Της Ελένης Καρασσαβίδου, από το Tvxs
Είναι σχετικά σπάνιο να συναντάς, στον χώρο μάλιστα των άμεσα εμπλεκόμενων όχι με τους πολιτικούς θώκους αλλά με την πολιτική δράση, βιβλία που να συνδυάζουν την ενδελεχή μελέτη και εκτενή παράθεση πληροφοριών, σε συνδυασμό με τη δίκαιη, αμερόληπτη και όμως πολιτικά ξεκάθαρη κριτική στους πολιτικούς αντιπάλους σου. Αυτό ακριβώς πετυχαίνει ο Γιώργος Αλεξάτος στην μελέτη του με τον ευρηματικό τίτλο, δάνειο όπως αποκαλύπτει Κυπρίων συντρόφων του, οι «Ελλαδέμποροι» των εκδόσεων Άπαρσις. Ίσως μάλιστα η ίδια η διαδρομή του Αλεξάτου, ανθρώπου που συμβολίζει όσο λίγοι, όσο ελάχιστοι, τον διπλό αγώνα όσων ήθελαν κάποτε να φέρουν τον βαρύ τίτλο του αριστερού ανθρώπου όχι ως μόδα κι επίδειξη, αλλά ως στάση ζωής που πηγάζει από την διμέτωπη προσπάθεια της καθημερινής επιβίωσης και της προσωπικής αυτοβελτίωσης (ως όχημα, όμως, για ένα όραμα που δεν παύει στιγμή να είναι και συλλογικό) να εξηγεί και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της νέας έντυπης προσπάθειάς του.
Ο Γ. Αλεξάτος, βέβαια, δεν είναι νέος στο αναγνωστικό κοινό, αφού έχει εκδώσει κάποιες σημαντικές μελέτες: «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα» (β΄ έκδ. Κουκκίδα, 2014), «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου» (β΄ έκδ. Κουκκίδα, 2015) «To Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος» (δ΄ έκδ. Κύμα, 2017) κ.ά. Ακόμη, δύο αξιόλογα λογοτεχνικά του βιβλία είναι η «Πλατεία Μπελογιάννη» (ΚΨΜ, 2010) και «Η παράξενη υπόσχεση» (Άπαρσις, 2012).
Οι «Ελλαδέμποροι (Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα)» αποτελούν παρακαταθήκη, ήδη, πολύτιμη σε χώρα και χώρους που δεν ξέρουμε να μελετάμε αλλά αναμασάμε (και συχνά δεν αποτελούμε εξαίρεση) τα ιδεολογικά κουτάκια τα οποία βολεύουν εμάς και αδυνατίζουν τους πολιτικούς αγώνες μας. Γιατί εάν ισχύει, και ισχύει, η μεστή επισήμανση του Μπρεχτ πως μονάχα η πραγματικότητα θα μας δείξει πώς την πραγματικότητα θα αλλάξουμε, τότε αυτό το βιβλίο πρέπει να το διαβάσουν, κριτικά βέβαια, όλες και όλοι που θέλουν να σταθούν επιτυχημένα απέναντι στην άνοδο της άκρας Δεξιάς και στη νεοφασιστική απειλή.
Εδώ το «και» δεν είναι μόνο συντακτική επιλογή. Ο Αλεξάτος, στα βήματα άλλων σοβαρών, κυρίως ακαδημαϊκών μελετητών (όταν σέβονται τον ρόλο τους κάτι που δεν συμβαίνει πάντα, όπως υπενθυμίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας μιλώντας για τις επιστημονικοφανείς μελέτες ιστορικής αναθεώρησης από το 2000 και μετά) που συνέβαλλαν στο θέμα πριν από αυτόν και τις μελέτες των οποίων ο ίδιος πραγματικά εμπλουτίζει:
α. Διαφοροποιεί τον φασισμό από τον ναζισμό,
β. Την άκρα Δεξιά, (αναδεικνύοντας τις δικές της εσωτερικές διαφοροποιήσεις) από την απόλυτη ταύτιση με θεμέλιους λίθους και των δύο, (π.χ. τον απόλυτο αντικοινοβουλευτισμό),
γ. Την ξεκάθαρη διχοτόμηση προοδευτικών και συντηρητικών γύρω από τον Βενιζέλο, όπως επιχειρήθηκε εκ των υστέρων από το στρατόπεδο των βενιζελικών και συνεχίστηκε για λόγους πολιτικής λαθροχειρίας από κόμματα και φορείς της μεταπολίτευσης,
δ. Ανατρέπει το αυτονόητο πως η διείσδυση αυτών των χώρων αφορά αμόρφωτους προλετάριους (ανάγνωση που επιχειρήθηκε και, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατόρθωσε να επιβληθεί αρχίζοντας από τη ναζιστική Γερμανία ώστε να κρύψει τις ευθύνες μορφωμένων στρωμάτων και παραγόντων του συστήματος), τονίζει τον μικροαστικό κοινωνικό τους χαρακτήρα και υπενθυμίζει τη διείσδυσή τους και σε χώρους «παιδείας» όπως τα ΑΕΙ του μεσοπολέμου (σχετική και η μελέτη του Kedurie και άλλων που υπενθυμίζουν την συγκρότηση του εθνικισμού ως κινήματος νεαρών φιλολόγων, υπενθυμίζοντας πέρα από την γνωστή φωτεινή και την σκοτεινή ιστορία της γλώσσας),
ε. Παραθέτει πλήθος εμπεριστατωμένων ιστορικών γεγονότων και λεπτομερειών, από την υποδόρια προσπάθεια του Μουσολίνι να προωθήσει τον φασισμό απέναντι στο ναζισμό, μέχρι τις συμπάθειες ιστορικών προσώπων όπως ο Πλαστήρας, ο Κονδύλης, ο Γονατάς κ.ά., προς τον φασισμό
στ. Αναδεικνύει τους λόγους για τους οποίους το φασιστικό κίνημα δεν γενικεύτηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα ποτέ (όπως π.χ. τη συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού μέσα από μια Επανάσταση, τη μη συμμετοχή της Ελλάδας στην αποικιοκρατία, την άτυπη κοινωνική συμμαχία μικροϊδιοκτητικής και εργατικής τάξης κ.ά.), και
η. Όλα αυτά (για να επισημάνουμε μονάχα μερικά από όσα κατορθώνει στη μελέτη του) δίχως να συγχωρεί ποτέ καμιά από τις εκφάνσεις των πολιτικών αντιπάλων όσων επιχείρησαν να μεστώσουν την ελπίδα, όπως ήταν και οι εκπρόσωποι του εργατικού κινήματος και της κομμουνιστικής (κοινωνιστικής) ιδέας που επιχείρησε, μέσα σε σωστά και λάθη που πρέπει να κρίνουμε (και αυτά) διαρκώς, να φτιάξει έναν δικαιότερο, λιγότερο αντιφατικό κόσμο. Η πληθώρα, δε, των περιστατικών που παραθέτει είναι τόση και τέτοια που στην αρχική της γραφή αυτή η βιβλιοκριτική επισήμανση ξεπερνούσε τις 3.000 λέξεις, και είχε γίνει άρθρο επιστημονικού συμποσίου (και έτσι θα πρέπει κάποτε να χρησιμοποιηθεί).
Η μελέτη του Αλεξάτου δεν αφορά, όμως, μόνο το παρελθόν και τις τωρινές του παραφυάδες ώστε να συνδέουμε επιλογές, πρόσωπα και ιστορίες ξεσκεπάζοντας τους κυνικούς μεταπράτες της πατρίδας μας... Σε εποχή όπως η σκοτεινή που διανύουμε, η αληθινή πολιτική γνώση, και η (παρά κάποιες επιμέρους διαφωνίες στις οποίες μπορεί χαλαρά και να λαθεύουμε) ορθή ανάλυση των παραγόντων που διαμόρφωσαν τον κοινωνικο-πολιτικό σχηματισμό του 20ού αιώνα στη χώρα μας, μπορεί να είναι η φωτεινή πυξίδα στην καρίνα της πιρόγας, ώστε να οδηγηθούμε, μέσα από την πνευματική, κοινωνική και πάνω απ’ όλα συνεπαγωγικά πολιτική προσπάθεια, σε λιγότερο ομιχλώδη και περισσότερο ελπιδοφόρα νερά.
Η ιδιαίτερη ηθική αξία του να επιλέξεις ως συγγραφέας και ως αναγνώστης/τρια αυτό το θέμα σήμερα είναι, άλλωστε, αυτή.