"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Μνήμη Χρόνη Μίσσιου

2015-11-22 07:05

Σαν σήμερα πριν τρία χρόνια, στις 20 Νοεμβρίου 2012, έκανα τις τελευταίες διορθώσεις στη σελιδοποίηση του "Ιστορικού λεξικού του ελληνικού εργατικού κινήματος" για την τρίτη του έκδοση, μαζί με φίλη γραφίστρια. Θα ήταν τέτοια ώρα, όταν φίλος, που πέρασε από κει, μας πληροφόρησε για τον θάνατο του Χρόνη Μίσσιου. 
Λίγο μετά, όταν συνήλθα από τον πρώτο κλονισμό, ήμουν στην άσχημη θέση να προσθέσω, στο σύντομο λήμμα με τη βιογραφία του, τη δύσκολη φράση "πέθανε το 2012".

Θυμήθηκα και το είπα στους δύο φίλους εκείνο το βράδυ, πώς πρωτογνώρισα τον Χρόνη, το καλοκαίρι του 1977.

Μια μέρα με αφόρητη ζέστη, χιλιάδες κάτοικοι του Κερατσινίου πραγματοποιούσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την απομάκρυνση της χαβούζας που είχε εγκαταστήσει στην πόλη τους η κυβέρνηση Καραμανλή. Καθώς απέναντι από το τεράστιο πλήθος είχε παραταχθεί ολόκληρος στρατός από ΜΑΤ και "αύρες" με τις μηχανές αναμμένες, είχε συγκροτηθεί στις τρεις πρώτες σειρές της συγκέντρωσης ισχυρή περιφρούρηση, από μέλη της ΚΝΕ, της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ.

Κάποια στιγμή, ένας ψηλός λεπτός άντρας 45-50 χρόνων με παχύ μουστάκι, κρατώντας δυο τσάντες με νερά εμφιαλωμένα και τσιγάρα, πλησίασε την πρώτη γραμμή της περιφρούρησης και ρώτησε με δυνατή φωνή: "ποιος είναι ο υπεύθυνος του Ρήγα, εδώ;"

Εγώ ήμουν ο υπεύθυνος, εκ μέρους της Οργάνωσης Πειραιά. 
Με ρώτησε πώς με λένε και αν είμαι φοιτητής. Συστήθηκα και του είπα πως είμαι οικοδόμος.

"Κι εγώ εργάτης είμαι, συντροφάκι", μου είπε. "Σας έφερα αυτά τα λίγα πράγματα. Δεν είχα λεφτά για περισσότερα. Δώσε τα νερά, από μια-δυο γουλιές θα φτάσουν για καμπόσους, και μοίρασε κι από ένα τσιγάρο στον καθένα. Όχι μόνο στους ρηγάδες. Και στ' άλλα τα παλικάρια".

Τον ρώτησα ποιος είναι.
"Χρόνη Μίσσιο, με λένε", μου απάντησε.

Ήξερα πως ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, του ΚΚΕ εσωτερικού, πως είχε κάνει χρόνια φυλακές και εξορίες. Αλλά δεν πρόλαβα να του πω τίποτα. Έφυγε με βηματισμό γρήγορο, που θα τον ζήλευε και κάποιος της ηλικίας των είκοσι χρόνων, όσο ήμουν τότε κι εγώ.

Θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να τον ξανασυναντήσω και να τον γνωρίσω καλύτερα. Κι όταν του ανέφερα το περιστατικό εκείνης της μέρας στο Κερατσίνι, το μόνο που μου είπε ήταν, "σιγά το κατόρθωμα που έκανα!".