Για τη σημερινή επέτειο της μεγάλης απεργίας των οικοδόμων της 1ης Δεκεμβρίου 1960.
Η τεράστια μεταπολεμική ανάπτυξη της κατασκευαστικής δραστηριότητας συνοδευόταν και από ραγδαίους ρυθμούς μαζικοποίησης του οικοδομικού κλάδου, ο οποίος υπερτετραπλασιάστηκε μέσα σε μια τριακονταετία. Από 53.000 εργαζόμενους το 1951, έφτασε τους 141.000 το 1961, τους 202.000 το 1971 και τους 226.500 το 1981 (1).
Οι κατασκευές αποτέλεσαν έναν κλάδο με σαφέστατη καπιταλιστική δομή και ιεραρχία, με το 84,4% των απασχολουμένων, το 1961, να είναι μισθωτοί (2). Τον ίδιο χρόνο, το 39% των εργαζομένων στις κατασκευές δεν είχε τελειώσει το δημοτικό. Οι απόφοιτοι δημοτικού αποτελούσαν το 56,2%, μόνο το 4,1% ήταν απόφοιτοι Μέσης Εκπαίδευσης και μόλις το 0,4% απόφοιτοι ανώτερων και ανώτατων σχολών (3).
Από τους εσωτερικούς μετανάστες, το 11,7% στην Αθήνα και το 12,1% στις άλλες πόλεις απασχολούνταν στην οικοδομή (4). Έτσι, στην περιοχή της πρωτεύουσας υπήρχαν 60.000 οικοδόμοι το 1961 (το 8,7% του ΟΕΠ) και 92.000 το 1971 (10,4% του ΟΕΠ) (5). Κατά συνέπεια, «η εργασία των οικοδόμων νοηματοδοτείται ως η ανειδίκευτη εργασία των εσωτερικών μεταναστών, δηλαδή διπλά στερημένη πολιτισμικού κεφαλαίου: δίχως το φορτίο της γνώσης και βεβαρημένη με το αρνητικό πρόσημο μια διαρκούς, και για ποικίλους κοινωνικούς λόγους, απαξιωνόμενης υπαίθρου» (6). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εργαζόμενοι στις κατασκευές ήταν το αντίστοιχο των ανειδίκευτων εργατών της αλυσίδας παραγωγής στη δυτική Ευρώπη (7).
Οι οικοδόμοι βίωναν εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες εργασίας, με την απουσία μηχανοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, που τους υποχρέωνε σε σκληρή και επίπονη σωματική προσπάθεια (χαρακτηριστικό το «σπάσιμο του χαρμανιού» με τα φτυάρια στον δρόμο και το ανέβασμα του μπετόν με ντενεκέδες στην πλάτη, ακόμη και σε έξι, εφτά ή και οχτώ ορόφους), το υψηλό ποσοστό ατυχημάτων, τα χαμηλά μεροκάματα σε σχέση με τις αυξημένες ανάγκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, την αβεβαιότητα εύρεσης εργασίας και τη συνεχή αναζήτηση μεροκάματου, όπως και τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προβλήματα.
Εντούτοις, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 υπήρξε σημαντική άνοδος των οικοδομικών ημερομισθίων, ως αποτέλεσμα της σταθερής αύξησης της οικοδομικής δραστηριότητας, των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό, λόγω της μαζικής μετανάστευσης στο εξωτερικό, αλλά και της αποφασιστικής συλλογικής διεκδίκησης στις πιάτσες κατά τη διαπραγμάτευση με τους εργολάβους.
Ήδη το 1959, η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας όριζε ως κατώτατα μεροκάματα των τεχνιτών στην οικοδομή τις 85-100 δραχμές, όταν η Εθνική Σύμβαση του 1958 όριζε 52 δραχμές (8). Στην πραγματικότητα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι τεχνίτες έπαιρναν πάνω από 150 και οι βοηθοί γύρω στις 100 δραχμές. Όπως παρατήρησε ο Γάλλος μελετητής Guy Burgel, ο Αθηναίος οικοδόμος αποτελεί «μια δημοφιλή μορφή που προκαλεί συγχρόνως τον οίκτο και τον φθόνο: ασκεί βέβαια ένα σκληρό επάγγελμα αλλά παίρνει τριπλό ή τετραπλό ημερομίσθιο από τον ανειδίκευτο βιομηχανικό εργάτη» (9).
Παρ’ όλα αυτά, το μεροκάματο αυτό δεν αντιστοιχούσε στη βαριά και ανθυγιεινή εργασία (10). Όπως ανέφερε, μάλιστα, ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Ιωάννης Χριστοδουλίδης, οι εργαζόμενοι στις κατασκευές έπαιρναν μεγαλύτερα μεροκάματα από τους εργαζόμενους στη βιομηχανία, αλλά, τελικά, ίσως να είχαν και λιγότερο συνολικό εισόδημα, κυρίως λόγω εποχικής ανεργίας (11), στην οποία πρέπει να προστεθούν και οι γενικότερες αυξομειώσεις των ρυθμών κατασκευαστικής δραστηριότητας.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οργάνωσης της παραγωγής στην οικοδομή ήταν η υπεργολαβία. Οι υπεργολάβοι, εργάζονταν μόνοι ή με μικρά συνεργεία, κατ’ αποκοπή ή με το κυβικό ή τετραγωγικό μέτρο και με το κιλό στα σίδερα, αν και συχνά εργάζονταν και με μεροκάματο. Κάποιοι, εντούτοις, σταθεροποιούνται ως εργοδότες κυρίως στα μπετά, λόγω μεγάλης επένδυσης σε ξυλεία. Συνήθως, όμως, η υπεργολαβία έδινε τη δυνατότητα οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων «στη βάση σημαντικών μορφών αμοιβαιότητας» (12), με μεγάλο ποσοστό τεχνιτών να εναλλάσσονται σταθερά στην ιδιότητα του υπεργολάβου και του ημερομίσθιου εργαζόμενου.
Έχοντας αναπτύξει στενούς δεσμούς με τον οικοδομικό κλάδο ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου (13), οι οποίοι ενισχύθηκαν στα χρόνια της Κατοχής, οι κομμουνιστές κέρδισαν τον Νοέμβριο του 1945 την τεράστια πλειοψηφία στο 8ο Πανοικοδομικό Συνέδριο. Εντούτοις, οι μεγάλες διώξεις που ακολούθησαν από το 1946, με την καθαίρεση των αριστερών διοικήσεων, τις φυλακίσεις και εκτοπίσεις των συνδικαλιστικών στελεχών, και την αντικατάστασή τους από εγκάθετους καθεστωτικούς εργατοπατέρες, είχαν ως συνέπεια την υποχώρηση του κινήματος. Από τη δεκαετία του ’50 υπήρχαν δύο Ομοσπονδίες αντιμαχόμενων εργατοπατέρων, του Κωνσταντίνου Λυκιαρδόπουλου και του Παναγιώτη Αντωνάτου.
Οργανωμένοι σε σωματεία κατά ειδικότητα (μπετατζήδων, κτιστών, σοβατζήδων, ελαιοχρωματιστών κ.λπ.), οι οικοδόμοι, που άρχιζαν σταδιακά να επανασυσπειρώνονται, εξέλεγαν διοικήσεις αριστερές, με συνέπεια τα σωματεία αυτά να διαγράφονται από τις καθεστωτικές Ομοσπονδίες, όπου κυριαρχούσαν τα λεγόμενα «σωματεία-σφραγίδες». Από οχτώ μαζικά σωματεία της Αθήνας και του Πειραιά συγκροτήθηκε, το 1958, Επιτροπή Αγώνα, τον επόμενο χρόνο συγκροτήθηκε Συντονιστική Επιτροπή, περιλαμβάνοντας και τα σωματεία της Ελευσίνας, και το 1961 πανελλαδική Συντονιστική. Το 1966, όταν οι οικοδόμοι πανελλαδικά ήταν περίπου 180.000, οι 150.000 ήταν συνδικαλισμένοι, αντιπροσωπεύοντας τεράστιο ποσοστό. Από τα 286 οικοδομικά σωματεία, τα 153 ανήκαν στη Συντονιστική Επιτροπή, όπου ανήκαν και τα 24 από τα 35 σωματεία της πρωτεύουσας. Ανάμεσά τους ήταν και τα πιο μαζικά, όπως των μπετατζήδων, των χτιστών και των σοβατζήδων (14).
Καθώς οι οικοδόμοι δεν είχαν σταθερό εργοδότη και δεν ήταν υποχρεωμένοι να προσκομίζουν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, η απασχόληση στις κατασκευές αποτέλεσε καταφύγιο διωκόμενων αριστερών. Αποτελούσε, επίσης, επιλογή για μεγάλο μέρος πρώην εξορίστων, παλιών επονιτών και ελασιτών, που δεν είχαν κάποια επαγγελματική εξειδίκευση. Όπως αναφέρεται, «ο αριστερός οικοδόμος που έμενε στα παραπήγματα των δυτικών και ανατολικών συνοικιών, ο οποίος δεν είχε άλλη δυνατότητα απασχόλησης λόγω κοινωνικών φρονημάτων, αποτέλεσε τον χαρακτηριστικό τύπο της μετεμφυλιακής Αριστεράς» (15).
Χαρακτηριστικό της αγωνιστικής πρωτοπορίας του κλάδου ήταν το ότι ενώ το 1958 διαλύθηκαν οι παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ και το σύνολο των μελών τους συνέχισε τη δράση του αποκλειστικά μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ, η παράνομη Κομματική Οργάνωση των Οικοδόμων συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1962. Αλλά και κατόπιν, οι αριστεροί συνδικαλιστές οικοδόμοι «συχνά πήρανε σημαντικές αποφάσεις και πρωτοβουλίες χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ΕΔΑ» (16).
Χαρακτηριστικό είναι και το ότι ο Τομέας Οικοδόμων της ΕΔΑ, γραμματέας του οποίου ήταν ο Ηλίας Στάβερης, είχε πάνω από 1.000 μέλη (17), αποτελώντας τη μεγαλύτερη εργατική οργάνωση του κόμματος.
Οι αγώνες των οικοδόμων σημαδεύουν την περίοδο 1960-1967, καθιστώντας τους πρωτοπόρο εργατικό κλάδο. Η ίδια η φύση των αιτημάτων και των αγώνων, τους έφεραν σε άμεση αντιπαράθεση με το ίδιο το κράτος. Τα αιτήματά τους «δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν παρά μόνο στο επίπεδο κρατικών μέτρων. Συνεπώς, η σύγκρουση πέρναγε αυτόματα σε σύγκρουση με το κράτος, και στρεφόταν ταυτόχρονα ενάντια στους πουλημένους συνδικαλιστικούς μηχανισμούς» (18).
Έχει ξεχωριστή σημασία το ότι «οι οικοδόμοι αναδείχθηκαν ως πολιτικά ανήσυχα υποκείμενα επειδή στο δικό τους χώρο απουσίαζε η πειθαρχία του εργοστασιακού συστήματος, ενώ συγχρόνως ενεργοποιούνταν πολιτικές αλληλεγγύης» (19). Οι αγώνες τους είχαν ως ευρύτερη στόχευση την αναχαίτιση της αστυνομοκρατίας του μετεμφυλιακού κράτους, γι’ αυτό και οι απεργίες τους είχαν συμβολικό βάρος, επειδή τοποθέτησαν με οξύτητα στο δημόσιο πεδίο το πρόβλημα των κοινωνικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής πολιτικής, και ανέδειξαν μια κινηματική διαδικασία. Έγιναν το σημείο αναφοράς για όλο το συνδικαλιστικό κίνημα εκείνης της εποχής, στο οποίο είχαν πρωτοποριακό και πρωταγωνιστικό ρόλο, και οι αγώνες τους είχαν χειροπιαστά αποτελέσματα, ανατρέποντας το πνεύμα ηττοπάθειας που κυριαρχούσε μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Υπό αυτήν την έννοια, οι αγώνες και οι νίκες τους ήταν στρατηγικής σημασίας για όλο το εργατικό κίνημα.
Η αγωνιστική διάθεση των οικοδόμων συνδεόταν με τη φύση της δουλειάς στην οικοδομή. Σύμφωνα με μαρτυρία οικοδόμου της εποχής, «είναι σκληρή δουλειά. Δηλαδή, κάθε άνθρωπος θα αντιδράσει. Επομένως, χρειάζεται ν’ αναπτύξεις τη θέλησή σου για ν’ αντιμετωπίσεις τη δουλειά. Στην οικοδομή αποκτάς, ας πούμε, ένα χαρακτήρα που είναι εύκολο ν’ αντισταθεί, ν’ αντισταθεί γενικά» (20).
Αφετηρία των μεγάλων αγώνων του οικοδομικού κλάδου της περιόδου 1960-1967 αποτέλεσε η αντίδραση στο ΝΔ 4104 του Σεπτεμβρίου 1960, που όριζε ότι για τη συνταξιοδότηση των οικοδόμων απαιτούνταν 4.050 ένσημα, αντί των 2.500 που χρειάζονταν μέχρι τότε. Επιπλέον, την τελευταία πριν τη συνταξιοδότηση πενταετία απαιτούνταν 175 ένσημα τον χρόνο.
Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις παρέμβαλαν σημαντικά έως και απαγορευτικά εμπόδια στη συνταξιοδότηση, με δεδομένο το ότι πολύ μεγάλο μέρος των οικοδόμων προερχόταν από περιοχές όπου το ΙΚΑ είχε αρχίσει σχετικά πρόσφατα τη λειτουργία του, όπως και τη μεσολάβηση περιόδων ανεργίας κατά τη μετακίνηση από τη μια οικοδομή στην άλλη και την κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας κατά τους χειμερινούς μήνες.
Η αντίδραση του οικοδομικού συνδικαλιστικού κινήματος εκφράστηκε με τη μεγάλη απεργία στις 1 και 2 Δεκεμβρίου 1960, που αποτέλεσε και την αφετηρία της ανάτασης συνολικά του εργατικού κινήματος, φέρνοντας τους οικοδόμους στην πρωτοπορία του. Ταυτόχρονα, τέθηκαν και τα άλλα βασικά αιτήματα του κλάδου, όπως η υπαγωγή, στο σύνολό του, στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, η καθιέρωση των επτά ωρών εργασίας, η εξυγίανση και ο εκδημοκρατισμός του συνδικαλιστικού κινήματος κ.ά.
Η απεργιακή κινητοποίηση των οικοδόμων αντιμετωπίστηκε με άγρια αστυνομική καταστολή και για πρώτη φορά έγινε στην Ελλάδα χρήση δακρυγόνων. Ήταν όμως και η πρώτη φορά μετά από μια δεκαπενταετία, που οι απεργοί διαδηλωτές αντεπιτέθηκαν στους αστυνομικούς, υποχρεώνοντάς τους πολλές φορές σε άτακτη υποχώρηση.
«Ήταν μια άλλη, πρωτόγνωρη εμπειρία, η οποία από ένα σημείο και ύστερα αισθάνεσαι να μεθάς, έτσι; Αισθάνεσαι να μεθάς, και είσαι ικανός για όλα», έλεγε, χρόνια αργότερα, οικοδόμος που συμμετείχε στην κινητοποίηση. «Δεν έφυγε κανείς από τη θέση του, δεν υποχώρησε από τη θέση του, δημιούργησε μια διάθεση επιθετική πια. Ε, αυτό έληξε σαν πανηγύρι μετά. Λέγοντας πανηγύρι, είναι αυτό το ξέσπασμα. Το από καιρό, από χρόνια καταπίεσης, προσβολών απέναντι στον μπάτσο. Κι εκείνη τη στιγμή ένιωθες τελικά ότι μπορείς να τ’ αναπληρώσεις» (21).
Φυσικά, δεν έλειψαν και οι εκδηλώσεις πανικού του ταξικού αντιπάλου, με την κυβερνητική εφημερίδα «Καθημερινή» να κρούει τον κώδωνα του κομμουνιστικού κινδύνου, γράφοντας ότι «η σημερινή Ελλάς δεν είναι καν η Ελλάς του 1936. Ευρίσκεται, έναντι του κομμουνιστικού κινδύνου εσωτερικού και εξωτερικού, εις χειροτέραν θέσιν. Διότι εσωτερικώς μεν δρα υπό δύο μορφάς, νόμιμον και παράνομον, ισχυρότατον κομμουνιστικόν κόμμα, εξωτερικώς δε ευρισκόμεθα υπό την πίεσιν ολοκλήρου του κομμουνιστικού όγκου της Ευρώπης» (22).
Οι αγώνες των οικοδόμων τα επόμενα χρόνια, λειτουργώντας ως η ατμομηχανή του εργατικού κινήματος, θα έχουν απτά αποτελέσματα. Τη συνταξιοδότηση στα 60 αντί των 65, την αναγνώριση ως βαρέων και ανθυγιεινών μιας σειράς ειδικοτήτων του κλάδου, την καθιέρωση του δωροαδειόσημου (23). Ιδιαίτερη επιτυχία του οικοδομικού κλάδου ήταν η de facto επιβολή του 7ωρου, το καλοκαίρι του 1964. Ενώ το σύνολο των άλλων εργαζομένων συνέχιζε να εργάζεται 8 ώρες τη μέρα επί 6 μέρες τη βδομάδα, άρα 48 ώρες εβδομαδιαίως, οι οικοδόμοι δούλευαν, πλέον, 7 ώρες τη μέρα και 6 το Σάββατο, άρα 41 ώρες συνολικά.
Συνάμα, οι οικοδόμοι συμμετείχαν ενεργά και συχνά πρωτοστατούσαν σε κινητοποιήσεις ενάντια στο μετεμφυλιακό καθεστώς της αστυνομοκρατίας και των περιορισμένων δημοκρατικών ελευθεριών, και ιδιαίτερα στο μεγάλο κίνημα των Ιουλιανών του 1965.
«Οικοδόμοι παλικάρια με περήφανη ψυχή», τραγουδούσε το 1966 ο κορυφαίος λαϊκός ερμηνευτής της εποχής, Στέλιος Καζαντζίδης, και το τραγούδι του αντηχούσε στα γιαπιά όλης της χώρας, ενώ ο νεαρός Διονύσης Σαββόπουλος αναφερόταν στην πλατεία που ήταν «γεμάτη από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές».
Ακόμη και στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, οι πιάτσες των οικοδόμων και τα γιαπιά θα λειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό, ως «απελευθερωμένα εδάφη», όπου οι οικοδόμοι μπορούν να συζητάνε πολιτικά και να εκφράζονται κατά του καθεστώτος, χωρίς τον φόβο της κατάδοσης από ενδεχόμενο χαφιέ (24). Αποκορύφωμα της αντιδικτατορικής τοποθέτησης του οικοδομικού κλάδου υπήρξε η μαζική συμμετοχή στην εξέγερση του Νοέμβρη 1973, χιλιάδων οικοδόμων, κυρίως νέων, αλλά και μεγαλύτερων, που είχαν συμμετάσχει στους προδικτατορικούς αγώνες.
1. Ανέστης Ταρπάγκος, Η βιομηχανία τεχνικών κατασκευών στην Ελλάδα (1951-1984) – Περιοδ. «Θέσεις», τ. 18, 1987.
2. Γιάννης Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από την επέκταση στην ανάπτυξη – Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 387.
3. Ανέστης Ταρπάγκος, ό.π.
4. Δήμητρα Λαμπροπούλου, Οικοδόμοι. Οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα 1950-1967 – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 21.
5. Στο ίδιο, σ. 164.
6. Στο ίδιο, σ. 123.
7. Ομάδα Μελέτης, Οι οικοδόμοι και η οικοδομή στη μεταπολεμική Ελλάδα – Εκδοτική Ομάδα Εργασία, Αθήνα 1975, σ. 32. Για τους ανειδίκευτους εργάτες στην αλυσίδα παραγωγής, εκείνης της εποχής, βλ. Αντόνιο Νέγκρι, Από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη – Κομμούνα, Αθήνα 1983.
8. Στο ίδιο, σ. 207 και 205.
9. Guy Burgel, Αθήνα. Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας – Εξάντας, Αθήνα 1976, σ. 384.
10. Δημήτρης Οικονόμου, Η στεγαστική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα: Βασικές ερμηνευτικές υποθέσεις, πιστοδότηση της στέγης και πολιτική επιτοκίων – Περιοδ. «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τ. 64, 1987.
11. Εφημ. «Ελευθερία», 11/1/1966.
12. Δήμητρα Λαμπροπούλου, ό.π., σ. 198.
13. Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015, σ. 181-182.
14. Δήμητρα Λαμπροπούλου, ό.π., σ. 291-292.
15. Γιάννης Βούλγαρης, η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009 – Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 57.
16. Ηλίας Στάβερης, Οικοδόμοι. Ηρωικοί αγώνες μια 7ετίας 1960-1967 - Προσκήνιο, Αθήνα 2003, σ. 38.
17. Στο ίδιο, σ. 53.
18. Ομάδα Μελέτης, ό.π., σ. 35.
19. Δήμητρα Λαμπροπούλου, ό.π., σ. 277.
20. Στο ίδιο, σ. 135.
21. Στο ίδιο, σ. 348-349.
22. Εφημ. «Η Καθημερινή», 2/12/1960.
23. Το δωροαδειόσημο επικολούνταν μαζί με τα ένσημα της ασφάλισης, καθώς οι οικοδόμοι δεν είχαν σταθερό εργοδότη, που να υποχρεώνεται να πληρώνει το δώρο των Χριστουγέννων και του Πάσχα, και την καλοκαιρινή άδεια. Τα «υπέρ αγνώστων» ήταν τα ένσημα που είχαν αγοράσει οι εργολάβοι από το ΙΚΑ, αλλά, για μια σειρά λόγους, δεν είχαν επικολληθεί.
24. Γιώργος Αλεξάτος, Συνέντευξη στο Χανδρινός Ιάσονας (επιμ.), Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου – Καστανιώτης, Αθήνα 2019.
kommon.gr, 1 Δεκεμβρίου 2023