Για τη σημερινή μαύρη επέτειο, από το βιβλίο μου "Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα" (Άπαρσις, Αθήνα 2019, σ. 259-262).
Η ύπαρξη «χούντας» στον στρατό, δηλαδή συγκροτημένου συνδέσμου αξιωματικών που απέβλεπε στην επιβολή δικτατορίας, καταγγελλόταν σταθερά από την Αριστερά, αλλά και από το Κέντρο, ιδιαίτερα μετά το εκλογικό πραξικόπημα του 1961 κι ακόμη περισσότερο μετά το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1965. Επρόκειτο για μια καταγγελία που η Δεξιά απέκρουε, υποστηρίζοντας πως πίσω απ’ αυτήν κρυβόταν η επιδίωξη των κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους να συκοφαντήσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις και να πετύχουν την αποδιάρθρωσή τους, με την απομάκρυνση των εθνικοφρόνων αξιωματικών.
Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δει επί δεκαετίες το φως της δημοσιότητας, η πιθανότητα και αναγκαιότητα μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής δεν ήταν έξω από τη συλλογιστική κορυφαίων παραγόντων του καθεστώτος, με πρώτο και κύριο τον ίδιο τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Ανάμεσά τους ήταν και ο εγκατεστημένος στο Παρίσι ιδρυτής της ΕΡΕ και πρώην πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος, το 1966, ανέφερε ότι «… θα πρέπει να αντιμετωπισθή ίσως η λύσις της εκτροπής» (1). Επίσης, σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, έγραφε: «Είναι στιγμαί κατά τας οποίας η κρίσις των θεσμών αλλά και των ηθών είναι τόσον βαθεία, ώστε δια να σώσεις την δημοκρατίαν, οφείλεις να την ξανακάνης» (2).
Απαντώντας, ο Τσάτσος, δήλωνε απερίφραστα τη συμφωνία του: «… για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, εισηγούμεθα –(λέω “…γούμεθα”, διότι ασπάζομαι… ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου). Εισηγούμεθα, λοιπόν, παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν –ίσως ενός έτους» (3).
Ανάλογες θέσεις θα εκφράσει ο Καραμανλής και μετά την επιβολή της δικτατορίας. Απευθυνόμενος στον βασιλιά, στις 9 Νοεμβρίου 1967 (ένα μήνα πριν από το αποτυχημένο βασιλικό κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967), αναγνώριζε την ανάγκη καθεστώτος «έκτακτης εξουσίας» χωρίς εκλογές, για τη συντηρητική αναθεώρηση του Συντάγματος, τη λήψη αντιδημοτικών μέτρων στην οικονομία κ.λπ. (4).
Το ιδεολογικό κλίμα για την αντιδημοκρατική εκτροπή καλλιεργείται από τον Σάββα Κωνσταντόπουλο, ο οποίος, το 1966, εκδίδει την εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος». Τον ίδιο χρόνο, με το βιβλίο του «Ο φόβος της δικτατορίας», κάνει σαφή αναφορά στο «ενδεχόμενο μίας διαιτητικής δικτατορίας» (5).
Κινούμενος στη γνωστή κατεύθυνση του «κομμουνιστικού κινδύνου», υποστηρίζει ότι «η απειλή δικτατορίας, που αντιπροσωπεύει, οδηγεί πολλούς στη σκέψι, όταν παρατηρείται έντασι της κομμουνιστικής δραστηριότητας, ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος, για να εξουδετερωθεί, είναι η δικτατορία» (6).
Τις απόψεις Κωνσταντόπουλου επικροτούσε ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ ο Καραμανλής έβρισκε το βιβλίο «ενδιαφέρον και επίκαιρο» (7). Ανάλογος ήταν ο προσανατολισμός και της στρατιωτικής ηγεσίας, που από τις αρχές Απριλίου 1967 προετοιμαζόταν, σε συνεννόηση με τον βασιλιά, για την επιβολή στρατιωτικού καθεστώτος είτε λίγο πριν είτε αμέσως μετά τις εκλογές, που είχαν προκηρυχθεί για τις 23 Μαΐου.
Μολονότι είχε υπάρξει, ήδη, μυστική συμφωνία μεταξύ των ηγετών των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων, του Παπανδρέου και του Κανελλόπουλου, για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, οι εκλογές προκαλούσαν ανησυχία, που έφτανε μέχρι και στον πανικό, στο Παλάτι, στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, στη συντηρητική πλειονότητα της άρχουσας τάξης και σε ευρύτατους κύκλους της Δεξιάς.
Το βέβαιο είναι πως μετά τα γεγονότα του 1965, οι εκλογές προσλάμβαναν δημοψηφισματικό χαρακτήρα, σχετικά με τον βασιλικό θεσμό. Η αναμενόμενη νίκη της Ένωσης Κέντρου, συνυπολογιζόμενης της διατήρησης ή και ενίσχυσης της δύναμης της ΕΔΑ, θα σήμαινε αποδοκιμασία του βασιλιά και των χειρισμών του κατά την περίοδο 1965-67. Επιπλέον, η παρουσία στη νέα Βουλή ισχυρής ομάδας «κεντροαριστερών» βουλευτών, υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, εμπεριείχε τον κίνδυνο ανατροπής των σχεδιασμών για συνδιαλλαγή με τη Δεξιά, ανοίγοντας τον δρόμο για εξελίξεις απρόβλεπτες και κάθε άλλο παρά επιθυμητές από τους ανησυχούντες κύκλους.
Όπως είναι φανερό, μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε τη συνολικότερη αμφισβήτηση, όχι μόνο του βασιλικού θεσμού, αλλά και του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προς την κατεύθυνση της εκτροπής προσανατολίζονταν ακριβώς εκείνοι οι κύκλοι που ανησυχούσαν, όχι τόσο για το ενδεχόμενο ανατροπής του ισχύοντος κοινωνικού καθεστώτος (άλλωστε, τέτοιο στόχο δεν έθεταν ούτε η ΕΔΑ και το παράνομο ΚΚΕ, ούτε οι «ανδρεϊκοί») όσο για την κατάργηση ή έστω τον περιορισμό των εξουσιών και των προνομίων που τους εξασφάλιζε το καθεστώς που επιβλήθηκε από τα χρόνια του Εμφυλίου.
Την κίνηση του βασιλιά και των στρατηγών του την πρόλαβαν οι συνταγματάρχες του Παπαδόπουλου, ο οποίος ήταν αρκετά ευφυής, ώστε να ξέρει πως δεν επιβάλλεις δικτατορία μετά την έκφραση της λαϊκής βούλησης.
1. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχεία, Γεγονότα και Κείμενα – Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 244.
2. Στο ίδιο, σ. 219.
3. Στο ίδιο, σ. 220.
4. Στο ίδιο, τ. 7, σ. 42.
5. Σάββας Κωνσταντόπουλος, Ο φόβος της δικτατορίας – Αθήνα 1966, σ. 27.
6. Στο ίδιο, σ. 37.
7. Γιώργος Α. Λεονταρίτης, Σάββας Κωνσταντόπουλος, τα άγνωστα ντοκουμέντα (1966-1981) – Προσκήνιο, Αθήνα 2003, σ. 25 και 31.