Πρόκειται, αναμφίβολα, για την κορυφαία μορφή της Εθνικής Αντίστασης στα χρόνια της φασιστικής κατοχής και για μια από τις μεγάλες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής ιστορίας. Για τον άνθρωπο εκείνον που αγαπήθηκε και εξυμνήθηκε όσο κανείς άλλος εκείνα τα χρόνια, αλλά, συνάμα, μισήθηκε και συκοφαντήθηκε όσο και κανείς άλλος.
Ποιος ήταν ο αρχικαπετάνιος του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης, όπως έμεινε στην ιστορία ο κομμουνιστής αγωνιστής Θανάσης Κλάρας;
Για τον Άρη, όπως τον αποκαλούσε τότε και συνεχίζει να τον αποκαλεί και μετά από τόσες δεκαετίες ο πολύς κόσμος, έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Κι αυτά που έχουν ειπωθεί και γραφτεί εκφράζουν ένα ευρύτατο φάσμα οπτικών, κατ’ αντιστοιχία, λίγο-πολύ, με την ποικιλία των ιδεολογικοπολιτικών τάσεων που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία από τη δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα.
Οι διαφορετικές και ενίοτε ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις της προσωπικότητας και της ιστορικής παρουσίας του Άρη, σε σημαντικό βαθμό «πατάνε» πάνω σε φαινομενικές ή και πραγματικές αντιφάσεις, που χαρακτηρίζουν τη ζωή και τη δράση κάθε ανθρώπου, πόσο μάλλον ενός ιστορικού προσώπου όπως αυτός. Ενός επαναστάτη που αναμετρήθηκε με τεράστιας σημασίας ζητήματα, τα οποία, ούτως ή άλλως, προέκυπταν ως συνέπεια αντιφάσεων, περιέκλειαν αντιφάσεις και προκαλούσαν νέες.
Το βέβαιο είναι ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις και η επιδίωξη δικαίωσης ετούτης ή της άλλης αντίληψης για το πρόσωπο και τη δράση του Άρη, συνδέονται άμεσα με συνολικότερες εκτιμήσεις για το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, για την Αριστερά της τότε εποχής και γενικότερα, αλλά και για τη νεότερη ελληνική ιστορία κ.λπ.
Δεν θα μπορούσε, φυσικά, να υπάρξει μια «αντικειμενική» προσέγγιση, απαλλαγμένη από τη διαμεσολάβηση της ιδεολογίας. Κάθε αντίθετος ισχυρισμός θα ήταν συνέπεια είτε άγνοιας της λειτουργίας της ιδεολογίας1 είτε σκόπιμης απόκρυψής της. Θεωρώ πως δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοιου τύπου «αντικειμενική» προσέγγιση οποιουδήποτε ιστορικού προσώπου ή γεγονότος. Κάθε οπτική έχει τις δικές της συνειδητές και ασυνείδητες ιδεολογικές προϋποθέσεις, που τη διαπερνούν και την καθορίζουν.
Το ζητούμενο, κατά συνέπεια, δεν είναι η αναζήτηση μιας άνευ νοήματος «αντικειμενικότητας», που θα μπορούσε, τάχα, να είναι απαλλαγμένη από το στοιχείο της ιδεολογίας. Αυτό, όμως, που θα μπορούσε και θα πρέπει να είναι η κατευθυντήρια αρχή της όποιας ιστορικής αναφοράς, είναι ο σεβασμός στα γεγονότα. Που σημαίνει, η επιμονή στην παράθεσή τους όπως αυτά έχουν φτάσει στον μελετητή, μετά από διερεύνηση και διασταύρωση πηγών, χωρίς σκόπιμες αποκρύψεις και αποσιωπήσεις, χωρίς συνειδητές διαστρεβλώσεις.
Είναι, βέβαια, δεδομένο ότι ακόμη κι αν τα πραγματολογικά στοιχεία είναι σεβαστά, η επιλογή ετούτου ή του άλλου ζητήματος ή γεγονότος, ως σημαντικού και αναγκαίου να αναφερθεί, έχει, επίσης, βάση ιδεολογική. Άλλα ζητήματα θα προβάλλει κάποιος που αντιμετωπίζει ως πιο σημαντικό στη ζωή και την κοινωνία τις ερωτικές ή τις οικογενειακές σχέσεις, άλλα κάποιος άλλος που πιστεύει ότι πιο σοβαρές είναι οι επαγγελματικές δραστηριότητες, άλλα εκείνος που λέει ότι το σημαντικότερο όλων είναι η ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση και δράση κ.ο.κ. Διαφορετική θα είναι η αξιολόγηση της βαρύτητας και σημασίας των πραγματολογικών δεδομένων από έναν αντιεξουσιαστή, έναν μαρξιστή, έναν σοσιαλδημοκράτη, έναν φιλελεύθερο, έναν συντηρητικό ή έναν φασίστα. Ακόμη και μεταξύ των μαρξιστών, η αξιολόγηση αυτών των στοιχείων θα είναι διαφορετική, καθοριζόμενη από την τοποθέτηση ετούτου ή του άλλου μελετητή σ’ αυτό ή το άλλο μαρξιστικό ιδεολογικό ρεύμα.
Έτσι και η όποια αναφορά στην προσωπικότητα, τη ζωή και τη δράση του Άρη Βελουχιώτη δεν θα μπορούσε να είναι απαλλαγμένη από τις ιδεολογικές προϋποθέσεις που ποικίλουν από μελετητή σε μελετητή, ακόμη κι αν χαρακτηρίζονται από σεβασμό στα πραγματολογικά ιστορικά στοιχεία. Κι αυτό αφορά και σ’ ετούτο το βιβλίο.
Εντούτοις, αυτός ο σεβασμός δεν είναι πάντα δεδομένος. Όπως συμβαίνει με κάθε ιστορικό ζήτημα, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο της συνειδητής παραχάραξης της αλήθειας, μέσω αποκρύψεων, αποσιωπήσεων και διαστρεβλώσεων, για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Ακριβώς γιατί η ιστορία αποτελεί πεδίο αντιπαραθέσεων, που αποβλέπουν στην ανάδειξη εκείνων των στοιχείων που θα μπορούσαν να δικαιώσουν στοχεύσεις οι οποίες δεν σχετίζονται πάντα με τον ιστορικό χρόνο στον οποίο αναφέρεται η ιστορική έρευνα ή «έρευνα».
Στην περίπτωση των ιστορικών αναφορών στον Άρη Βελουχιώτη, διακρίνουμε ως κύριες τις διαφορετικές οπτικές, μεταξύ εκείνων που κρατούν, διαχρονικά, εχθρική στάση απέναντί του και εκείνων που υπερασπίζονται την ιστορική του μνήμη. Ανάμεσα στους μεν και τους δε, κινούνται άλλοι, που αναγνωρίζουν την προσωπικότητα και τη δράση του, προβάλλοντας και τις επιφυλάξεις τους.
Οι πρώτοι είναι αυτοί που κρατούν συνολικότερα εχθρική στάση απέναντι στην κομμουνιστική Αριστερά και κατά συνέπεια και στο εαμικό κίνημα Αντίστασης. Πρόκειται για τον κόσμο της παραδοσιακής «εθνικοφροσύνης», που κυριάρχησε στον χώρο της Δεξιάς και μεγάλου μέρους του Κέντρου από τη δεκαετία του ’40, επιβιώνοντας και μετά τη Μεταπολίτευση στην άκρα Δεξιά και σε πολύ μεγάλο τμήμα της Κεντροδεξιάς, στον ευρύτερο πολιτικό χώρο της Νέας Δημοκρατίας.
Κατ’ αυτούς, ο Βελουχιώτης ήταν ένας κομμουνιστής, αφοσιωμένος στα σχέδια του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας για εκμετάλλευση του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, προκειμένου να επιβάλλει την κυριαρχία του μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους κατακτητές.
Καθώς, σύμφωνα μ’ αυτή την οπτική, η επιδίωξη του ΚΚΕ για πολιτική κυριαρχία συναντούσε την αντίθεση της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού, η προώθησή της συνδέθηκε με τη χρησιμοποίηση βίαιων μεθόδων, πιέσεων, δολοφονιών και εκτελέσεων, στις οποίες διακρίθηκε ιδιαίτερα, λόγω της θέσης που κατείχε στην ηγεσία του ΕΛΑΣ αλλά και της ιδιοσυγκρασίας του, ο Άρης Βελουχιώτης2.
Αυτοί που αναγνωρίζοντας τη μεγάλη συμβολή του στην ανάπτυξη του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης προβάλλουν, εντούτοις, τις επιφυλάξεις τους, καλύπτουν ένα φάσμα ιδεολογικοπολιτικών τοποθετήσεων από τον χώρο της Κεντροδεξιάς μέχρι την Κεντροαριστερά. Και οι δικές τους εκτιμήσεις για την προσωπικότητα του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ συνδέονται και καθορίζονται από τη συνολικότερη αντιμετώπιση του κομμουνιστικού και του εαμικού κινήματος, με κύριο στοιχείο την άποψη ότι η θετική συμβολή του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του ΕΑΜ, στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση είτε ακυρώθηκε είτε περιορίστηκε, σε σημαντικό βαθμό, από την κυριαρχία του ΚΚΕ στις γραμμές του.
Κατ’ αυτούς, η πρωταγωνιστική συμβολή του Άρη Βελουχιώτη στον αγώνα του ΕΛΑΣ χαρακτηρίζεται από την παρεμβολή εκείνων των στοιχείων που καθορίστηκαν από την προσήλωσή του στην κομμουνιστική ιδεολογία και στις άμεσες και απώτερες πολιτικές στοχεύσεις του ΚΚΕ, που, κατά τη γνώμη τους, υπονόμευαν την αναγκαία εθνική ενότητα, σε βάρος τόσο του αντικατοχικού αγώνα όσο και της προοπτικής ομαλών μεταπελευθερωτικών εξελίξεων. Συχνά, μάλιστα, υπογραμμίζονται οι ιδιαιτερότητες της αντίληψης και δράσης του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, που έρχονταν σε αντιπαράθεση με πιο μετριοπαθείς αντιλήψεις που αναγνωρίζεται πως υπήρχαν στο ΚΚΕ και στην ηγεσία του.
Αυτοί που υπερασπίζονται την προσωπικότητα και τη δράση του Άρη Βελουχιώτη καλύπτουν, επίσης, ένα ευρύ ιδεολογικοπολιτικό φάσμα, από την Κεντροαριστερά μέχρι τις ποικίλες εκφράσεις της Αριστεράς, με τις τοποθετήσεις τους να καθορίζονται από τις ιδιαίτερες θέσεις τους για την ιστορία, την ιδεολογία και την πολιτική του κομμουνιστικού κινήματος.
Στον ευρύ αυτό χώρο των υπερασπιστών της προσωπικότητας και της δράσης του Άρη διακρίνονται, κυρίως, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεδιπλώνονται οι ιδιαίτερες αποχρώσεις της μιας και της άλλης.
Σε πολύ γενικές γραμμές, με όλες τις επιφυλάξεις που μπορεί να συνεπάγεται μια τέτοια σχηματοποίηση, μπορούμε να πούμε ότι οι δύο αυτές αντιπαρατιθέμενες προσεγγίσεις συνδέονται άμεσα με την αντίληψη της μιας και της άλλης πλευράς για τις σχέσεις του Άρη με το ΚΚΕ και, μέσα απ’ αυτές, με συνολικότερες απόψεις για το κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης.
Κι οι δυο αυτές προσεγγίσεις εκκινούν από την αναγνώριση της καθοριστικής συμβολής του ΚΚΕ στη συγκρότηση και ανάπτυξη του εαμικού κινήματος, που θεωρείται ραχοκοκαλιά και κύρια έκφραση της Εθνικής Αντίστασης. Με τη μία, να επικεντρώνεται στην προσπάθεια του ΚΚΕ να ελέγξει αυτό το κίνημα και να το υποτάξει στις κομματικές του επιδιώξεις, ερχόμενο σε αντιπαράθεση με τις διαθέσεις της μεγάλης πλειονότητας του εαμικού λαϊκού κόσμου, που συμμετείχε από γνήσια πατριωτικά κίνητρα, υπερβαίνοντας τις όποιες κομματικές στοχεύσεις. Και την άλλη, να απορρίπτει μια τέτοια διάσταση, υπογραμμίζοντας τους στενούς δεσμούς που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στο ΚΚΕ και τον εαμικό λαϊκό κόσμο.
Κατά την πρώτη άποψη, κυρίαρχη μετά τη Μεταπολίτευση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, η αντιπαράθεση μεταξύ των κομματικών στοχεύσεων του ΚΚΕ και των γνήσιων πατριωτικών διαθέσεων του εαμικού λαϊκού κόσμου εκφράστηκε και με την αντιπαράθεση του κομμουνιστικού κομματικού μηχανισμού με τη λαογέννητη και λαοπρόβλητη ηγεσία του ΕΛΑΣ (τους «καπεταναίους»), με προεξάρχοντα τον Άρη Βελουχιώτη3.
Κατά τη δεύτερη άποψη, μια τέτοια αντιπαράθεση θεωρείται εντελώς σχηματική και ανιστόρητη, καθώς το ΚΚΕ όχι μόνο έδρασε ως γνήσιο πατριωτικό κόμμα όλα εκείνα τα χρόνια, αλλά και οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ ήταν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, κομμουνιστές - μέλη του. Τα σοβαρά ζητήματα των χειρισμών της ηγεσίας του ΚΚΕ, κατά την περίοδο 1944-45, που συχνά συνάντησαν τις επιφυλάξεις ή και την αντίθεση του εαμικού λαϊκού κόσμου, δεν προέκυψαν από κάποια μειωμένη προσήλωσή της στα πατριωτικά προτάγματα του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, αλλά από λανθασμένες εκτιμήσεις σχετικά με τις πολιτικές δυνατότητες προώθησής τους και σύνδεσής τους με τους περαιτέρω στρατηγικούς προσανατολισμούς.
Κατά την άποψη αυτή, ο Άρης ήταν ένας κομμουνιστής προσηλωμένος στην επαναστατική μαρξιστική του ιδεολογία και στο ΚΚΕ, ως πολιτικού φορέα – εκφραστή αυτής της ιδεολογίας. Ως κομμουνιστής έδρασε κι εκείνα τα χρόνια, προτάσσοντας –όπως και το ΚΚΕ– το ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την κοινωνική απελευθέρωση και τη σοσιαλιστική προοπτική.
Η συμβολή του Άρη Βελουχιώτη στη δημιουργία και ανάπτυξη του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος συνδεόταν άμεσα με τον προσανατολισμό του ΚΚΕ σ’ αυτή την κατεύθυνση, στο πλαίσιο του κινήματος Εθνικής Αντίστασης, το οποίο προσέλαβε ευρύτερα χαρακτηριστικά λαϊκού επαναστατικού κινήματος, μέρος του οποίου αποτέλεσε και ο ένοπλος αγώνας.
Ο μαζικός λαϊκός χαρακτήρας της Εθνικής Αντίστασης αποτέλεσε μια σημαντική ελληνική ιδιομορφία, καθώς ο ένοπλος αγώνας κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους διεξαγόταν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη μεγάλων μαζικών λαϊκών αγώνων στις πόλεις και την ύπαιθρο, που κι αυτοί καθοδηγούνταν από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Κατά συνέπεια, καμιά αναφορά στο ελληνικό κίνημα Εθνικής Αντίστασης δεν θα μπορούσε να γίνει, με την παράβλεψη αυτού του χαρακτήρα του. Μπορούμε να πούμε, ότι ο ένοπλος αγώνας του ΕΛΑΣ και το μαζικό λαϊκό κίνημα υπήρξαν αδιαχώριστα μεταξύ τους και εντάσσονταν στο πλαίσιο της αντίληψης που κυριαρχούσε στο ΚΚΕ, το οποίο συχνά επικρίνεται γιατί έδινε, δήθεν, προτεραιότητα στους μαζικούς λαϊκούς αγώνες σε βάρος του ένοπλου αγώνα. Κάτι που πράγματι συνέβαινε τους πρώτους μήνες της Κατοχής, όχι όμως και στη συνέχεια.
Η δράση του Άρη Βελουχιώτη, που τον ανέδειξε πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, υπήρξε συνέπεια των προσωπικών του ικανοτήτων, τις οποίες είχε αναπτύξει από χρόνια πριν ως στέλεχος του ΚΚΕ, ανταποκρινόταν στις πολιτικές στοχεύσεις του κόμματός του και τις υπηρετούσε. Τα όποια προβλήματα εμφανίστηκαν στις σχέσεις του με την κομματική ηγεσία δεν αποτέλεσαν συνέπεια διαφορετικών κατευθύνσεων, αλλά διαφορετικών επιλογών στο πλαίσιο της ίδιας κατεύθυνσης. Που έφτασαν μέχρι και στη ρήξη μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, μιας συμφωνίας με τραγικές συνέπειες για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, το κίνημα Εθνικής Αντίστασης και τον ελληνικό λαό.
Ακόμη και τότε, η διαφωνία του αρχικαπετάνιου με την ηγεσία του ΚΚΕ δεν αφορούσε σε ζητήματα στρατηγικού προσανατολισμού, αλλά στο κατά πόσο αυτός ο στρατηγικός προσανατολισμός μπορούσε να εξυπηρετηθεί με την πολιτική τακτική που υπαγόρευσε την υπογραφή της Συμφωνίας.
Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε και μια άλλη οπτική, κυρίαρχη ήδη από τα χρόνια της Κατοχής στον τροτσκιστικό χώρο, η οποία υιοθετήθηκε και από το αναρχικό – αντιεξουσιαστικό κίνημα, που αναπτύχθηκε μετά τη Μεταπολίτευση του 1974. Πρόκειται για την κριτική στάση απέναντι στο εαμικό κίνημα, που θεωρείται ότι κυριαρχήθηκε από προτάγματα εθνικιστικά, είτε αναγνωρίζεται η λαϊκή επαναστατική δυναμική που αναδείχθηκε στις γραμμές του είτε όχι.
Η αναγνώριση ή μη αυτής της λαϊκής επαναστατικής δυναμικής έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς την εκτίμηση για το πρόσωπο του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ. Στην πρώτη περίπτωση, τονίζεται η αντίθεσή του προς τη συμβιβαστική με τον αστισμό πολιτική του ΚΚΕ στα 1944-19454 . Στη δεύτερη, ο Άρης, ως ένας από τους εκφραστές του εθνικισμού του σταλινικού ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αυτονόητα αποδοκιμάζεται. Χωρίς να απουσιάζουν και ακραίες απορριπτικές τοποθετήσεις, που τον εμφανίζουν σαν μια μορφή εγκληματική, ως συνέπεια του συνδυασμού του εθνικισμού και του σταλινισμού στην ιδεολογικοπολιτική του διαμόρφωση5.
Στο βιβλίο αυτό ο Άρης Βελουχιώτης αντιμετωπίζεται ως ο κομμουνιστής επαναστάτης που διαμορφώθηκε ιδεολογικοπολιτικά με την ένταξή του στο ΚΚΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και κατά τη δεκαετία του ‘30. Συνειδητά προσηλωμένος στις στρατηγικές στοχεύσεις του κόμματός του, αναδείχθηκε ως κορυφαία μορφή του επαναστατικού λαϊκού στρατού στα χρόνια της φασιστικής Κατοχής, υπερασπίζοντας έμπρακτα τον προσανατολισμό του ΚΚΕ για την προτεραιότητα της εθνικής απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας, που θεωρούνταν προϋπόθεση για την κατάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας (εκφραζόμενης με το αίτημα της «Λαοκρατίας») και το άνοιγμα του δρόμου για τον σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό και την κοινωνική απελευθέρωση.
Το βιβλίο υποστηρίζει την άποψη ότι η αντίθεση του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ στους πολιτικούς χειρισμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ, στα 1944-45, δεν συνιστούσε μια αντιπαράθεση στρατηγικού χαρακτήρα, αλλά μια διαφορετική οπτική για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών στόχων του κομμουνιστικού κινήματος. Σε μια κρίσιμη ιστορική συγκυρία, όταν για πρώτη φορά δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα όροι για την ανατροπής της αστικής ταξικής κυριαρχίας και για τον κοινωνικό μετασχηματισμό σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός ισχυρού λαϊκού επαναστατικού κινήματος.
Η συγκρότηση και ανάπτυξη αυτού του κινήματος υπήρξε συνέπεια της έκρηξης των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων στα χρόνια της φασιστικής Κατοχής και της πρωτοπόρας παρέμβασης των Ελλήνων κομμουνιστών, που ανέλαβαν την ιστορική πρωτοβουλία της ίδρυσης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, και την πολιτική καθοδήγησή τους.
Εντούτοις, στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία, η ηγεσία του ΚΚΕ, η ίδια που μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στα ιστορικά της καθήκοντα στα αμέσως προηγούμενα χρόνια, επέδειξε εντυπωσιακή πολιτική ανεπάρκεια. Εγκλωβισμένη στις αρχικές της στοχεύσεις για την ευρύτερη δυνατή εθνική ενότητα, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι η δυναμική του εαμικού λαϊκού επαναστατικού κινήματος επέβαλε στο σύνολο των ελληνικών αστικών πολιτικών δυνάμεων την εχθρική στάση απέναντί του. Στο πλευρό τους είχαν πιστό σύμμαχο τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, που έβλεπε να τίθεται σε κίνδυνο η προοπτική της μεταπελευθερωτικής παλινόρθωσης της παραδοσιακής επικυριαρχίας του στην Ελλάδα.
Αυτή τη διαφαινόμενη αντιπαράθεση με τους Βρετανούς επιδίωκε να αποτρέψει με κάθε τρόπο η ηγεσία του ΚΚΕ, θεωρώντας πως ερχόταν σε αντίθεση με τη στήριξη από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της συμμαχίας της ΕΣΣΔ με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, στον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα, επιδίωκε να αποφύγει μια ανοιχτή ρήξη με το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, που θεωρούσε πως θα ερχόταν σε αντίθεση με τον κεντρικό του προσανατολισμό στην εθνική ενότητα, ως προϋπόθεσης για την αποτελεσματική διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Συνέπεια αυτής της αντίληψης της ηγεσίας του ΚΚΕ υπήρξαν οι πολιτικοί χειρισμοί στους οποίους αντιτάχθηκε ο Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος ήταν βέβαιος πως η αντιπαράθεση με τον ελληνικό αστισμό και τους Βρετανούς ήταν αναπόφευκτη. Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν, με τρόπο τραγικό, αυτή του την πρόβλεψη.
Το βιβλίο αυτό γράφεται για να δοθεί η δυνατότητα στους αναγνώστες του να γνωρίσουν την ιστορική διαδρομή μέσα από την οποία διαμορφώθηκε ο κομμουνιστής επαναστάτης Θανάσης Κλάρας και οι όροι υπό τους οποίους έδρασε ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης. Ως στέλεχος ενός επαναστατικού κόμματος με το οποίο ήρθε, τελικά, σε αντιπαράθεση, στο πλαίσιο μιας διαφορετικής εκτίμησης για τη δυνατότητα πραγματοποίησης των στρατηγικών του στόχων. Μένει στους αναγνώστες να κρίνουν αν το βιβλίο έχει πετύχει τον σκοπό του και κατά πόσο η άποψη που υποστηρίζει τεκμηριώνεται στις σελίδες του.
Με την ολοκλήρωση αυτής της δουλειάς, θέλω να ευχαριστήσω τον γιο μου, Νίκο, για τη σημαντική βοήθειά του στη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων τεκμηρίωσης, και την Άννα, που με έπεισε να γράψω το βιβλίο και ανέχθηκε επί μήνες την πολύωρη καθημερινή ενασχόλησή μου μ’ αυτό.
1. Της φαντασιακής αντανάκλασης της σχέσης μας με την υλική πραγματικότητα στη συνείδησή μας, που, εντούτοις, ως υπαρκτή, είναι και η ίδια υλική και όχι ψευδής (Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις – Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ. 101-102. Marta Harnecker, Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού – Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 94).
2. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του δεξιού πολιτικού, κατ’ επανάληψη υπουργού, από το 1950 έως το 1981, και προέδρου της Νέας Δημοκρατίας στα 1981-84, Ευάγγελου Αβέρωφ, στο πρόσωπο του Άρη Βελουχιώτη: «Γενναίος, καλός οργανωτής, φανατικός στο έπακρο, δεν του έλειπε ούτε η ευφυΐα ούτε κάποια παιδεία ούτε –κατά την άποψή του- ένα πνεύμα δικαιοσύνης. Ήταν η αδυναμία του. Γιατί, εν ονόματι της “δικής του δικαιοσύνης”, σκότωνε με τη μεγαλύτερη ευκολία» (Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, Φωτιά και τσεκούρι. Ελλάς 1946-49 και τα προηγηθέντα – Εστία, Αθήνα 1974, σ. 111). Στις πιο συνηθισμένες αναφορές αυτής της άποψης, ο Άρης εμφανίζεται ως «ο θηριώδης αρχιεκτελεστής κάθε Έλληνα πατριώτη. Ο υπηρέτης του διεθνιστικού κομμουνισμού» (Δημήτρης Χονδροκούκης, Γκρεμίζω τον θρύλο του Άρη Βελουχιώτη – Ισοκράτης, Αθήνα χ.χ.ε., σ. 256). Χαρακτηριστικό είναι και το κύριο άρθρο της έγκυρης κεντρώας εφημερίδας «Ελευθερία», αμέσως μετά τον θάνατό του, που τον αναφέρει ως «μίαν εκ των εγκληματικωτέρων μορφών της ελληνικής ιστορίας» («Ελευθερία», 19 Ιουνίου 1945).
3. Έχοντας προβληθεί από συγγραφείς όπως ο Dominique Eudes, ο Heinz Richter κ.ά., αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, η άποψη αυτή διαπερνά εξολοκλήρου το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου «Άρης. Ο αρχηγός των ατάκτων», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1997. Έκτοτε σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, ακριβώς γιατί απευθύνθηκε σε ένα πολύ ευρύ κοινό, που ήδη είχε διαμορφώσει ανάλογη άποψη από τα χρόνια της διεκδίκησης από το ΠΑΣΟΚ της κληρονομιάς της εαμικής Εθνικής Αντίστασης.
4. Χαρακτηριζόμενος ως «ο αητός της επανάστασης», αναφέρεται ότι ο Άρης «παρά τους θεωρητικούς περιορισμούς του, παρ’ ότι δεν μπόρεσε να αναπτύξει μια κριτική επί της ουσίας της γραφειοκρατίας και να σπάσει ιδεολογικά από το σταλινισμό, θα μείνει στην ιστορία ως φωτεινό παράδειγμα για τους επαναστάτες του μέλλοντος» (Θόδωρος Κουτσουμπός, Ελλάδα 1941-1945. Πόλεμος των Χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση – Λέων, Αθήνα 2003, σ. 146).
5. Πρόκειται για μια άποψη που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα με τη δημοσίευση των βιβλίων του Άγι Στίνα, «Αναμνήσεις. Εβδομήντα χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης» (2 τόμοι, Ύψιλον, Αθήνα 1977) και «ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΟΠΛΑ» (Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984). Παρεμπιπτόντως, έχει ξεχωριστή σημασία να αναφερθεί ότι, από τα στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεσή μας, διαπιστώνεται πως ο Άρης ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών στον ΕΛΑΣ (Κώστας Παλούκης, Η λογική της ενδοαριστερής βίας: ΚΚΕ κατά τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών – εφημ. «Το Βήμα», 6 Δεκεμβρίου 2014).