Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 επιβλήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στην ανάπτυξη αυτή συμμετείχε και η Ελλάδα, παρά την όποια καθυστέρηση ως συνέπεια του Εμφυλίου Πολέμου. Εξαιτίας, μάλιστα, της ήττας του εργατικού και λαϊκού κινήματος [1], η κυριαρχία του κεφαλαίου είχε ως συνέπεια αλματώδεις ρυθμούς στα 1962-73, που την έφεραν στην τρίτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ [2].
Κατά συνέπεια, το δικτατορικό καθεστώς επιβάλλεται σε συνθήκες εξαιρετικά ευνοϊκές, που επιτρέπουν την άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που να εξυπηρετεί το κεφάλαιο, αποτρέποντας, συνάμα, την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων.
Καθώς η ελληνική οικονομική ανάπτυξη είχε ως προϋπόθεση τη διαμόρφωση ενός σταθερού συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του κεφαλαίου, η απόκλιση του εργατικού εισοδήματος απ’ αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών έφτανε το 1960 ακόμη και στο 1 προς 3, ενώ ήταν κατά 40% μικρότερο κι απ’ αυτό της Τουρκίας [3].
Από το 1960 ένα ισχυρό εργατικό κίνημα είχε κάνει την εμφάνισή του και η απεργιακή δραστηριότητα στα 1964-65 το έφερε στην πρώτη θέση παγκοσμίως, από την άποψη των χαμένων ημερών εργασίας. Η συντριβή του αποτέλεσε έναν από τους κύριους στόχους του στρατιωτικού καθεστώτος, το οποίο, επιπλέον, επιδίωκε τη διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που να περιορίζει σε σταθερή βάση τις συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Με το κεφάλαιο να συνεχίζει απρόσκοπτα τη διαδικασία συσσώρευσης, η όποια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων είναι απόρροια των αυξημένων αναγκών σε εργατικό δυναμικό, που τις κάνει ακόμη πιο επιτακτικές η συνέχιση της μεταναστευτικής εξόδου. Το 1969 και το 1970 είναι τα χρόνια κατά τα οποία η μετανάστευση φτάνει στο αποκορύφωμά της, με 158.675 και 163.251 μετανάστες αντίστοιχα [4].
Μια εικόνα της τεράστιας αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας μπορούμε να έχουμε, αν πάρουμε υπόψη ότι από το 1960 έως το 1970 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 240% και κατά 340% το 1974. Η εργατική αμοιβή στη βιομηχανία αυξήθηκε μόλις κατά 100% [5].
Αμέσως μετά το πραξικόπημα περίπου 800 συνδικαλιστές εξορίστηκαν και ακολούθησε η διάλυση 270 συνδικαλιστικών οργανώσεων, που ελέγχονταν από την Αριστερά. Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και το δικαίωμα στην απεργία καταργήθηκαν, ενώ οι διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων στελεχώθηκαν από πρόσωπα φιλικά προσκείμενα προς το καθεστώς. Άλλωστε, ήταν χιλιάδες αυτοί που επί δεκαετίες συγκροτούσαν τον «εργατοπατερισμό», έχοντας κάνει τον αντικομμουνισμό και τη συνεργασία με την εργοδοσία και την Ασφάλεια προσοδοφόρο επάγγελμα.
Η στρατιωτική κυβέρνηση διατήρησε μέχρι το 1969 στην ηγεσία της ΓΣΕΕ τον διαβόητο εργατοπατέρα Φώτη Μακρή και κατόπιν τον αντικατέστησε με τον Γιάννη Καμπανέλλη. Σε όσες συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαλύθηκαν, είτε διατηρήθηκαν διοικήσεις που δήλωσαν αφοσίωση στο καθεστώς είτε διορίστηκαν νέες, αποτελούμενες από πρόσωπα ακροδεξιάς ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης. Οι εγκάθετοι, μάλιστα, της χούντας στη ΓΣΕΕ πραγματοποίησαν και «Συνέδριο» το 1970 για να «νομιμοποιήσουν» τους διορισμούς τους.
Η απεργία και κάθε άλλη μορφή μαζικής διεκδικητικής κινητοποίησης απαγορεύτηκε, ενώ με τα διατάγματα 185 και 186 του 1969 και τον νόμο 890 του 1971, ορίστηκε ένα αυστηρό και ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Για τον ασφυκτικότερο έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος ιδρύθηκε ο Οργανισμός Διαχείρισης Ειδικών Πόρων Εργασιακών Σωματείων (ΟΔΕΠΕΣ), που ανέλαβε τη χρηματοδότηση και την οικονομική στήριξη του κρατικού συνδικαλισμού.
Το συμπλεγματικό μίσος των συνταγματαρχών προς τον κόσμο της εργασίας εκφράστηκε ακόμη και με τη μετονομασία του Υπουργείου Εργασίας σε Υπουργείο Απασχολήσεως.
Καθώς -όπως αναγνώριζε η Κ.Ε. του ΚΚΕ στην Απόφαση της 11ης Ολομέλειας [6]- η επιβολή της δικτατορίας αιφνιδίασε την Αριστερά, όχι μόνο δεν δόθηκε η δυνατότητα μαζικής λαϊκής αντίστασης στο πραξικόπημα, αλλά και στη συνέχεια δεν εκδηλώθηκε ενεργητική αντίσταση με όρους μαζικού κινήματος. Ας συνυπολογίσουμε το ότι επρόκειτο για μια ακόμη βαριά ήττα (μετά από αυτές του 1945 και του 1949) μέσα σε μια εικοσαετία, ενώ ο αριστερός κόσμος δοκίμασε μια νέα σοβαρή απογοήτευση, με τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968.
Εντούτοις, θα ήταν μεγάλο λάθος να θεωρηθεί ότι ο εργαζόμενος κόσμος αποδέχτηκε το στρατιωτικό καθεστώς. Ήταν ακριβώς ο φόβος της Χούντας έναντι των διαθέσεων της εργατικής τάξης που την υποχρέωνε να υποχωρεί, κάθε φορά που κάποιος κλάδος εργαζομένων απειλούσε με απεργιακή κινητοποίηση ή την πραγματοποιούσε, παραβλέποντας τις ενδεχόμενες διώξεις.
Πλέον χαρακτηριστική ήταν η υποχώρηση της Χούντας στην προσπάθεια να διαλύσει τις πιάτσες των οικοδόμων το 1967, και το 1969, όταν αποπειράθηκε τη συγχώνευση εύρωστων κλαδικών ταμείων με το ΙΚΑ.
Στην κατεύθυνση συγκρότησης διεκδικητικού και αντιδικτατορικού κινήματος των εργαζομένων, ιδρύθηκε τον Αύγουστο 1967 το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ), το οποίο, μετά τη διάσπαση του 1968, συνδέθηκε με το ΚΚΕ εσωτερικού. Από στελέχη που εντάσσονταν στο ΚΚΕ ιδρύθηκε το 1968 η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ) και η Ενιαία Αντιδικτατορική Συνδικαλιστική Κίνηση Ελλήνων Ναυτεργατών (ΕΑΣΚΕΝ).
Οι οργανώσεις αυτές αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα σύνδεσης με την εργατική τάξη, ως συνέπεια, κυρίως, της αστυνομικής και εργοδοτικής τρομοκρατίας. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπιζαν και μικρές ομάδες αγωνιστών μαοϊκού ή τροτσκιστικού προσανατολισμού.
Από κεντρώους συνδικαλιστές ιδρύθηκε το Δημοκρατικό Εργατικό Κίνημα Ελλάδας (ΔΕΚΕ), το οποίο απέκτησε σχέσεις με τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων (ανταγωνιστική προς την κομμουνιστική Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία), περιορίζοντας τη δράση της σε διεθνείς επαφές, με σκοπό την καταδίκη της χούντας και της Διοίκησης της ΓΣΕΕ.
Εντούτοις, η δράση του ΔΕΚΕ παρουσιάζει και μελανά σημεία. Ο εκ των ηγετών του, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, γιος του αντικομμουνιστή σοσιαλδημοκράτη συνδικαλιστή Γεώργιου Λάσκαρη και μετέπειτα υπουργός Εργασίας των κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρέμεινε μέχρι το 1969 υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων της ΓΣΕΕ και υποστήριξε, μάλιστα, τις θέσεις της Χούντας στις συνόδους του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας το 1967 και ’68, καθώς και στον ΟΟΣΑ. Στις 30 Ιουνίου 1971 συναντήθηκε με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, στον οποίο επέδωσε υπόμνημα με προτάσεις για τα συνδικαλιστικά ζητήματα. Ζητούσε, μάλιστα, την «ηθικήν ικανοποίησιν» και «υλικήν αποκατάστασιν», και ευχαριστούσε τον δικτάτορα για την προσφορά του να τον διορίσει σε υπεύθυνη θέση προσωπικού του συμβούλου [7].
Αποφεύγοντας την κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τις διωκτικές αρχές, πολλοί κλάδοι επιστράτευαν πρωτότυπες μορφές πάλης, με πιο χαρακτηριστική την «κηδεία», όπως την ονόμασαν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Αθήνας – Πειραιά. Επιβραδύνοντας την κίνηση των τρένων από τις 20 Ιουλίου έως την 1η Νοεμβρίου 1971, υποχρέωσαν στην ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Το 1973 σειρά απεργιακών αγώνων σπάνε τη χουντική απαγόρευση και συνήθως λήγουν με νίκη των απεργών. Πρόκειται για τις απεργίες των εργατών Τύπου και των δημοσιογράφων, των μεταλλωρύχων στη Χαλκιδική, την εργαζομένων στη ΔΕΗ, των εμποροϋπαλλήλων, που από κοινού με τους ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων επέβαλαν το συνεχές ωράριο της Τετάρτης, κ.ά.
Η εξέγερση του Νοέμβρη 1973 σηματοδοτήθηκε και από τη συμμετοχή χιλιάδων εργαζομένων, κυρίως οικοδόμων, αλλά και μαθητών νυχτερινών σχολείων και τεχνικών σχολών. Συγκροτήθηκε μάλιστα και Εργατική Συνέλευση στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, στην οποία επικράτησαν οι αγωνιστές της πέραν των δύο ΚΚΕ επαναστατικής Αριστεράς.
Παρά την άγρια τρομοκρατία που ακολούθησε την καταστολή της εξέγερσης, δεν έλειψαν ούτε και τους επόμενους μήνες σποραδικές κινητοποιήσεις, με πιο σημαντικές αυτές των εμποροϋπαλλήλων, των εργαζομένων στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στα τρόλεϊ, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο κ.ά.
Η κατάρρευση της Χούντας, τον Ιούλιο 1974, θα αποκαλύψει και την παταγώδη αποτυχία της να διαχειριστεί την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1973, ενώ θα δώσει τεράστια ώθηση στο εργατικό κίνημα που αναπτύχθηκε με ρυθμούς εντυπωσιακούς τα αμέσως επόμενα χρόνια.
1. Γιάννης Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από την επέκταση στην ανάπτυξη – α΄έκδ. Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 316.
2. Ηλίας Ιωακείμογλου, Κόστος εργασίας, ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα (1960-1992) – ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 1993, σ. 43-44.
3. Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης, Εργασιακές σχέσεις. Εργασία και θεσμοί – Οδυσσέας, Αθήνα 1988, σ. 69.
4. Θεόδωρος Θεοδώρου, Στοιχεία για την εργατική τάξη στην Ελλάδα σήμερα – Εκδοτική Ομάδα Εργασία, Αθήνα 1975, σ. 20-21.
5. Κωνσταντίνος Δρακάτος, Ελληνικές οικονομικές στατιστικές – Παπαζήσης, σ. 49 και 128.
6. Περιοδ. «Νέος Κόσμος», Ιούλιος 1967.
7. Περιοδ. «Προσανατολισμοί», τ. 39, Ιανουάριος 1975, σ. 14-15. Επίσης, Ματίνα Λέτσα, Εργατικοί αγώνες στην περίοδο της δικτατορίας – Αφοί Τολίδη , σ. 91-97.
*Δημοσιεύτηκε στις 14 Απριλίου 2020 στη δίγλωσση αριστερή ιστοσελίδα της Θράκης Tiken