"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Νίκος Πουλαντζάς. Πέρα από τον ιδεαλισμό και τον οικονομισμό

2018-10-04 11:46

Στις 3 Οκτωβρίου 1979 ο Νίκος Πουλαντζάς, ένας από τους μεγάλους μαρξιστές θεωρητικούς του 20ού αιώνα, έδινε τέλος στη ζωή του, αφήνοντάς μας ένα σημαντικό έργο, που σημάδεψε τον μαρξιστικό διάλογο παγκοσμίως.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1936, ο Νίκος Πουλαντζάς εντάχθηκε ως φοιτητής της Νομικής στην Αριστερά, μέσα από σχέση βιωματική, συμμετέχοντας στους αγώνες των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του ’60, για την αλληλεγγύη στον αγωνιζόμενο λαό της Κύπρου, για την προώθηση των φοιτητικών αιτημάτων, για τη δημοκρατία και την απαλλαγή από το μετεμφυλιακό καθεστώς της αστυνομοκρατίας και της τρομοκρατίας.

Τη σχέση αυτή με την Αριστερά τη διατήρησε και κατά τις σπουδές του στη Γερμανία, αλλά και μετά την ανάδειξή του ως πανεπιστημιακού καθηγητή στο Παρίσι, έχοντας ενταχθεί στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του 1968 στο ΚΚΕ εσωτερικού, όπου τοποθετήθηκε στην αριστερή του πτέρυγα, αντιτασσόμενος στην “κυρκική” στροφή του 1973, που σηματοδότησε την κυριαρχία μιας σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής του αιτήματος της κομμουνιστικής ανανέωσης.

Επανεξετάζοντας τις πρώιμες αναφορές του στους θεωρητικούς του λεγόμενου “ανθρωπιστικού” ή “υποκειμενιστικού” μαρξισμού (κυρίως τους ΛούκατςΣαρτρ και Γκολντμάν), προσέγγισε το έργο του Γκράμσι και τις αναλύσεις του Αλτουσέρ, επικεντρώνοντας στο ζήτημα του κράτους, έχοντας διαπιστώσει την απουσία μιας σχετικής μαρξιστικής θεωρίας επιστημονικά επαρκούς. Επιστρέφοντας σε μια υλιστική αντίληψη της ιστορίας, πέρα από ιδεαλιστικές επιρροές.

Με το έργο του “Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις”, που εκδόθηκε το 1968, πραγματοποιεί μια σημαντική τομή, προτείνοντας την υπέρβαση της παραδοσιακής αντίληψης περί “κράτους-εργαλείου” που χρησιμοποιείται κατά βούληση και συνειδητά από την άρχουσα τάξη. Κατά τον Πουλαντζά, το κράτος, χωρίς να παύει να συνιστά πεδίο άσκησης της πολιτικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, αποτελεί ταυτόχρονα την “υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων”.

Στη βάση της αντίληψής του βρίσκεται η έννοια της σχετικής αυτονομίας των τριών στοιχείων της κοινωνικής δομής: του οικονομικού, του πολιτικού και του ιδεολογικού. Καθώς, όπως έγραψε ο Ένγκελς και τεκμηρίωσε ο Αλτουσέρ, το οικονομικό στοιχείο δεν είναι καθοριστικό παρά μόνο σε “τελευταία ανάλυση”το κράτος εξυπηρετεί τα πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου, ενώ διαπερνάται και το ίδιο από αντιφάσεις, που αντανακλούν και τις πιέσεις που δέχεται από το εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Η συγκρότηση μιας μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος που υπερβαίνει την “εργαλειακή” αντίληψη, αποτέλεσε και τη βάση για μια μαρξιστική θεωρία για τον φασισμό, κυρίως με το έργο “Φασισμός και δικτατορία”. Για τον Πουλαντζά, η μελέτη του φασιστικού φαινομένου υποχρεώνει στην αναγνώριση της σχέσης του με τον ιμπεριαλισμό, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνονται οι διαφορές του φασισμού με τις άλλες μορφές των καθεστώτων έκτακτης ανάγκης. Ως κύρια και πολιτικά άκρως σημαντική διαφορά αναφέρεται η συγκρότηση μαζικού λαϊκού “αντεπαναστατικού κινήματος”, μέσα από την κινητοποίηση μικροαστικών μαζών που συμμαχούν -ηγεμονευόμενες- με την αστική τάξη ενάντια στην εργατική.

Ιδιαίτερη υπήρξε η συνεισφορά του Πουλαντζά και στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις. Εμμένοντας στη θέση του Αλτουσέρ για την αδυναμία αντιμετώπισης των τάξεων σαν παρεπόμενων των εξελίξεων στο οικονομικό επίπεδο (όπως προκύπτει από τη διάκριση μεταξύ τάξης καθαυτής και τάξης για τον εαυτό της), ο Πουλαντζάς υποστήριξε (κυρίως στο “Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό”) ότι η συγκρότηση των τάξεων και η ταξική πάλη αποτελούν μια και μόνη ταυτόχρονη διαδικασία. Όπως γράφει συγκεκριμένα, “ο μαρξισμός θεωρεί τις κοινωνικές τάξεις σαν τα κοινωνικά σύνολα στα οποία αναπτύσσονται (ταξικές) αντιφάσεις και (ταξικοί) αγώνες μέσα σε μια και ενιαία κίνηση: Οι κοινωνικές τάξεις δεν υπάρχουν πρώτα ως τάξεις για να μπουν ύστερα στην ταξική πάλη, πράγμα που θα άφηνε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν τάχα τάξεις χωρίς πάλη των τάξεων. Οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές ταξικής πρακτικής, δηλαδή με την πάλη των τάξεων και βρίσκουν τη θέση τους μόνο μέσα στην αντίθεσή τους”.

Όπως είναι φανερό, ο Πουλαντζάς επιχειρεί με όλο του το έργο να παραμείνει στο έδαφος ενός μαρξισμού επιστημονικού, που έχει ως βάση του τη θέση του Μαρξ ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η πάλη των τάξεων. Απορρίπτει, έτσι, τις οικονομιστικές απόψεις περί προτεραιότητας της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην ιστορική διαδικασία, καθώς και αυτή η ανάπτυξη υπόκειται στους όρους που διαμορφώνει ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων σε κάθε ιστορική στιγμή.

Αντικρούοντας τις κυρίαρχες στα Κ.Κ. της εποχής του θέσεις που ενέτασσαν στην εργατική τάξη το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων, ο Πουλαντζάς υποστήριξε ότι κριτήριο για την ένταξη αυτή αποτελεί η άμεση συμμετοχή στην παραγωγή υπεραξίας. Απέκλειε, έτσι, μια σειρά κλάδων εργαζομένων, κυρίως όσους δεν εργάζονται χειρωνακτικά, εντάσσοντάς τους στη “νέα μικροαστική τάξη”. Όσο κι αν η θέση του αυτή επικρίνεται ως εξαιρετικά περιοριστική της έννοιας της εργατικής τάξης, εντούτοις, η διατύπωσή της συνέβαλε στο προχώρημα της σχετικής συζήτησης μεταξύ των μαρξιστών.

Σοβαρές επικρίσεις δέχτηκαν από διάφορες πλευρές και οι απόψεις που διατύπωσε στο τελευταίο του βιβλίο, “Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός”. Η προσέγγιση των θέσεων του ευρωκομμουνισμού, με τη σαφή απομάκρυνση από τη θεωρία της δυαδικής εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου, αντιμετωπίστηκαν σαν απόκλιση από τις μέχρι τότε θεωρητικές του τοποθετήσεις.

Παρ’ όλα αυτά, και σ’ αυτό του το έργο επέμενε στην προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, στη ρήξη με τον καπιταλισμό, μέσα από έναν δημοκρατικό δρόμο, που δεν είναι δημοκρατικός γιατί προσαρμόζεται στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά γιατί είναι δρόμος μαζών και μαζικών κινημάτων.

Η σοσιαλιστική προοπτική, μέσα από έναν τέτοιο δρόμο κοινωνικού μετασχηματισμού, δεν γίνεται νοητή ειμή μόνο με την κατοχύρωση και περαιτέρω διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων σε μια κατεύθυνση αμεσοδημοκρατική, που ήδη θα πρέπει να αποτελεί επιδίωξη και των ίδιων των μαζικών κινημάτων. Αυτή την έννοια είχε και η περίφημη φράση του “ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει”.

*Ίσκρα, 3 Οκτωβρίου 2018