Με αφορμή την επέτειο των Δεκεμβριανών, στα οποία ήταν τεράστια η συμμετοχή των γυναικών της Αθήνας και του Πειραιά, ακόμα και με το όπλο στο χέρι.
Κατά τη δεκαετία του 1940 οι εξελίξεις στη γυναικεία εργασία ήταν αντιφατικές και σε μεγάλο βαθμό παρακολουθούσαν τις γενικότερες διακυμάνσεις μεταξύ περιόδων εκτεταμένης ανεργίας και ζήτησης εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτή και ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που διαμόρφωσαν οι πολεμικές περιπέτειες και η κατοχή, είχε συντελεστεί μαζική έξοδος των γυναικών στον δημόσιο χώρο. Όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «η άποψη ότι οι γυναίκες πρέπει να ασχολούνται μόνο με το νοικοκυριό “τους” όλο και υποχωρεί. Οι δύσκολες συνθήκες του πολέμου και της Κατοχής θα άρουν τις προκαταλήψεις και θα δώσουν ένα αποφασιστικό χτύπημα σε αυτού του είδους τις αντιλήψεις» (1).
Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται και ενισχύεται και από την ένταξη πολύ μεγάλου ποσοστού γυναικών στο αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό να πούμε ότι η πρώτη μορφή μαζικής αντίδρασης που εκδηλώθηκε με τη λαϊκή αυτοοργάνωση για τη διεκδίκηση συσσιτίων και την αντιμετώπιση της πείνας, η μεγάλη Μάχη της Επιβίωσης, υπήρξε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, έργο των γυναικών των λαϊκών συνοικιών. Οι γυναίκες θα αποτελέσουν και το μεγάλο μέρος του δυναμικού της Εθνικής Αλληλεγγύης, που ξεπέρασε τα 600.000 μέλη, ενώ μεγάλο ήταν το ποσοστό των νέων γυναικών που συμμετείχαν στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων(ΕΠΟΝ), τα μέλη της οποίας έφταναν, επίσης, τα 600.000.
Τον Απρίλιο 1944 εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες θα ψηφίσουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε εκλογές για την ανάδειξη της Εθνοσυνέλευσης των Κορυσχάδων, και για πρώτη φορά θα εκλεγούν πέντε γυναίκες μεταξύ των μελών της.
Παρόλο που η συμμετοχή των γυναικών στο ΕΑΜ δεν σηματοδότησε την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων που θα επέφερε τη χειραφέτησή τους, έχοντας βρεθεί «αντιμέτωπες με έναν έμφυλο κανόνα, ο οποίος καθόρισε τις αναμονές του κινήματος από την εμπλοκή τους και προδιέγραψε ως ένα βαθμό τα περιθώρια της δράσης τους» (2), οπωσδήποτε άνοιξε νέες δυνατότητες στη διεκδίκησή της.
Με τη μαζική συμμετοχή στις οργανώσεις του εαμικού κινήματος πραγματοποιήθηκε
«μία από τις τομές στην ιστορία των γυναικών στην Ελλάδα. Η κοινωνική διάσταση αυτής της εμπειρίας είχε για τις νέες γυναίκες ένα ιδιαίτερο βάρος, διαφορετικό από αυτό που είχε για τους συνομήλικούς τους νέους» (3).
Όπως επισημαίνεται, «η νομικοπολιτική ισότητα των φύλων θεωρείται δεδομένη, αποτελεί κανόνα και αξία της αντιστασιακής τάξης πραγμάτων […] Τελικά μέσα στις
νέες μορφές οργάνωσης της πολιτικής κοινωνίας τείνει να κατοχυρωθεί, υπερβαίνοντας τις δεσμεύσεις του παρελθόντος, μια ουσιαστική παρουσία και συμμετοχή της γυναίκας, χωρίς πάντως η αντιστασιακή ιδεολογία και πρακτική να εξασφαλίζει την οριστική υπέρβαση της παραδοσιακής θεώρησης των ρόλων των δύο φύλων» (4).
Αποτελώντας την πλειονότητα των εργαζομένων σε κλάδους με ιδιαίτερη ανάπτυξη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, όπως ο καπνεργατικός και ο κλωστοϋφαντουργικός, με σημαντική παρουσία σε πολλούς άλλους κλάδους της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας, και κυριαρχώντας στον κλάδο των οικιακών υπηρεσιών, οι γυναίκες της εργατικής τάξης βίωναν, με μεγαλύτερη ένταση απ’ όσο οι άντρες, τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας της δεκαετίας του 1940. Κι αυτό, γιατί παρέμεναν οι εργασιακές σχέσεις ανισότητας σε βάρος τους και τα μεροκάματα εξακολουθούσαν να είναι κατά πολύ χαμηλότερα από τα αντρικά, παρά το ότι πολύ συχνά το γυναικείο εισόδημα ήταν το κύριο ή και το μοναδικό στην εργατική οικογένεια (5). Συνάμα, οι γυναίκες ήταν επιφορτισμένες με την ευθύνη του νοικοκυριού και της καθημερινής διαβίωσης της οικογένειας, μέσα σε καταστάσεις συχνά εφιαλτικές, λόγω της ανέχειας και των στερήσεων.
Αν και δεν έχουμε στη διάθεσή μας συγκεκριμένα στοιχεία, τα χρόνια της Κατοχής και τα αμέσως επόμενα, ευνόησαν την αύξηση της πορνείας, τόσο της μόνιμης όσο και της ευκαιριακής. Εντούτοις, από τις όποιες μαρτυρίες έχουμε υπόψη, είναι αμφίβολο αν αυτή προσέλαβε μαζικές διαστάσεις. Κι αυτό οφείλεται, κυρίως, στη συνοχή των οικογενειακού θεσμού στην Ελλάδα, αλλά και στην καθοριστική παρέμβαση του ΕΑΜ, που έχοντας ριζώσει στον εργαζόμενο λαϊκό κόσμο διαμόρφωνε συνειδήσεις που εναντιώνονταν σε τέτοιες καταστάσεις.
Οι de facto κατακτήσεις δικαιωμάτων στα χρόνια της Κατοχής αμφισβητούνταν έντονα και απροκάλυπτα από τις συντηρητικές δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό το τι γραφόταν λίγους μήνες μετά την Απελευθέρωση σε δεξιά εφημερίδα: «Είδαμε πολλά, που ανησύχησαν αρκετό κόσμο, τον καιρό της Κατοχής. Κάτω από τη σκλαβιά οι γυναίκες -τι αντίφασι!- πήραν ελευθερίες πολύ επικίνδυνες» (6).
Παρά τη μαζική συμμετοχή των γυναικών στο κίνημα Αντίστασης και στη στήριξη κυρίως απ’ αυτές της Μάχης για την Επιβίωση και της Εθνικής Αλληλεγγύης, δεν θα είναι εύκολη η σταθεροποίηση αυτής της τάσης. Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο 1945, ότι παρουσιάζεται «καθυστέρηση, τόσο στη διαμόρφωση πλατιών γυναικείων οργανώσεων, όσο και στη στρατολογία γυναικείων μελών στο κόμμα μας. Το ποσοστό τους δεν ξεπερνάει κατά μέσον όρο ένα 20-25%. Ελαττώνεται όμως πιο αισθητά σε ό,τι αφορά τα στελέχη». Η αρνητική αυτή κατάσταση αποδίδεται σε «ορισμένες προλήψεις και προκαταλήψεις» από τις οποίες καλείται να κόμμα να απαλλαγεί (7).
Η οργανωτική συγκρότηση του γυναικείου κινήματος είχε αρχίσει ήδη από το 1941, όταν νέες κομμουνίστριες, όπως η Καίτη Νισυρίου (Ζεύγου), η Ηλέκτρα Αποστόλου, η Μαρία Αγριγιαννάκη (Καραγιώργη) κ.ά., ίδρυσαν την οργάνωση Λεύτερη Νέα, η οποία το 1943 αυτοδιαλύθηκε, συμμετέχοντας στην ίδρυση της ΕΠΟΝ.
Το 1945 ιδρύθηκε η εαμική Πανελλήνια Ένωση Γυναικών (ΠΕΓ) και με πρωτοβουλία της, τον επόμενο χρόνο, η Πανελλαδική Ομοσπονδία Γυναικών (ΠΟΓ), η πιο μαζική οργάνωση σε όλη την ιστορία του ελληνικού γυναικείου κινήματος. Η ΠΟΓ τέθηκε εκτός νόμου και διαλύθηκε τον Δεκέμβριο 1947 και από το 1948, στις περιοχές όπου δρούσε ο ΔΣΕ, συγκροτήθηκε η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (ΠΔΕΓ).
Κορυφαία φυσιογνωμία του γυναικείου κινήματος όλων αυτών των χρόνων υπήρξε η Χρύσα Χατζηβασιλείου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΚΚΕ ήταν και το μοναδικό κόμμα που περιλάμβανε κάποια γυναίκα μεταξύ των ηγετικών του στελεχών.
1. Τασούλα Βερβενιώτη, Η γυναίκα της αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική – Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σ. 52.
2. Πολυμέρης Βόγλης, Η Αδύνατη Επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του Εμφυλίου Πολέμου – Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σ. 63.
3. Odette Varon-Vassard, Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση - Εστία, Αθήνα 2009, σ.82.
4. Χρήστος Τυροβούζης, Η αντιστασιακή ιδεολογία. Μια πρώτη συστηματοποίηση – Περιοδ. «Θέσεις», τ. 23-24, 1988.
5. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ένα από τα κύρια ζητήματα που έθεσε το 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Μάρτιο 1946, ήταν το «ίσο μεροκάματο σε άνδρες και γυναίκες» (Κωστής Καρπόζηλος, Συνδικάτα και πολιτική στην Ελλάδα του Εμφυλίου, στο (συλλογικό) Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 25).
6. Εφημ. «Εμπρός», 5/4/1945.
7. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμος έκτος 1945-1949 – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σ. 120-121.
*kommon.gr, 3 Δεκεμβρίου 2023