Στις 21 Οκτωβρίου 1918 άρχισε τις εργασίες του το Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Παραθέτω δύο κεφάλαια από το βιβλίο μου "Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου" (β' έκδοση, Κουκκίδα 2015), για το εργατικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για το Ιδρυτικό Συνέδριο.
Το εργατικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Αυτή η κατάσταση σχετικής ευημερίας ανατράπηκε με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ιδιαίτερα με την εμπλοκή της Ελλάδας το 1916, που είχε τραγικές συνέπειες για τους εργαζόμενους. Η πολεμική περιπέτεια που άρχισε ο Βενιζέλος θα τερματιστεί με τη Μικρασιατική Καταστροφή, επί κυβέρνησης αντιβενιζελικής.
Πρώτη σοβαρή συνέπεια της νέας κατάστασης ήταν η πρωτόγνωρη πείνα που έπληξε τον λαό της πρωτεύουσας και άλλων πόλεων τον χειμώνα 1916-17, όταν οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοι του Βενιζέλου απέκλεισαν τα λιμάνια της νότιας Ελλάδας, εκβιάζοντας έξοδο της χώρας στον πόλεμο. Σε ανάλογη κατάσταση βρέθηκε και η Θεσσαλονίκη, όπου κατέφυγαν δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες προερχόμενοι από τη βουλγαροκρατούμενη ανατολική Μακεδονία και από τη Θράκη. Τα προβλήματα στέγασης, διατροφής και υγιεινής οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Αυγούστου 1917, που κατέστρεψε το κέντρο της πόλης.
Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα σχετικά με τη στάση του απέναντι στον πόλεμο. Ενώ ιδεολογικά τασσόταν κατά του πολέμου, διχάστηκε τελικά, με τη μια τάση (κινήσεις Δρακούλη, Γιαννιού, όπως και οι “κοινωνιολόγοι” που είχαν ενταχθεί, πλέον, στον βενιζελισμό) να τάσσεται υπέρ της εμπλοκής στον πόλεμο που υποστήριζε η βενιζελική παράταξη, ενώ η Φεντερασιόν και οι νεότεροι σοσιαλιστές τάχθηκαν υπέρ της ουδετερότητας. Κυριότερη έκφραση των νέων σοσιαλιστών αποτέλεσε η Σοσιαλιστική Ένωση, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915, με επικεφαλής τον Παναγή Δημητράτο.
Έτσι, ενώ οι παλιότεροι σοσιαλιστές, στη βάση της εξελικτικιστικής αντίληψής τους για τη συγκρότηση σοσιαλιστικού κινήματος μέσω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, υποστηρίζουν τη φιλοπόλεμη επεκτατική πολιτική του Βενιζέλου, η Φεντερασιόν συνεργάζεται ακόμη και εκλογικά με τους αντιβενιζελικούς το 1915, αναδεικνύοντας δύο βουλευτές στη Θεσσαλονίκη, τους Αλμπέρτο Κουριέλ και Αριστοτέλη Σίδερη. Η εκλογική συνεργασία μπορεί να φανερώνει ότι το κίνημα δεν αντιπροσώπευε ακόμα σοβαρό κίνδυνο “ούτε γι’ αυτό, το πιο συντηρητικό, το βασιλικό κατεστημένο” (Κ. Μοσκώφ 1988, σ. 74.), έδωσε, εντούτοις, τη δυνατότητα στους σοσιαλιστές να προσεγγίζουν τμήματα του ελληνικού λαού που είχαν αντιπολεμική τοποθέτηση.
Κατά έναν φαινομενικά παράδοξο τρόπο, ήταν οι συντηρητικές δυνάμεις του αντιβενιζελισμού αυτές που εξέφρασαν εκείνα τα χρόνια τις λαϊκές διαθέσεις, κυρίως στην Παλιά Ελλάδα. Όπως επισήμανε ο Σεραφείμ Μάξιμος (Σ. Μάξιμος 1975, σ. 14.), “η σύγκρουσι δύο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουσι τάξεων, κατά την οποία τα καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου”. Η σύμπλευση των λαϊκών μαζών με τον αντιβενιζελισμό, που εκφράστηκε και δυναμικά στα 1916-17 με το κίνημα των “επιστράτων”, παρείχε στις υποτελείς τάξεις τη δυνατότητα “να “παρεμβάλουν” τη δική τους εκδοχή, μετατοπίζοντας ή και εκτροχιάζοντας τις κυρίαρχες επιλογές” (Λ. Αξελός 1986-87, σ. 16.). Πολύ μακριά από το να αποτελεί προδρομικό φασιστικό κίνημα, όπως έχει θεωρηθεί από διάφορους μελετητές, το κίνημα των επιστράτων -των στρατιωτών και έφεδρων υπαξιωματικών που επιστρατεύτηκαν το 1915 επί κυβέρνησης Βενιζέλου και στη συνέχεια τάχθηκαν κατά του πολέμου υποστηρίζοντας την πολιτική της ουδετερότητας που εξέφραζε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος- αποτέλεσε μια λαϊκή συμμαχία μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου με την εργατική τάξη. Σε αντίθεση με τα φασιστικά κινήματα ή τις προδρομικές τους εκφράσεις σε άλλες χώρες, όχι μόνο δεν στρεφόταν κατά του εργατικού κινήματος, αλλά τασσόταν σαφώς και κατά της εθνικιστικής επεκτατικής πολιτικής την οποία προωθούσαν τα δυναμικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου, τα οποία εξέφραζε ο βενιζελισμός.
Το διεκδικητικό κίνημα των εργαζομένων εκδηλώνεται κι αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα μέχρι την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο. Την ανάπτυξή του διευκολύνουν οι αντιθέσεις των αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς, όπως έγραψε ο Μπεναρόγια (Α. Μπεναρόγια 1989, σ. 105.), “η ανάγκη εκμεταλλεύσεως των εργατικών δυνάμεων δι αστικούς πολιτικούς σκοπούς, επέτρεψε να εκδηλωθεί σχετικώς μεγάλο επαγγελματικό κίνημα, δυσανάλογο με τις οικονομικές, οργανωτικές και ηθικές δυνάμεις του ελληνικού προλεταριάτου”.
Μετά τη μεγάλη καπνεργατική απεργία του 1914, κινητοποιήθηκαν μια σειρά κλάδοι, ενώ την άνοιξη του 1915 η διαμαρτυρία των εργατών του Βόλου κατά της τεχνητής έλλειψης ψωμιού που προκάλεσαν οι αλευροβιομήχανοι εξελίχθηκε σε παλλαϊκή εξέγερση. Με πρωτοπόρο το σωματείο των καπνεργατών, είκοσι άλλα εργατικά σωματεία διοργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις και οι εργαζόμενοι επιτέθηκαν σε αποθήκες και παντοπωλεία, λεηλατώντας τα (Η. Λεφούσης, σ. 207.).
Μεγάλη διάσταση πήρε επίσης και η απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου, τον Αύγουστο 1916. Οι απεργοί, που ζητούσαν την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, συγκρούστηκαν ένοπλα με δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού, με αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων εργατών και τριών χωροφυλάκων. Απεργιακές κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν και το 1917, παρά την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα, με κυριότερες αυτές των σιδηροδρομικών και των ηλεκτροτεχνιτών της Αθήνας.
Είναι φανερό πως μέσα σ’ αυτά τα χρόνια το εργατικό κίνημα έχει εξελιχθεί σε μια δύναμη την οποία κανείς δεν μπορεί πλέον να μην την παίρνει υπόψη του. Η εργατική τάξη, με τους αγώνες της και τις οργανωτικές τους αποκρυσταλλώσεις, εισέρχεται στο ιστορικό προσκήνιο με όρους κοινωνικής δύναμης. Τίθεται, έτσι, επιτακτικά το ζήτημα της ενιαίας συνδικαλιστικής, καθώς και της ενιαίας πολιτικής της έκφρασης.
Η ενοποίηση των δυνάμεων του σοσιαλιστικού κινήματος με την ίδρυση κόμματος απασχόλησε ήδη από το 1915 την Α’ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Σοσιαλιστικής Ένωσης, αλλά οι μετέπειτα εξελίξεις και η διάσταση απόψεων μεταξύ των σοσιαλιστών στο ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο είχαν ως συνέπεια την ανακοπή των σχετικών διαδικασιών. Για την προώθησή τους συνεργάζονται το 1917 οι δυνάμεις της Σοσιαλιστικής Ένωσης (που μετονομάζεται σε Σοσιαλιστική Οργάνωση Αθηνών) και της Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Νεολαίας Αθηνών, που συνδέεται μαζί της, με το Σοσιαλιστικό Κέντρο του Γιαννιού, που συγκροτούν το Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών, ως τοπική οργάνωση του υπό συγκρότηση κόμματος, και εκδίδουν την εφημερίδα “Εργατικός Αγών”.
Οι διαδικασίες ενοποίησης εντείνονται τον επόμενο χρόνο και ενδιαφέρον γι’ αυτές εκδηλώνει και η κυβέρνηση και μάλιστα ο ίδιος ο Βενιζέλος, στοχεύοντας, μέσω του προσεταιρισμού των Ελλήνων σοσιαλιστών, στην υποστήριξη των εδαφικών αξιώσεων της Ελλάδας από τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος των συμμάχων χωρών της Αντάντ, μετά την επικείμενη λήξη του πολέμου (Γ. Λεονταρίτης 1978, σ. 131.). Στην κατεύθυνση αυτή πραγματοποιούνται επαφές με τη Φεντερασιόν, η οποία διατηρεί σχέσεις με τις σοσιαλιστικές δυνάμεις των ευρωπαϊκών χωρών, γίνεται αποδεκτό τα αίτημά της για ελευθερία δράσης, απελευθερώνονται οι εξόριστοι από το 1914 ηγέτες της Μπεναρόγια και Γιονάς, και τον Αύγουστο 1918 παρέχεται η άδεια πραγματοποίησης της Β΄ Σοσιαλιστικής Συνδιάσκεψης στη Θεσσαλονίκη. Η Συνδιάσκεψη αποφασίζει τη διοργάνωση Συνεδρίου για την ίδρυση σοσιαλιστικού κόμματος το φθινόπωρο.
Ο προσεταιρισμός της Φεντερασιόν από την κυβέρνηση προκάλεσε δυσαρέσκεια σε σοσιαλιστές όπως ο Γιαννιός, ο οποίος, παρά το ότι στήριξε την κυβερνητική πολιτική στο ζήτημα του πολέμου, ένιωθε να παραγκωνίζεται. Οι αντιδράσεις του, που έφτασαν μέχρι και στην καταγγελία της Φεντερασιόν σαν αντεθνικού οργάνου του διεθνούς εβραϊσμού, είχαν ως συνέπεια τη μη συμμετοχή του στο Συνέδριο. Άλλοι σοσιαλιστές παλαιότερων γενεών, όπως ο Καλλέργης, ο Δρακούλης, ο Σκληρός κ.λπ., δεν συμμετείχαν καν στις ενοποιητικές διαδικασίες, έχοντας αποκοπεί από το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα.
Αντίθετα, δυναμική ήταν η συμμετοχή στις διαδικασίες αυτές των στελεχών της Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Νεολαίας Αθηνών (Φραγκίσκος Τζουλάτης, Δημοσθένης Λιγδόπουλος, Μιχάλης Οικονόμου κ.ά.), που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα, τάχθηκαν υπέρ της Οκτωβριανής Επανάστασης και εξέφραζαν απόψεις της επαναστατικής Αριστεράς, των ρώσων μπολσεβίκων, των γερμανών σπαρτακιστών κ.λπ.
Αντίστοιχες διεργασίες δρομολογούνται από το 1917 και στο συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο έχει μαζικοποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, καλύπτοντας, σύμφωνα με μια εκτίμηση, το 45,2% των εργαζομένων (Α. Λιάκος 1993, σ. 103.). Καθώς δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, υπολογίζεται ότι το 1917 υπήρχαν 200-366 οργανώσεις με 44.000-100.000 μέλη, το 1918 319 ή 320 οργανώσεις με 70.000-100.000 μέλη και το 1919 οι οργανώσεις ήταν 389 και οι συνδικαλισμένοι 86.000-99.000 (Λ. Λεοντίδου, σ. 313.). Το 1917 οι σοσιαλιστές επηρέαζαν άμεσα 50 περίπου συνδικαλιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και τα εξαιρετικά μαζικά σωματεία που ανήκαν στη Φεντερασιόν.
Η βενιζελική κυβέρνηση εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον και για το συνδικαλιστικό κίνημα, ενθαρρύνοντας το 1917 την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, ως αντίβαρο στη Φεντερασιόν. Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο Γ. Λεονταρίτης (Γ. Λεονταρίτης 1978, σ. 250-251.), “ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να βασίζεται στην πίστη και στην υποτακτικότητα του Έλληνα εργάτη. Πράγματι τρία χρόνια αντιβενιζελικής προπαγάνδας, κακουχιών και στερήσεων λόγω της επιστράτευσης και του συμμαχικού αποκλεισμού, είχαν δυσαρεστήσει πολλούς εργάτες, αν και η κυβέρνηση ήταν ακόμα σε θέση να ελέγχει ορισμένες από τις πιο σημαντικές οργανώσεις της χώρας χρησιμοποιώντας απλόχερα τη μέθοδο της φοβέρας και του καλοπιάσματος ανάλογα με την περίσταση. Τώρα, αφού η κίνηση για την εργατική ενότητα δεν ήταν δυνατό να διαλυθεί ή να αποπροσανατολιστεί με τις παλιές μεθόδους, η κυβέρνηση, που ωστόσο δεν ήταν αμέτοχη της επιρροής των νέων αστών μεταρρυθμιστών, αποφάσισε να δεχτεί ως αναπόφευκτη αυτή την κατάσταση, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να επηρεάσει με κατάλληλο χειρισμό τα επαρχιακά εργατικά κέντρα ώστε να εξασφαλίσει τελικά μια αντισοσιαλιστική, βενιζελική ή τουλάχιστον μετριοπαθή μεταρρυθμιστική πλειοψηφία στα κεντρικά όργανα του εργατικού κινήματος”.
Το Ιδρυτικό Συνέδριο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας
Η ενοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος με την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) πραγματοποιήθηκε με το Α’ Πανελλαδικό Πανεργατικό Συνέδριο, που συνήλθε τον Οκτώβριο 1918. Στις προσυνεδριακές διαδικασίες συμμετείχαν 211 οργανώσεις, ανάμεσά τους δυο ομοιοεπαγγελματικές ομοσπονδίες και δυο επαγγελματικές ενώσεις. Συνολικά στο Συνέδριο αντιπροσωπεύτηκαν 20 πόλεις και 48 κλάδοι εργαζομένων, και εκπροσωπήθηκαν 65.000 συνδικαλισμένοι εργατοϋπάλληλοι.
Οι σοσιαλιστές αντιπρόσωποι χωρίζονταν σε τρεις τάσεις, η μεγαλύτερη από τις οποίες αποτελούνταν κυρίως από στελέχη της Φεντερασιόν και των άλλων μικρότερων κινήσεων (Αβραάμ Μπεναρόγια, Ευάγγελος Ευαγγέλου, Γρηγόρης Παπανικολάου κ.ά.), που ένα μήνα αργότερα θα συμμετάσχουν στο Ιδρυτικό Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας. Τη δεύτερη τάση αποτέλεσαν οι προσκείμενοι στον Γιαννιό (Ηλίας Δελαζάνος, Αχιλλέας Χατζημιχάλης κ.ά.), εκπροσωπώντας κυρίως το σωματείο ξενοδοχοϋπαλλήλων και σερβιτόρων Πειραιά. Μια τρίτη μικρότερη τάση αποτελούνταν από σοσιαλιστές που συμμετείχαν κατόπιν και στο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, αλλά υποστήριζαν την ανεξαρτησία του συνδικαλιστικού κινήματος από τα πολιτικά κόμματα (Κώστας Σπέρας, Γιάννης Φανουράκης κ.ά.). Σε δύο τάσεις χωρίζονταν και οι μη σοσιαλιστές σύνεδροι, οπαδοί των αστικών πολιτικών παρατάξεων, της βενιζελικής και της αντιβενιζελικής.
Αν και οι σοσιαλιστές αποτελούσαν μειοψηφία στο Συνέδριο, η επιρροή τους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη, καθώς “οι αναφορές τους στα παράπονα και τα αιτήματα των εργατών είχαν περισσότερη απήχηση από την εθνικιστική ρητορεία των αντιπάλων τους” (Γ. Λεονταρίτης 1980, σ. 79.). Κέρδισαν, έτσι, με 158 ψήφους υπέρ, έναντι 21 κατά και 1 λευκής, την πιο σημαντική ψηφοφορία, που αναγνώριζε την πάλη των τάξεων ως αρχή συγκρότησης της Συνομοσπονδίας, με την αναφορά της στο Καταστατικό. Χαρακτηριστικό του συσχετισμού και των αντιθέσεων που υπήρξαν είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία στο συγκεκριμένο ζήτημα κερδήθηκε με τις ψήφους των αντιβενιζελικών Αθηναίων και Πελοποννήσιων αντιπροσώπων, που εξέφρασαν έτσι τις αντικυβερνητικές τους διαθέσεις (Α. Μπεναρόγια 1989, σ. 105.).
Εντούτοις, οι σοσιαλιστές μειοψήφισαν στην ψηφοφορία σχετικά με την πρόταση των μη σοσιαλιστών για υποστήριξη των εδαφικών διεκδικήσεων της Ελλάδας, με τους οποίους συντάχθηκε και η ομάδα Γιαννιού. Η αντιπολεμική διάθεση της εργατικής τάξης, που εκφράστηκε με την αντίθεση της πλειονότητάς της στη βενιζελική πολιτική τα προηγούμενα χρόνια, δεν έφτανε μέχρι και στην πλήρη ρήξη με τον εθνικισμό, πόσο μάλλον που η επικείμενη λήξη του πολέμου υποσχόταν την πραγμάτωση του οράματος τόσων γενεών για τη δημιουργία της “Μεγάλης Ελλάδας”.
Στην 11μελή Διοίκηση της ΓΣΕΕ που εκλέχτηκε από το Συνέδριο συμμετείχαν τρεις σοσιαλιστές (Μπεναρόγια, Ευαγγέλου και Παπανικολάου) που θα συμμετάσχουν κατόπιν στο ΣΕΚΕ, δυο από την ομάδα Γιαννιού (Δελαζάνος και Χατζημιχάλης) και έξι μη σοσιαλιστές (Εμμανουήλ Μαχαίρας, που εκλέχτηκε γραμματέας, Ε. Ζωγράφος, Ε. Ξανθάκης, Ν. Ιωαννίδης, Γ. Κόρκμαν ή Στάμου και Κ. Λάσκαρης).
Η συγκρότηση της ΓΣΕΕ ως τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν υπήρξε αποτέλεσμα ανάπτυξης δευτεροβάθμιων οργανώσεων, καθώς εκείνη την περίοδο ήταν πολύ λίγες και επρόκειτο κυρίως για εργατικά κέντρα. Μεγάλες ομοιοεπαγγελματικές ομοσπονδίες θα ιδρυθούν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Έτσι, με την ίδρυσή της, η ΓΣΕΕ αισθάνεται “περισσότερο τους ανέμους που έπνεαν στις κορυφές της πολιτικής παρά τους κραδασμούς της βάσης. Η συμμετοχή όμως των αρχέγονων ελληνικών σωματείων στην ίδρυση μιας εθνικής συνομοσπονδίας είχε και μια άλλη σημασία: Οι εργάτες αναγνώριζαν τον εαυτό τους όχι με κριτήριο το επάγγελμά τους, αλλά με έναν όρο, που εμπεριείχε την πολιτική του χρήση. Αναγνωρίζονταν ως ιδιαίτερη τάξη” (Α. Λιάκος 1993, σ. 105.).