Το έργο το ‘χουμε ξαναδεί πολλές φορές και τίποτα πια δεν μας εκπλήσσει. Αλίμονο αν περιμέναμε την Επιτροπή της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου για ν’ αντιληφθούμε ότι ζούμε την εποχή που δίνουν και παίρνουν τα ιδεολογήματα περί του «τέλους των μεγάλων αφηγήσεων» και μάλιστα τριάντα χρόνια αφότου ο Φράνσις Φουκουγιάμα μας πληροφορούσε για το «τέλος της Ιστορίας».
Βέβαια, ο ίδιος ο Φουκουγιάμα αναίρεσε τις τότε βεβαιότητές του, ενώ οι απόπειρες να γραφτεί και πάλι η ιστορία χωρίς τη διάκριση μεταξύ βασικής αντίθεσης, κύριας αντίθεσης και δευτερευουσών αντιθέσεων, συναντάει όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες στο να πείσει, εκπίπτοντας σε έναν ανιστόρητο «ιστορικό αναθεωρητισμό». Επικεντρώνοντας στην προσπάθεια αποδόμησης των μεγάλων εκείνων ιστορικών γεγονότων που άλλαξαν τον κόσμο, πρώτα και κύρια των επαναστάσεων, ακόμη και των κορυφαίων ανάμεσα σ’ αυτές, όπως ήταν η Αγγλική Επανάσταση του 17ου αιώνα, η Γαλλική του 18ου και η Ρωσική (κυρίως αυτή) του 20ού.
Στο πλαίσιο αυτό δεν λείπουν και οι απόπειρες «ξαναγραψίματος» της ιστορίας, ακόμη και σε ό,τι αφορά τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετώπισε η Ανθρωπότητα με την ανάδυση και επέλαση του φασισμού-ναζισμού στα χρόνια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έργο στο οποίο πρωτοστάτησε ο Γερμανός φιλόσοφος και ιστορικός Έρνστ Νόλτε. Απόπειρες που μπορεί να έγιναν αποδεκτές με ικανοποίηση και κραυγές περί «δικαίωσης» από τους νοσταλγούς της φασιστικής βαρβαρότητας, αλλά συνάντησαν και τη -συνήθως ανομολόγητη- αποδοχή και από τον αστικό πολιτικό κόσμο και τη διανόηση των απολογητών του καπιταλισμού, από τη συντηρητική Δεξιά μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία, που ανεμίζουν το ράκος της «θεωρίας των δύο άκρων». Επιδιώκοντας την ταύτιση φασισμού-κομμουνισμού και αποβλέποντας στη διαμόρφωση του βολικού αφηγήματος ότι κάθε αμφισβήτηση της κυρίαρχης αστικής ταξικής κυριαρχίας ισούται με την αμφισβήτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Εντούτοις, οι απόπειρες αυτές συναντούν την αντίσταση που βασίζεται στην ιστορική μνήμη των λαών, ενώ δεν αντέχουν στην ελάχιστη κριτική, όταν αυτή θεμελιώνεται σε μια επιστημονική τεκμηρίωση, θεμελιωμένη σ’ αυτό που κυρίως επιδιώκεται να παραγνωριστεί: Στη διάκριση μεταξύ βασικής, κύριας και δευτερευουσών αντιθέσεων, που υποχρεώνει σε μια μελέτη και ανάλυση της ιστορικής πραγματικότητας ως πεδίου αντιπαρατιθέμενων κοινωνικών δυνάμεων, πάνω στο οποίο εκδηλώνονται και οι αντιθέσεις με πρόσημο φυλετικό, εθνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, πολιτιστικό κ.λπ.
Έχοντας γνωρίσει μέχρι τώρα την αποτυχημένη απόπειρα του ιστορικού αναθεωρητισμού να ξαναγράψει την ιστορία αναφορικά με τη Μεγάλη Δεκαετία του 1940 (με πρωταγωνιστές τους Στάθη Καλύβα και Νίκο Μαραντζίδη), έτσι ώστε να απονευρωθεί από το κύριο στοιχείο της λαϊκής αντιπαράθεσης με τον φασισμό και την ξένη κατοχή, και να επιστρέψουμε στο κυρίαρχο μέχρι το 1974 αφήγημα περί «κομμουνιστικής ανταρσίας κατά της κρατικής νομιμότητας», χωρίς, όμως, την επαναφορά και των ιδεολογημάτων της τότε «εθνικοφροσύνης», εδώ και χρόνια αντιμετωπίζουμε νέα πρόκληση, με τις απόπειρες αποδόμησης ακόμη και αυτής της Επανάστασης του 1821.
Όπως και στην επίθεση του ιστορικού αναθεωρητισμού κατά των αγώνων του λαού μας στη δεκαετία του ’40 (που μόνο εμμέσως επαναφέρει τα ιδεολογήματα της μετεμφυλιακής «εθνικοφροσύνης»), η αποδόμηση του ’21 δεν γίνεται με αναφορά στον κυρίαρχο εθνικό μύθο, που συνίσταται στο ιδεολόγημα του τρισχιλιετούς έθνους των Ελλήνων που μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς ξεσηκώθηκαν ενωμένοι για να ανακτήσουν την ελευθερία τους.
Στην περίπτωση της Επανάστασης του ’21, ο ιστορικός αναθεωρητισμός συνδέεται με το κυρίαρχο αφήγημα με την απόπειρα να αποσιωπήσει τις όποιες ταξικές κοινωνικές αντιθέσεις διαπερνούσαν το επαναστατημένο έθνος, και στο καίριο αυτό σημείο επιχειρεί την ακύρωση της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, που από τα χρόνια του Κορδάτου και της εμβληματικής «Κοινωνικής σημασίας της Επαναστάσεως του 1821», εντοπίζει και αναδεικνύει αυτές τις αντιθέσεις. Ακόμη κι αν συχνά, όπως ο Κορδάτος, το κάνει με τρόπο μηχανιστικό, μέσα από την οπτική μιας οικονομίστικης ανάγνωσης του μαρξισμού.
Εντούτοις, στο στόχαστρο του ιστορικού αναθεωρητισμού (μια γεύση του οποίου είχαμε πάρει με τη σειρά ντοκιμαντέρ του τηλεοπτικού καναλιού ΣΚΑΪ, το 2011, υπό την εποπτεία του απολογητή του νεοφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» Θάνου Βερέμη) τίθεται η ίδια η Επανάσταση ως γεγονός. Με θεμέλιο το ιδεολόγημα του «τέλους των μεγάλων αφηγήσεων».
Η οπτική αυτή, κυρίαρχη όπως φαίνεται και στην Επιτροπή της κ. Αγγελοπούλου, εμφανίζεται πως βρίσκεται, τάχα, στον αντίποδα του «εθνικισμού». Επιχειρείται, έτσι, η αμφισβήτηση της δυναμικής που ανέδειξε η Επανάσταση μέσα από τη διεκδίκηση της εθνικής αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας, με την προώθηση του ιδεολογήματος ότι η ελληνική εθνική συνείδηση δεν προϋπήρχε αλλά συγκροτήθηκε μέσα από την Επανάσταση και κυρίως με τη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, μετά απ’ αυτήν.
Επρόκειτο, κατά συνέπεια, για μια διαδικασία στην οποία οι μετέχοντες παράγοντες και κυρίως ο λαϊκός κόσμος, δεν είχαν συνείδηση του επιδιωκόμενου στόχου. Ο στόχος αυτός επιβλήθηκε από τα πάνω και μάλιστα από τα έξω, καθώς –σύμφωνα με το αναθεωρητικό αφήγημα- καθοριστική στην εξέλιξη των γεγονότων υπήρξε η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Οι «αποδείξεις» αυτής της συλλογιστικής αναρίθμητες, με πρώτη τη σύνθεση του επαναστατημένου πληθυσμού όχι μόνο από ελληνόφωνους, αλλά και από αλβανόφωνους, βλαχόφωνους, σλαβόφωνους κ.ά., που αυτοαναγνωρίστηκαν ως «Έλληνες» χωρίς να έχουν καμιά σχέση με τον λαό που κατοικούσε αυτόν τον τόπο πριν δυο χιλιάδες χρόνια και του οποίου διεκδικούνταν η ιστορική κληρονομιά.
Είναι προφανές ότι στο σημείο αυτό ο ιστορικός αναθεωρητισμός «κλείνει το μάτι» στην κατεξοχήν εθνικιστική φυλετική αντίληψη περί του έθνους ως κοινότητας με κοινή καταγωγή. Στον αντίποδα της επιστημονικής αντιμετώπισης του έθνους ως ιστορικά διαμορφωμένης πολιτισμικής κοινότητας, ανεξαρτήτως καταγωγής και με συνεκτικό στοιχείο την κοινή εθνική συνείδηση.
Αντιστοίχως, οξύτατη είναι η απόπειρα αποδόμησης ακόμη και της προσωπικότητας των ίδιων των πρωταγωνιστών της Επανάστασης και μάλιστα των καπεταναίων πολεμιστών, με την αγωνιώδη αναζήτηση των αδυναμιών καθενός απ’ αυτούς. Έτσι ώστε να εμφανιστεί η Επανάσταση ως έργο ιδιοτελών τυχοδιωκτών. Ακριβώς όπως κάνει ο ιστορικός αναθεωρητισμός και με τις προσωπικότητες όλων των επαναστάσεων, ανεξαρτήτως του αν ήταν εθνικές-κοινωνικές ή κοινωνικές-ταξικές.
Εκεί εντάσσεται και η συστηματική προβολή των μελανών σελίδων της Επανάστασης, με τις βαρβαρότητες που διαπράχθηκαν κατά άμαχων πληθυσμών στην Τριπολιτσά, το Αγρίνιο κ.α. Βαρβαρότητες ανατριχιαστικές, που, εντούτοις, δεν έχουν λείψει από καμία, σχεδόν, από τις επαναστάσεις εκείνων των καιρών (και όχι μόνο), και η αποδοκιμασία τους δεν θα μπορούσε να ακυρώσει την αναγνώριση της λειτουργίας των επαναστάσεων ως διαδικασιών με κυρίαρχο το αναγεννητικό πολιτισμικό στοιχείο. Αν το να ζεις στη βαρβαρότητα της σκλαβιάς και της υποδούλωσης δεν μπορεί παρά να σε επηρεάζει, εμποτίζοντάς σε με στοιχεία αυτής της βαρβαρότητας, η εξάλειψή τους μόνο μέσα από την επαναστατική ανατροπή μπορεί να συντελεστεί. Έστω και σε βάθος χρόνου.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και σχετικά με το αν το καθοριστικό ήταν η επαναστατική κινητοποίηση του υπόδουλου πληθυσμού ή η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Λες και η τελευταία θα μπορούσε να υπάρξει –και μάλιστα λίγα μόλις χρόνια μετά τη συγκρότηση της Ιεράς Συμμαχίας- αν δεν είχε ξεσηκωθεί ο ελληνικός λαός και θέτοντας σε αμφισβήτηση την οθωμανική κυριαρχία, δεν έθετε και μπροστά στις Μεγάλες Δυνάμεις το δίλημμα του ποια απ’ αυτές θα μπορούσε να ασκεί επιρροή σ’ έναν νέο κρατικό σχηματισμό σ’ ένα κομβικό σημείο της ανατολικής Μεσογείου.
Φυσικά, το εγχείρημα αυτό του ιστορικού αναθεωρητισμού δεν πραγματοποιείται από κάποιο ενδιαφέρον για την επανεξέταση της ιστορίας με την αποκάλυψη «άγνωστων» πτυχών της. Κατευθυντήρια γραμμή στην αποδόμηση της Επανάστασης του 1821 είναι από τη μια η υποβάθμιση, έως και εξαφάνιση, της καθοριστικής δράσης των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων. Και εξίσου κεντρική επιδίωξη η ιδεολογική στήριξη του μύθου ότι αυτό εδώ το έθνος κι αυτό εδώ το κράτος δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την εξάρτηση από ξένες ισχυρές δυνάμεις που αυτές, άλλωστε, τη δημιούργησαν. Κάτι ξέρουν αυτοί που ισχυρίζονται ότι εκτός ΝΑΤΟ και Ε.Ε. δεν έχει κανένα μέλλον αυτός ο τόπος!
kommon.gr, 30 Μαΐου 2020