"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Η Εισαγωγή στο βιβλίο "Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Κοινωνική συγκρότηση και ταξικοί αγώνες, 1940-1990"

2024-06-05 18:58

Το βιβλίο αυτό αποτελεί εκπλήρωση μιας υπόσχεσης που δόθηκε πριν από είκοσι εφτά χρόνια, το 1997. Τότε που εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου», (1)  στην Εισαγωγή του οποίου αναφερόμουν στην ανάγκη συνέχισης εκείνης της δουλειάς με ένα δεύτερο βιβλίο, που να περιλαμβάνει την περίοδο από τη δεκαετία του 1940 μέχρι και αυτή του 1980.

Τότε διανύαμε ακόμη τη δεκαετία του 1990, που τώρα πια ξέρουμε ότι χαρακτηρίστηκε από μια διαδικασία μεγάλης αναδιάρθρωσης της εργατικής τάξης, με τη συρρίκνωση παραδοσιακών κλάδων, κυρίως βιομηχανικών, τη μαζική εισροή αλλοδαπών μεταναστών, την υποτίμηση της χειρωνακτικής εργασίας από μεγάλο μέρος του ντόπιου εργατικού δυναμικού κ.λπ. Συνάμα, με τις πολιτικές εξελίξεις του 1989 (κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα), που σηματοδότησαν το τέλος της οξύτατης αντιπαράθεσης Δεξιάς και αντιδεξιών δυνάμεων, έκλεισε η πρώτη περίοδος της Μεταπολίτευσης, και ακολούθησαν οι ιδεολογικές μετατοπίσεις που προκάλεσε η κατάρρευση των καθεστώτων του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ού αιώνα στην ανατολική Ευρώπη και η διάλυση της ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, την ίδρυση της Ε.Ε. και την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο.

Έτσι, η δεκαετία του 1990 δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στη μελέτη της περιόδου που άρχισε κατά τη δεκαετία του 1940 και κράτησε μέχρι και τη δεκαετία του ’80. Με το τέλος της να συμπίπτει με το τέλος του «σύντομου εικοστού αιώνα», κατά την εύστοχη διατύπωση του Έρικ Χομπσμπάουμ. (2)

Η υπόσχεση δεν μπόρεσε να εκπληρωθεί όλ’ αυτά τα χρόνια, καθώς προέκυπταν άλλα βιβλία, βασισμένα συχνά και στο υλικό που μαζευόταν για την υλοποίησή της. Έτσι, εκδόθηκε το 2003 η διάλεξη σε Ημερίδα του Espace Marx στη Θεσσαλονίκη, «Συνοπτική αναφορά στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», ενώ από τη μελέτη του εργατικού-λαϊκού πολιτισμού των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών προέκυψε «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα», που βγήκε το 2006 και επανεκδόθηκε συμπληρωμένο το 2014, και από τον τεράστιο όγκο του υλικού σχετικά με την ιστορία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, το «Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος», το 2008, που πραγματοποίησε τρεις ακόμη εκδόσεις, επίσης με συμπληρωματικά στοιχεία και διορθώσεις, με τελευταία αυτή του 2017. Το υλικό αυτό υπήρξε ιδιαίτερα χρήσιμο και για τη συγγραφή των βιβλίων «Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα» (2019) και «Άρης Βελουχιώτης. Ο κομμουνιστής επαναστάτης» (2021).

Ακόμη και τα δύο μυθιστορήματα που γράφτηκαν αυτά τα χρόνια, «Η πλατεία Μπελογιάννη» (2010) και «Η παράξενη υπόσχεση» (2012), σχετίζονται με την ιστορική περίοδο από τη δεκαετία του ’40 και εντεύθεν.

Όπως έγραφα και στα εισαγωγικά κείμενα των δύο εκδόσεων της «Εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου», η συγγραφή του βιβλίου προέκυψε από την ανάγκη να αναμετρηθώ με τη νέα πραγματικότητα που συνοδευόταν από την έξαλλη ιδεολογική αντεπίθεση των απολογητών του καπιταλισμού κατά των ιδεών του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και του μαρξισμού. Ήταν η εποχή που κυριαρχούσαν τα ιδεολογήματα του «τέλους»: «τέλος της ιστορίας», «τέλος της ταξικής πάλης», «τέλος της εργασίας», «τέλος της εργατικής τάξης».

Έχοντας ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα από την εφηβική μου ηλικία, στα τελευταία χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, βρέθηκα, στα 1989-1991, αντιμέτωπος με την ισχυρή αμφισβήτηση όλων εκείνων που αποτελούσαν μέχρι τότε τις στέρεες βάσεις των ιδεολογικών μου πεποιθήσεων. Πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, με την αμφισβήτηση της βασικής θέσης του μαρξισμού, που προσδιορίζει την ταξική πάλη ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Το ερώτημα που έθεσα τότε στον εαυτό μου αποτέλεσε και την υπόθεση εργασίας του πρώτου μου βιβλίου:

Αν η βασική θέση του μαρξισμού για την ταξική πάλη ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας επαληθεύεται, η επαλήθευση αυτή θα μπορούσε να προκύπτει και από την εμπειρία της νεοελληνικής ιστορίας. Κατά συνέπεια, θα ήταν αναγκαία μια πιο συγκεκριμένη μελέτη, με αντικείμενο την ίδια την ιστορία της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, με την οποία, μάλιστα, είχα οργανική σχέση, προερχόμενος από οικογένεια εργατών και εργαζόμενος κι ο ίδιος ως οικοδόμος, από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια και για πολύ μεγάλα διαστήματα, μέχρι τα πενήντα μου. Οικοδόμος ήμουν και όταν γράφτηκε το πρώτο μου βιβλίο.

Η μελέτη αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά. Δεν ήταν μόνο η έλλειψη κάποιας -έστω και ανεπαρκούς, έστω και με περιορισμένη χρονική αναφορά- ανάλογης εργασίας. Επρόκειτο για μια συνολικότερη δυσκολία που δημιουργούσε η διαπίστωση ενός σοβαρού κενού στη μέχρι τότε μαρξιστική ιστοριογραφία. Ενώ υπήρχε σχετικά μεγάλος αριθμός δημοσιεύσεων (κυρίως άρθρων και λιγότερο βιβλίων) που αναφέρονταν στο εργατικό κίνημα, οι αναφορές στην ίδια την εργατική τάξη, την κοινωνική της συγκρότηση, την πολιτισμική και ιδεολογική της διαμόρφωση κ.λπ., στο πλαίσιο αυτών των εργασιών, ήταν ελάχιστες.

Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για «αποσιώπηση της ιστορίας της εργατικής τάξης», για υποτίμηση της ιστορίας «της διαμόρφωσης της εργατικής τάξης και των πολλαπλών συναρτήσεών της με την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής». (3) Πόσο μάλλον που γενικότερα στην Ελλάδα, ως συνέπεια πολιτικών περιπετειών, ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του 1970, «η κοινωνιολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία και η πολιτική επιστήμη ήταν εξ ορισμού ύποπτες». (4) Τα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης και οι θεσμοθετημένες διώξεις της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος (βενιζελικό Ιδιώνυμο, Γ΄ Ψήφισμα, Α.Ν. 509 κ.λπ.), διαμόρφωναν ένα κλίμα κάθε άλλο παρά πρόσφορο για την ελεύθερη έρευνα των όρων συγκρότησης και λειτουργίας των κοινωνικών δυνάμεων που εμπλέκονται στην ταξική πάλη στο πλαίσιο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Παράλληλα, στην αδυναμία αυτή συνέβαλε και η κυριαρχία στην Αριστερά του οικονομισμού και του φιλοσοφικού ανθρωπισμού, με ρίζες στη δευτεροδιεθνιστική

ανάγνωση του μαρξικού έργου, που υιοθετήθηκε και από τον «σοβιετικό μαρξισμό» (5) από τις «δεξιές» τάσεις που κυριάρχησαν στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, όπως και από τάσεις «ακροαριστερές».

Με κυρίαρχη την οικονομίστικη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων», και το εγελιανής έμπνευσης σχήμα που διακρίνει την «τάξη καθεαυτή»  από την «τάξη για τον εαυτό της», οι αναφορές στην ιστορία της εργατικής τάξης περιορίστηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών οικονομικής εξέλιξης, σε αποσύνδεση από την ταξική πάλη, η οποία, με τη σειρά της, ταυτίστηκε με την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος και των πολιτικών της εκφράσεων.

Μετά το 1974 και την κατάρρευση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, αλλά και με την ανοιχτή εκδήλωση της κρίσης της Αριστεράς και την πολυδιάσπασή της, έγιναν κάποιες αξιόλογες προσπάθειες διερεύνησης επιμέρους στοιχείων της κοινωνικής ιστορίας της εργατικής τάξης. Το ζήτημα, πάντως, παρέμενε, καθώς η πανεπιστημιακού τύπου έρευνα έρρεπε προς τον κοινωνιολογισμό, τείνοντας κι αυτή, με τη σειρά της, να αγνοήσει το καθοριστικό στοιχείο της ταξικής πάλης στη διαδικασία διαμόρφωσης της εργατικής τάξης. (6)

Όπως και στις άλλες μου εργασίες, έτσι και εδώ, αντί του σχήματος «τάξη καθεαυτή και τάξη για τον εαυτό της», ακολούθησα τη διάκριση του Νίκου Πουλαντζά μεταξύ ταξικής θέσης και ταξικής τοποθέτησης, (7) χρησιμοποιώντας τον όρο των Λένιν και Μάο «κοινωνική δύναμη», όταν πρόκειται για τη δράση των τάξεων στην ιστορική συγκυρία. (8)

Εξακολουθώ να υποστηρίζω πως δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στην εργατική τάξη χωρίς ταυτόχρονη αναφορά στην πάλη των τάξεων, όταν αναγνωρίζουμε ότι για να υπάρξει η τελευταία «σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας, δεν είναι διόλου απαραίτητη μια ιδιαίτερη “ταξική συνείδηση” και μια αυτόνομη πολιτική οργάνωση». (9)

Όταν, επιπλέον, «ο μαρξισμός θεωρεί τις κοινωνικές τάξεις σαν τα κοινωνικά σύνολα στα οποία αναπτύσσονται (ταξικές) αντιφάσεις και (ταξικοί) αγώνες μέσα σε μία κι ενιαία κίνηση: Οι κοινωνικές τάξεις δεν υπάρχουν πρώτα ως τάξεις για να μπουν ύστερα στην ταξική πάλη, πράγμα που θα άφηνε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν τάχα τάξεις χωρίς πάλη των τάξεων. Οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές ταξικής πρακτικής, δηλαδή με την πάλη των τάξεων και βρίσκουν τη θέση τους μόνο μέσα στην αντίθεσή τους». (10)

Η αναφορά στην εργατική τάξη υποχρεώνει στη συνεκτίμηση των στοιχείων που την προσδιορίζουν. Όχι μόνο της θέσης της στο επίπεδο της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά της θέσης «που κατέχει μέσα σ’ ένα σύνολο μορφών κοινωνικής πρακτικής […] μέσα στο σύνολο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, που περιλαμβάνει τις

πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις». (11)

Με τον όρο «εργατική τάξη» αναφέρομαι στο εκάστοτε ιστορικά διαμορφωμένο σύνολο αυτών που -στερούμενοι μέσων παραγωγής- υποχρεώνονται στην πώληση της ικανότητάς τους για εργασία (της εργατικής τους δύναμης) και υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση, είτε μέσω της άμεσης παραγωγής υπεραξίας είτε μέσω υπερεργασίας. Επιτελώντας εργασία εκτελεστική αποφάσεων που παίρνονται από άλλους, έχουν συνείδηση της κοινωνικής τους θέσης (καμιά σχέση με τη συνείδηση της ταξικής αντιπαράθεσης, πόσο μάλλον κάποιου «ιστορικού ρόλου»), σε σχέση και με τη  θέση όπου τους κατατάσσει η συνολικότερη αντίληψη της κοινωνίας στην οποία ζουν.

Με την έννοια αυτή, στην εργατική τάξη δεν εντάσσεται το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων, τμήμα των οποίων συγκροτεί τη μισθωτή μικροαστική τάξη, ενώ μισθωτά ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων, ανώτερα στελέχη των κρατικών μηχανισμών κ.λπ., εντάσσονται σαφώς στην αστική τάξη. Έτσι, δεν συμπεριλαμβανόταν, π.χ., στην εργατική τάξη το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, η κοινωνική θέση των οποίων και η συνείδησή τους, όπως και η συνολικότερη κοινωνική αντίληψη γι’ αυτήν (με κεντρικό το ζήτημα του κοινωνικού κύρους), τους ενέτασσε στη μισθωτή μικροαστική τάξη. Έστω κι αν το εισόδημα των πιο χαμηλόμισθων τμημάτων τους μπορεί να ήταν ανάλογο με το εισόδημα τμημάτων της εργατικής τάξης.

Ο δημοσιοϋπαλληλικός χώρος εξακολουθεί να έχει διαταξικά χαρακτηριστικά, εντούτοις, εδώ και πολλές δεκαετίες, το μεγαλύτερο τμήμα των δημοσίων υπαλλήλων εντάσσεται, πλέον, στην εργατική τάξη. (12)

Στη μελέτη αυτή πάρθηκε υπόψη τόσο η ύπαρξη διαφοροποιήσεων μέσα στην ίδια την εργατική τάξη (ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες, εργαζόμενοι χειρωνακτικά και διανοητικά κ.λπ.) όσο και τα φαινόμενα της πολυσθένειας, της σύγχυσης ταξικών θέσεων και της κοινωνικής κινητικότητας.

Με τον όρο «πολυσθένεια» αναφερόμαστε στην -εξαιρετικά συχνή στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα των παλιότερων εποχών και σε σημαντικό βαθμό και στην περίοδο που εξετάζεται σ’ αυτό το βιβλίο- συνύπαρξη, στο πλαίσιο της ίδιας οικογένειας, φορέων διαφορετικών κοινωνικών θέσεων. Πρόκειται, π.χ., για την περίπτωση κατά την οποία ένα μέλος της οικογένειας είναι εργάτης, ένα άλλο μικροϊδιοκτήτης καταστήματος, ενδεχομένως και ένα τρίτο να εντάσσεται στη μισθωτή μικροαστική τάξη.

Η επίσης συνηθισμένη στην Ελλάδα σύγχυση ταξικών θέσεων αναφέρεται στις περιπτώσεις εργαζομένων που ενώ είναι, π.χ., μικροκαλλιεργητές, εργάζονται και ως μισθωτοί εργάτες, μόνιμα ή περιστασιακά.

Δεν αγνοούμε, επίσης, τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας, του περάσματος από μια ταξική θέση σε μια άλλη, ενδεχομένως της επιστροφής στην πρώτη κ.λπ. Σ’ αυτή την περίπτωση, αναφερόμαστε, π.χ., στον μικροϊδιοκτήτη τεχνικού εργαστηρίου που το εγκαταλείπει και γίνεται μισθωτός ή και αντίστροφα, ενώ δεν αποκλείεται η επάνοδός του στην προηγούμενη κοινωνική θέση ούτε και η άνοδος στη θέση του βιοτέχνη-εργοδότη ή ενδεχομένως και η έκπτωσή του σε κοινωνικά περιθωριακή θέση, μετά από παρατεταμένη περίοδο ανεργίας ή άλλων προσωπικών περιπετειών.

Τα φαινόμενα της πολυσθένειας, της σύγχυσης ταξικών θέσεων και της κοινωνικής κινητικότητας λειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό, ως επιπλέον παράγοντες επηρεασμού

της εργατικής τάξης από ιδεολογικές τάσεις άλλων κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Μέσα απ’ αυτή την αλληλεπίδραση διαμορφώνεται η ιδιαίτερη εργατική ιδεολογική τάση, μορφοποιούνται κάθε φορά τα ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που θα ’ταν μάταιο να τα αναζητούμε σε «καθαρές» μορφές στην καθημερινή πραγματική ζωή.

Επιπλέον, μέσα απ’ αυτούς τους όρους και υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, εμπλέκεται η εργατική τάξη στην πάλη των τάξεων και συγκροτείται το εργατικό κίνημα, για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε όταν και όπου εκδηλώνονται μορφές συλλογικής οργάνωσης και δράσης ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, ανεξαρτήτως του αν οι φορείς αυτής της δραστηριότητας, άτομα ή συλλογικότητες, έχουν συνείδηση των συνολικότερων αποτελεσμάτων της πρακτικής τους.

Η αντιπαράθεση εκδηλώνεται, ούτως ή άλλως, απ’ την πρώτη στιγμή της διαπραγμάτευσης των όρων πώλησης-αγοράς της εργατικής δύναμης σε διαπροσωπικό επίπεδο, μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Εκδηλώνεται μέσα στην εργασιακή διαδικασία, με τη «φυσική» τάση του εργαζόμενου για εξοικονόμηση χρόνου και δυνάμεων, ενάντια στην αντίστροφη «φυσική» επιδίωξη του εργοδότη.

Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, ακόμη και «η συνείδηση είναι εγγενής στη σύγκρουση που αρχίζει με την πώληση της εργατικής δύναμης και την αντίσταση στην εκμετάλλευση». (13) Έτσι, η αντιπαράθεση εκφράζεται άμεσα ή έμμεσα και σε ιδεολογικό επίπεδο, με τον διαφορετικό τρόπο που βιώνει και αντιλαμβάνεται η καθεμιά απ’ τις δύο πλευρές τις εργασιακές σχέσεις, τη θέση τους στην κοινωνική «ιεραρχία», τη σχέση τους ως προς τις κοινωνικές αξίες κ.λπ.

Το εργατικό κίνημα, ως συγκροτημένη συλλογική διεκδίκηση και δραστηριότητα, δεν κατευθύνεται οπωσδήποτε συνειδητά στην ανατροπή των σχέσεων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όσο κι αν με μόνη την παρουσία του συχνά τις υπονομεύει. Καθώς η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι απαλλαγμένη από επιρροές άλλων ιδεολογικών τάσεων και ιδιαίτερα από τις επιρροές της κυρίαρχης ιδεολογίας που νομιμοποιεί στη συνείδηση των ανθρώπων τις υπάρχουσες εκμεταλλευτικές σχέσεις, το εργατικό κίνημα μπορεί να είναι επαναστατικό, μεταρρυθμιστικό ή ακόμη και συντηρητικό.

Εντούτοις, υπό οποιαδήποτε μορφή, η ταξική πάλη διεξάγεται, ακόμη κι αν δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η κυρίαρχη σχέση εκμετάλλευσης. Ακόμη κι αν το εργατικό κίνημα δεν διεκδικεί την ανατροπή των υπαρχουσών σχέσεων εκμετάλλευσης, η συγκρότησή του αλλάζει από μόνη της τους όρους διεξαγωγής της πάλης των τάξεων.

Επιμένοντας στη θέση ότι η εργατική τάξη υπάρχει αντικειμενικά, ανεξαρτήτως της συνείδησης που έχουν οι ίδιοι οι εργάτες για την κοινωνική τους θέση, δεν παραγνωρίζω τη σημασία του μετασχηματισμού της εμπειρίας σε συνειδητή αντίληψη. Πρόκειται, όμως, για κάτι πολύ διαφορετικό από το να ισχυριστούμε πως είναι η εμπειρία που συγκροτεί την εργατική τάξη και πως αυτή δεν υπάρχει παρά μόνο με όρους ιδεολογικούς, πολιτισμικούς και πολιτιστικούς. Παρ’ όλα αυτά,  θεωρώ πως τους όρους αυτούς πρέπει να τους πάρουμε σοβαρά υπόψη μας.  Αντιστοίχως, όσο κι ανείναι αναγκαίο να παίρνουμε πολύ σοβαρά υπόψη την ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνει συγκυριακά στην ταξική πάλη ετούτο ή το άλλο τμήμα της εργατικής τάξης, δεν παύουμε να αναφερόμαστε στο σύνολό της, ανεξαρτήτως συγκυρίας.

Γίνεται, έτσι, ξεκάθαρο ότι χωρίς να παραγνωρίζεται η συμβολή της σχολής των Βρετανών μαρξιστών (Έντουαρτ Πάλμερ Τόμσον, Ρέιμοντ Γουίλιαμς κ.ά.)  στον διάλογο για τους όρους συγκρότησης της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να υιοθετηθεί η άποψη ότι αυτή δεν συντελείται παρά με τη συνειδητή δράση των υποκειμένων. Άποψη που θεωρώ ότι αντικαθιστά τον ιστορικό υλισμό με τον ιδεαλισμό και τον φιλοσοφικό ανθρωπισμό.

Αντιστοίχως, όσο σημαντική κι αν υπήρξε η συμβολή των θεωρητικών του ιταλικού εργατισμού (Ρανιέρο Παντσιέρι, Μάριο Τρόντι, Τόνι Νέγκρι κ.ά.) στην επανεξέταση της σχέσης μεταξύ ταξικής πάλης και καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, νομίζω πως δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή η επικέντρωση στην εκάστοτε «εργατική φιγούρα», που η αντίστασή της ορίζει τις διαδικασίες κίνησης του ίδιου του κεφαλαίου, και η υποτίμηση της ταξικής πάλης που διεξάγεται σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, πέρα από το άμεσα κοινωνικό. 

Ανταποκρινόμενος στην πρόκληση της μελέτης της κοινωνικής ιστορίας της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και μέσα απ’ αυτήν της ιστορίας των εργατικών αγώνων και του εργατικού κινήματος, κατέληξα, ήδη από τότε που επεξεργαζόμουν το υλικό της πρώτης έκδοσης του πρώτου μου βιβλίου, στη διαπίστωση ότι η ελληνική εργατική τάξη διαμορφώθηκε μέσα από τη διαδικασία της πάλης των τάξεων, η οποία καθόρισε και τους όρους διαμόρφωσης και εξέλιξης του ίδιου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Τον οποίο αντιμετωπίζουμε, όπως και κάθε άλλο κοινωνικό σχηματισμό, ως «μοναδικό και ανεπανάληπτο», (14) αποφεύγοντας την αναζήτηση «στρεβλώσεων» που τον διαφοροποιούν από κάποια υποτιθέμενα «πρότυπα» καπιταλιστικής ανάπτυξης και συγκρότησης. Καθοριζόμενος από τις διαδικασίες της ταξικής αντιπαράθεσης, κάθε κοινωνικός σχηματισμός -και ο ελληνικός- εμφανίζει ιδιαιτερότητες που πηγάζουν από τις ιστορικές διαδικασίες διαμόρφωσής του, άρα από τους ιδιαίτερους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης, τόσο πριν όσο και κατά την εμφάνιση, ανάπτυξη και κυριαρχία του δεσπόζοντος τρόπου παραγωγής.

Τόσο στο πρώτο μου βιβλίο, του 1997, όσο και σε επόμενα, υποστηρίζω την άποψη ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός συγκροτήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821 υπό αστική ταξική κυριαρχία, που αποτυπώθηκε, κυρίως, στην κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας και στη νομική ισότητα του συνόλου των πολιτών.

Ως αποτέλεσμα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας μέσα από μια επανάσταση που είχε αστικοδημοκρατικό προσανατολισμό και λαϊκή συμμετοχή και στήριξη, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός χαρακτηρίστηκε από τη συνάρθρωση του αναδυόμενου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με αυτόν της εκτεταμένης απλής εμπορευματικής παραγωγής, και από την πληθυσμιακή κυριαρχία των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, κυρίως της υπαίθρου, αλλά και της πόλης.

Μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα η κύρια μορφή ταξικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα ήταν η αντίθεση μεταξύ του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, που επιδίωκε η αστική τάξη, και της αντίστασης των λαϊκών μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων στην προοπτική της προλεταριοποίησής τους. Η αντίσταση στην προλεταριοποίηση αποτέλεσε και την κύρια αιτία για την καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης, υποχρεώνοντας το ελληνικό κεφάλαιο -ιδιαίτερα ισχυρό στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης- να συνεχίζει τις δραστηριότητές του κυρίως στους τομείς του εμπορίου, των ναυτιλιακών μεταφορών και των τραπεζών.

Η κάμψη της λαϊκής αντίστασης στην προλεταριοποίηση συντελέστηκε αργά και με ασυνέχειες, συνήθως μέσα από ιστορικές περιπέτειες (Κριμαϊκός Πόλεμος, εισροή προσφύγων από τουρκοκρατούμενες περιοχές, γενικότερη πολιτικοοικονομική κρίση κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, πόλεμοι 1912-1922 και Μικρασιατική Καταστροφή), παρά ως συνέπεια κάποιων «αντικειμενικών νόμων» της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Μέσα από τις διαδικασίες αυτές συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε η ελληνική εργατική τάξη και το ελληνικό εργατικό κίνημα.

Εντούτοις, η χρονική υστέρηση, σε σχέση όχι μόνο με τις χώρες της Δύσης αλλά και με γειτονικές βαλκανικές, δεν εμπόδισε την εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα της Ελλάδας να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία του 20ού αιώνα, ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, φτάνοντας στα μέσα της δεκαετίας του 1930 να θεωρείται απειλή για το καθεστώς της αστικής ταξικής κυριαρχίας.

Στο πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου παρακολουθούμε τη διαδικασία κοινωνικής και ιδεολογικής συγκρότησης της εργατικής τάξης και την αντίστοιχη διαδικασία πολιτικής παρέμβασης του εργατικού κινήματος κατά τη Μεγάλη Δεκαετία του 1940, όταν σε συνθήκες πολέμου, ξένης κατοχής και κατόπιν εμφύλιας ένοπλης αντιπαράθεσης, τέθηκε στην Ελλάδα το ζήτημα της ίδιας της ταξικής εξουσίας.

Ακολουθεί, στο δεύτερο μέρος, η αναφορά στη μετεμφυλιακή περίοδο της ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης, των μεγάλων κοινωνικών αναδιαρθρώσεων και των αγώνων για τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και τη βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας των εργαζομένων, ενώ το τελευταίο μέρος αναφέρεται στην πρώτη δεκαπενταετία μετά τη Μεταπολίτευση του 1974. Στα χρόνια της σταθερής λειτουργίας των αστικοδημοκρατικών θεσμών και των μεγάλων κοινωνικών αγώνων που επέτρεψαν, κατά τη δεκαετία του 1980, την εφαρμογή και στην Ελλάδα του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου.

Όπως και στα δύο μέρη του πρώτου βιβλίου, έτσι και σε καθένα από τα τρία αυτά μέρη,

η μελέτη αρχίζει με την αναφορά στη γενικότερη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση της εξεταζόμενης περιόδου, ακολουθεί η αναφορά των διαδικασιών συγκρότησης της εργατικής τάξης, των συνθήκες ζωής, των ιδεολογικών διεργασιών και των σχέσεών της με την Αριστερά και τον πολιτισμό, και τέλος αναφέρονται οι αγώνες του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Και στο βιβλίο αυτό δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στα κοινωνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνονταν μεταξύ των γυναικών της εργατικής τάξης, στη συμβολή τους στο εργατικό κίνημα, αλλά και σε ζητήματα που προκύπτουν από τη συνολικότερη θέση τους στην ανδροκρατική κοινωνία. Αποφεύγοντας τη χαρακτηριστική παραγνώριση των γυναικών από την ιστορική αφήγηση σχετικά με την εργατική τάξη και τους εργατικούς αγώνες, (15) και των έμφυλων αντιθέσεων που δεν συνδέονται οπωσδήποτε με την ταξική αντιπαράθεση.

Το ανά χείρας βιβλίο, αναφερόμενο σε μια σχετικά πρόσφατη ιστορική περίοδο, είναι ένα έργο σύγχρονης κοινωνικής και λαϊκής ιστορίας. Θέτοντας στο επίκεντρο την προσπάθεια προσέγγισης των όρων κοινωνικής συγκρότησης και πολιτισμικής, πολιτιστικής, ιδεολογικής και πολιτικής έκφρασης της εργατικής τάξης, μιας τάξης κατεξοχήν κυριαρχούμενης και μ’ αυτή την έννοια λαϊκής, φιλοδοξεί να είναι μια ιστορία των «από κάτω». Που η κοινωνική τους διαμόρφωση και θέση καθορίζεται από διαδικασίες της ταξικής πάλης, στην οποία συμμετέχουν, ενίοτε και χωρίς να αντιλαμβάνονται την ίδια τη συμμετοχή τους και τα αποτελέσματα της παρέμβασής τους.

Επιμένοντας στην προτεραιότητα της ταξικής πάλης στην ιστορική διαδικασία, γίνεται προσπάθεια να συνυπολογιστούν αντιθέσεις που δεν προκύπτουν οπωσδήποτε από τη βασική κοινωνική αντίθεση, αποφεύγοντας, συνάμα, μεταμοντέρνους σχετικισμούς.Έχοντας επίγνωση του ότι «ο σχετικισμός δεν μπορεί να κάνει στην ιστορία τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που κάνει στα δικαστήρια […] Οι συνήγοροι των ενόχων είναι εκείνοι που θα καταφύγουν σε μεταμοντέρνες γραμμές υπεράσπισης». (16)

 

1. Έχοντας κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Ρωγμή», που αποτέλεσαν μια εκδοτική απόπειρα του Μαρξιστικού Ομίλου Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών, το βιβλίο ξαναβγήκε σε δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση το 2015, από τις εκδόσεις «Κουκκίδα».

2. Eric John Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991 – Θεμέλιο, Αθήνα 2004.

3. Αντώνης Λιάκος, Μία από τις μεγάλες σιωπές της ιστοριογραφίας μας: Η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος - Περιοδ. «Ο Πολίτης», τ. 49, 1982.

4. Νίκος Δεμερτζής – Νίκος Σουλιώτης - Γιώργος Μαρκατάς, Πολιτισμική ανάλυση και κοινωνιολογία του πολιτισμού στην Ελλάδα, 1980-2014: Επισκόπηση βιβλιογραφίας και σχεδίασμα κοινωνιολογικής έρευνας – Περιοδ. «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τ. 147, 2017.

5. Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων – Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1996, σ. 35 κ.έ.

6. Βλ. τοποθέτηση του ζητήματος στο Georges Haupt, «Για την ιστορία του εργατικού κινήματος» – Περιοδ. «Ο Πολίτης», τ. 14 1977.

7. Νίκος  Πουλαντζάς, Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό – Θεμέλιο, Αθήνα 1981, σ. 14.

8. Marta Harnecker, Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού – Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 192-193.

9. Νίκος Πουλαντζάς, ό.π., σ. 20.

10. Στο ίδιο, σ. 16. Για τις μαρξιστικές θεωρητικές προσεγγίσεις του ζητήματος του ορισμού των κοινωνικών τάξεων, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι αναφορές στο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988 – Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 121-204. Επίσης, Δημήτρης Κατσορίδας,  Το εργατικό ζήτημα. Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και η συνδικαλιστική της εκπροσώπηση – ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 2020, σ. 21-79.

11. Στο ίδιο, σ. 16-17.

12. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 160 κ.έ.

13. Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Ο Μαρξ της εποχής μας. Μεγαλείο και κακοδαιμονίες ενός κριτικού εγχειρήματος – Τόπος, Αθήνα 2013, σ. 154.

14. Νίκος Πουλαντζάς, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις – Θεμέλιο, Αθήνα 1975, τ. Α΄, σ. 10.

15. Joan Wallach Scott, Gender and the politics of history – Columbia University Press, New York 1988, σ. 84.

16. Eric John Hobsbawm, Για την ιστορία – Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σ. 11.