Η δικτατορία Γλύξμπουργκ-Μεταξά επιβλήθηκε, στις 4 Αυγούστου 1936, με διακηρυγμένο στόχο την αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος (του «κομμουνιστικού κινδύνου»), λίγο καιρό αφότου το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του, με την εξέγερση της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο, και το κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων που την ακολούθησε σε ολόκληρη τη χώρα. Μάλιστα, ως πρόσχημα (ή και ως εκδήλωση πραγματικού φόβου) προβλήθηκε η κήρυξη πανελλαδικής – πανεργατικής απεργίας από τη ΓΣΕΕ και την υπό κομμουνιστικό έλεγχο Ενωτική ΓΣΕΕ, για τις 5 Αυγούστου, και ενώ ήδη οι δύο συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες είχαν δρομολογήσει διαδικασίες ενοποίησής τους.
Οι στοχεύσεις της δικτατορίας
Φυσικά, η επιβολή της δικτατορίας απέβλεπε και σε μια γενικότερη στόχευση, που είχε διαφανεί και από τους προηγηθέντες χειρισμούς του αστικού πολιτικού κόσμου. Η υπέρβαση της κρίσης που προκάλεσαν οι στρατιωτικές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή της χώρας (απόπειρες βενιζελικών πραξικοπημάτων στα 1933 και ’35, πραξικόπημα που οδήγησε στην παλινόρθωση της βασιλείας το 1935), αποτέλεσε κοινή μέριμνα των δύο αστικών παρατάξεων που στήριξαν τις κυβερνήσεις Δεμερτζή και Μεταξά, ενώ συμφώνησαν και στην αναστολή της λειτουργίας της Βουλής ήδη από τον Απρίλιο 1936. Και στον βενιζελικό και στον αντιβενιζελικό χώρο πύκνωναν οι τοποθετήσεις πολιτικών ηγετών και παραγόντων, υπέρ μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής, που θα συνέβαλε στην ταυτόχρονη αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης και της ανόδου του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
Για μια τέτοια εξέλιξη ενδιαφερόταν άμεσα και η Μεγάλη Βρετανία, ο ισχυρός σύμμαχος του ελληνικού κεφαλαίου, που ανησυχούσε από τις εκδηλώσεις της επεκτατικής πολιτικής της φασιστικής Ιταλίας στον ζωτικό για τα βρετανικά συμφέροντα χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Κύριος υποστηρικτής της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος και την πολιτική αυτή δεσμεύτηκε να υπηρετήσει και ο Μεταξάς.
Φυσικά, σε όλη την περίοδο της δικτατορίας, μέχρι την ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940, όχι μόνο διατηρήθηκαν αλλά και ενισχύθηκαν οι οικονομικές και άλλες σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία, πράγμα που διαψεύδει την κυρίαρχη θεωρία πως ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν πλήρως εξαρτημένος από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Από την άλλη, ο σαφής προσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Μεγάλη Βρετανία διαψεύδει και τον ισχυρισμό ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν μονομερώς προσανατολισμένο προς τον φασιστικό Άξονα.
Ανάπτυξη παρά την κρίση
Η δικτατορία επιβλήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία μόλις άρχισε να συνέρχεται από τη μεγάλη οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’30 και τις συνέπειες της πτώχευσης του 1932. Επιπλέον, έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε ότι το ελληνικό κεφάλαιο μπόρεσε να αξιοποιήσει ακόμη και αυτή τη διεθνή κρίση προς όφελός του.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, που είχε παρουσιάσει σοβαρή κάμψη στα 1930-33, συνεχίστηκε με ρυθμούς εντυπωσιακούς, καθώς κατά την περίοδο της κρίσης περιορίστηκαν οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Έτσι, ενώ το 1928 η ελληνική βιομηχανική παραγωγή κάλυπτε το 58% τη εγχώριας κατανάλωσης, το ποσοστό εκτοξεύτηκε, δέκα χρόνια αργότερα, στο 79%. Αντίστοιχα, ενώ το 1928 οι εγχώριες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσε η ελληνική βιομηχανία αντιπροσώπευαν το 57%, το 1938 έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 75%1.
Εντυπωσιακή ήταν και η ανάπτυξη της ατμομηχανής του ελληνικού καπιταλισμού, της εμπορικής ναυτιλίας, η οποία από τους 430.237 τόνους των πλοίων του 1919 έφτασε το 1.837.000 τόνους το 19402. Οι έλληνες εφοπλιστές κατά τη δεκαετία του 1930 αξιοποίησαν προς όφελός τους ακόμη και το εμπάργκο που είχε επιβληθεί στην ΕΣΣΔ, αλλά και τον ισπανικό Εμφύλιο, προτάσσοντας το οικονομικό τους συμφέρον έναντι οποιωνδήποτε ιδεολογικών αναστολών.
Όξυνση της κοινωνικής ανισότητας
Εντούτοις, η όποια οικονομική ανάπτυξη δεν είχε άμεσες συνέπειες στη βελτίωση της ζωής της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού και κυρίως της εργατικής τάξης. Μπορεί να περιορίστηκε η ανεργία, η οποία το 1932 είχε εκτοξευτεί στο 34,3%, αλλά και το 1935 και τα επόμενα χρόνια παρέμενε στο ύψος του 20%. Ήταν, δηλαδή, διπλάσια απ’ αυτή των τελευταίων χρόνων πριν την οικονομική κρίση.
Αντίστοιχα, εξαιρετικά χαμηλό ήταν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, που κινούνταν σε όρια της στοιχειώδους επιβίωσης ή και κάτω από αυτά. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία του 1939 για την τεράστια απόκλιση του ετήσιου εισοδήματος μεταξύ μιας μειονότητας που ανήκε στην άρχουσα τάξη και της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού. Ενώ 2.500 οικογένειες είχαν εισόδημα ενός ή και παραπάνω εκατομμυρίων δραχμών, περισσότερες από 1.250.000 οικογένειες ζούσαν με λιγότερες από 40.000 δραχμές ετησίως, με τις μισές απ’ αυτές να ζουν με λιγότερες από 20.0003.
Ο ασφυκτικός έλεγχος του συνδικαλιστικού κινήματος
Από τα πρώτα μέτρα που πήρε η δικτατορία ήταν η διάλυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων που ανήκαν στην κομμουνιστική Ενωτική ΓΣΣΕ και η σύλληψη εκατοντάδων στελεχών τους, που φυλακίστηκαν στο μεσαιωνικό κάστρο της Ακροναυπλίας ή εξορίστηκαν στα ξερονήσια του Αιγαίου. Παράλληλα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΓΣΕΕ τέθηκαν υπό άμεσο κυβερνητικό έλεγχο.
Η δικτατορία διόρισε επικεφαλής (γραμματέα) της ΓΣΕΕ τον εργατοκάπηλο Αριστείδη Δημητράτο, ο οποίος ανέλαβε και υφυπουργός Εργασίας, σε μια εποχή που ακόμη δεν υπήρχε αυτόνομο υπουργείο, αλλά υφυπουργείο ενταγμένο στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Υπουργός ήταν ο βιομήχανος Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Στο πλαίσιο του εθνικόφρονος προσανατολισμού του καθεστώτος, η ΓΣΕΕ μετονομάστηκε το 1939 σε Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.
Για να εξασφαλιστεί πιο αποτελεσματικός έλεγχος του συνδικαλιστικού κινήματος και να αποτραπεί η δυνατότητα συντονισμού στην προβολή εργατικών αιτημάτων, διαλύθηκαν οι κλαδικές Ομοσπονδίες και αντικαταστάθηκαν από διορισμένες Επαγγελματικές Γραμματείες. Ταυτόχρονα, καθιερώθηκε ο διορισμός από το κράτος των διοικητικών υπαλλήλων των συνδικάτων και η υποχρεωτική καταβολή εισφορών από τους εργαζόμενους, τις οποίες διαχειριζόταν το δημόσιο.
Αντιγράφοντας το ναζιστικό πρότυπο του Μετώπου Εργασίας (Arbeitsfront), το καθεστώς διακηρύσσει την ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, στο πλαίσιο της εθνικής ενότητας, εγγυητής της οποίας είναι ο δικτάτορας Μεταξάς, που αυτοανακηρύσσεται και «Πρώτος Εργάτης». Παράλληλα, ανακηρύχθηκε Εθνική Εορτή του Έλληνα Εργάτη η Πρωτομαγιά και οι εργάτες-τριες υποχρεώνονταν να συμμετέχουν στις προαγανδιαστικές φιέστες του καθεστώτος. Η άρνηση συμμετοχή συνεπαγόταν σύλληψη, βασανιστήρια και φυσικά απόλυση από τη δουλειά και ενδεχομένως φυλάκιση ή εκτόπιση.
Η κοινωνική πολιτική της δικτατορίας
Έχοντας επιβάλλει καθεστώς τρόμου και αστυνομοκρατίας στους χώρους εργασίας και στις εργατουπόλεις και τις εργατικές συνοικίες, και έχοντας θέσει σε άγριο διωγμό το παράνομο ΚΚΕ, η δικτατορία επιχειρεί την προσέγγιση των εργαζομένων μέσα από επιμέρους ρυθμίσεις, οι οποίες είχαν δρομολογηθεί ήδη από προηγούμενες κυβερνήσεις. Έτσι, το 1937 άρχισε να λειτουργεί, αν και μόνο στις μεγάλες πόλεις, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), που ιδρύθηκε το 1934, ενώ το 8ωρο επεκτάθηκε σε όλους τους κλάδους και επιδιώχθηκε η κάμψη της αντίστασης των εργοδοτών στην εφαρμογή του.
Η κοινωνική αυτή πολιτική της δικτατορίας, χαρακτηριστική εκείνα τα χρόνια για μια σειρά χώρες, με κυβερνήσεις ενός ευρύτατου φάσματος, από τη ναζιστική της Γερμανίας και τη φασιστική της Ιταλίας, μέχρι τη φιλελεύθερη των ΗΠΑ και τις σοσιαλδημοκρατικές των σκανδιναβικών χωρών, απέβλεπε στην αντιμετώπιση του κινδύνου που αντιπροσώπευε για το καθεστώς η εργατική διαμαρτυρία, όπως είχε εκφραστεί με τους μεγάλους αγώνες των χρόνων που προηγήθηκαν. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες καπιταλιστικές χώρες, η εφαρμογή μιας τέτοιας, έστω και επιδερμικής, πολιτικής αποδείκνυε και τη σχετική αυτονομία των πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου από το ίδιο το κεφάλαιο, καθώς, όπως έχει δείξει ο Νίκος Πουλαντζάς, το αστικό κράτος δεν υπηρετεί τυφλά τα οικονομικά συμφέροντα των καπιταλιστών, αλλά κυρίως τα πολιτικά συμφέροντα του αστικού καθεστώτος. Εκεί έγκειται και η σχετική αυτονομία του πολιτικού από το οικονομικό στοιχείο της κοινωνικής δομής.
Η εργατική τάξη δεν αποδέχτηκε τη δικτατορία
Η προσπάθεια της δικτατορίας να προσεγγίσει την εργατική τάξη μπορούμε να πούμε πως απέτυχε. Καθώς το καθεστώς –διαφέροντας καθοριστικά από τα τυπικά φασιστικά καθεστώτα- δεν στηριζόταν σε κάποιο μαζικό κίνημα και σε κάποιο κόμμα, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν την όποια επιρροή του. Ξέρουμε, όμως, ότι στην Εθνική Οργάνωση Νέων (ΕΟΝ) ήταν εξαιρετικά μικρός ο αριθμός νέων εργατών-τριών, ενώ η μαζικοποίησή της δεν επιτεύχθηκε παρά μόνο όταν, το 1938, έγινε υποχρεωτική η συμμετοχή των μαθητών και των φοιτητών.
Η αποτυχία της δικτατορίας να προσεγγίσει την εργατική τάξη φάνηκε και λίγο μετά την κατάρρευσή της, με την κατάληψη της χώρας από τα στρατεύματα των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων. Οι εργατουπόλεις και οι εργατικές συνοικίες σε ολόκληρη την Ελλάδα, εκεί όπου το ΚΚΕ εξασφάλιζε μέχρι το 1936 τα μεγαλύτερα εκλογικά του ποσοστά, αναδείχτηκαν σε κάστρα της εαμικής Εθνικής Αντίστασης.
*Δημοσιεύτηκε στο 10ο φύλλο της εφημερίδας "Έξοδος 133" στις 22 Ιουλίου 2016.