του Γιώργου Αλεξάτου
Με το που πιάνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο που ο συγγραφέας του το προσδιορίζει ως ιστορικό μυθιστόρημα και πριν ακόμη το ανοίξεις και το ξεφυλλίσεις, είναι αυτονόητο, είτε το σκεφτείς συνειδητά είτε όχι, πως βρίσκεσαι αντιμέτωπος-η με μια έννοια εγγενώς αντιφατική. Αν αυτό που γράφτηκε αναφέρεται στην ιστορία περιμένεις πως διαβάζοντάς το θα αναμετρηθείς με το πραγματικό, στην προκειμένη περίπτωση με την ιστορική πραγματικότητα. Συνάμα, όμως, πρόκειται για μυθιστόρημα και κατά συνέπεια βρίσκεται και κινείται στον χώρο του φανταστικού.
Καθώς μια αντίφαση μπορεί να συνεπάγεται ανταγωνιστική ή μη ανταγωνιστική αντίθεση, ένα έργο δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως ιστορικού μυθιστορήματος, ακριβώς στον βαθμό που επιτυγχάνεται μια μη ανταγωνιστική συνύπαρξη της αναφοράς στην ιστορική πραγματικότητα και του φανταστικού στοιχείου, που το κάνει λογοτεχνικό έργο και όχι ιστορικό δοκίμιο.
Αυτό είναι που πέτυχε ο Τάσος Κανταράς, γράφοντας το «Διαρκές Φύλλο Πορείας», που εκδόθηκε τον περασμένο μήνα από τις εκδόσεις «Τόπος». Προσφέροντάς μας το πρώτο του βιβλίο, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, που κατορθώνει να ισορροπεί ανάμεσα στην ακριβή αναφορά σε ιστορικά γεγονότα μιας μεγάλης περιόδου και στη φανταστική επαναδημιουργία (με την αριστοτελική έννοια του όρου) του παρελθόντος.
Το βιβλίο αποτελεί μια προσπάθεια του συγγραφέα να δει την ιστορία του τόπου του μέσα από την ιστορία της οικογένειάς του, των προγόνων του, με κεντρικό πρόσωπο τον συνομότατό του παππού του, Τάσο, κατά την περίοδο που εκτείνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1940.
Με εντυπωσιακό σεβασμό στα ιστορικά γεγονότα και την αποφυγή του όποιου ετεροχρονισμού, που φανερώνει εμβριθή μελέτη της ιστορίας της περιόδου στην οποία αναφέρεται, ο Τάσος Κανταράς αναπλάθει με τη φαντασία του την πραγματικότητα εκείνης της σχετικά μακρινής εποχής, παραθέτοντας στοιχεία από την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζούσαν στα ορεινά χωριά της Χαλκιδικής, καθώς και στοιχεία από τον πολιτισμό τους, ενώ, ταυτόχρονα, με βλέμμα διεισδυτικό παρουσιάζει τους χαρακτήρες των ηρώων του, κάνοντάς σε να έχεις την αίσθηση, ως αναγνώστης-στρια, πως τους γνωρίζεις από κοντά.
Η τέτοια αναφορά στα πρόσωπα υποκρύπτει μια ικανότητα κατανόησης της ανθρώπινης ψυχολογίας, χαρακτηριστική εκείνων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε μια υπόθεση που τους υποχρεώνει να παίρνουν υπόψη τους κάθε άνθρωπο, διερευνώντας τις όποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο συγγραφέας, με πολύχρονη συμμετοχή στους μαζικούς κοινωνικούς αγώνες.
Η αφήγηση στο «Διαρκές Φύλλο Πορείας» αρχίζει από την περίοδο του αποτυχημένου για την Ελλάδα πολέμου του 1897. Ενταγμένη ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, ζει τις συνέπειες της ήττας, έχοντας συμμετάσχει κι αυτή στον αγώνα για την απολύτρωση από τον οθωμανικό ζυγό.
Η αναφορά σ’ εκείνα τα χρόνια μας δίνει τις μορφές αγωνιστών, όπως ο Καπετάν-Τσιρίμπασης και ο Καπετάν-Αντώνης, η ηρωική μορφή του πατέρα του Τάσου, του παππού του συγγραφέα. Άνθρωποι περήφανοι, κληρονόμοι μιας μακρόχρονης αγωνιστικής παράδοσης. Η Επανάσταση του 1821, στην οποία συμμετείχε και η Χαλκιδική, και η μακεδονική εξέγερση του 1854, δεν ήταν και τόσο μακρινά γεγονότα για αυτούς τους ανθρώπους, που ζούσαν με τις αναμνήσεις των γεροντότερων για τον Εμμανουήλ Παππά, τον Τάσο Καρατάσο και τον Καπετάν-Χάψα.
Περιοχή με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό –με την εξαίρεση μιας πολύ μικρής μειονότητας Τούρκων- η Χαλκιδική είχε από την άποψη αυτή μια σημαντική ιδιαιτερότητα σε σχέση με το μεγαλύτερο μέρος της τότε τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας. Απουσίαζε εκεί το σλαβόφωνο στοιχείο και φυσικά η αντιπαλότητα που δημιουργήθηκε μεταξύ των ορθόδοξων χριστιανικών μακεδονικών πληθυσμών, που διαιρέθηκαν με βάση την ελληνική ή τη βουλγαρική εθνική συνείδηση που διαμόρφωσαν. Έτσι, η συμμετοχή των αγωνιστών της περιοχής στον Μακεδονικό Αγώνα, με την είσοδο στον 20ό αιώνα, δεν συνοδευόταν και από καταστάσεις που έζησαν άλλα μέρη της Μακεδονίας.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Τάσος, ήταν παιδάκι τότε και διαμορφωνόταν ως προσωπικότητα μέσα σε μια οικογένεια αγωνιστών, που τα μέλη της ζούσαν μεταξύ νομιμότητας, ημιπαρανομίας και παρανομίας. Μέσα από τους αγώνες για την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας, συγκροτήθηκε ως πατριώτης αλλά και ως άνθρωπος του δίκιου. Όπως ήταν και όλοι στην οικογένειά του, όπως ήταν και η μεγάλη πλειονότητα των συγχωριανών του.
Η μεγάλη πλειονότητα, γιατί ούτε και τότε έλειπαν οι «ψωριάρηδες», οι ρουφιάνοι, αυτοί που τότε συνεργάζονταν με τις τουρκικές αρχές. Θα είναι οι ίδιοι που θα στραφούν κατά των συγχωριανών τους και στη συνέχεια, όταν πλέον, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 η περιοχή θα ενταχθεί στο ελληνικό κράτος. Τώρα, αντί να υπηρετούν τον τούρκο τσανταρμά, θα μπουν στην υπηρεσία του έλληνα χωροφύλακα.
Με τις παραδόσεις αυτές ζώσες, ο μεγαλύτερος αδελφός του Τάσου, ο Νικόλας, θα βρεθεί στη Θεσσαλονίκη, ως εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους. Κι εκεί θα έρθει σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, θα ενταχθεί στο εργατικό κίνημα και θα επηρεάσει και τον μικρότερο αδελφό του.
Στο βιβλίο γίνεται -όπως είναι αναμενόμενο- αναφορά και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον «εθνικό διχασμό» που προκλήθηκε μεταξύ των βενιζελικών, που ήθελαν και τελικά πέτυχαν τη συμμετοχή της Ελλάδας σ’ αυτόν, και των αντιβενιζελικών, που αντιτάσσονταν σε μια τέτοια συμμετοχή. Οι σελίδες αυτές του βιβλίου έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει με ξεχωριστή πειστικότητα την αντίθεση του μεγαλύτερου μέρους του λαού της Χαλκιδικής στον πόλεμο, άρα και στον βενιζελισμό. Είναι η εποχή που ακόμη και οι σοσιαλιστές της Θεσσαλονίκης συνεργάστηκαν εκλογικά με τους αντιβενιζελικούς, πιστοί στις διεθνιστικές θέσεις του εργατικού κινήματος, τις οποίες είχε καταρρακώσει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η αντιμετώπιση των αντιπολεμικών λαϊκών διαθέσεων από το βενιζελικό καθεστώς θύμιζε τις πολύ πρόσφατες, τότε, βιαιότητες των οθωμανών κατακτητών.
Ανάλογη ήταν η στάση του λαϊκού κόσμου και απέναντι στην Ουκρανική Εκστρατεία, όταν ο Βενιζέλος έστειλε ελληνικό στρατό να πολεμήσει τους μπολσεβίκους που είχαν πραγματοποιήσει ήδη τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε ζωντανές σκηνές από την περιπέτεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και βέβαια από την τραγική της συνέπεια, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Γεγονότα, όλ’ αυτά, που σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων κατά τα επόμενα χρόνια θα διαμορφώσουν μια νέα αγωνιστική συνείδηση:
Από τους ανθρώπους που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των πατριωτικών αγώνων για την απελευθέρωση από την οθωμανική κατοχή, θα βγουν οι νέοι αγωνιστές των μεγάλων μεσοπολεμικών κοινωνικών αγώνων, που αποκορυφώθηκαν τον Μάη του ’36 με την εξέγερση της Θεσσαλονίκης, στην οποία ο Κανταράς αφιερώνει κάποιες από τις πιο καλές σελίδες του βιβλίου του.
Άφησα για το τέλος μια άλλη σημαντική πλευρά αυτού του ιστορικού μυθιστορήματος, που φανερώνει, επίσης, μια ιδιαίτερη ευαισθησία του συγγραφέα. Στο βιβλίο είναι σταθερή η παρουσία των γυναικών. Γυναικών πραγματικών, προσώπων που υπήρξαν εκείνα τα χρόνια και που η αναφορά τους στο βιβλίο διαψεύδει πολλούς από τους μύθους που καλλιεργεί μια γραμμική αντίληψη της ιστορίας.
Όσο κι αν ζούσαν και δρούσαν στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής πατριαρχικής κοινωνίας με δεδομένους τους ρόλους άντρα-γυναίκας, μορφές όπως αυτή της κυρα-Μπετσίνας, της μάνας του Τάσου, ή της Φωτεινής, της γυναίκας του, κάθε άλλο παρά υποταγμένες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Είχαν κατακτήσει την ισοτιμία τους σε σημαντικές πλευρές της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, χάρη στον δυναμισμό, την εξυπνάδα και την προσωπική τους περηφάνια.
Το «Διαρκές Φύλλο Πορείας», ο τίτλος του οποίου παραπέμπει σαφώς στους διαρκείς αγώνες για λευτεριά και ανεξαρτησία, από το 1897 έως το 1940, είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται «απνευστί». Η απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και η πλοκή του έργου, που είναι τυπικό αποτέλεσμα της πρόθεσης να ειπωθούν αυτά που θέλει να πει, με ρυθμό κινηματογραφικό, συνιστούν βασικές αρετές του.
Γραμμένο για τότε, για εκείνα τα μακρινά, πλέον, χρόνια, το βιβλίο του Τάσου Κανταρά αξίζει να διαβαστεί από καθέναν και καθεμιά που ιχνηλατεί την ιστορική παράδοση αντίστασης που χαρακτηρίζει τον λαό μας και αναζητάει τους όρους για τη ανασυγκρότηση της εθνικής και κοινωνικής ιστορικής αυτογνωσίας μας. Ιδιαίτερα σε τούτους τους καιρούς, που ξανατίθεται επιτακτικά το ζήτημα της ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.