"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου και ο φασισμός. Μέρος 1ο: Κοινωνικές και ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις στην περίοδο 1922-36

2016-02-09 21:09

Αποτελεί κοινό τόπο η αναγνώριση ότι  η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 συνιστά τομή για τη νεοελληνική ιστορία, με κύρια συνέπεια τη συγκέντρωση της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων στα όρια του ελληνικού κράτους. Οι ελληνικοί πληθυσμοί που παραμένουν εκτός Ελλάδας -εξαιρουμένων των μεταναστών- αποτελούν, πλέον, ένα πολύ μικρό ποσοστό στο σύνολο του Ελληνισμού. Πρόκειται για τους Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου, της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, της Δωδεκανήσου και της Κύπρου, καθώς και τους Πόντιους του Καυκάσου. Από τις περιοχές αυτές μόνο η Βόρεια Ήπειρος, τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος θα αποτελέσουν κατά καιρούς αντικείμενα διεκδίκησης, η οποία, όμως, παύει να εντάσσεται σε έναν συνολικότερο επεκτατικό σχεδιασμό, όπως ήταν αυτός της «Μεγάλης Ιδέας».

Η ελληνική αστική τάξη για πρώτη φορά υποχρεώνεται να στραφεί κυρίως προς το εσωτερικό του ελληνικού κράτους, έχοντας χάσει τις παραδοσιακές δυνατότητες δραστηριοποίησής της σε δύο μεγάλες Αυτοκρατορίες: τη Ρωσική και την Οθωμανική. Τώρα, όμως, στη διάθεση του ελληνικού κεφαλαίου βρίσκεται ένα πολυάριθμο προλεταριάτο, υποχρεωμένο να προσφέρει φτηνή εργατική δύναμη για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Στους παλιότερους γηγενείς εργάτες και σε όσους προλεταριοποιήθηκαν κατά την περίοδο των αλλεπάλληλων πολεμικών περιπετειών (1912-22), προστέθηκε και ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού τους πληθυσμού. Επιπλέον, τα μέτρα αντιμεταναστευτικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν όλη τη μεσοπολεμική περίοδο στις ΗΠΑ στέρησαν τη διέξοδο της μετανάστευσης, ενώ η οικονομική κρίση που τις έπληξε μετά το 1929 ενίσχυσε το αντίστροφο ρεύμα της παλιννόστησης.

Η οικονομική ανάπτυξη συντελείται με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς, παρά τη μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση που επηρέασε άμεσα και την Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30 και την πτώχευση του ελληνικού κράτους, τον Μάρτιο 1932. Κύρια χαρακτηριστικά της υπήρξαν η αλματώδης ανάπτυξη της βιομηχανίας, της ναυτιλίας και  των κατασκευών (κατοικίες για τη στέγαση των προσφύγων, αλλά και μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα στην ύπαιθρο), ενώ η αγροτική ανάπτυξη ευνοήθηκε και από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1923, με τη διανομή του μεγάλου μέρους της καλλιεργήσιμης γης στους αγρότες, στους οποίους είχε προστεθεί και ο μισός προσφυγικός πληθυσμός.

Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, αν και η εργατική τάξη ξεπερνάει το ένα τέταρτο του πληθυσμού, έχοντας μαζικοποιηθεί ήδη από τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και κυρίως μετά την έλευση των προσφύγων, οι αγρότες ξεπερνούν το 50% του πληθυσμού και μαζί με τους μικρεμπόρους, επαγγελματίες και βιοτέχνες, η παραδοσιακή μικροϊδιοκτητική τάξη  εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού. 

Η πολιτική ζωή κατά τη μεσοπολεμική περίοδο χαρακτηρίζεται από αστάθεια και από τις έντονες διαμάχες μεταξύ των δύο αστικών πολιτικών παρατάξεων -της βενιζελικής και της αντιβενιζελικής- με την αμφισβήτηση και του ίδιου του πολιτεύματος (βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία), ενώ εκδηλώνονται πολύ συχνά στρατιωτικά κινήματα και εγκαθιδρύονται τέσσερα δικτατορικά καθεστώτα.

Εντελώς συνοπτικά, αναφέρουμε ότι η είσοδος στη μεσοπολεμική περίοδο αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Σεπτέμβριο 1922, συνοδεύεται με το στρατιωτικό κίνημα των βενιζελικών Πλαστήρα-Γονατά-Φωκά, που ανέτρεψε την αντιβενιζελική κυβέρνηση, υποχρεώνοντας τον βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση από τον θρόνο, στον οποίο ανήλθε ο διάδοχος Γεώργιος. Το δικτατορικό καθεστώς -που μεταξύ άλλων εκτέλεσε και έξι επιφανείς αντιβενιζελικούς- διατηρήθηκε έως τις εκλογές του Νοεμβρίου 1923, από τις οποίες απείχε η αντιβενιζελική παράταξη. Η απόπειρα αντιβενιζελικού στρατιωτικού κινήματος (Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη) τον Οκτώβριο 1923 επιτάχυνε τις διαδικασίες κατάργησης του βασιλικού θεσμού, που συντελέστηκε με το δημοψήφισμα  του Μαρτίου 1924.

Τον Ιούνιο 1925 εκδηλώνεται το στρατιωτικό κίνημα του βενιζελικού στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος εγκαθιστά δικτατορικό καθεστώς, που ανατρέπεται με νέο στρατιωτικό κίνημα, με επικεφαλής τον επίσης βενιζελικό στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη, τον Ιούλιο 1926. Ακολουθεί το αποτυχημένο κίνημα Ζέρβα-Ντερτιλή και στη συνέχεια και μέχρι το 1933, έχουμε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια (από το 1915) μια περίοδο πολιτικής ομαλότητας, κατά την οποία η αντιβενιζελική παράταξη αναγνωρίζει το καθεστώς της αβασίλευτης δημοκρατίας και η διακυβέρνηση ασκείται από την Οικουμενική Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη (1926-28) και τις κυβερνήσεις Βενιζέλου (1926-32 και 1932-33) και Αλέξανδρου Παπαναστασίου (1932).

Καθώς οι αντιβενιζελικοί κερδίζουν τις εκλογές του 1933 και του 1935, εκδηλώνονται δύο μετεκλογικά βενιζελικά κινήματα, ενώ τον Νοέμβριο 1935 στρατιωτικό κίνημα του Κονδύλη (που είχε προσχωρήσει στην αντιβενιζελική παράταξη) επαναφέρει τη βασιλευόμενη δημοκρατία, μετά από νόθο δημοψήφισμα. Η περίοδος του Μεσοπολέμου κλείνει με το δικτατορικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936, και διατηρήθηκε μέχρι  την κατάκτηση της χώρας από τους Γερμανούς, τον Απρίλιο 1941. 

Ενώ η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί το όραμα που κινητοποιεί την αστική τάξη της χώρας, η παρατεταμένη πολιτική κρίση και η οικονομική εξαθλίωση σημαντικών τμημάτων των λαϊκών τάξεων (που μετά από μια πρόσκαιρη περίοδο σχετικής βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου στα 1924-30, δοκιμάζονται από τη μεγάλη οικονομική κρίση στα 1930-34), καθώς και η εμφάνιση του κινδύνου που θα μπορούσε να αποτελέσει για το καθεστώς η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, ιδιαίτερα στα 1932-36, συντελούν στην αδυναμία συγκρότησης μιας ιδεολογίας ικανής να εμπνεύσει την ίδια την άρχουσα τάξη και να λειτουργήσει ηγεμονικά σε σχέση με τα ευρύτερα λαϊκά κοινωνικά στρώματα.

Μετά την κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας» και με την τραγική εμπειρία των αλλεπάλληλων πολεμικών περιπετειών και κυρίως της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο επεκτατικός εθνικισμός δεν μπορούσε να αποτελέσει θεμέλιο της κυρίαρχης ιδεολογίας. Άλλωστε, όπως είδαμε, μικρό μέρος του Ελληνισμού ζούσε, πλέον, σε περιοχές στις οποίες η Ελλάδα θα μπορούσε να εγείρει αξιώσεις. Η  Ίμβρος και η Τένεδος δεν εντάσσονταν σε καμιά περίπτωση σ’ αυτές, καθώς τη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 ακολούθησε σταθερή πολιτική φιλίας με την Τουρκία, επικυρωμένη με τις μετέπειτα συμφωνίες που υπέγραψε κατά την πρωθυπουργία του ο Βενιζέλος, και την οποία δεν αμφισβητούσε καμία πολιτική δύναμη και φυσικά καμία κυβέρνηση. Η ελληνοτουρκική φιλία υπαγορευόταν, ούτως ή άλλως, και από τη συνολικότερη πολιτική του διεθνούς κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών χωρών, για τη δημιουργία «υγειονομικής ζώνης» γύρω από την ΕΣΣΔ.

Βάση της εξωτερικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων της περιόδου ήταν η διατήρηση σχέσεων φιλίας με τη Μεγάλη Βρετανία, με συνέπεια την αναγνώριση της κυριαρχίας της στην Κύπρο. Αν και δεν έπαψαν οι γενικόλογες αναφορές στην ελληνικότητα του νησιού και στον εθνικό πόθο της Ένωσης με την Ελλάδα, ουδέποτε τέθηκε από το ελληνικό κράτος ζήτημα άμεσης αμφισβήτησης της βρετανικής κυριαρχίας, ενώ η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν δίστασε να καταδικάσει απροκάλυπτα την αντιαποικιακή εξέγερση του κυπριακού λαού τον Οκτώβριο 1931.

Ανάλογη ήταν η στάση απέναντι στην Ιταλία, η οποία, εκτός από την κατοχή της Δωδεκανήσου, εμφανιζόταν και ως «προστάτιδα» της Αλβανίας, άρα και εγγυήτρια της εδαφικής ακεραιότητάς της, έως ότου την κατέλαβε, το 1939. Η προσπάθεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για τη διατήρηση σχέσεων φιλίας με την Ιταλία υπήρξε σταθερή από το 1923, μετά από τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας από την ιταλική αεροπορία. Τον Σεπτέμβριο 1928, κατά την επίσκεψή του στη Ρώμη, ο Βενιζέλος δήλωσε πως δεν τίθεται ζήτημα Δωδεκανήσου και Κύπρου, ενώ τον Δεκέμβριο αποφασίστηκε η διάλυση των αλυτρωτικών οργανώσεων των Δωδεκανήσιων και των Βορειοηπειρωτών.

Οι σχέσεις αυτές διαταράχθηκαν για μικρό χρονικό διάστημα το 1935, εξαιτίας ελληνοαλβανικών αντιθέσεων, για να επιδεινωθούν και πάλι στα 1939-40 μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς. Εντούτοις και κατά τις περιόδους αυτές (1935 και 1939-40), η Ελλάδα απέφευγε να εγείρει άμεσες αξιώσεις επί της Δωδεκανήσου και της Βόρειας Ηπείρου. Απεναντίας, ήταν η Ιταλία, μέσω της Αλβανίας, που ασκούσε πιέσεις στην Ελλάδα, με αφορμή την αλβανική μειονότητα της Θεσπρωτίας (Τσαμουριά).

Η πολιτική της ειρηνικής γειτνίασης ακολουθήθηκε και προς τη Σερβία, με την οποία διατηρήθηκαν οι φιλικές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί παλιότερα, αλλά και προς τη Βουλγαρία. Τα συνοριακά επεισόδια του Οκτωβρίου 1925 τα ακολούθησε η υπογραφή ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας, που περιλάμβανε και ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, ενώ το ελληνικό κράτος αναγνώρισε μειονοτικά δικαιώματα στον σλαβομακεδονικό πληθυσμό.

Η αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων στους μουσουλμάνους της Θράκης, τους Σλαβομακεδόνες και τους αλβανούς Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, όπως άλλωστε και στους Ισραηλίτες και τους αρμένιους πρόσφυγες, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι συνεπαγόταν πάντα και τον σεβασμό τους από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Επιδιώκοντας σταθερά τον εξελληνισμό του συνόλου του πληθυσμού της Μακεδονίας, οι πιέσεις επί των Σλαβομακεδόνων εντάθηκαν λίγα χρόνια αργότερα, χωρίς, εντούτοις, να προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα απροκάλυπτων διώξεων. Ασκούνταν, κυρίως, με τον εξελληνισμό των ονομάτων χωριών και τοπωνυμίων, με την προσπάθεια περιορισμού της δημόσιας χρήσης της σλαβομακεδονικής γλώσσας και ιδιαίτερα με τη συστηματική προσπάθεια διαμόρφωσης ελληνικής εθνικής συνείδησης στη νέα γενιά της σλαβομακεδονικής μειονότητας μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος.

Όλες αυτές οι προσπάθειες έμεναν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές, ακόμη κι όταν η αντίσταση μεγάλου μέρους των σλαβόφωνων κατοίκων της Μακεδονίας στον εξελληνισμό τους επιχειρήθηκε να καμφθεί -κυρίως από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου- με ένταση των αστυνομικών μέτρων σε βάρος όσων μιλούσαν δημοσίως τη γλώσσα τους.

Ιδιαίτερη υπήρξε η αντιμετώπιση της εβραϊκής μειονότητας, η οποία συγκροτούσε κοινότητες σε διάφορα μέρη της χώρας, με σημαντικότερες αυτές της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, της Βέροιας, της Καστοριάς, των Τρικάλων, των Ιωαννίνων,  της Άρτας, της Κέρκυρας, της Χαλκίδας, της Αθήνας και των Χανίων. Κύριο χαρακτηριστικό  ήταν η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αντιμετώπιση των Εβραίων της «Παλιάς Ελλάδας» και των «Νέων Χωρών», και ιδιαίτερα αυτών της Μακεδονίας και των Ιωαννίνων. Ενώ οι πρώτοι ήταν, ήδη, σε σημαντικό βαθμό ενσωματωμένοι στον ελληνικό κοινωνικό ιστό, οι Εβραίοι της Μακεδονίας και των Ιωαννίνων βρίσκονταν σταθερά αντιμέτωποι με την εχθρότητα μεγάλου μέρους των εκεί ελληνικών πληθυσμών.

Σε αντίθεση με τους Εβραίους της «Παλιάς Ελλάδας» που, σχεδόν στο σύνολό τους, ήταν Ρωμανιώτες (απόγονοι Ισραηλιτών εγκατεστημένων ήδη από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους), οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν κυρίως Σεφαραδίτες, απόγονοι των Εβραίων της Ισπανίας που κατέφυγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι Ισπανοί εναντίον τους το 1492. Όπως και στα αραβικά βασίλεια (σαν κι αυτό των Μαυριτανών στην Ισπανία), έτσι και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Εβραίοι απολάμβαναν την κρατική προστασία και όχι μόνο εξαιτίας της ισλαμικής ανεξιθρησκίας έναντι των άλλων μονοθεϊστικών θρησκειών της Βίβλου (ιουδαϊσμού και χριστιανισμού). Κυριαρχώντας σε περιοχές με συμπαγείς χριστιανικούς πληθυσμούς, οι Άραβες της Ισπανίας και οι Οθωμανοί της Βαλκανικής -η άρχουσα τάξη των οποίων ασκούσε κυρίως πολιτικοστρατιωτικές λειτουργίες σε συνδυασμό με τη μεγαλογαιοκτησία- ευνοούσαν την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης εμπόρων και τραπεζιτών προερχόμενης από τις εβραϊκές κοινότητες, η οποία, σε αντίθεση με την αστική τάξη των γηγενών χριστιανικών λαών, όσο κι αν ισχυροποιούνταν, δεν θα αποτελούσε απειλή για τη συνοχή του κράτους και την εδαφική του ακεραιότητα.

Η ταύτιση της εβραϊκής αστικής τάξης με την οθωμανική εξουσία, αλλά και η είδηση της συμμετοχής Εβραίων της Κωνσταντινούπολης στη βεβήλωση της σορού του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, υπήρξαν οι κύριες αιτίες της γενικευμένης σφαγής των ισραηλίτικων κοινοτήτων της Τριπολιτσάς και του Αγρινίου, κατά την Επανάσταση του 1821, που αποτέλεσε και μία από τις πλέον μελανές και φρικιαστικές σελίδες της ιστορίας της. Εντούτοις, ούτε παλιότερα, κατά τη μακραίωνη συνοίκηση με τις εβραϊκές κοινότητες, ούτε και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους παρουσιάστηκαν φαινόμενα αντιεβραϊκών διωγμών, ανάλογα με αυτά που σημειώθηκαν σε χώρες όπου κυριαρχούσε ο καθολικισμός και αργότερα στην τσαρική Ρωσία των πογκρόμ.

Όσο κι αν η θρησκεία -βασική ιδεολογική αναφορά μέχρι τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης από τους διάφορους λαούς- και οι πολιτισμικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες που στηρίζονταν σ’ αυτήν, αποτελούσαν σταθερό σημείο διαφοροποίησης των χριστιανικών πληθυσμών με τις εβραϊκές κοινότητες, αναπαράγοντας τις προκαταλήψεις έναντι των «σταυρωτήδων», ενώ η επίδοση της ισραηλίτικης αστικής τάξης στο εμπόριο και κυρίως στην τοκογλυφία, δημιουργούσε και συντηρούσε το στερεότυπο του «τσιφούτη» και του «εκμεταλλευτή» -το οποίο, παραδόξως, περιλάμβανε και την πλειονότητα των Ισραηλιτών, που η φτώχεια της ήταν ανάλογη μ’ αυτήν των φτωχών λαϊκών στρωμάτων του χριστιανικού πληθυσμού- δεν υπήρξαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περιπτώσεις αιματηρών διώξεων, πόσο μάλλον με κρατική πρωτοβουλία ή στήριξη. Μετά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έχουμε μόνο δύο σοβαρές περιπτώσεις αντιεβραϊκών  επεισοδίων, στην Αθήνα το 1849 και στην Κέρκυρα το 1891, κατά την οποία υπήρξαν και θύματα, ενώ τον ίδιο καιρό συρρικνώθηκε και η κοινότητα της Ζακύνθου.

Η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική στις περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος το 1912-13, και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, όπου η εβραϊκή κοινότητα ήταν η πολυπληθέστερη όλων των άλλων εθνικών κοινοτήτων. Σε πληθυσμό 157.500 κατοίκων, οι Εβραίοι ανέρχονταν σε 61.500, έναντι 46.000 Τούρκων, 40.000 Ελλήνων και 10.000 που ανήκαν σε άλλες εθνότητες (κυρίως Βούλγαροι, αλλά και δυτικοί κ.ά)1.

Αποτελώντας ένα από τα μεγάλα κέντρα συγκέντρωσης ισραηλίτικου πληθυσμού, που επιπλέον απολάμβανε πλήρη θρησκευτικά δικαιώματα και την προστασία του οθωμανικού κράτους, η Θεσσαλονίκη χαρακτηριζόταν από τον διάσπαρτο εβραϊσμό ως η «Νέα Σιών» και η «Μητέρα του Ισραήλ». Η ισχυρή εβραϊκή αστική τάξη, οι δραστηριότητες της οποίας ευνοούνταν και από το οθωμανικό κράτος και από τις σχέσεις με τους εβραίους αστούς -έμπορους και τραπεζίτες- των ευρωπαϊκών χωρών, αποτελούσε, ήδη πριν την ενσωμάτωση της πόλης στην Ελλάδα, τον κυριότερο ανταγωνιστή της ανερχόμενης τοπικής ελληνικής αστικής τάξης.

Ο έρπων αντισημιτισμός των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκε μετά την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος, την οποία οι Εβραίοι θεωρούσαν προσωρινή, καθώς η ιστορική περίοδος χαρακτηριζόταν από μεγάλες ανακατατάξεις, και οξύνθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως είναι εύλογο, οι Εβραίοι δεν είχαν κανέναν λόγο να συμμεριστούν τις επεκτατικές και φιλοπολεμικές τάσεις που εξέφραζε ο βενιζελισμός, ο οποίος, εντούτοις, ήταν κυρίαρχος μεταξύ του ελληνικού στοιχείου της πόλης. Η αντίθεση στη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο εκφράστηκε τόσο από την εβραϊκή αστική τάξη όσο και από τους εβραίους σοσιαλιστές της Φεντερασιόν.

Πολιτικά κυρίαρχος κατά το μεγαλύτερο μέρος του Μεσοπολέμου (από το 1922 έως το 1933), ο βενιζελισμός αντιμετώπιζε εχθρικά την εβραϊκή κοινότητα, το κοινωνικά ανώτερο τμήμα της οποίας παρέμενε αντιβενιζελικό, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής της τάξης είχε συνδεθεί με το ΚΚΕ.  Η αντίθεση προς την εβραϊκή κοινότητα ήταν ιδιαίτερα έντονη, εκτός από την τοπική ελληνική αστική τάξη, και στους μικροαστούς εμπόρους, που αντιμετώπιζαν τον ανταγωνισμό των εβραίων συναδέλφων τους. Ανάλογη εχθρότητα εξέφραζε και το προσφυγικό προλεταριάτο. Φανατικά προσδεμένο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930 στον βενιζελισμό, άρα αντίθετο με κάθε αντίπαλό του, είχε και έναν επιπλέον λόγο να στρέφεται κατά των Εβραίων: σε συνθήκες εκτεταμένης ανεργίας, ήταν ακατανόητο οι θέσεις εργασίας να καταλαμβάνονται από «ξένους» (έστω κι αν οι πρόγονοι αυτών των «ξένων» ζούσαν στην πόλη από τα τέλη του 15ου αιώνα), όταν υπήρχαν χιλιάδες έλληνες άνεργοι. Πόσο μάλλον, που οι εβραίοι εργάτες ήταν στην πλειονότητά τους κομμουνιστές, άρα διεθνιστές και κατά συνέπεια αντεθνικά στοιχεία.

Το κράτος, επίσημα, δεν υιοθέτησε σαφή αντιεβραϊκή πολιτική, αν και σ’ αυτή την κατεύθυνση εντάσσονταν κάποια επιμέρους μέτρα, όπως ήταν οι χωριστοί εκλογικοί κατάλογοι για την εβραϊκή κοινότητα το 1923. Υπήρχε, όμως, συγκαλυμμένη στήριξη κάποιων εκδηλώσεων αντισημιτισμού στη Θεσσαλονίκη, όσο αυτές δεν ξέφευγαν από κάποιο μέτρο, ώστε να απειλήσουν τη δημόσια τάξη ή να δυσφημίσουν τη χώρα διεθνώς.

Όπως επισημαίνεται, η αντίθεση βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού εκφράστηκε και στη Μακεδονία με τη μορφή της αντιπαράθεσης προσφύγων (βενιζελικών) και γηγενών (αντιβενιζελικών). «Οικονομικό αντικείμενο της διαμάχης με τους Σλαβομακεδόνες χωρικούς είναι η γη. Με τους Εβραίους είναι ο έλεγχος της οικονομικής ζωής της Θεσσαλονίκης. Πολιτικά, η αντιπαράθεση των γηγενών εκφράζεται και εδώ με τον αντιβενιζελισμό. Αλλά γηγενείς στην περίπτωση αυτή είναι οι Σλαβομακεδόνες και οι Εβραίοι. Κατά συνέπεια, ο εθνικισμός (και ο αντισημιτισμός) των Ελλήνων στη Μακεδονία εποτελεί κατ’ εξοχήν βενιζελικό και μάλιστα προσφυγικό, μαζικό φαινόμενο»2. Σε γενικές γραμμές, ενώ ο βενιζελισμός «επιδιώκει συστηματικά την αφομοίωση ή εξουδετέρωση των αλλοεθνών μειονοτήτων», ο αντιβενιζελισμός τούς «υπόσχεται προστασία απέναντι στο ελληνικό κράτος και την ελληνική ορθόδοξη πλειοψηφία»3.

Οι αντισημιτικές πρακτικές άρχισαν να υποχωρούν μετά την απομάκρυνση των βενιζελικών από την εξουσία το 1933, που συνοδεύτηκε και από τη μαζική προσχώρηση των εργατών προσφύγων στην Αριστερά, ενώ τα τελευταία χρόνια πριν την επιβολή της δικτατορίας έφεραν κοντά εβραίους και έλληνες μικροϊδιοκτήτες, που συμμετείχαν από κοινού σε λαϊκές κινητοποιήσεις. Εξαλείφθηκαν, μάλιστα, κατά την περίοδο της 4ης Αυγούστου, η οποία υπήρξε εχθρική απέναντι σε κάθε μορφής διάκριση σε βάρος των Εβραίων.

Αντιμέτωπος με το ιδεολογικό κενό που προκάλεσε η κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας», ο αστισμός επιχειρεί κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου να ανασυγκροτήσει την κυρίαρχη ιδεολογία, με την πρόσληψη ιδεών προερχόμενων από αντιφατικά ιδεολογικά ρεύματα. Στην πραγματικότητα, δύσκολα θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε μια ενιαία έκφραση της αστικής ιδεολογίας, αποδεκτή από το σύνολο του αστικού κόσμου και κυρίως από το ίδιο το αστικό κράτος, όσο κι αν ο αντικομμουνισμός και η προοπτική της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης αποτελούν κάποια τέτοια στοιχεία, συνιστώντας τα θεμέλια της μετα-μεγαλοϊδεατικής αστικής ιδεολογίας.

Οι ιδεολογικές ανησυχίες της αστικής διανόησης της εποχής καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τάσεων, από τον νιτσεϊσμό, την αναζήτηση του «ηρωικού τρόπου ζωής» και μια φασιστικής έμπνευσης αρχαιολατρία, και τα ρεύματα που αναφέρονται στην παρακμή του δυτικού πολιτισμού,  μέχρι την αναζήτηση της ελληνικότητας στην κοινοτική παράδοση, στο ορθόδοξο λαϊκό θρησκευτικό βίωμα, αλλά και στον συνδυασμό των λαϊκών πολιτισμικών στοιχείων με τον δυτικό φιλελευθερισμό, ακόμα και με έναν δημοκρατισμό σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης.

Η διαίρεση του αστικού πολιτικού κόσμου στα στρατόπεδα του βενιζελισμού και του αντιβενιζελισμού δεν συνεπάγεται μια αυτονόητη διάκριση ανάμεσα σε περισσότερο προοδευτικές και δημοκρατικές, και περισσότερο συντηρητικές δυνάμεις. Για πολύ μεγάλο μέρος των βενιζελικών η τοποθέτηση υπέρ της δημοκρατίας δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από μια τοποθέτηση «ρεπουμπλικανική», εξαντλούμενη στην απόρριψη του βασιλικού θεσμού. Ο βενιζελισμός καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ιδεολογικών τάσεων, από φιλοφασιστικές, που εκφράζονται από ηγετικά του στελέχη όπως οι Γεώργιος Κονδύλης, Θεόδωρος Πάγκαλος, ως ένα βαθμό και από τον Νικόλαο Πλαστήρα κ.ά., τυπικά συντηρητικές, με κύριο εκφραστή τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, τυπικά φιλελεύθερες, με εκφραστές τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, τον Γεώργιο Καφαντάρη, τον Γεώργιο Παπανδρέου κ.ά.,  περισσότερο ριζοσπαστικές, με εκφραστές τους Αλέξανδρο Μυλωνά κ.ά., μέχρι και ριζοσπαστικές, σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, με κύριο εκφραστή τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.

Αντίστοιχα, το αντιβενιζελικό στρατόπεδο καλύπτει, επίσης, ένα ευρύ φάσμα ιδεολογικοπολιτικών τάσεων, από βαθιά συντηρητικές που ερωτοτροπούν με τον φασισμό, μέχρι και τυπικά αστικοδημοκρατικές, ακόμα και λαϊκές δημοκρατικές. Καθώς οι σημαντικότερες μερίδες του μεγάλου κεφαλαίου παραμένουν συνδεδεμένες με τον βενιζελισμό, ο αντιβενιζελισμός εκφράζει, κυρίως, παραδοσιακά μικροαστικά και μεσαία αστικά στρώματα, ιδιαίτερα της «Παλιάς Ελλάδας», και από την άποψη αυτή εμφανίζει χαρακτηριστικά ανάλογα μ’ αυτά του δηλιγιαννισμού. Έχοντας αναγνωρίσει το καθεστώς της αβασίλευτης δημοκρατίας στα 1926-35, συχνά βρίσκεται στη θέση του υπερασπιστή των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών (μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1922, κατά τη δικτατορία Πάγκαλου, με την αντίθεσή του στα βενιζελικά κινήματα του 1933 και ’35, κ.λπ.), ενώ, επίσης συχνά, τάσσεται υπέρ μιας περισσότερο φιλολαϊκής πολιτικής, όντας στη θέση της αντιπολίτευσης, στα 1922-26 και 1928-33.

Έξω από τα δύο αστικά στρατόπεδα βρίσκονται οι πολιτικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος και του αριστερού αγροτισμού, που αναφέρονται σε μια σοσιαλιστική προοπτική: το ΚΚΕ, οι ποικιλώνυμες εκφράσεις της σοσιαλδημοκρατίας και του αρχειομαρξισμού και τροτσκισμού, και το σχεδόν μονίμως πολυδιασπασμένο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ).

Κυρίαρχο μεταξύ των πολιτικών εκφράσεων του εργατικού κινήματος, το ΚΚΕ διαμορφώθηκε σε τυπικά τριτοδιεθνιστικό σταλινικό κόμμα, οργανικό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Σταθερά προσανατολισμένο στην κοινωνική συμμαχία εργατικής τάξης και αγροτών, πραγματοποίησε δύο σημαντικές τομές στα 1931 και ’34, όταν αντιμετώπισε την εσωκομματική του κρίση, συγκροτούμενο σε μονολιθικό πολιτικό οργανισμό και, εγκαταλείποντας τη στρατηγική της άμεσης σοσιαλιστικής επανάστασης για την εγκαθίδρυση της εργατοαγροτικής εξουσίας στο πλαίσιο ενός σοβιετικού καθεστώτος, υιοθέτησε το πρόγραμμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης που θα διαμόρφωνε τους όρους για το (γρήγορο) πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Το 1934 υιοθετήθηκε και η πολιτική του αντιφασιστικού μετώπου, που αντικατέστησε τη μέχρι τότε (από το 1928) αντιμετώπιση του συνόλου των άλλων πολιτικών δυνάμεων σαν φιλοφασιστικών. 

Η κυριαρχία του ΚΚΕ μεταξύ των πολιτικών εκφράσεων του εργατικού κινήματος οφείλεται κυρίως σε τρεις παράγοντες: στην ανυπαρξία ισχυρής σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στην Ελλάδα και στην ίδρυση κόμματος της εργατικής τάξης (του ΣΕΚΕ που εξελίχθηκε σε ΚΚΕ) μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, στις σχέσεις που διατηρούσε το κόμμα με την ΕΣΣΔ, που εμφανιζόταν ως η χώρα στην οποία πραγματοποιούνταν η σοσιαλιστική οικοδόμηση, και στην αδυναμία υλοποίησης μιας αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής από το μεσοπολεμικό ελληνικό κράτος, που καθιστούσε, έτσι, ανέφικτη μια προοπτική ρεφορμιστικών σταδιακών αλλαγών.

Οι λόγοι αυτοί βρίσκονται πίσω από την περιορισμένη επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας, που, επιπλέον, παραμένει πολυδιασπασμένη, ακόμη και μετά την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ) το 1931. Εξαιρετικά περιορισμένη παραμένει και η επιρροή των αρχειομαρξιστών και τροτσκιστών, κυρίως μετά το 1933. Χαρακτηριστικά της επιρροής που διέθεταν οι τάσεις που αναφέρονταν στο κομμουνιστικό κίνημα  υπήρξαν τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιανουαρίου 1936, όταν το ΚΚΕ (ως «Παλλαϊκό Μέτωπο») πήρε 73.500 ψήφους, έναντι 1.150 των αρχειομαρξιστών και 200 των τροτσκιστών.

Το ΑΚΕ, έχοντας ιδρυθεί το 1923, ήταν ένα κόμμα αγροτοσοσιαλιστικού προσανατολισμού, ιδιαίτερα μετά την ανασυγκρότησή του, το 1932. Με σημαντικές προσβάσεις στη βόρεια και την κεντρική Ελλάδα, εξέφραζε την αντίθεση τμημάτων της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς στην κυρίαρχη πολιτική. Συνεργαζόμενο με το ΚΚΕ και το ΣΚΕ στην κοινή αντιφασιστική δράση από το 1934, το 1936, λίγες εβδομάδες πριν την επιβολή της δικτατορίας, συμφώνησε με το ΚΚΕ για τη συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου.

Η εργατική τάξη αυξάνεται κατακόρυφα μετά το 1922, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό μεταξύ του 25% και του 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού4, και κατά ένα τρίτο αποτελείται από πρόσφυγες. Με την ανεργία να παραμένει σταθερό πρόβλημα, ξεπερνώντας το 30% στα 1923-24 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30, μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης της εποχής κινείται μεταξύ απασχόλησης με σχέση εξαρτημένης εργασίας και προσφυγής σε μικροεπιτηδεύματα, ενώ ένα τμήμα της, κυρίως στους προσφυγικούς συνοικισμούς, κινείται στα όρια μεταξύ προλεταριάτου και υποπρολεταριάτου.

Με το βιοτικό επίπεδο να βρίσκεται σταθερά σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με αυτό του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1910, αγγίζοντας συχνά τα όρια της εξαθλίωσης, οι εργάτες του Μεσοπολέμου έχουν στερηθεί τη δυνατότητα της εναλλακτικής λύσης που προσέφερε παλιότερα η μετανάστευση. Ενώ οι παραδοσιακοί προορισμοί προς την Πόλη, τη Μικρά Ασία, τη Ρουμανία και τη Ρωσία έχουν κλείσει, και έχει περιοριστεί κατά πολύ η δυνατότητα μετανάστευσης  στην Αίγυπτο, τα αντιμεταναστευτικά μέτρα των ΗΠΑ μετά το 1920 και η οικονομική κρίση του 1929 έχουν κλείσει και αυτόν τον δρόμο, ενώ από το 1930 εμφανίζεται ισχυρό το ρεύμα της παλιννόστησης5.

Ήδη από τη δεκαετία του 1910, έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές στην κοινωνική αντίληψη σχετικά με την εξαρτημένη εργασία και την εργατική ιδιότητα, που σε μια κοινωνία κατεξοχήν μικροϊδιοκτητική  αντιμετωπίζονταν παλιότερα και καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα σαν καταστάσεις συνώνυμες με την απώλεια της προσωπικής ελευθερίας6. Στην κατεύθυνση αυτή λειτούργησαν μια σειρά παράγοντες, όπως η σχετική μαζικοποίηση της εργατικής τάξης, η αναγνώρισή της ως κοινωνικής δύναμης από το ίδιο το κράτος, η ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, ακόμη και η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και η ανάδειξη μιας σειράς σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις κυβερνήσεις ευρωπαϊκών χωρών.

Παρόλ’ αυτά, για μεγάλο μέρος των εργατών της εποχής παραμένει η ελπίδα της μικροαστικής αποκατάστασης και είναι μάλιστα ιδιαίτερα έντονη μεταξύ των προσφύγων εργατών, μέχρι το 1930, όταν υπογράφηκε από τους Βενιζέλο και Ινονού η παραγραφή των αποζημιώσεων για τις χαμένες περιουσίες τους. Η ελπίδα αυτή -που σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται αυταπάτη, αν και οι σχετικά μεγαλύτερες δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της- λειτουργεί ανασταλτικά στη συνδικαλιστική οργάνωση και δραστηριότητα, πόσο μάλλον στην κατεύθυνση που επιδιώκει το ΚΚΕ. Εξίσου ανασταλτικά λειτουργεί και η αντιμετώπιση της γυναικείας εργασίας είτε σαν προσωρινής, μέχρι τον γάμο (ελπίδα που συχνά διαψεύδεται), είτε σαν συμπληρωματικής προς την εργασία του άντρα.

Οι αντιλήψεις αυτές, κυρίαρχες στην ελληνική κοινωνία και σε μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης της εποχής, βρίσκονται σε υποχώρηση σε κλάδους όπου μια σειρά λόγοι ευνόησαν την ανάπτυξη ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος, όπως, π.χ., ο καπνεργατικός, και η αντιμετώπιση της εργατικής ιδιότητας ως σταθερού στοιχείου της προσωπικής ταυτότητας συμβάλλει στην περαιτέρω ισχυροποίηση του κινήματος.

Καθώς το ΣΕΚΕ-ΚΚΕ παρεμβαίνει σταθερά στο συνδικαλιστικό κίνημα, ελέγχοντας στα 1919-26 και τη ΓΣΕΕ, η προσπάθεια αντιμετώπισης του και περιορισμού της επιρροής του στην εργατική τάξη υποχρεώνει τους αντιπάλους του να ενθαρρύνουν την ένταξη των εργατών σε συνδικαλιστικές οργανώσεις που ελέγχουν και που συνήθως ιδρύονται ως αντισύνδεσμοι, ανταγωνιστικοί των οργανώσεων αριστερής επιρροής. Μάλιστα, αν και οι αντισύνδεσμοι αυτοί συνδέονται πολύ συχνά με την εργοδοσία και τους κρατικούς μηχανισμούς, για τη δικαιολόγηση της ύπαρξής τους προβάλλονται εργατικά αιτήματα και ενίοτε διοργανώνονται και ελεγχόμενες κινητοποιήσεις, που, ανεξαρτήτως των προθέσεων των οργανωτών τους, συμβάλλουν στην ανάπτυξη αγωνιστικής διάθεσης, ακόμη και στο συντηρητικό -ή απλώς φοβισμένο και διστακτικό- τμήμα της εργατικής τάξης.

Για την κατανόηση της ιδεολογικής, πολιτικής και συνδικαλιστικής συμπεριφοράς της εργατικής τάξης του Μεσοπολέμου είναι αναγκαία η διάκριση δύο περιόδων, πριν και μετά το 1930, μια διάκριση που καθορίζεται, κυρίως, από την αλλαγή συμπεριφοράς του προσφυγικού προλεταριάτου, σε συνδυασμό με τη διάψευση της ελπίδας ότι με το πέρασμα του χρόνου οι συνθήκες ζωής και εργασίας δεν μπορεί παρά να βελτιώνονται, ως συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Τα πρώτα χρόνια μετά το 1922 οι πρόσφυγες εργάτες αποτέλεσαν την κύρια βάση στήριξης του αντικομμουνισμού και ήταν αυτοί που πύκνωναν τις γραμμές των συντηρητικών συνδικαλιστικών αντισυνδέσμων. Δεν είναι τυχαία η ίδρυση δεκάδων εργατικών σωματείων αυτού του είδους, που στον τίτλο τους περιλαμβάνονταν οι όροι «εθνικό» και «προσφυγικό». Καθώς κυριαρχούσε η βενιζελική παράταξη, φανατικοί οπαδοί της οποίας ήταν οι πρόσφυγες, στη μεγάλη τους πλειονότητα (μέχρι και τις εκλογές του 1928 οι βενιζελικοί έπαιρναν ποσοστά πάνω από 75% και σε κάποιες περιπτώσεις πάνω και από 90% στους εργατικούς προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά), ενώ η εξαθλίωσή τους τους υποχρέωνε να εργάζονται με όρους που απέρριπτε το γηγενές προλεταριάτο, έδρασαν πολύ συχνά ως απεργοσπαστικός μηχανισμός.

Η επέκταση της διεθνούς οικονομικής κρίσης και στην Ελλάδα, από τη μια, και η παραγραφή των προσφυγικών αποζημιώσεων, από την άλλη, λειτούργησαν καταλυτικά στη μετατόπιση μεγάλου μέρους του προσφυγικού προλεταριάτου προς τ’ αριστερά. Πρόκειται για μια μεταστροφή που συντελέστηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς, όπως προκύπτει και από τη σύγκριση των εκλογικών αποτελεσμάτων: ενώ το 1928 το ΚΚΕ, με συνολικό εθνικό ποσοστό 1,4%, είχε πάρει μόλις 0,3-0,4% στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, το 1933 τα ποσοστά του ξεπερνούσαν το 10%, φτάνοντας το 12% στην Καισαριανή, ενώ το εθνικό του ποσοστό ήταν 4,64%.

Αυτή η μετατόπιση προς τ’ αριστερά συμπίπτει με την άνοδο στην εξουσία των αντιβενιζελικών, έτσι ώστε και οι πρόσφυγες εργάτες που παραμένουν βενιζελικοί να αισθάνονται εχθρικό ένα κράτος που ελέγχεται, πια, από τους πολιτικούς τους αντιπάλους.

Θα μπορούσε η εργατική τάξη της εποχής ή τμήματά της, πριν ή μετά το 1930, να προσεγγίσουν τον φασισμό; Υποστηρίζω πως δεν υπήρχαν όροι για κάτι τέτοιο και αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και η ιστορική πραγματικότητα: ο φασισμός δεν απέκτησε προσβάσεις στην ελληνική εργατική τάξη, ανεξαρτήτως επιμέρους εκδηλώσεων που σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν  βάση για την ανάπτυξή του. Ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ γηγενών και προσφύγων εργατών δεν εκτρέπεται σε εκδηλώσεις βίαιης αντιπαράθεσης και όχι μόνο εξαιτίας της πολιτικής της ταξικής ενότητας που προωθεί το ΚΚΕ, το οποίο συμμετέχει στις εκλογές του 1926 και του 1928 ως «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών-Αγροτών και Προσφύγων». 

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, η εργατική τάξη διαχωρίζεται σε τέσσερις τάσεις που εκφράζονται και σε συνδικαλιστικό επίπεδο: την κομμουνιστική, τη σοσιαλιστική, τη βενιζελική και την αντιβενιζελική.

Η κομμουνιστική παράταξη, που μέχρι το 1926 ελέγχει τη ΓΣΕΕ και από το 1929 συγκροτεί την Ενωτική ΓΣΕΕ, επηρεάζει κυρίως μαχητικούς κλάδους, με υψηλό επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης, όπως είναι οι καπνεργάτες, οι τροχιοδρομικοί (τραμβαγέρηδες), οι οικοδόμοι, μεγάλο τμήμα των ναυτεργατών κ.ά. Επιμένοντας σταθερά στην ταξική ενότητα στη βάση, καταπολεμά κάθε εκδήλωση αντιπαλότητας μεταξύ γηγενών (στους οποίους κυρίως έχει προσβάσεις) και προσφύγων εργατών.

Η σοσιαλιστική παράταξη, που από το 1930 συγκροτήθηκε στα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα με επικεφαλής τον Δημήτρη Στρατή, επηρεάζει κάποια θεωρούμενα ως «προνομιούχα» τμήματα της εργατικής τάξης, στους χώρους των σιδηροδρομικών, των ιδιωτικών υπαλλήλων και των ναυτεργατών, όπου η παρουσία των προσφύγων ήταν μηδαμινή.

 

Οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί δεν συγκροτούν διακριτές παρατάξεις, συναποτελώντας τη συντηρητική πτέρυγα του συνδικαλιστικού κινήματος, με επικεφαλής τους Γιάννη Καλομοίρη και Αριστείδη Δημητράτο. Εντούτοις, η διάκρισή τους είναι σαφής, καθώς οι αντιβενιζελικοί επηρεάζουν κυρίως τμήματα των γηγενών εργατών, σε αντίθεση με τους βενιζελικούς, γύρω από τους οποίους συσπειρώνεται η μεγάλη πλειονότητα του προσφυγικού προλεταριάτου. Η συνύπαρξή τους στις οργανώσεις της ΓΣΕΕ (που ελέγχεται στα 1926-30 από το μέτωπο συντηρητικών-σοσιαλιστών και κατόπιν αποκλειστικά από τους συντηρητικούς) και η προσπάθεια αντιμετώπισης του κοινού αντιπάλου, δηλαδή των κομμουνιστών, συμβάλλει στην άμβλυνση της αντίθεσης γηγενών-προσφύγων.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, παρά την πολυδιάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, διαμορφώνονται όροι εργατικής ταξικής ενότητας στη βάση, εξαιτίας της σοβαρότητας των προβλημάτων που δημιουργεί η οικονομική κρίση, ενώ η σταθερή προσφυγή των εκάστοτε κυβερνήσεων στη βίαιη καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων προκαλεί την έντονη αντίθεση της εργατικής τάξης απέναντι σε κάθε τάση περιστολής -πόσο μάλλον κατάργησης- των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Σε μια περίοδο που οι συνθήκες ζωής γηγενών και προσφύγων εξομοιώνονται, η μετατόπιση προς τ’ αριστερά των εργατών προσφυγικής προέλευσης αναδιατάσσει τους συσχετισμούς μέσα στην εργατική τάξη και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Η αναδιάταξη αυτή εκφράζεται με την υπογραφή από τις τρεις συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες του Αντιφασιστικού Συμφώνου, τον Οκτώβριο 1934, το οποίο συνυπέγραψαν και τα κόμματα της Αριστεράς (Κομμουνιστικό, Αγροτικό, Σοσιαλιστικό) και το προσωποπαγές Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Καλομοίρη, αλλά και στους μεγάλους απεργιακούς αγώνες της περιόδου, μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας Μεταξά.

Κατά την περίοδο ακριβώς που η βενιζελική παράταξη αποπειράθηκε επανειλημμένα (1933 και ’35) την επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, είχε ήδη χάσει την επιρροή της σε σημαντικά τμήματα της προσφυγικής εργατικής τάξης. Η τεράστια πλειονότητα των ελλήνων εργατών και εργατριών -γηγενών και προσφύγων- παρέμενε προσηλωμένη στις δημοκρατικές αξίες και στη συνέχεια, όπως απέδειξε με τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις της κατά το 1936, με αποκορύφωμα την εξέγερση του Μαΐου στη Θεσσαλονίκη. Σε όλους τους απεργιακούς αγώνες της περιόδου 1932-36, οι οικονομικές, ασφαλιστικές και άλλες διεκδικήσεις της εργατικής τάξης συνδυάζονταν με ζητήματα συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ενώ σταθερή ήταν η έκφραση της αντίθεσης στον φασισμό. Είναι φανερό πως η μεσοπολεμική ελληνική εργατική τάξη δεν ήταν και δεν θα μπορούσε -για τους λόγους που αναφέρθηκαν- να είναι φασιστική.

Η αγροτιά, επίσης, δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι φασιστική. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανυπαρξία στην Ελλάδα στρώματος μεσαίων αγροτών, αντίστοιχου με αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Με την κατάτμηση της γης σε πολύ μικρούς κλήρους, που για τη μεγάλη πλειονότητα των καλλιεργητών δεν ξεπερνούσαν τα 30 στρέμματα, αυτοί που θεωρούνταν μεσαίοι αγρότες στην πραγματικότητα είχαν στη διάθεσή τους εκτάσεις αντίστοιχες με αυτές των μικροϊδιοκτητών αγροτών άλλων χωρών.

Αντιμέτωποι με οξύτατα προβλήματα επιβίωσης -που τα ενέτεινε η κρατική φορολόγηση και η υπερχρέωση στην Αγροτική Τράπεζα, στους οργανισμούς καπνού και σταφίδας κ.λπ.- οι αγρότες, κυρίως οι φτωχοί, αλλά σε σημαντικό ποσοστό και οι μεσαίοι, υποχρεώνονταν να διεξάγουν συνεχείς σκληρούς αγώνες, έχοντας αντιμέτωπο το ίδιο το κράτος. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, ένα μεγάλο μέρος αυτών των αγώνων στρεφόταν κατά της φορολόγησης, της προσωποκράτησης για χρέη στο δημόσιο κ.λπ.

Η συχνή αντιπαράθεση με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής, που σε κάποιες περιπτώσεις πήρε και ένοπλη μορφή, ενίσχυσε τον παραδοσιακό λαϊκό δημοκρατισμό της ελληνικής αγροτιάς, η οποία ουδέποτε και για κανένα λόγο δεν βρέθηκε αντιμέτωπη με την εργατική τάξη. Απεναντίας,  οι οργανωμένες κάθοδοι των αγροτών στις πόλεις, για τη συγκρότηση διαδηλώσεων και συλλαλητηρίων, συναντούσαν τη συμπαράσταση των εργατικών οργανώσεων και όχι μόνο αυτών που ελέγχονταν από το ΚΚΕ. Άλλωστε, σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης της πόλης είχε άμεση αγροτική προέλευση, ακόμη και δεσμούς στενής συγγένειας με αγρότες της περιφέρειας.

Ανάλογη ήταν η κατάσταση που βίωναν και οι μικροϊδιοκτήτες των πόλεων, που δοκιμάστηκαν κι αυτοί από την οικονομική κρίση, βλέποντας να διαψεύδονται οι ελπίδες βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου, όπως συνέβαινε, έστω και με αργούς ρυθμούς, κατά την περίοδο 1924-29. Αυτοαπασχολούμενοι στην πλειονότητά τους, οι ιδιοκτήτες μικρών εργαστηρίων ή καταστημάτων, συχνά ζούσαν υπό όρους ανάλογους με αυτούς της εργατικής τάξης, αντιμέτωποι σταθερά με τον κίνδυνο της ανεργίας και της απώλειας της εργασιακής τους ανεξαρτησίας. Κατοικούσαν σε μεγάλο ποσοστό στις ίδιες συνοικίες με τους εργάτες, συνδεόμενοι μαζί τους με ποικίλους δεσμούς, βιώνοντας τα εκτεταμένα φαινόμενα της σύγχυσης ταξικών θέσεων και της πολυσθένειας7. Προερχόμενοι σε σημαντικό ποσοστό από την εργατική τάξη, πολύ συχνά εργάζονταν κατά διαστήματα, αποκλειστικά ή παράλληλα, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ενώ ακόμη συχνότερα κάποιο μέλος ή και μέλη της οικογένειάς τους ήταν εργάτες.

Ενδιαφέρον εμφανίζει και το στρώμα των μικροϊδιοκτητών που απασχολούσαν προσωπικό, συνήθως ένα ως πέντε ή λίγο περισσότερα άτομα, υποχρεωμένοι να εργάζονται και οι ίδιοι. Οι δεκάδες χιλιάδες αυτοί μικροϊδιοκτήτες εργαζόμενοι-εργοδότες βρίσκονταν σταθερά αντιμέτωποι από τη μια με τις απαιτήσεις των εργατών που απασχολούσαν κι από την άλλη με τις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις της αγοράς και την κρατική πολιτική. Η φορολόγηση, η πολιτική των τιμών, η εξασφάλιση φτηνών πρώτων υλών ή εμπορευμάτων χαμηλού κόστους, το ενοικιοστάσιο κ.λπ., και ο ανταγωνισμός από τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αποτελούσαν παράγοντες που τους έφερναν πολύ συχνά σε αντιπαράθεση με την εκάστοτε κυβέρνηση, που εκδηλωνόταν και με αγωνιστικές κινητοποιήσεις.

Έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι η σχέση τους με τους εργάτες που απασχολούσαν δεν ήταν πάντα ανταγωνιστική. Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός των απασχολουμένων σε καθεμιά απ’ αυτές συνέβαλαν στην ανάπτυξη σχέσεων που υπερέβαιναν στη συνείδηση εργοδότη και εργάτη αυτές τους τις ιδιότητες. Η κουμπαριά ήταν η πιο συνηθισμένη μορφή αυτών των σχέσεων, ενώ πολύ συχνά μέρος ή και το σύνολο του ολιγάριθμου προσωπικού συνδεόταν με  συγγενικούς δεσμούς με τον εργοδότη.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση των εργατικών κινητοποιήσεων από τους μικροϊδιοκτήτες των πόλεων. Στην πραγματικότητα, μόνο κατά τη διετία 1923-25 υπήρξε εχθρότητα μεταξύ εργατών και μικροϊδιοκτητών, η οποία οφειλόταν στον ισχυρό κλονισμό που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων. Αποκορύφωμα των ανταγωνιστικών σχέσεων αυτής της περιόδου υπήρξε η αντιμετώπιση της μεγάλης απεργίας των σιδηροδρομικών, τον Μάρτιο 1925. Καθώς ο σιδηρόδρομος αποτελούσε το κύριο μέσο μετακίνησης και μεταφορών, λόγω εξαιρετικά ελλιπούς οδικού δικτύου και περιορισμένου αριθμού αυτοκινήτων, λεωφορείων και φορτηγών, οι επιπτώσεις της παρατεταμένης απεργίας στην οικονομική ζωή προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις, με τη μορφή των «κοινωνικών αντανακλαστικών», που έγινε τόσο συνηθισμένη στην Ελλάδα κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000.

Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί έκτοτε, ειμή μόνο σε εξαιρετικά περιορισμένο βαθμό. Απεναντίας, κυρίαρχο χαρακτηριστικό της περιόδου 1926-36 θα είναι η συμπαράταξη των μικροϊδιοκτητών με τις εργατικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις, που εκφράζεται ακόμη και με το κλείσιμο μαγαζιών, βιοτεχνιών και εργαστηρίων, ως εκδήλωση αλληλεγγύης. Παράλληλα, την ίδια περίοδο υπήρξαν και συνδιοργανώσεις κινητοποιήσεων, απεργιών ή συλλαλητηρίων, για ζητήματα που  απασχολούσαν από κοινού εργάτες και μικροϊδιοκτήτες.

Ενδεικτικά, ας αναφέρουμε κάποιες από τις πιο σημαντικές, όπως ήταν η στήριξη από τους επαγγελματίες του Αγρινίου της πολυήμερης μεγάλης απεργίας των καπνεργατών της πόλης τον Ιούλιο 1926, που εκδηλώθηκε με την προσφορά τροφίμων και άλλων ειδών, το παλλαϊκό παμπειραϊκό συλλαλητήριο κατά της Ούλεν, της ξένης ιδιωτικής εταιρίας ύδρευσης, τον Αύγουστο 1927, ο παλλαϊκός ξεσηκωμός στο Λαύριο μετά από τη δολοφονία απεργού μεταλλωρύχου από την αστυνομία τον Φεβρουάριο 1929, οι κινητοποιήσεις συμπαράστασης των επαγγελματιών της Ξάνθης και της Νιγρίτας προς τους απεργούς καπνεργάτες τον Ιούνιο 1932, οι κινητοποιήσεις εργατών και επαγγελματιών στη Νάουσα ενάντια στο κλείσιμο κλωστοϋφαντουργιών τον Ιανουάριο 1933, η κινητοποίηση των επαγγελματιών της Καβάλας για συμπαράσταση στους απεργούς καπνεργάτες τον Ιούλιο 1933, η παλλαϊκή κινητοποίηση με κλείσιμο των βιοτεχνιών και των μαγαζιών κατά των ξένων εταιριών στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο 1934, το κλείσιμο βιοτεχνιών και μαγαζιών στην Καλαμάτα μετά τη δολοφονία απεργών λιμενεργατών και στον Βόλο για συμπαράσταση στους απεργούς καπνεργάτες τον Μάιο 1934, η παλλαϊκή εξέγερση για συμπαράσταση στους απεργούς σταφιδεργάτες στο Ηράκλειο Κρήτης τον Αύγουστο 1935, η παλλαϊκή κινητοποίηση στην Καβάλα για την παροχή επιδομάτων στους άνεργους τον Φεβρουάριο 1936, η γενική απεργία εργατών και μικροϊδιοκτητών ως συμπαράσταση στους απεργούς καπνεργάτες στην Ξάνθη τον Μάρτιο, η μεγάλη παλλαϊκή εξέγερση και το σταμάτημα της οικονομικής ζωής  στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο, καθώς και οι ανάλογες παλλαϊκές κινητοποιήσεις τον ίδιο και τον επόμενο μήνα στην Κέρκυρα, τον Βόλο, τη Μυτιλήνη, τη Σύρο, τις Σέρρες κ.λπ.

Ενώ οι όροι ζωής των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων τις ωθούν σε κοινές πρακτικές αντιπαράθεσης με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία, η προϊούσα αντικρατική λαϊκή ιδεολογία ενισχύεται τόσο από την αδυναμία του κράτους να προωθήσει λύσεις σε οξυμένα προβλήματα όσο και από τη συχνή προσφυγή του στην καταστολή, που έχει ως συνέπεια την αναπαραγωγή και ενδυνάμωση του λαϊκού δημοκρατισμού.

Έχει εξαιρετική σημασία να τονιστεί ο ρόλος της άμεσης λαϊκής παρέμβασης και κινητοποίησης στην αντιμετώπιση στρατιωτικών κινημάτων, όπως συνέβη τουλάχιστον δύο φορές, το 1926 με το κίνημα Ζέρβα-Ντερτιλή και το 1933 με το κίνημα Πλαστήρα. Ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση, όταν ο Πλαστήρας επιχείρησε τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης Μαρτίου 1933 τις οποίες κέρδισε η αντιβενιζελική παράταξη, «η δημοκρατική διάθεση του αθηναϊκού λαού και τα ευαίσθητα δημοκρατικά αντανακλαστικά που τον ώθησαν στον δρόμο»8 αποτέλεσαν τον κρίσιμο παράγοντα για την αποτυχία του κινήματος. 

Ο λαϊκός πατριωτισμός, που δεν εκτρέπεται σε εθνικισμό, και ο δημοκρατισμός συμπληρώνονται από την ιδιαίτερη σχέση του ελληνικού λαού με τη θρησκεία, που κι αυτή δεν ευνοεί την εμφάνιση φαινομένων ανάλογων με άλλων χωρών (κυρίως καθολικών, όπως η Ισπανία, η Ουγγαρία, η Αυστρία κ.ά.), στις οποίες η Εκκλησία αποτέλεσε σημαντικό όχημα φασιστικοποίησης μεγάλων τμημάτων των λαϊκών τάξεων και κυρίως της μικροαστικής. Ακολουθώντας την παραδοσιακή αντίθεση της ορθοδοξίας στον καισαροπαπισμό, η ελληνική Εκκλησία απέφευγε σταθερά την ανάμειξή της στις πολιτικές αντιθέσεις, τουλάχιστον την εμφανή. Επιπλέον, ήταν εξαιρετικά περιορισμένος ο ρόλος της ως μεγαλογαιοκτήμονα, συγκριτικά πάντα με Εκκλησίες καθολικών χωρών. Κατά συνέπεια, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις αντιπαράθεσης μεταξύ Εκκλησίας και ακτημόνων αγροτών, ενώ οι συνθήκες ζωής του λαϊκού κλήρου συνήθως δεν διέφεραν από αυτές του ποιμνίου του.

Παρά τον σαφή αντικομμουνιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό της, η Εκκλησία υπήρξε προσεκτική ακόμη και στην αντιμετώπιση του «άθεου κομμουνισμού». Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση της Ιεράς Συνόδου, το 1924, απέναντι στο βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της επαναστάσεως του 1821», το οποίο επιχειρούσε την αποδόμηση της κυρίαρχης άποψης για την καθοριστική συμβολή της Εκκλησίας στην εθνική απελευθέρωση. Η πρόταση προσφυγής στα δικαστήρια για την απαγόρευση του βιβλίου απορρίφθηκε, ενώ ο Τρίκκης Πολύκαρπος αντέδρασε ακόμη και στην έκδοση εγκυκλίου κατά του βιβλίου, «ίνα μη η Εκκλησία έλθη αντιμέτωπος προς τους Κομμουνιστάς». Ο Χαλκίδος Γρηγόριος, μάλιστα, αν και υπερβάλλοντας, υποστήριξε πως μια αντιπαράθεση με τους κομμουνιστές θα είχε αρνητικές συνέπειες για την Εκκλησία, καθώς «ολόκληρος η εργατική τάξις, οι υπάλληλοι και πολλοί μορφωμένοι ανήκουσιν εις τον κομμουνισμόν»9.

Παρά τα κυρίαρχα φαινόμενα κοινωνικού συντηρητισμού, που αναπαράγονται και με τη συμβολή της Εκκλησίας, ιδιαίτερα όσον αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων, η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου βρίσκεται σε μια διαδικασία νεοτεριστικών αλλαγών, κυρίως στις μεγάλες πόλεις. Οι σημαντικότερες απ’ αυτές σχετίζονται με επιδράσεις από τη συνύπαρξη γηγενών και προσφύγων, μεγάλο μέρος των οποίων προέρχεται από εμποροναυτιλικά κέντρα, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, το Αϊβαλί, η Τραπεζούντα κ.λπ., που ο τρόπος ζωής τους διέφερε απ’ αυτόν των γηγενών, καθώς συνδύαζε επιρροές ανατολίτικες με δυτικές. Η ίδια η αναγκαστική συνύπαρξη, αν και συνήθως όχι στους ίδιους συνοικισμούς, ενισχύει τάσεις ανεκτικότητας απέναντι σε διαφορετικούς τρόπους ζωής, διαφορετικές συνήθειες και νοοτροπίες, μετά τον κλονισμό των πρώτων χρόνων.

Σημαντική νεοτεριστικού τύπου αλλαγή, που αν και συντελείται αργά καθίσταται όλο και πιο εμφανής, είναι αυτή που συνδέεται με τη σχετικά μαζική έξοδο των γυναικών από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο, μέσω της εξωοικιακής εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή υποχρεώνει πολύ συχνά η απουσία άντρα από μεγάλο ποσοστό προσφυγικών οικογενειών, ως συνέπεια των περιπετειών που προηγήθηκαν ή συνόδευσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων γυναικών επιφορτίζεται με την ευθύνη του αρχηγού της οικογένειας, ενώ η απασχόληση έξω από το σπίτι σημαντικού ποσοστού νέων κοριτσιών συμβάλλει στην αργή αλλά σταθερή υποχώρηση παραδοσιακών αξιών και αντιλήψεων. Οι αλλαγές αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς στις πόλεις και τις συνοικίες όπου ζει ο μαζικός καπνεργατικός κλάδος, αποτελούμενος κατά 40-50% από γυναίκες.

 

Όσο κι αν υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των αστικής και μικροαστικής προέλευσης μορφωμένων γυναικών που πρωτοστατούν στη συγκρότηση και δράση του φεμινιστικού κινήματος της εποχής, και των γυναικών της εργατικής τάξης, είναι οι ίδιες οι συνθήκες ζωής των τελευταίων που ωθούν στην υιοθέτηση αντιλήψεων και κοινωνικών πρακτικών άγνωστων στη μέχρι τότε ελληνική κοινωνία, επηρεάζοντας στον ένα ή τον άλλο βαθμό και τις γυναίκες των άλλων λαϊκών στρωμάτων των πόλεων.

Οι εξελίξεις αυτές, όσο αργές και ανεπαίσθητες κι αν είναι, χρόνο με τον χρόνο διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση και επηρεάζουν συνειδήσεις, καθιστώντας ανεδαφική την όποια προσπάθεια επαναφοράς στις αυστηρές παραδοσιακές αξίες. Επιπλέον, ακριβώς το ότι συντελούνται με αργούς ρυθμούς και δεν είναι αμέσως αισθητές, περιορίζει στο ελάχιστο τις όποιες ενδεχόμενες εντάσεις, που θα οδηγούσαν στην ανάγκη συγκροτημένης αντίστασης από μαζικά συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας.

Εκεί όπου, ενδεχομένως, θα ήταν εύκολο να διεισδύσει η φασιστική ιδεολογία είναι ο χώρος του κοινωνικού περιθωρίου, εκείνου του κόσμου που ο τρόπος ζωής του τον φέρνει σε σχεδόν καθημερινή αντιπαράθεση με τον κόσμο της εργασίας, ενώ οι αξίες του -αν και εμφανίζονται ως αντιστροφή των αξιών του κοινωνικού καθωσπρεπισμού των νοικοκυραίων και των αστικών μεσοστρωμάτων- πηγάζουν από τον βαθύ πυρήνα της αστικής ιδεολογίας: έντονος ατομικισμός και επιδίωξη της προσωπικής επιτυχίας, απέχθεια προς κάθε ενασχόληση που δεν προσκομίζει άμεσο και εύκολο κέρδος κ.λπ. Επιπλέον, στο υποπρολεταριάτο η βία ανάγεται σε αυτοτελή αξία, κάτι που επιτρέπει την εύκολη αποδοχή μιας ιδεολογίας όπως η φασιστική, που θεμελιώνεται ακριβώς στην αναγνώριση της βίας ως τρόπου ζωής.

Εντούτοις, ούτε και στον χώρο αυτόν δημιουργούνταν σοβαροί όροι για τη σταθερή και αποτελεσματική διείσδυση του φασισμού. Η αιτία βρίσκεται στο ότι η ελληνική κοινωνία μπόρεσε πολύ γρήγορα να συνέλθει από τον κλονισμό που επέφερε η εγκατάσταση των προσφύγων και διατήρησε τη συνοχή της, ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του ’30.

Τόσο στους συνοικισμούς των γηγενών όσο και σ’ αυτούς των προσφύγων, εκείνοι που εντάσσονταν στο υποπρολεταριάτο συνυπήρχαν με τον κόσμο της εργασίας, ενώ συχνά τα όρια των δύο αυτών κόσμων συγχέονταν. Ήταν πολύ συνηθισμένη, κυρίως λόγω ανεργίας, η μεταπήδηση από την εργασία στο εργοστάσιο, τη βιοτεχνία ή την οικοδομή, στην ενασχόληση με μικροεπιτηδεύσεις κι από κει στην ποινική παραβατικότητα, η επιστροφή στην εργασία κ.ο.κ.

Το ρεμπέτικο τραγούδι, μετεξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού των μικρασιατικών αστικών κέντρων, που διαμορφώθηκε στην κλασική του μορφή κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’30, αποτέλεσε έκφραση ακριβώς αυτού του κόσμου που εμφάνιζε αυτή τη σύγχυση ταξικών θέσεων μεταξύ εργατικής τάξης, αυτοαπασχόλησης και υποπρολεταριάτου. Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης, ανάμεσα σε  πεντακόσιους καλλιτέχνες των ρεμπέτικου τραγουδιού για τους οποίους είχε στοιχεία της βιογραφίας τους, ήταν ελάχιστοι αυτοί που είχαν δοσοληψίες με τις αστυνομικές αρχές και τη δικαιοσύνη10.

Το ρεμπέτικο τραγούδι εξύμνησε τους μικροκλέφτες και τους χρήστες χασισιού, αλλά και τους μπράβους και τους νταβατζήδες, χωρίς, εντούτοις, να μείνει αδιάφορο απέναντι σε κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια και η ξενιτιά, ενώ δεν απουσίαζαν και τραγούδια με αναφορά στην εργατική τάξη («Ο θερμαστής», του Γιώργου Μπάτη, το «Είμαι εργάτης τιμημένος», του Παναγιώτη Τούντα, κ.ά.).

Μπορεί να ξαφνιάζει σε μια πρώτη ανάγνωση, αλλά στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου η μόνη κοινωνική κατηγορία στις γραμμές της οποίας εμφανίστηκαν με κάποια σταθερότητα και με μαζικούς όρους τάσεις φασιστικού προσανατολισμού ήταν οι φοιτητές. Προερχόμενοι κυρίως από την αστική τάξη και τα μεσοστρώματα, ενώ και τα παιδιά λαϊκής προέλευσης με την είσοδό τους στο πανεπιστήμιο είχαν πλήρη συνείδηση της κοινωνικής τους ανέλιξης -σε μια εποχή που η τεράστια πλειονότητα των παιδιών των λαϊκών τάξεων δυσκολευόταν να τελειώσει ως και το δημοτικό σχολείο- οι φοιτητές του Μεσοπολέμου ήταν επιρρεπείς στην αποδοχή των συντηρητικών αντιλήψεων του πανεπιστημιακού κατεστημένου και των ιδεολογικών αναζητήσεων της αστικής διανόησης. Ας μην ξεχνάμε πως η είσοδος στον 20ό αιώνα σημαδεύτηκε από τα αιματηρά επεισόδια των «Ευαγγελειακών», όταν το 1901 οι φοιτητές πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις ενάντια στη μετάφραση του Ευαγγελίου στη νεοελληνική γλώσσα, και των «Ορεστειακών», το 1903, ενάντια στο ανέβασμα από το Βασιλικό Θέατρο της μεταφρασμένης στη νεοελληνική «Ορέστειας», του Αισχύλου.

Αν και οι προοδευτικοί φοιτητές συγκροτούν ήδη από το 1910 τη Φοιτητική Συντροφιά, που τα επόμενα χρόνια θα προσανατολιστεί σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, ενώ το 1916 ιδρύεται και η Σοσιαλιστική Νεολαία της Αθήνας, ολόκληρη τη δεκαετία του ’20 οι αριστεροί φοιτητές αποτελούν μικρή μειονότητα. Χαρακτηριστική είναι και η κατεξοχήν εργατική σύνθεση της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ).

Σχετικά μαζική στροφή προς τ’ αριστερά συντελείται με το ξέσπασμα φοιτητικών διεκδικητικών αγώνων το 1929, που θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια, έτσι ώστε, στα 1935-36, οι μισοί περίπου φοιτητές να είναι μέλη της ΟΚΝΕ ή φιλικά προσκείμενοι σ’ αυτήν. Και τότε, όμως, το μεγαλύτερο μέρος των  αντιπάλων τους συσπειρωνόταν στον φιλοφασιστικού προσανατολισμού Εθνικό Παμφοιτητικό Σύλλογο.

Ο φιλοφασιστικός προσανατολισμός μεγάλου μέρους των φοιτητών σχετιζόταν με την τάση αναζήτησης ενός ιδεολογικού οράματος, που ενώ θα βρισκόταν στον αντίποδα του κομμουνισμού θα υπερέβαινε συνάμα και την κάθε άλλο παρά ελκτική σε νέους και ανήσυχους ανθρώπους πραγματικότητα της αστικοδημοκρατικής καπιταλιστικής Ελλάδας της εποχής, που φάνταζε αδιέξοδη και παρακμιακή. Οι φασιστικές διακηρύξεις, που εμπεριείχαν και το στοιχείο μιας εξιδανίκευσης της νεολαίας, ως κοινωνικού φορέα της ρήξης με τον παρακμασμένο αστισμό, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επηρέαζαν ακόμα και νέους αστούς συγγραφείς, όπως φαίνεται από πολλά έργα εκείνης της περιόδου, με πιο χαρακτηριστικά το «Ελεύθερο Πνεύμα» και την «Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά11.

Εξαιρετικά αντιφατική και ενδιαφέρουσα είναι η στάση των αστών πολιτικών του Μεσοπολέμου απέναντι στον φασισμό, που συχνά δημιουργεί την εντύπωση ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα ήταν φιλοφασίστες. Εντούτοις, όσο κι αν από το 1922 η Ιταλία προβαλλόταν ως η χώρα που χάρη στον δυναμισμό του Μουσολίνι απαλλάχθηκε από την απειλή της «μπολσεβίκικης λύμης», δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτοί που εξέφραζαν τον θαυμασμό τους για το ιταλικό φασιστικό καθεστώς είχαν πράγματι συγκροτημένη, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αντίστοιχη φασιστική ιδεολογία. Οι περιπτώσεις του Πάγκαλου και του Κονδύλη είναι χαρακτηριστικές.

Φανατικοί δημοκρατικοί, με την έννοια του ρεπουμπλικανισμού, ενταγμένοι και οι δύο στην ακραία αντιβασιλική πτέρυγα της βενιζελικής παράταξης, υποστηρίζουν ότι απέναντι στην απειλή που αντιπροσωπεύει το εργατικό κίνημα -σε μια περίοδο που η ΓΣΕΕ βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ΚΚΕ- θα έπρεπε να ληφθούν σκληρά μέτρα, με την υπέρβαση ακόμα και των συνταγματικών περιορισμών. Παρόλ’ αυτά, η πολιτική τους πρακτική είναι εξαιρετικά αντιφατική, ακόμη και ως προς το ΚΚΕ. Όταν ο Πάγκαλος καταλύει την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τον Ιούνιο 1925, δεν διστάζει να απευθυνθεί και προς τους κομμουνιστές, ζητώντας τη στήριξή τους, ενώ το ίδιο κάνει και ο Κονδύλης, όταν τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου πραγματοποιεί το στρατιωτικό κίνημα που ανέτρεψε τον Πάγκαλο, όχι για να τον αντικαταστήσει ως δικτάτορας, αλλά για να επαναφέρει την κοινοβουλευτική ομαλότητα.

Έχοντας επιβάλλει δικτατορικό καθεστώς, εξασφαλίζοντας ψήφο εμπιστοσύνης από τη Συντακτική Συνέλευση, ο Πάγκαλος εξακολουθεί να διακηρύσσει την προσήλωσή του στον κοινοβουλευτισμό, εμφανίζοντας τη δικτατορία του σαν αναγκαία παρένθεση για την εξυγίανση της πολιτικής ζωής της χώρας. Διοργανώνει προεδρικές εκλογές, αν και ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης τελικά αποσύρθηκε, καθώς και δημοτικές εκλογές, στις οποίες ακόμη και το ΚΚΕ - που έχει τεθεί εκτός νόμου και εκατοντάδες στελέχη του έχουν εξοριστεί- δηλώνει ανοιχτά την υποστήριξή τους σε υποψήφιους δημάρχους. Επιπλέον, αν και έχουν απαγορευτεί οι απεργιακές κινητοποιήσεις, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις λειτουργούν νόμιμα, παρά το ότι οι διοικήσεις των περισσότερων απ’ αυτές αποτελούνται από κομμουνιστές. Συγκαλείται, μάλιστα, και το 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Μάρτιο 1926, στο οποίο επικράτησε ο συνασπισμός συντηρητικών και σοσιαλιστών, μετά από τη σύλληψη δεκάδων κομμουνιστών αντιπροσώπων, που απελευθερώθηκαν όταν, πλέον, έληξε η ψηφοφορία για τη νέα Διοίκηση.

Τυπικά δικτατορικό, χωρίς τη στήριξη σε μαζικό αντεπαναστατικό-αντεργατικό κίνημα  και χωρίς την προβολή αντιδημοκρατικών ιδεολογικών αρχών, το καθεστώς του Πάγκαλου δεν θα μπορούσε, ασφαλώς, να χαρακτηριστεί φασιστικό. Εντούτοις, ο δικτάτορας δεν θα πάψει ποτέ και κατά τα επόμενα χρόνια να εκφράζει τον θαυμασμό του για την Ιταλία του Μουσολίνι, ενώ δεν δίστασε να συνεργαστεί αργότερα ακόμη και με τις δυνάμεις κατοχής, σταθερά προσηλωμένος στη διπλή αντίθεσή του προς τον βασιλιά και τον κομμουνισμό.

Ο Κονδύλης, αφού ηγήθηκε του κινήματος που ανέτρεψε τον Πάγκαλο, αποκαθιστώντας τη δημοκρατία, θα αντιμετωπίσει και το κίνημα των Ζέρβα και Ντερτιλή, που εκδηλώθηκε μετά την απόφαση της κυβέρνησής του να διαλυθούν τα Δημοκρατικά Τάγματα, στην ίδρυση των οποίων πρωτοστάτησε το 1925, αλλά που κατόπιν έγιναν όργανα του Πάγκαλου.

Έχοντας συμμαχήσει με δική του πρωτοβουλία με τους κομμουνιστές, που κινητοποιήθηκαν για την υποστήριξη του αντιδικτατορικού του κινήματος και την καταστολή του κινήματος Ζέρβα-Ντερτιλή, και δίνοντας εντολή ως πρωθυπουργός για την απελευθέρωση όλων των φυλακισμένων και εξόριστων μελών του ΚΚΕ, επανήλθε στη σταθερή αντικομμουνιστική πολιτική του πρακτική. Επικεφαλής του  Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (που μετονομάστηκε σε Εθνικό Ριζοσπαστικό), αν και επέμενε κατά καιρούς στις εκδηλώσεις θαυμασμού προς το ιταλικό καθεστώς, αντιτάχθηκε στα βενιζελικά στρατιωτικά κινήματα του 1933 και ’35. Θα είναι αυτός, ο μέχρι πριν λίγο καιρό ακραιφνής αντιβασιλικός, που θα πραγματοποιήσει το κίνημα του Νοεμβρίου 1935, το οποίο θα επαναφέρει τον Γεώργιο Β΄ στον θρόνο, μετά από ένα δημοψήφισμα απροκάλυπτης νοθείας. Το 1934 θα δώσει συνέντευξη στην εφημερίδα του NSDAP «Volkischer Beobachter», στην οποία θα εκφράσει τον θαυμασμό του και για το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, και το 1935 θα επισκεφτεί τη Ρώμη, όπου, μαζί με τον Σταμάτη Μερκούρη, συναντήθηκαν με τον ίδιο τον Μουσολίνι, ενώ στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 η φιλοβασιλική Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση, της οποίας ηγήθηκε, θα υποστηριχτεί και από την ιδιόμορφη μοναρχοναζιστική Πανελλήνια Οργάνωση Λαϊκών Αγωνιστών Αγκυλοσταυριτών, η οποία τον είχε ανακηρύξει επίτιμο πρόεδρό της.

Οι Πάγκαλος και Κονδύλης δεν ήταν οι μόνοι επιφανείς βεζιζελικοί που ερωτοτροπούσαν με τον φασισμό. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολλοί οι στρατιωτικοί που ήθελαν «να κινηθούν “όπως στην Ιταλία” και να μιμηθούν τον Μουσολίνι»12.

Τον θαυμασμό του για τα επιτεύγματα του καθεστώτος του Μουσολίνι εξέφρασε, μεταξύ άλλων, και ο Νικόλαος Πλαστήρας, ενώ ως θαυμαστής του ιταλού δικτάτορα αναφέρεται και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, εξαιτίας μιας αντιφατικής επιστολής του προς τον Πλαστήρα.

Έχοντας αντιταχθεί στο αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα που επιχείρησε ο Πλαστήρας αμέσως μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1933 τις οποίες κέρδισαν οι αντίπαλοί τους, ο Βενιζέλος θα προσπαθήσει και αργότερα να τον αποτρέψει από την πρόθεση εγκαθίδρυσης δικτατορίας, υποστηρίζοντας πως ένα τέτοιο καθεστώς θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο από κάποιον που θα είχε ικανότητες ανάλογες με αυτές του Μουσολίνι.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που οι έλληνες πολιτικοί θαύμαζαν στο ιταλικό καθεστώς δεν ήταν ούτε οι ιδεολογικές του αρχές ούτε ο ολοκληρωτικός του χαρακτήρας. Όπως συνέβαινε και με πάρα πολλούς  αστούς πολιτικούς στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, οι εκδηλώσεις θαυμασμού προς τη φασιστική Ιταλία αφορούσαν σε συγκεκριμένα ζητήματα: την επιβολή της τάξης, την αντιμετώπιση του κομμουνισμού και την εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.

Εντούτοις, επέμεναν στην υπεράσπιση των αρχών της αστικής δημοκρατίας, ακόμη και όταν -όπως συνέβη πολλές φορές και με πολλούς στα χρόνια 1933-36- αναφέρονταν στην αναγκαιότητα επιβολής καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Το καθεστώς αυτό θα αποτελούσε μια αναγκαία παρένθεση, για την εξυγίανση της πολιτικής ζωής και την αντιμετώπιση του κομμουνισμού, όπως, δηλαδή, αιτιολογούσε τη δικτατορία του ο Πάγκαλος στα 1925-26. Μια τέτοια άποψη εξέφρασε το 1934 ακόμη και ο Γεώργιος Παπανδρέου13, ο οποίος υπήρξε από τους πιο αδιάλλακτους υποστηρικτές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ο μόνος αστός αρχηγός κόμματος που καταψήφισε τη διάλυση της Βουλής τον Απρίλιο 1936, όταν πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ιωάννης Μεταξάς. 

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι οι βενιζελικοί που αποπειράθηκαν την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού το 1933 και το 1935, αιτιολογούσαν τις δικτατορικές τους απόπειρες ως αναγκαίες για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, που κινδύνευε από τη σχεδιαζόμενη από τους αντιβενιζελικούς παλινόρθωση της βασιλείας.

Ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη κατά την περίοδο 1922-33, η βενιζελική παράταξη ήταν αυτή που οργάνωσε τον μηχανισμό δίωξης του κομμουνισμού, με την ίδρυση της διαβόητης Ειδικής Ασφαλείας και με την ψήφιση του Ιδιώνυμου το 1929, χωρίς να διστάσει να στηρίξει ακόμη και οργανώσεις φασιστικού προσανατολισμού. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι η αντικομμουνιστική θωράκθωράκιση του αστικού κράτους, ακόμη και με μέτρα που υπερβαίνουν τα όρια της αστικοδημοκρατικής νομιμότητας, έχει αποτελέσει κατά καιρούς μέριμνα και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, ενώ η στήριξη οργανώσεων φασιστικού προσανατολισμού απέβλεπε σε συγκεκριμένους στόχους και δεν εντασσόταν σε μια συνολικότερη προσπάθεια συγκρότησης φασιστικού κινήματος.

 

Ανάλογες εκδηλώσεις συμπάθειας προς τον ιταλικό φασισμό υπήρξαν και στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο, καθώς και αντίστοιχες περιπτώσεις στήριξης κινήσεων φασιστικού προσανατολισμού. Παρόλ’ αυτά, μέχρι τουλάχιστον το 1934, δεν υπήρξε  κανένα αντιβενιζελικό κόμμα με θέσεις αντικοινοβουλευτικές, που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν φιλοφασιστικό.

Πολύ συχνά, σαν τέτοιο αναφέρεται το Κόμμα Ελευθεροφρόνων του Μεταξά. Πρόκειται για προβολή μεταγενέστερων απόψεων του ηγέτη του, σε μια περίοδο κατά την οποία το κόμμα αυτό όχι μόνο δεν πρόβαλλε φιλοφασιστικές θέσεις, αλλά θεωρούνταν και μετριοπαθές, καθώς είχε αναγνωρίσει το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας πολύ πριν από το Λαϊκό Κόμμα, την κύρια δύναμη του αντιβενιζελισμού.

Οι αντιβενιζελικοί, ευρισκόμενοι στην αντιπολίτευση στα 1922-26 και 1928-33, συνήθως αντιτάσσονταν σε αντιδημοκρατικά μέτρα που προωθούσαν οι κυβερνήσεις των βενιζελικών, ενώ κατά την περίοδο 1933-35 η αντίθεσή τους στα βενιζελικά στρατιωτικά κινήματα εκφραζόταν και με την προβολή θέσεων αντιφασιστικών, κατηγορώντας τους αντιπάλους τους για απόπειρα επιβολής φασιστικού καθεστώτος.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η στάση που κράτησαν οι έλληνες πολιτικοί όλων των παρατάξεων και ο Τύπος που συνδεόταν μαζί τους, απέναντι στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, ιδιαίτερα στα 1932-33, όταν το NSDAP βρισκόταν στα πρόθυρα της ανόδου στην εξουσία και αμέσως μετά απ’ αυτήν. Το σύνολο των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων τήρησε στάση εχθρική ή έστω επιφυλακτική προς τον ναζισμό. Χαρακτηριστικά είναι τα δημοσιεύματα εφημερίδων εκείνης της περιόδου, όπως το βενιζελικό «Ελεύθερον Βήμα», το οποίο, «όσο εξελίσσονται τα γεγονότα στη Γερμανία δείχνει να περιορίζει τις αντικομμουνιστικές αναφορές και να επικεντρώνει στην αντιφασιστική μάχη και στην υπεράσπιση της δημοκρατίας»14, η αντιβενιζελική «Ακρόπολις», που «πανηγυρίζει για τη νίκη του Χίντεμπουργκ και τη θεωρεί βαρύ πλήγμα για τον Χίτλερ»15, αλλά και η φιλοφασιστική αντιβενιζελική «Ελληνική», η οποία καταφέρεται κατά των ναζί και καταγγέλλει τον αντισημιτισμό και τις τρομοκρατικές τους πρακτικές, φτάνοντας σε σημείο να υπερασπίζεται ακόμα και τους γερμανούς κομμουνιστές16.

Είναι φανερό ότι οι ελληνικές αστικές πολιτικές δυνάμεις και οι ιδεολογικοί τους εκπρόσωποι έκαναν μια λίγο-πολύ σαφή διάκριση μεταξύ του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Η απροκάλυπτη θέση των γερμανών ναζί ενάντια στο status quo που κυριάρχησε στην Ευρώπη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκαλούσε εύλογες ανησυχίες για τη διεθνή ειρήνη, ενώ συνάμα οι διακηρύξεις τους για τη βιολογική ανωτερότητα της Άριας Φυλής και του γερμανικού έθνους, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός τους, προκαλούσαν απέχθεια ακόμη και σε τμήματα του αστικού κόσμου και των ιδεολογικών του εκφραστών που δεν απέρριπταν μια αντικοινοβουλευτική εκτροπή, ενώ στήριζαν και ενθάρρυναν τις ελληνικές φασιστικές και φιλοφασιστικές κινήσεις.

Όπως συνέβαινε και στο βενιζελικό στρατόπεδο, απόψεις υπέρ της εκτροπής από το δημοκρατικό πολίτευμα θα εκφραστούν και από αντιβενιζελικούς και θα αναπτυχθούν σχέσεις με οργανώσεις φασιστικού προσανατολισμού, ενώ ο Μεταξάς δεν θα διστάσει να προβάλει από το 1934 και θέσεις ολοκληρωτικής οργάνωσης του κράτους, που προσέγγιζαν τις φασιστικές. Στα 1935-36, μάλιστα, μετά την καταστολή του βενιζελικού κινήματος, το κίνημα του Κονδύλη και την επάνοδο του βασιλιά, θα είναι οι βενιζελικοί που θα καταγγέλλουν τους αντιπάλους τους για σχέδιο εκτροπής από το κοινοβουλευτικό καθεστώς, αν και πάλι εξαιρετικά αντιφατικά. Κορυφαίοι βενιζελικοί παράγοντες, όπως ο Πλαστήρας, θα μιλήσουν για την ανάγκη της επιβολής καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, ενώ ο Σοφοκλής Βενιζέλος θα συμφωνήσει για την επιβολή δικτατορίας με  τον ίδιο τον Μεταξά17.

Ενώ οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο αστικών παρατάξεων κορυφώνονται με τα απανωτά στρατιωτικά κινήματα του 1935, σε σημείο ώστε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 που ανέδειξαν το Παλλαϊκό Μέτωπο του ΚΚΕ σε ρυθμιστική δύναμη στη Βουλή (με το 5,76% των ψήφων και 15 έδρες, έναντι 143 βενιζελικών και 142 αντιβενιζελικών) να προχωρήσουν σε μυστικές διαπραγματεύσεις για τη στήριξή τους από το ΚΚΕ (που τελικά κατέληξαν στη Συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα), ταυτόχρονα, όλο και περισσότερο συνειδητοποιείται η ανάγκη υπέρβασης αυτών των αντιθέσεων. Στη συνειδητοποίηση αυτή συμβάλλει τόσο η απειλητική άνοδος του εργατικού και λαϊκού κινήματος όσο και η ανησυχία που προκαλούν οι διεθνείς εξελίξεις, με την εκδήλωση των φιλοπολεμικών διαθέσεων των χωρών που θα συγκροτήσουν κατόπιν τον φασιστικό Άξονα (Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία).

Στο πλαίσιο αυτής της ανάγκης να ξεπεραστεί η αντίθεση μεταξύ των δύο αστικών παρατάξεων, εντάσσεται η αναγνώριση του βασιλικού θεσμού από τον αυτοεξόριστο στο Παρίσι Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Μάρτιο 1936, λίγο πριν τον θάνατό του, και η κοινοβουλευτική στήριξη των κυβερνήσεων Δεμερτζή και Μεταξά, καθώς και της απόφασης του τελευταίου να διαλύσει τη Βουλή τον Απρίλιο 1936, που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας μετά από μερικούς μήνες.

Για να έχουμε μια συνολικότερη εικόνα της αντιφατικής τοποθέτησης παραγόντων του μεσοπολεμικού πολιτικού κόσμου απέναντι στον φασισμό, αξίζει να αναφέρουμε ότι από φιλοφασιστικές τάσεις δεν ήταν απαλλαγμένος ούτε ο χώρος των αγροτοσοσιαλιστών, που εντασσόταν στην τότε ευρύτερη Αριστερά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τον Δεκέμβριο 1929 υποχρεώθηκε σε παραίτηση η ηγετική ομάδα του ΑΚΕ κατηγορούμενη για φιλοφασιστικές απόψεις. Ανάμεσά τους ήταν και ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο οποίος, όμως, ως ηγέτης και πάλι του ΑΚΕ, το 1936, θα συνυπογράψει την ίδρυση Λαϊκού Μετώπου με το ΚΚΕ, θα διωχθεί από τη δικτατορία Μεταξά, αλλά θα κατηγορηθεί και για  επιδίωξη συνεργασίας με τους κατακτητές, το 1945 θα συμμετάσχει ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης Πλαστήρα στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας και αμέσως μετά θα ιδρύσει την Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών, που θα αντιταχθεί στη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία και το 1950 θα αποτελέσει συνιστώσα της Δημοκρατικής Παράταξης, του πρώτου μετεμφυλιακού εκλογικού σχήματος της Αριστεράς. Μετά τον θάνατό του, το 1951, το μεγαλύτερο τμήμα του κόμματός του θα συμμετάσχει στην ίδρυση της ΕΔΑ.

Άλλοι από τους καθηρημένους του 1929 θα συνεργαστούν αργότερα απροκάλυπτα με τους κατακτητές, όπως ο Σωκράτης Ανθρακόπουλος (που αρθρογραφούσε στην προπαγανδιστική εφημερίδα των Ιταλών «Κουαδρίβιο»),  ο Νικόλαος Ματούσης (που έγινε «πρωθυπουργός» στο ιταλικής έμπνευσης «Πριγκιπάτο της Πίνδου») και ο Απόστολος Παγκούτσος (πολιτικός αρχηγός του τρομοκρατικού Εθνικού Αγροτικού Συνδέσμου Αντικομμουνιστικής Δράσης -ΕΑΣΑΔ-, αργότερα βουλευτής του Κέντρου και αποστάτης το 1965). Στελέχη του ΑΚΕ ήταν και οι Γεράσιμος Αλιβιζάτος και Γρηγόρης Μπάμιας, που συνεργάστηκαν με τη δικτατορία Μεταξά.

Εντούτοις, η τεράστια πλειονότητα των αγροτοσοσιαλιστών θα συμμετάσχει στο ανασυγκροτημένο από το 1941 ΑΚΕ, το οποίο θα αποτελέσει ιδρυτική συνιστώσα του ΕΑΜ και σταθερό συνεργάτη του ΚΚΕ όλα τα επόμενα χρόνια.

 

Γιώργος Αλεξάτος

 

Σημειώσεις

 

1. Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-13).

2. Γιώργος Μαυρογορδάτος: Κρίση εθνικής ολοκλήρωσης, στο Η Ελλάδα στον Εικοστό Αιώνα 1900-1930 – Καθημερινή 2000, σ. 146.

3. Στο ίδιο, σ. 146.

4. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι εργάτες-τριες αποτελούσαν το 26,4% και οι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι το 6,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (Εθνικόν Τυπογραφείον, Απογραφή πληθυσμού 1928 – Αθήνα 1937).

5. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, στα 1922-38 η μετανάστευση 116.685 ατόμων αντισταθμίστηκε από την επιστροφή 115.470 μεταναστών (Ιωάννης Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς – Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 106-110).

6. Γιώργος Κοντογιώργης, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικοκοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού – Νέα Σύνορα – Λιβάνης 1979, σ. 17. Επίσης, Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015, σ. 91-92.

7. Με τον όρο «σύγχυση ταξικών θέσεων» αναφερόμαστε στις περιπτώσεις που το ίδιο άτομο εντάσσεται ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία κοινωνικές τάξεις, όπως συμβαίνει, π.χ., στην περίπτωση κάποιου που εργάζεται ως μισθωτός εργάτης παραμένοντας ταυτόχρονα μικροκαλλιεργητής ή διατηρώντας και κάποιο εργαστήριο. Η «πολυσθένεια» αναφέρεται στη συνύπαρξη στο πλαίσιο μιας οικογένειας ατόμων που εντάσσονται σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όπως, π.χ., στην περίπτωση που ο σύζυγος είναι εργάτης και η σύζυγος ιδιοκτήτρια μικροκαταστήματος, κ.λπ.

8. Κώστας Παλούκης, Η οικονομική κρίση, η άνοδος των ναζί στη Γερμανία και το διακύβευμα της δημοκρατίας στην Ελλάδα του 1933 – περιοδ. «Ουτοπία», τ. 102, Ιαν.-Φεβρ. 2013, σ. 52.

9. Θεόδωρος Στράγκας, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία – Αθήνα 1971, τ. β' σ. 1293-1294.

10. Παναγιώτης Κουνάδης, Γύρω από το ρεμπέτικο – εφημ. «Αυγή», 10 και 15 Ιανουαρίου 1975.

11. Αγγέλα Καστρινάκη, Μιχαήλ ή Κοσμάς: μυθιστορηματική νεότητα στα χρόνια της Κατοχής, στο ΑΣΚΙ – Ι. Ν. Πουλαντζάς, Η ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα. Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις – Θεμέλιο 2010. Επίσης, της ίδιας, Οι περιπέτειες της νεότητας. Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική πεζογραφία (1890-1945) – Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 206-212.

12. Δημήτρης Κιτσίκης, Ελλάς και Ξένοι 1919-1967 – Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1977, σ. 121.

13. «Πιστεύω ότι η δικτατορία ημπορεί εις ωρισμένας περιστάσεις να αποτελέση ιστορικήν ανάγκην δι’ έναν τόπον, όταν το επιβάλλει ο υπέρτατος νόμος της σωτηρίας της πατρίδος». - Εφημ. «Καθημερινή», 1/7/1934.

14. Κώστας Παλούκης, ό.π., σ. 39.

15. Στο ίδιο, σ. 41.

16. Στο ίδιο, σ. 45 και 50.

17. Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου – Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σ. 252-255.