"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Καπιταλιστική ανάπτυξη και εργατική τάξη στις παραμονές της Επανάστασης του 1821

2021-01-27 17:31

Στο πλήθος των δημοσιευμάτων που βλέπουν το φως με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, ακόμη και σ’ αυτά που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας και επικεντρώνουν, λιγότερο ή περισσότερο, στις ταξικές κοινωνικές διεργασίες της εποχής, απουσιάζουν οι αναφορές στην εργατική τάξη.

Αυτό δεν είναι παράδοξο, καθώς η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στον οθωμανικό κοινωνικό σχηματισμό ήταν περιορισμένη και η εργατική τάξη μόλις τότε άρχιζε να συγκροτείται κοινωνικά. Κατά συνέπεια, η βαρύτητά της στις ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις της περιόδου ήταν ελάχιστη έως και ασήμαντη.

Εντούτοις, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως η εργατική τάξη ήταν ανύπαρκτη τόσο γενικότερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εκείνων των χρόνων, όσο και στην επαναστατημένη Ελλάδα.

 

Οι απαρχές της καπιταλιστικής ανάπτυξης

Στον ελλαδικό χώρο είχαν αναπτυχθεί ήδη από τον 18ο αιώνα μια σειρά εμποροβιοτεχνικά και εμποροναυτιλιακά κέντρα, κυρίως σε ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και σε άγονα νησιά, που εποικίστηκαν κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης, από χριστιανικούς (ελληνόφωνους και μη) πληθυσμούς που ήθελαν να αποφύγουν την άμεση καταπίεση (1). Στις αρχές του 19ου αιώνα, σε συνολικό πληθυσμό 1.650.000 κατοίκων στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό ελληνικό κράτος (2), η οικοτεχνία και η βιοτεχνία απασχολούσαν 40-50.000 άτομα (3), παράγοντας το 30% του ακαθάριστου προϊόντος στον χώρο αυτό (4).

Ιδιαίτερη ήταν η δραστηριότητα των Ελλήνων στο εμπόριο και τη ναυτιλία, που μέσω των ελληνικών παροικιών επεκτάθηκε από την Αίγυπτο μέχρι τη Ρωσία και την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Αξιοποιώντας τη γεωγραφική θέση της χώρας τους και απαλλαγμένοι από ιδεολογικούς-θρησκευτικούς περιορισμούς (ιδιαίτερα έντονους στην οθωμανική άρχουσα τάξη), οι Έλληνες αστοί ευνοούνταν και από τα ιδιαίτερα προνόμια που κατείχε, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία στην πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (5).

Το ελληνικό εμπορικό και ναυτιλιακό κεφάλαιο έκανε την εμφάνισή του στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου πολύ νωρίς και από τον 18ο αιώνα «έπαιρνε μια ξεχωριστή θέση σ’ όλες τις μεγάλες αγορές της Ανατολής και τη συνέδεε με τη λοιπή Μεσόγειο και την Ευρώπη» (6). Η διαμόρφωση της πρώιμης ελληνικής αστικής τάξης μέσω αυτών των δραστηριοτήτων, που αναπτύσσονται κυρίως έξω από τον ελλαδικό χώρο, συνδέεται με τη συγκρότηση και ενίσχυση των παροικιών του Ελληνισμού της διασποράς. 

Σε μια περίοδο κατά την οποία το εμπορικό κεφάλαιο της Δύσης τείνει να διαμορφώσει μια παγκόσμια αγορά μέσω της αποικιοκρατίας, η ημιαποικιοκρατική διείσδυση στην Εγγύς Ανατολή (7) προσδιορίζει για τη νεοσχηματιζόμενη ελληνική αστική τάξη έναν «ρόλο ενδιάμεσου» στην εκμετάλλευση της περιοχής (8). Συνδέοντας τις δραστηριότητές τους με τη διείσδυση του δυτικού κεφαλαίου (9), οι Έλληνες αστοί συμμετείχαν, πρώτα απ’ όλα, στην εκμετάλλευση των ομόδοξων χριστιανικών λαών της Βαλκανικής (10).

Η ναυτιλία αποτέλεσε τον κύριο τομέα όπου πραγματοποιήθηκε η συσσώρευση του ελληνικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα μετά τη ρωσοτουρκική Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, με την οποία τα ελληνόκτητα πλοία τέθηκαν υπό την προστασία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Η συγκρότηση μιας ελληνικής αστικής τάξης που αναπτύσσει δραστηριότητες σε μια ευρύτατη περιοχή, συμπίπτει χρονικά με τις διαδικασίες αποσύνθεσης του ανατολικού (ασιατικού) τρόπου παραγωγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (11). Τότε που η  αυτονόμηση αξιωματούχων του οθωμανικού κράτους που ιδιοποιούνται τη γη (η οποία στο πλαίσιο του ανατολικού τρόπου παραγωγής θεωρούνταν πως ανήκε στον Σουλτάνο) και μετατρέπονται σε τσιφλικάδες-φεουδάρχες, συνοδεύεται από την αποδιάρθρωση των παραδοσιακών και κρατικά ελεγχόμενων συντεχνιών και την ανάδυση καπιταλιστικών-εμπορευματικών σχέσεων, που συντελούν στην ενίσχυση της ελληνικής αστικής τάξης (12).

Οι διαδικασίες αυτές είναι πιο έντονες στη νότια Ελλάδα και τα νησιά, όπου βρίσκεται «σε εξέλιξη μια διαδικασία γρήγορης διάλυσης των ασιατικού τρόπου παραγωγής και των ασιατικών κοινοτήτων προς όφελος των καπιταλιστικών κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων» (13). Η ελληνική αστική τάξη έχει ενισχύσει τη θέση της στον ελλαδικό χώρο (14), συνδεόμενη στενά με το εξωελλαδικό παροικιακό κεφάλαιο. Παράλληλα, αλλάζει και ο ρόλος των προεστών των ελληνικών κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο.

Οι προεστοί (δημογέροντες ή κοτζαμπάσηδες), που λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και της οθωμανικής εξουσίας, γίνονται και ενδιάμεσοι μεταξύ των άμεσων παραγωγών και του εμπορικού κεφαλαίου και «μετασχηματίζονται έτσι σε φορείς μιας τοπικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας αστικού τύπου» (15). Μέσα απ’ αυτές τις εξελίξεις, διαμορφώνεται ένας συνασπισμός ανώτερων τάξεων, αστών και προκρίτων (οι οποίοι στις πεδινές περιοχές ήταν συνήθως και μεγαλογαιοκτήμονες), υπό την ηγεμονία του παροικιακού εμπορικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου, που έμεινε στη λαϊκή γλώσσα με την ονομασία «τα τζάκια» (16). 

 

Η εργατική τάξη

Από τα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα στα αναπτυσσόμενα εμποροβιοτεχνικά και εμποροναυτιλιακά κέντρα συντελείται ο χωρισμός της εργασίας από το κεφάλαιο και δημιουργούνται οι όροι για την υπαγωγή της εργασίας στις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και αναπαραγωγής (17). Μέχρι τότε η βασική μορφή τεχνικής παραγωγής ήταν η χειροτεχνία, που εντασσόταν στο πλαίσιο της οικιακής οικονομίας. Τώρα «η χειροτεχνία σπάζει πια τα σπιτικά πλαίσια και δουλεύει για την αγορά» (18). 

Χαρακτηριστική των νέων σχέσεων που διαμορφώνονται εκείνα τα χρόνια είναι η περίπτωση των Αμπελακίων της Θεσσαλίας. Εκεί, κυρίαρχο το εμπορικό κεφάλαιο, υπέταξε τους εργαζόμενους, επιβάλλοντας στους μεν υπαλλήλους του «Συνεταιρισμού» τη μισθωτή εργασία, στους δε εργάτες και εργάτριες την αμοιβή «με το κομμάτι» (19). Όχι μόνο στα Αμπελάκια, αλλά και σε όλα, σχεδόν, τα αναπτυσσόμενα βιοτεχνικά κέντρα, οι τεχνίτες και οι τεχνίτριες δούλευαν, πλέον, όχι για τους εαυτούς τους, ως ανεξάρτητοι παραγωγοί, αλλά για τους εμπόρους -συνήθως πάροικους, που εμπορεύονταν εκτός ελλαδικού χώρου- που αγόραζαν από πριν την παραγωγή (20). 

Εκεί είναι που εκδηλώνονται και οι πρώτες εργατικές διαμαρτυρίες. Στα Αμπελάκια εκδηλώθηκαν και οι πρώτες αντιδράσεις ενάντια στην εισαγωγή μηχανών που εντατικοποιούσαν την εργασία και πίεζαν προς τα κάτω την εργατική αμοιβή (21). Πρόκειται για αντιδράσεις που συμπίπτουν χρονικά με το αντίστοιχο αγγλικό κίνημα των λουντιστών.

Αντιστάσεις απέναντι στην αδηφάγα τάση της νεοσχηματιζόμενης αστικής τάξης για συσσώρευση, μέσω της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, εκδηλώνονται και στον χώρο της ναυτιλίας. Με τις αντιδράσεις αυτές συνδέεται η υπογραφή, το 1818, της πρώτης συλλογικής σύμβασης εργασίας, μεταξύ των πλοιοκτητών και των ναυτεργατών της Ύδρας. Σύμφωνα μ’ αυτήν, τα κέρδη από τη μεταφορά εμπορευμάτων μοιράζονταν σε 70 μερίδες, από τις οποίες τις 20 έπαιρνε ο πλοιοκτήτης, από μία οι ναύτες, από μισή κάθε ναυτόπουλο κ.λπ. (22).

Κατά τις παραμονές της Επανάστασης του 1821 υπολογίζεται ότι τα μεροκάματα των τεχνιτών ήταν 60 παράδες και των βοηθών 20, ενώ 20-25 παράδες έπαιρναν οι εργάτες και οι εργάτριες γης, που στρατολογούνταν μεταξύ των ακτημόνων αγροτών, των μικροκληρούχων και των ξεπεσμένων τεχνιτών των συντεχνιών  (23). Οι τιμές των ειδών διατροφής  ήταν 6 παράδες για μια οκά κρέας και για μια οκά τυρί, 5 για μια οκά ψάρια και 4 για μια οκά ψωμί.  Κατά συνέπεια, με ένα μεροκάματο τεχνίτη αγοράζονταν 10 οκάδες κρέας ή τυρί (περίπου 12 κιλά) ή  12 οκάδες ψάρια ή 15 οκάδες ψωμί. Αντιστοίχως, με το κατώτερο μεροκάματο των 20 παράδων αγοράζονταν 3,3 οκάδες κρέας ή τυρί ή 4 οκάδες ψάρια ή 5 οκάδες ψωμί.  Επιπλέον, οι εργοδότες επιβαρύνονταν και με τη χορήγηση τροφής τις μέρες εργασίας  (24). Πρέπει να πούμε πως εκείνα τα χρόνια οι μέρες εργασίες δεν ξεπερνούσαν τις 220-245 ετησίως, λόγω των πολλών θρησκευτικών εορτών (25).

Καθώς το σύνολο του πληθυσμού ζούσε σε ιδιόκτητους χώρους (σπίτια ή καλύβες), ενώ οι ανάγκες ένδυσης και υπόδησης δεν εξαρτώνταν από επιταγές της οποιασδήποτε μόδας, οι εργαζόμενοι εκείνης της εποχής ξόδευαν, κυρίως, για είδη διατροφής και οι αποδοχές τους τους έδιναν τη δυνατότητα κάλυψης των καθημερινών τους αναγκών.

Σοβαρές υπήρξαν οι επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης της οικοτεχνικής παραγωγής υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου στη συνολική δομή της ελληνικής κοινωνίας και μάλιστα στη θέση της γυναίκας σ’ αυτήν. Αντίθετα απ’ ό,τι συνήθως πιστεύεται, τα δικαιώματα που απολάμβαναν ως αυτονόητα οι γυναίκες στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στα εμποροβιοτεχνικά και εμποροναυτιλιακά κέντρα, ξάφνιαζαν τους δυτικούς περιηγητές (26). Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής βιοτεχνικής παραγωγής, περιορίζοντας τη βαρύτητα του ρόλου της γυναίκας που της εξασφάλιζε η ανεξάρτητη οικοτεχνική δραστηριότητα, συνέβαλε καθοριστικά στον περιορισμό της ισχύος της μέσα στην οικογένεια, με συνέπεια την ισχυροποίηση των πατριαρχικών σχέσεων  (27).

Πριν, λοιπόν, από την Επανάσταση του 1821 υπήρχε στην Ελλάδα μια πρώιμη εργατική τάξη, σε συνθήκες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (28). Η μεγάλη, εντούτοις, πλειονότητα των εργαζομένων -πέρα από τον μεγάλο όγκο των απασχολούμενων στην αγροτική παραγωγή- είτε εξακολουθούσε να εργάζεται στο πλαίσιο συντεχνιακών σχέσεων είτε αποτελούνταν από ανεξάρτητους παραγωγούς, οι οποίοι πλήθαιναν, στον βαθμό που εξασθενούσε το παραδοσιακό συντεχνιακό σύστημα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Κωστής Μοσκώφ,  Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα – γ΄ έκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 71 κ.έ.

 

2. Στο ίδιο, σ. 76.

 

3. Στο ίδιο, σ. 79.

 

4. Γιώργος Κατσούλης - Μάριος Νικολινάκος - Βασίλης Φίλιας, ό.π.,  σ. 123. Σύμφωνα με τον Βασίλη Κρεμμυδά (Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας 1700-1821 – Εξάντας, Αθήνα 1976, σ. 143), η βιοτεχνία παρήγαγε συνολικά το 30% του ακαθάριστου προϊόντος στον ελλαδικό χώρο.

 

5. Γιάννης Μηλιός, Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από την επέκταση στην ανάπτυξη – Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 169.

 

6. Σεραφείμ Μάξιμος, Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού. Τουρκοκρατία 1685-1789 – γ΄ έκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1973, σ. 15-16.

 

7. Νίκος Ψυρούκης, Ιστορικός χώρος και Ελλάδα – Επικαιρότητα, Αθήνα 1973, σ. 94.

 

8. Σεραφείμ Μάξιμος, ό.π., σ.27.

 

9. Ιωάννης Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς – Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 49.

 

10. Traian Stoianovich, Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος, στο Σπύρος Ασδραχάς (επιμ.), Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αι.) – Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 329. Eric Hobsbawm, Η Εποχή των επαναστάσεων 1789-1848 – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, σ. 204.

 

11. Σύμφωνα με μια μαρξιστική προσέγγιση, «ο ασιατικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία: α) Μια σχέση ιδιοκτησίας πάνω στη γη που ασκείται από την άρχουσα τάξη. β) Μια σχέση κατοχής (νομής) της γης, που παραμένει στα χέρια των εργαζομένων –οι οποίοι υπόκεινται στις συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. γ) Το αποφασιστικό στοιχείο όμως του ασιατικού τρόπου παραγωγής που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά από όλους τους άλλους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής είναι ότι τόσο οι σχέσεις παραγωγής όσο και οι σχέσεις κατοχής οργανώνονται κοινωνικά όχι σε ατομική αλλά σε συλλογική βάση. Απουσιάζουν δηλαδή όλες οι μορφές τόσο της ατομικής ιδιοκτησίας όσο και της ατομικής κατοχής» (Γιάννης Μηλιός, ό.π., σ. 165).

Κατά τον Σαμίρ Αμίν (Η άνιση ανάπτυξη – Καστανιώτης, Αθήνα 1976, σ. 12), ο ανατολικός τρόπος παραγωγής εντάσσεται μαζί με τον φεουδαρχικό στην ευρύτερη έννοια του δοσιματικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος «χαρακτηρίζεται από τη διαίρεση της κοινωνίας σε δύο βασικές τάξεις: την αγροτική οργανωμένη σε κοινότητες και την άρχουσα τάξη που μονοπωλεί τις λειτουργίες της πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας και εισπράττει ένα δόσιμο (όχι εμπορευματικό) από τις αγροτικές κοινότητες».

 

12. Γιάννης Μηλιός, ό.π., σ. 183 κ.έ. Ηλίας Νικολόπουλος, Δομές και θεσμοί στην Τουρκοκρατία. Τα Αμπελάκια και ο κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός του ελλαδικού χώρου – Κάλβος, Αθήνα 1988, σ. 81.

 

13. Γιάννης Μηλιός, ό.π., σ. 189.

 

14. Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας – ια΄ έκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σ.54. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,  Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Οικονομικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα 1830-1922 – Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ. 39. Ηλίας Νικολόπουλος, Ο παροικιακός ελληνισμός ανάμεσα στον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα – περιοδ. «Μηνιαία Επιθεώρηση», τ. 47 1985, σ. 75.

 

15. Γιάννης Μηλιός, ό.π., σ. 187-188.

 

16. Νίκος Σβορώνος, ό.π., σ. 54-55.

 

17. Γιάννης Μηλιός, ό.π., σ. 186.

 

18. Γιάννης Ζέβγος, Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας – Διόνυσος, Αθήνα χ.χ.ε., σ. 14.

 

19. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα – στ΄ έκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1973, σ. 146-147.

 

20. Γιάννης Μηλιός, ό.π., σ. 222 κ.έ. Peter Sugar, Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από οθωμανική κυριαρχία (1354-1804) – Σμίλη, Αθήνα 1994, τ. Β΄ σ. 215.

 

21. Ηλίας Νικολόπουλος, Δομές και θεσμοί στην Τουρκοκρατία. Τα Αμπελάκια και ο κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός του ελλαδικού χώρου – ό.π., σ. 353. Εντούτοις, σύμφωνα με τον Γιώργο Καραμπελιά (Η οικονομική κρίση και ο καημός της Ρωμιοσύνης – περιοδ. «Λόγιος Ερμής», τ. 2 2012), στον συνεταιρισμό των Αμπελακίων κυρίαρχος ήταν ο κοινοτικός του χαρακτήρας και οι δραστηριότητες των εμπόρων υπήρξαν δευτερεύουσες ως προς την εσωτερική του λειτουργία.

 

22. Λάζαρος Χουμανίδης, Οικονομική ιστορία της Ελλάδος. Από της Τουρκοκρατίας μέχρι το έτος 1935 – Παπαζήσης, Αθήνα 1990, σ. 127.

 

23. Μάριος Νικολινάκος,  Μελέτες πάνω στον ελληνικό καπιταλισμό – Νέα Σύνορα - Λιβάνης, Αθήνα 1976, σ. 28-29. Γιάννης Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 – ια΄ έκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1977, σ. 106. Πέτρος Ρούσος, Βοήθημα νέας ιστορίας της Ελλάδας – γ΄ έκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984,  σ. 155.

 

24. Γιώργος Κατσούλης – Μάριος Νικολινάκος – Βασίλης Φίλιας, ό.π., σ. 115.

 

25. Στο ίδιο, σ. 115. Ηλίας Νικολόπουλος, ό.π., σ. 353.

 

26. Νέαρχος Γεωργιάδης,  Από το Βυζάντιο στο Μάρκο Βαμβακάρη. Η προϊστορία του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996, σ. 89 κ.έ.

 

27. Ξανθή Πετρινιώτη-Κώνστα, Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της γυναικείας συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα 1961, 1971 – Διδακτορική διατριβή, Αθήνα  1981, σ. 40.

 

28. Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015, σ. 33 κ.έ.

*Δημοσιεύτηκε στις 27 Ιανουαρίου 2021 στο ergasianet