαίνονται στην ελληνική Αριστερά, στο κομμουνιστικό κίνημα-τόσο στο παράνομο ΚΚΕ, όσο και στη νόμιμη ΕΔΑ- οι αντιθέσεις που εκδηλώθηκαν αμέσως μετά. Ζωντανές αντιθέσεις, ζωντανές αντιπαραθέσεις, που δεν είχαν τη μορφή της οξύτητας που πήραν αργότερα. Και εκεί ο Πέτρουλας πήρε θέση, μια θέση που ήταν κριτική απέναντι στο κυρίαρχο ρεύμα της ελληνικής και παγκόσμιας Αριστεράς, χωρίς να φτάνει στην αποκήρυξή του. Δεν είπε ποτέ ότι η ηγεσία της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ ήταν «προδότες», μια έκφραση που χρησιμοποιήθηκε πολύ στη συνέχεια από διάφορες πλευρές. Για μένα αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία.
Να κλείσουμε με το ερώτημα τι συμβολίζει για σένα ο Σωτήρης Πέτρουλας.
Εκφράζει την αντίσταση μιας γενιάς που βγήκε από την ήττα και διεκδίκησε την ανατροπή της κατάστασης που διαμορφώθηκε από αυτήν.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Εποχή» στις 5.10.2025