Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΜΑΗ
«… κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος στο σκοινί για το λαιμό του οχτρού μας».
Γιάννης Ρίτσος, «Επιτάφιος»
Από τα τέλη Μαρτίου βρίσκεται σε αναταραχή ο καπνεργατικός κλάδος. Η ανάπτυξη των αγώνων του και η μεγάλη έκταση των κινητοποιήσεών του σχετίζονται με την οξύτητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Ενώ η «Σύμβαση Παπαναστασίου» του 1924 πρόβλεπε για τους καπνεργάτες μεροκάματο ίσο με την αξία 8 χρυσών δραχμών, από το 1931 το μεροκάματο έπεφτε κατακόρυφα. Το 1936 οι καπνεργάτες έπαιρναν 40-50 δραχμές, αντί των 140-150 που αντιστοιχούσαν σ’ αυτό της Σύμβασης. Εξαιτίας της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως εργάτριες, δούλευαν ακόμη και χωρίς μεροκάματο, αποκλειστικά για τα ένσημα του Ταμείου Ασφάλισης. Κι αυτό λόγω της ανάγκης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς ο κλάδος μαστιζόταν από τη φυματίωση.
Η σοβαρότητα των προβλημάτων και η μεγάλη επιρροή του ΚΚΕ στον κλάδο υποχρέωσαν τους εργατοπατέρες της διασπαστικής Ομοσπονδίας να συμμετάσχουν σε ενωτικό Συνέδριο, τον Απρίλιο στη Θεσσαλονίκη, το οποίο, μέσα σε ένα κλίμα αμεσοδημοκρατικό και με την άμεση παρέμβαση του θεσσαλονικιώτικου καπνεργατικού προλεταριάτου, εκτός από την ενοποίηση των δύο Ομοσπονδιών, αποφάσισε και τη διεξαγωγή απεργιακών κινητοποιήσεων.
Η απόρριψη των αιτημάτων του Συνεδρίου από την εργοδοσία κατεβάζει τον κλάδο σε απεργία, στις 29 Απριλίου. Το ξεκίνημα έγινε από τη Θεσσαλονίκη, με τη συμμετοχή του συνόλου των 12.000 εργαζομένων του κλάδου (οι 7.000 ήταν γυναίκες), τον Βόλο και τις Σέρρες. Την επόμενη μέρα η απεργία αγκαλιάζει όλες τις καπνεργατουπόλεις της βόρειας Ελλάδας και στη συνέχεια επεκτείνεται σε ολόκληρη τη χώρα.
Επίκεντρο της κινητοποίησης παραμένει η Θεσσαλονίκη, όπου καθημερινά γίνονται συγκρούσεις με αστυνομικές δυνάμεις. Σε απεργία κατεβαίνουν και άλλοι κλάδοι, όπως ο κλωστοϋφαντουργικός και οι τσαγκαράδες, ενώ η αστυνομική βία κατά την 8η Μαΐου έχει ως αποτέλεσμα 70 τραυματίες και 100 συλλήψεις. Μετά απ’ αυτό, η απεργία εξελίσσεται σε πανεργατική-παλλαϊκή, καθώς κλείνουν τα εργαστήρια και τα μικρομάγαζα σε όλη την πόλη. Για την καθοδήγησή της συγκροτήθηκε Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή, με τη συμμετοχή συνδικαλιστών από διάφορους κλάδους.
Η παλλαϊκή διαδήλωση της επόμενης μέρας, 9 Μαΐου, κατέληξε σε σφοδρές συγκρούσεις με την αστυνομία, που πυροβολώντας το πλήθος δολοφονεί δώδεκα εργάτες και εργάτριες: τον Τάσο Τούση, οδηγό (1), τους καπνεργάτες Αναστασία Καρανικόλα, Γιάννη Πανόπουλο, Σαλβατόρ Ματαράσο και Δημήτρη Λαϊλάνη, τους Δημήτρη Αγλαμίδη, Ίντο Σρενόρ, Σταύρο Διαμαντόπουλο, Μανώλη Ζαχαρίου, Β. Σταύρου, Γιάννη Πετάρη και Ευθύμη Μάνο. Στο σύνολό τους επρόκειτο για νέους ηλικίας 20-26 χρόνων.
Εκεί που δεν υπολόγισαν σωστά οι κυβερνητικές αρχές ήταν στο ζήτημα της στάσης του στρατού. Όχι μόνο οι απλοί φαντάροι, αλλά και οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους διαδηλωτές, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ενώθηκαν και μαζί τους.
«Η κυβέρνηση», γράφει ο Στέφανος Παπαγιάννης, αξιωματικός τότε και μάρτυρας των γεγονότων, στέλεχος αργότερα του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ και του ΚΚΕ, «κινητοποίησε το στρατό και έδωσε εντολή στα στρατιωτικά τμήματα να διαλύσουν και με τη χρήση των όπλων τους διαδηλωτές.
Τότε συνέβη το αναπάντεχο για τον επίδοξο δικτάτορα Μεταξά. Οι στρατιώτες με επικεφαλής τους αξιωματικούς, ανάμεσά τους και τον ταγματάρχη Μαρινάκη, αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα ενάντια στο λαό και συναδελφώθηκαν με τους απεργούς. Ακολούθησαν πραγματικά συγκλονιστικές στιγμές. Για να εκδηλώσουν τον ενθουσιασμό τους οι απεργοί και ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες εργάτριες τοποθετούσαν στις κάνες των όπλων γαρίφαλα, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους στρατιώτες» (2).
Μετά το αιματοκύλισμα τα δολοφονικά σώματα της χωροφυλακής εξαφανίστηκαν. Από τις τρεις το απόγευμα η Θεσσαλονίκη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των εξεγερμένων και την τήρηση της τάξης στην πόλη ανέλαβαν απεργιακές φρουρές. Οι δολοφόνοι και οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος συνέχισαν να κρύβονται στα αστυνομικά τμήματα και στα γραφεία τους και την επόμενη μέρα, όταν σχεδόν σύσσωμος ο λαός της Θεσσαλονίκης κήδεψε τα θύματα της σφαγής.
Η κατάσταση άλλαξε από τη νύχτα της Κυριακής 10 προς τη Δευτέρα 11 Μαΐου, όταν στο λιμάνι της πόλης αγκυροβόλησαν τέσσερα αντιτορπιλικά του πολεμικού στόλου, ενώ προς τη Θεσσαλονίκη κατευθύνονταν τμήματα στρατού και πυροβολικού από τη Λάρισα.
Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή και ενώ όλη η Ελλάδα βρίσκεται σε αναστάτωση, εξοργισμένη από το όργιο της εγκληματικής βίας, η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή και οι απεργιακές φρουρές διαλύθηκαν, με συνέπεια την επόμενη μέρα η εξέγερση να κατασταλεί με κύμα συλλήψεων, κατάληψη του Εργατικού Κέντρου από τον στρατό και την επιβολή κλίματος αστυνομοκρατίας και στρατοκρατίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ ΣΤΗΝ 4Η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Η βίαιη καταστολή της εργατικής-λαϊκής εξέγερσης κορύφωσε την παλλαϊκή αγανάκτηση σε όλη την Ελλάδα. Μόνο που το κλίμα που διαμορφώθηκε έμεινε αναξιοποίητο, καθώς η Ενωτική ΓΣΕΕ δίστασε να καλέσει άμεσα σε γενική απεργία με αίτημα την ανατροπή της κυβέρνησης του αίματος, επιδιώκοντας τη συμμετοχή και της ΓΣΕΕ, η οποία κωλυσιεργούσε. Η καθυστέρηση της πανελλαδικής-πανεργατικής κινητοποίησης λειτούργησε συνολικά σε βάρος της υπόθεσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, όπως θα διαπιστωθεί πολύ σύντομα και με οδυνηρό τρόπο.
Τελικά, οι δύο Συνομοσπονδίες διοργανώνουν πανελλαδική απεργία στις 13 Μαΐου, με τη συμμετοχή της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων. Την ίδια μέρα κινητοποιούνται και διαδηλώνουν φοιτητές, αγρότες και επαγγελματίες. Και ενώ στην Αθήνα και τον Πειραιά δεν έλειψαν οι συγκρούσεις και τα αιματηρά επεισόδια, στην Καβάλα ακόμη και η χωροφυλακή αρνήθηκε να χτυπήσει τους διαδηλωτές.
Παρά τις προσπάθειες της ΕΓΣΕΕ, η απεργία έγινε χωρίς να προβληθεί το σύνθημα της παραίτησης της κυβέρνησης Μεταξά. Κι αυτή η υποχώρηση στις αξιώσεις της ΓΣΕΕ θα αποβεί, επίσης, μοιραία. Μια μεγαλειώδης πανελλαδική παλλαϊκή κινητοποίηση περιορίστηκε σε απλή διαμαρτυρία, χωρίς να θέσει άμεσο και σαφή πολιτικό στόχο.
Λίγο μετά τα συνταρακτικά γεγονότα του Μαΐου νέα δολοφονική επίθεση εκδηλώθηκε στον Βόλο. Η απεργιακή κινητοποίηση διαφόρων κλάδων στις αρχές του Ιουνίου αντιμετωπίστηκε με ένοπλη καταστολή, με συνέπεια τη δολοφονία του εμποροϋπάλληλου Μαραγκόπουλου και του ραπτεργάτη Μπουπαγιατζή. Τη βίαιη καταστολή της απεργίας ακολούθησε κύμα διώξεων, ενώ μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και οι κομμουνιστές βουλευτές Γιάννης Ιωαννίδης και Γιώργος Σιάντος.
Ποτέ άλλοτε δεν είχε ζήσει η Ελλάδα απεργιακούς αγώνες τέτοιας έκτασης και έντασης, όσο το πρώτο εξάμηνο του 1936, κατά το οποίο υπολογίζεται πως χάθηκαν ένα εκατομμύριο μέρες εργασίας. Ούτε είχε ξαναζήσει και τέτοιο όργιο κρατικής βίας και τρομοκρατίας. Τον Μάιο και τον Ιούνιο υπήρξαν 14 νεκροί, 711 τραυματισμοί από κλομπ, σφαίρες και σπαθιά, 2.223 συλλήψεις, 980 παραπομπές σε δίκες, 220 προφυλακίσεις, 355 καταδίκες, 123 εκτοπίσεις σε τόπους εξορίας, εκατοντάδες βασανισμοί κ.λπ. (3).
Το ΚΚΕ συνεχίζει και αυτό τον καιρό τις προσπάθειες για συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου και τον Ιούλιο κατορθώνει την εξασφάλιση συμμετοχής του Αγροτικού Κόμματος. Ταυτόχρονα, επιδιώκει την ενοποίηση της ΕΓΣΕΕ και της ΓΣΕΕ και για την επίτευξή της η ηγεσία του συνδικαλιστικού του τμήματος υποχρεώνεται να υπαναχωρεί από τις θέσεις του σε κρίσιμα ζητήματα, για να μη δίνει προσχήματα για την ανθενωτική στάση των εργατοπατέρων και ρεφορμιστών.
Τελικά, η ενοποίηση των δύο Συνομοσπονδιών αποφασίζεται στα τέλη του Ιουλίου και συνδυάζεται με την από κοινού κήρυξη πανεργατικής απεργίας για τις 5 Αυγούστου, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να δημεύσει τα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων. Η κήρυξη της απεργίας θα αποτελέσει το πρόσχημα για την επιβολή της δικτατορίας από τον βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Μεταξά τις 4 Αυγούστου.
1. Η φωτογραφία της μάνας του που θρηνούσε πάνω από τον νεκρό δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» και ενέπνευσε στον Γιάννη Ρίτσο τον «Επιτάφιο».
2. Στέφανος Παπαγιάννης, Από Εύελπις αντάρτης. Αναμνήσεις ενός κομμουνιστή αξιωματικού - Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 20.
3. Κ.Ε. του ΚΚΕ, Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ - τ. Α΄, β΄ έκδ., Αθήνα 1986, σ. 114. Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1932-1936) - Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1994, σ. 292.