Το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου «Οι Ελλαδέμποροι –Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ου αιώνα», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Άπαρσις τον Ιούλιο που μας πέρασε, είναι μια πολύ σημαντική , εμπεριστατωμένη και συνεκτική παρουσίαση των ακροδεξιών και φασιστικών ρευμάτων στη χώρα μας κατά τον περασμένο αιώνα. Με πολύ μεγάλη συστηματικότητα, ερευνητική προσπάθεια και ιστορική ακρίβεια, όπως άλλωστε το συνηθίζει σε όλα τα βιβλία του, ο συγγραφέας ερευνά ένα πολύ διακλαδωμένο και διαφοροποιημένο ιστορικό φαινόμενο που από την απολύτως αντίπερα όχθη προς την Αριστερά και τον κομμουνισμό συγκαθόρισε τις εξελίξεις του 20ου αιώνα και ασκεί ακόμη μακροχρόνια ιστορική επίδραση και στους φίλους και στους αντιπάλους του. Ήδη από τις δεκαετίες του 1910 και 1920 , ο συγγραφέας ανιχνεύει πού μεθοδικά τα πρώτα ακροδεξιά και φιλοφασιστικά πολιτικά ρεύματα και μορφώματα, που αναπτύσσονται και στην Ελλάδα όπως και σε όλη την Ευρώπη πριν από τον Α’ΠΠ και ιδίως στο Μεσοπόλεμο ως ρεύματα αντιτιθέμενα στη φιλελεύθερη δημοκρατία και στο χώρο του μαρξισμού και του κομμουνισμού.
Η πρώτη μεγάλη αρετή του βιβλίου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι ο Αλεξάτος ξεφεύγει πολύ επιτυχημένα από την μεγάλη εννοιολογική παγίδα του «παμφασισμού». Βασικό στοιχείο αυτής της παγίδας είναι η αντίληψη ότι όλα τα έντονα δεξιά, συντηρητικά, ακροδεξιά και αντικομμουνιστικά κοινωνικοπολιτικά ρεύματα είναι φασιστικά ανοιχτά και κεκαλυμμένα. Σε μια όχι ασήμαντη ιστορικά καμπή της, η Κομμουνιστική Διεθνής από το 1928 ( εν μέρει από το 1924 εκ μέρους του Στάλιν και του Ζηνόβιεφ ) ως και το 1934 επεκτείνει τόσο πολύ την έννοια του φασισμού ώστε να θεωρεί μορφή του φασισμού και τη σοσιαλδημοκρατία , την οποίαν αποκαλεί «σοσιαλφασιστική δύναμη» ακόμη και τον τροτσκισμό που αποκαλεί «χιτλεροτροτσκισμό» ή «τροτσκιστοφασισμό» (κλασσικός όρος της ΚΔ στην περίοδο 1935-1940) .
Αυτή η τοποθέτηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς , απόλυτα λανθασμένη από κάθε άποψη και ένοχη σε κάποιον βαθμό για την ήττα του αντιφασιστικού ρεύματος στην Γερμανία στα 1928-1933,έχει αφήσει πίσω της μια αρνητική κληρονομιά : να χαρακτηρίζουμε ως «φασισμό» κάθε αυταρχικό αστικό καθεστώς , κάθε εκτροπή των αστικών δυνάμεων από την αστική δημοκρατία. Όχι μόνο ο Μεταξάς και η απριλιανή δικτατορία χαρακτηρίζονται φασιστικά καθεστώτα αλλά και οι δικτατορίες του 70 στη Λατινική Αμερική, ο φρανκισμός κπα. Αυτή η τοποθέτηση είναι εννοιολογικά και ιδεολογικά λάθος., ακόμη και αν συναισθηματικά το να παραλληλίζει κανείς αυτά τα καθεστώτα στην φρίκη τους με τον φασισμό είναι πολιτικά κατανοητό.
Ο φασισμός είναι ένα πολύ ιδιαίτερο αυταρχικό καθεστώς ή καθεστώς έκτακτης ανάγκης, όπως το αποτυπώνει πολύ σωστά ο Αλεξάτος και όπως έχει αναλυθεί πολύ επιτυχημένα και στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 από μαρξιστές πολιτικούς και θεωρητικούς όπως ο Αντόνιο Γκράμσι, ο Καρλ Ράντεκ και η Κλάρα Τσέτκιν το 1923 και κάπως αργότερα από τον Άουγκουστ Ταλχάιμερ , τον αυστριακό σημαντικό σοσιαλιστή μαρξιστή Όττο Μπάουερ και ιδίως τον Τρότσκυ στην περίοδο 1930-1933. κα . Πιο πρόσφατα δε, στις αρχές του 1970, ιδίως από τον Νίκο Πουλαντζά στα έργα του «Φασισμός και Δικτατορία» ( Ολκός 1975, σελ. 425 επ.) και «Κρίση των δικτατοριών» (Παπαζήσης 1975).
Αυτό που μοιράζεται ο φασισμός με τα «καθεστώτα ή μορφές κράτους έκτακτης ανάγκης» είναι ότι συνιστά μια απάντηση των αστικών δυνάμεων σε μια πολιτική κρίση εκπροσώπησης και σε μια ηγεμονική κρίση. Στα πλαίσια αυτής της κρίσης, οι αστικές δυνάμεις δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν και να κυβερνήσουν αποτελεσματικά μέσα από το κοινοβούλιο και τα αστικά κόμματα και προσφεύγουν σε ένα ανοιχτά αυταρχικό, κατασταλτικό και αντιδημοκρατικό κράτος για να κυβερνήσουν, όπου ο μηχανισμός καταναγκασμού (στρατός, αστυνομία κλπ) αποκτά έναν πιο πρωτεύοντα ρόλο. Αυτό το πραγματοποιούν συνήθως σε μια συγκυρία όπου η ηγεμονική κρίση δεν οδηγεί σε επαναστατική κατάσταση ( μια κατάσταση δηλαδή που πέρα από την ανικανότητα διεύθυνσης των αρχουσών τάξεων συνοδεύεται από την άνοδο θεσμών λαϊκής αντϊεξουσίας και την πρωτοβουλία των τάξεων αυτών) ή αντίστοιχα που η επαναστατική κατάσταση υπήρξε και έχει ηττηθεί και όπου η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων («φάση επίθεσης των αστικών δυνάμεων») . Το σημείο αυτό στον Πουλαντζά εκφράζεται με μια απολυτότητα που δεν είναι σωστή : πχ στην περίοδο ανόδου του ναζισμού ως την εξουσία από το 1928-1933, ναι μεν η γερμανική επανάσταση έχει ηττηθεί αλλά οι άρχουσες τάξεις δεν είναι βέβαιες για την μονιμότητα αυτής της ήττας, πόσο μάλλον για τις ταξικές συνέπειες της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Το καθεστώς που επιβάλλεται χαρακτηρίζεται από μια καταστολή που αποδεσμεύεται λίγο ή πολύ από το δίκαιο και έχει πάνω στην εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές τάξεις ένα τυραννικό χαρακτήρα. Αυτά χαρακτηρίζουν από κοινού ως «καθεστώτα έκτακτης ανάγκης» και τον κλασσικό φασισμό και ναζισμό αλλά και τις πιο προσωρινές στρατιωτικές δικτατορίες ( όπου σωστά ο Αλεξάτος εντάσσει και την 4η Αυγούστου αλλά και την επταετή δικτατορία 1967-1974), καθώς και καθεστώτα κληρικοφασιστικά όπως η Αυστρία του Ντόλφους ή σε κάποιον βαθμό η φρανκιστική δικτατορία κλπ .Μοιράζεται με αυτά τον εθνικισμό, την λατρεία του κράτους, την πατριαρχία , την ενιαία «εθνική κοινότητα» χωρίς ταξικές διαιρέσεις, τον αντικοινοβουλευτισμό-αντικομμουνισμό αλλά όχι απαραίτητα τον φυλετικό ρατσισμό και τον αντισημιτισμό.
Ο φασισμός όμως έχει μια ιδιομορφία σε σχέση με τα υπόλοιπα καθεστώτα. Χαρακτηρίζεται από ένα σχετικά αναπτυγμένο αντιδραστικό μαζικό και κοινωνικό κίνημα, μια σημαντική μαζική κινητοποίηση , η οποία έχει εθελοντικό χαρακτήρα και δεν είναι απλώς μια αντεπαναστατική στρατιά ούτε ένα απόλυτο όργανο των βιομηχάνων και των τραπεζιτών και του καπιταλιστικού κράτους. Επίσης, δεν είναι μόνο τάγματα εφόδου. Ιδίως στην Γερμανία , οι ναζί ήταν ένα ισχυρότατο κοινωνικό δίκτυο, οργάνωναν πριν από την επικράτησή τους πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις και παρελάσεις, διείσδυαν σε κάποιον βαθμό και σε εργατικές-λαϊκές συνοικίες, μετείχαν σε συνδικάτα και οργάνωναν απεργίες και είχαν σε πολλές περιοχές ενθουσιώδη ανταπόκριση. Όποιος έχει δει τον Χίτλερ ή τον Μουσσολίνι να μιλά σε μαζικό κοινό και την ενεργή αντανάκλαση του κοινού στην ομιλία, την γλώσσα του σώματος ακόμη, αντιλαμβάνεται σχετικά εύκολα γιατί ο Μεταξάς και ο Παπαδόπουλος, ακόμη και αν ως ακροδεξιοί ηγέτες συμπαθούσαν τον φασισμό, δεν είχαν πίσω τους κανένα απολύτως φασιστικό κίνημα. Ο φασισμός εμφανίζεται στον 20ο αιώνα μαζί με την εξέλιξη του καπιταλισμού στην μονοπωλιακή του μορφή, τους πολέμους αλλά και τη σοσιαλιστική επανάσταση , ακόμη και αν όψεις του ιδεολογικές όπως ο νιτσεϊσμός και ο φυλετικός ρατσισμός είναι παλιότερες. Εκφράζει μια μαζική ενεργητική κίνηση ( όπως επιτυχημένα περιγράφει εδώ ο συγγραφέας) τμημάτων της μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης που φοβούνται την επανάσταση των κάτω και φθονούν τους πάνω, τμήματα του λούμπεν προλεταριάτου , της αντιδραστικής διανόησης και γενικότερα τμήματα ντεκλασέ ( Χάνα Άρεντ «Το ολοκληρωτικό κράτος») , που έχουν ξεριζωθεί λόγω του πολέμου ή των κοινωνικών ανατροπών και ανακατατάξεων ή της δομικής ανεργίας από την παλιότερη κοινωνική τους τοποθέτηση και ταλαντεύονται μεταξύ των βασικών τάξεων ή και καθαρά ταξικών τυχοδιωκτών (πχ κρίση του 1929) . Φασισμός χωρίς μαζικό φασιστικό κίνημα και χωρίς φασιστικό κόμμα δεν υφίσταται, τουλάχιστον όχι στην καθαρή του μορφή. Γι αυτόν τον λόγο ο Γκράμσι, αναφερόμενος στην φασιστική εμπειρία και πολιτική ανακατάταξη , χρησιμοποιεί αντί του όρου «αντεπανάσταση» τον όρο «παθητική επανάσταση».
Επίσης, ακόμη και αν αφήσουμε παράμερα τις εσφαλμένες τοποθετήσεις δεξιών και αναθεωρητών ιστορικών, όπως κυρίως ο γνωστός Ερνστ Νόλτε [1] ότι ο φασισμός γεννάται αποκλειστικά ως αντίδραση στον μπολσεβικισμό , την κατασταλτική τερατωδία του οποίου και αντιγράφει, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι ο κλασσικός φασισμός και ναζισμός εντάσσεται στην κλασσική εποχή του πολέμου, της επανάστασης και της αντεπανάστασης, στον Ευρωπαϊκό Εμφύλιο Πόλεμο, που ξεκινά περίπου το 1905 και ολοκληρώνεται περίπου στον Ψυχρό Πόλεμο, στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Είναι μια στρατηγική απάντηση του κεφαλαίου στην μαζικοποίηση της πολιτικής από την Αριστερά και στον διεθνή Οκτώβρη. Σε αυτό το ζήτημα , ο Νόλτε, παρά τις ακροδεξιές τοποθετήσεις του, έχει μια ορισμένη λογική (και Έντσο Τραβέρσο πρόσφατα) . Αν στη Ρωσία είχε επικρατήσει ένα σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς το 1917, δεν είναι δεδομένο ότι θα είχε υπάρξει φασισμός, τουλάχιστον όχι όπως τον ξέρουμε.
Εδώ τίθενται ορισμένα ερωτήματα που μου ενεργοποιήθηκαν διαβάζοντας με μεγάλη προσωπική ευχαρίστηση το βιβλίο. Έχω την ισχυρή αίσθηση συμφωνώντας πολύ με τον συγγραφέα ότι η κεντρική στιγμή και περίοδος για την ελληνική κοινωνία και την πορεία της στον 20ο αιώνα ήταν η δεκαετία του 40, η κατοχή , το ΕΑΜ και ο Εμφύλιος. Μέσα από τις διαδικασίες που ενεργοποίησε το ΕΑΜ ως μεγάλο λαϊκό, δημοκρατικό και απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα , τέθηκε το ζήτημα της κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας ως λαϊκοδημοκρατικής και σοσιαλιστικής εξουσίας και μάλιστα ανεξάρτητα από την δηλωμένη στρατηγική στόχευση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κυρίως για την εθνική απελευθέρωση και την αόριστη Λαοκρατία . Τέθηκε εκ των πραγμάτων από τις προσδοκίες των λαϊκών τάξεων μέσα στο ΕΑΜ , από τις μορφές μαζικής κινητοποίησης και από τις επιτροπές και όργανα λαϊκής εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα αλλά από το 1944 και στις συνοικίες της Αθήνας ( Μενέλαος Χαραλαμπίδης) . Αυτή δεν ήταν μια «ανεύρετη επανάσταση» , όπως στον Μεσοπόλεμο, αλλά , όπως την χαρακτήρισε ο Θανάσης Χατζής, γραμματέας του ΕΑΜ, «η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε». Μια διαμορφωμένη επαναστατική κατάσταση, την οποίαν δεν αξιοποιεί για πολλούς λόγους η ηγεσία του ΚΚΕ καταλήγει σε διαδοχικές επαναστατικές κρίσεις και συγκρούσεις όπου το επαναστατικό κόμμα είτε είναι πολύ υποχωρητικό και συνθηκολόγο είτε είναι ανεξήγητα αντιφατικό στην τακτική του, περιμένοντας και το «πράσινο φως» που ποτέ δεν φτάνει με σαφήνεια. . Με αυτό το δεδομένο είναι σωστό ότι αναπτύσσονται το αργότερο στις αρχές του 1944 ένας επαναστατικός και ένας αντεπαναστατικός ταξικός συνασπισμός και επίσης είναι σωστό ότι ο αντεπαναστατικός ταξικός συνασπισμός-σωστά κατά τον συγγραφέα- δεν είναι enblocφασιστικός ή φιλοφασιστικός. Έχει μέσα και τον Παπανδρέου και τον δεξιό βενιζελισμό και πολλά ρεύματα που δεν έχουν καμία σχέση με τον φασισμό και που παλατζάρουν μεταξύ Γερμανών και Βρετανών .
Όμως , παρ΄’όλα αυτά, νομίζω ότι το μοναδικό πράγμα που στον 20ο αιώνα είχε στην Ελλάδα κάποια στοιχεία που πήγαιναν προς το μαζικό φασιστικό ρεύμα ή φασιστικό κίνημα, αυτό ήταν, εντός του αντεπαναστατικού συνασπισμού του 40, ο δωσιλογισμός και ιδίως τα Τάγματα Ασφαλείας, των οποίων τα χαρακτηριστικά περιγράφονται πολύ καλά στο παρόν βιβλίο. Και, βέβαια, και οι ιστορικές προεκτάσεις του δωσιλογισμού στο μετεμφυλιακό κράτος. Έχουμε μια σειρά κατοχικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα που υπηρετούν τον φασιστικό συνασπισμό στον πόλεμο και ταυτόχρονα κρατούν και ένα παράθυρο ανοιχτό προς τη Βρετανία . Έχουμε στρατευμένα , από ένα σημείο και μετά, τμήματα των μεσαίων/μικροαστικών τάξεων και τμήματα του περιθωρίου που αγωνίζονται παθιασμένα κατά του κομμουνιστικού κινδύνου ( που αντικειμενικά , ανεξαρτήτως των προθέσεων της ηγεσίας του ΚΚΕ/ΕΑΜ ή και της ΕΣΣΔ ακόμη, ήταν ένας παρών και υπαρκτός ταξικός κίνδυνος για το κοινωνικό καθεστώς και φαντασιακά ήταν και για τους ίδιους, που πιθανόν θεωρούσαν ότι θα έχουν το τέλος των Λευκών στη Ρωσία ή θα «ρευστοποιούνταν» ως τάξη ) και επίσης παλεύουν να επιβιώσουν μέσα από την ιδεολογία του αυταρχικού κράτους και μέσα από τις πρακτικές της λεηλασίας και του μαυραγοριτισμού. Οι αξιωματικοί τους συνήθως είναι προηγούμενοι αξιωματικοί του στρατού αστικής καταγωγής ή κοινωνικής ένταξης. Βεβαίως, δεν υπάρχει πίσω τους φασιστικό κόμμα και ενιαία φασιστική ηγεσία, εκτός από τον επείσακτο αποικιακό γερμανικό ναζισμό και τις ακροδεξιές κατοχικές κυβερνήσεις, που όμως δεν έχουν τα χαρακτηριστικά που εξηγήσαμε πιο πάνω, δεν προέρχονται από ένα ενδογενές φασιστικό κίνημα. Τα στρώματα αυτά του ταγματασφαλισμού , τα οποία περιγράφονται έξοχα σε λογοτεχνικά έργα όπως το μυθιστόρημα «Μπελατσάο» του Θανάση Σκρούμπελου ή το τρίτομο μυθιστόρημα «Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας» του συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργου Μιχαηλίδη, μου θυμίζουν πολύ έντονα το φαινόμενο των Φράικορπς (Freikorps) στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οποία πολέμησαν λυσσασμένα κατά της σοσιαλιστικής επανάστασης το 1919-1923 και , κατά πολλούς, ήταν το πρότυπο πρωτοφασιστικό κίνημα, από το οποίο προήλθε ο ναζισμός και αποτελούσαν βασικό τμήμα του ιστορικού του πυρήνα. Θυμίζουμε ότι και τα Φράικορπς ανήκαν σε έναν αντεπαναστατικό συνασπισμό που δεν ήταν μονοσήμαντα ακροδεξιός, αφού συμμαχούσαν με τα αστικά δημοκρατικά κόμματα, με το Γενικό επιτελείο, την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και το ίδιο το πλειοψηφικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κα Κι εκεί, στα Φράικορπς, έχουμε ανάλογα χαρακτηριστικά με τα ΤΑ : αστοί και αριστοκράτες αξιωματικοί, οπλίτες από τα μικροαστικά, αστικά, διανοούμενα, λούμπεν και ντεκλασέ στρώματα στις πόλεις ή από αγροτικά πολύ συντηρητικά στρώματα όπως στη Βαυαρία ή στην Πρωσία ( αντίστοιχα στα ΤΑ στην Πελοπόννησο), λατρεία του πολέμου και της βίας, τυφλός αντικομμουνισμός, εθνικισμός και αντικοινοβουλευτισμός, συμπεριφορές ακραίας βίας προς τις γυναίκες και τους αμάχους κλπ Μια βασική διαφορά είναι ότι εκεί ο εθνικισμός ήταν ένας μεγαλοιμπεριαλιστικός εθνικισμός της μεγάλης δύναμης που «προδόθηκε από τους μαρξιστές και τους Εβραίους» ( μεγάλη και ελεύθερη Γερμανία ), ενώ εδώ έχουμε έναν εξαρτημένο από τους Γερμανούς και ξεπουλημένο ουσιαστικά αντιπατριωτικό και ψωραλέο εθνικισμό. Ή έστω έναν εθνικισμό που αναζητά ξένο προστάτη για να προσκολληθεί και ένα αυταρχικό κράτος για να επιβιώσει και να αντεπιτεθεί κοινωνικά. Πάντως, ο ταγματασφαλιτισμός, αποτελώντας , όπως το περιγράφει και ο Αλεξάτος, την δύναμη κρούσης αρχικά του κατοχικού καθεστώτος και προοπτικά του αστικού αντεπαναστατικού κοινωνικού συνασπισμού , από όσα γνωρίζουμε δεν ήταν ένα περιθωριακό ρεύμα αλλά ένα μάλλον ισχυρό κοινωνικό στήριγμα. Η εμπειρία όλων των Εμφυλίων στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, όπου επικράτησε η αστική τάξη, είναι ότι πάντοτε υπήρχε ένα ημιφασιστικό ή φασιστικό ρεύμα που έδινε μια ζωντάνια και μια μαχητικότητα στον αντεπαναστατικό ρεύμα ( πχ η Φάλαγγα ή οι Καρλιστές στην Ισπανία του Εμφυλίου) χωρίς συνήθως να επιβάλλεται τελικά ένα καθεστώς ακριβώς ομόλογο αυτής της ακραίας τάσης. Η Γερμανία και η Ιταλία για ειδικούς λόγους ήταν η εξαίρεση.
Οι ατιμώρητοι ταγματασφαλίτες, θα διαπρέψουν και στην μεταβατική περίοδο των συμμοριών της «Λευκής Τρομοκρατίας» μεταξύ της Βάρκιζας και της γενίκευσης του Εμφυλίου –όπως πολύ σωστά παρουσιάζει αυτήν την φάση ο συγγραφέας- αποτελώντας και το πρόπλασμα και υποκατάστατο σε αντάρτικη-αντεπαναστατική μορφή του μετεμφυλιακού κρατικού μηχανισμού, όσο ακόμη αυτός είναι στα σκαριά μετά από την Βάρκιζα και δεν μπορεί ακόμη ως στρατός και χωροφυλακή να ελέγξει στρατιωτικά την ύπαιθρο.
Παρ ‘όλα αυτά ,και παρά τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο του ταγματασφαλιτισμού και στη Κατοχή και στον Εμφύλιο και στο μετεμφυλιακό κράτος , όπου συμβάλει σημαντικά στην αποκατάσταση του αστικού κρατικού μηχανισμού μετά το 1945, στην οικοδόμηση του μετεμφυλιακού κράτους και των μηχανισμών ασφαλείας του και στην ιδεολογική του διαμόρφωση, αυτό το ρεύμα μένει φυσιογνωμικά ένα ανολοκλήρωτο και μετέωρο ρεύμα , καθώς οι διεθνείς συσχετισμοί αλλά και οι ανάγκες νομιμοποίησης του ελληνικού κεφαλαίου μετά τον Εμφύλιο δεν επιτρέπουν ένα κράτος φασιστικού τύπου ή και στρατιωτικής δικτατορίας ακόμη στην Ελλάδα (ούτε οι ΗΠΑ θέλουν κάτι τέτοιο) και το μετεμφυλιακό κράτος είναι για μια σειρά από λόγους μέχρι το 1967 ένα αντιφατικό υβρίδιο ανάμεσα στην αστική φιλελεύθερη δημοκρατία και στο κράτος έκτακτης ανάγκης, με τον στρατό, το παλάτι και τον ξένο αμερικανικό παράγοντα να διατηρούν έναν τόσο επαυξημένο ρόλο , που διαβρώνει συνεχώς τον κοινοβουλευτισμό ως την πλήρη κατάλυσή του το 1967. Από την Μακρόνησο ως την συνωμοσία κατά του Λαμπράκη και από τον ΙΔΕΑ ως την δικτατορία του Απριλίου 1967, ο ταγματασφαλιτισμός θα είναι μόνιμα ένα κοινωνικό και ιδεολογικό απόθεμα και καταφύγιο κατά των πραγματικών ή εικαζόμενων εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος.
Ένα τελευταίο σημείο σχετικά με το εξαιρετικό βιβλίο του Αλεξάτου : Μου φαίνονται πολύ ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις του σχετικά με την σχέση συντηρητικού βενιζελισμού και φασισμού στην περίοδο 1928-1936, οι οποίες βρίσκονται σε διάλογο και με αυτά που έχει γράψει ο Σπύρος Μαρκέτος στο βιβλίο του για τον ελληνικό φασισμό. . Πράγματι, θα ήταν λάθος , παρά τις πολλές θετικές αναφορές του Βενιζέλου και των στελεχών του στην ελληνική Βουλή στην Ιταλία του Μουσσολίνι, να θεωρήσουμε τον συντηρητικό βενιζελισμό ως ένα καθαρά φασιστικό ή πρωτοφασιστικο φαινόμενο. Όμως, από την άλλη πλευρά, αυτές οι ίδιες αναφορές δείχνουν ότι για λόγους που έχουν να κάνουν με την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κρίση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, η ιδέα του κράτους έκτακτης ανάγκης και της αναγκαίας, έστω και προσωρινής, προσφυγής σε αυτό, ήταν μια ιδέα που διαπερνούσε όλο το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα όπως και διεθνώς. Για την Ελλάδα και την πολιτική κρίση του 30 , τα έχει γράψει ο Σεραφείμ Μάξιμος στο σπάνιας αξίας βιβλίο του «Κοινοβούλιο και Δικτατορία» Ήταν η εποχή που ο Μουσσολίνι χρηματοδοτούσε την αυστριακή και την ισπανική Δεξιά, ακόμη και την κοινοβουλευτική, και που ο προοδευτικός συγγραφέας στις ΗΠΑ Σίνκλερ Λιούις , καταμεσίς της οικονομικής κρίσης, έγραφε το βιβλίο «Δεν γίνονται αυτά εδώ» , παρουσιάζοντας το όχι τότε και τόσο φανταστικό ενδεχόμενο ενός αμερικανικού φασισμού.
[1]«Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος 1917-1945- εθνικοσοσιαλισμός και μπολσεβικισμός»,(1987) Αθήνα 2015 , εκδόσεις Τροπή.
*Η ομιλία του Δημήτρη Μπελαντή στην παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe, στην Αθήνα, τις 16 Σεπτεμβρίου 2019