"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Γυναίκες και μετανάστευση στο μεσοπολεμικό λαϊκό τραγούδι

2025-08-30 09:49

Τόσο μεταξύ των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών όσο και στα λαϊκά (ρεμπέτικα και μεταπολεμικά) είναι πλήθος αυτά στα οποία οι γυναίκες εκφράζουν τον πόνο τους για τη μετανάστευση κάποιου προσφιλούς τους προσώπου. Του παιδιού τους ή του αγαπημένου τους. Και η μελέτη αυτών των τραγουδιών αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαδικασία, που βοηθάει στην κατανόηση των γενικότερων ιδεολογικών αντιλήψεων και της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στην εκάστοτε ιστορική περίοδο.

Είναι χαρακτηριστικό το ότι σπάνια βρίσκουμε τραγούδια που να αναφέρονται στη μετανάστευση κάποιας γυναίκας με δική της απόφαση. Υπάρχουν όμως πολλά στα οποία μια νεαρή γυναίκα εκφράζει την αντίθεσή της στην απόφαση της οικογένειάς της και συνήθως της μάνας της, να την παντρέψει στα ξένα.

Ανάμεσα σε δεκάδες τραγούδια που γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930, πολλά από τα οποία είχαν ως θέμα την ξενιτιά, εντόπισα έντεκα με κοινό χαρακτηριστικό τη σχέση της γυναίκας με τη μετανάστευση.  

Ας έχουμε υπόψη ότι όταν μιλάμε για μετανάστευση στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, αναφερόμαστε κυρίως στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στην Αυστραλία και άλλες υπερπόντιες χώρες. Όπως και ότι η μετανάστευση αφορούσε κυρίως άντρες.  

Από τα έντεκα τραγούδια που επισήμανα, μόνο ένα είχε ηχογραφηθεί το 1931, στις ΗΠΑ, καθώς στην Ελλάδα μόλις τον επόμενο χρόνο άρχισε η παραγωγή δίσκων από την Κολούμπια. Τα υπόλοιπα δέκα ηχογραφήθηκαν στα 1935-39. Μια άλλη σημαντική παρατήρηση είναι ότι τα οχτώ από τα έντεκα αυτά τραγούδια τα ερμηνεύει η Σμυρνιά Ρίτα Αμπατζή, ερμηνεύτρια πλήθους παραδοσιακών και ρεμπέτικων τραγουδιών.

Το πρώτο από τα τραγούδια στα οποία αναφέρομαι είναι το «Αερόπλανο θα πάρω», γραμμένο από τον Παναγιώτη Τούντα, που ηχογραφήθηκε το 1931 στις ΗΠΑ, με τις φωνές της Στέλλας Βογιατζή και του Κώστα Νούρου. Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο νέα ηχογράφηση με τη Ρόζα Εσκενάζυ και τον Στελλάκη Περπινιάδη, και τρίτη το 1933 με τη Ρίτα Αμπατζή και τον Ζαχαρία Κασιμάτη.

Το τραγούδι είναι ένας σκωπτικός διάλογος μιας γυναίκας και ενός άντρα. Προφανώς, δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε γυναίκα της εποχής. Η αναφορά στην απόφασή της να πάει στην Αμερική, αδιαφορώντας για την αντίθετη γνώμη του εραστή της, και οι στίχοι «με δολάρια θα γλεντάω κι όλο να μεθώ», και «με ουίσκι θα μεθάω κι όλο θα γλεντώ», παραπέμπουν σε γυναίκα που κινείται έξω από τα κοινωνικά αποδεκτά πλαίσια της εποχής.

Φυσικά, ο στίχος «με την κάμα μου στο χέρι να ’ρθω πάλι να σε βρω», δεν αφήνει περιθώρια ως προς την αντρική κυριαρχία, που εκφράζεται ακόμη και με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στη γυναίκα.

Εγώ φεύγω και σ’ αφήνω μια για πάντα, βρε αλανιάρη,
στην Αμερική θα πάω κάποιον για να βρω
και μαζί του πια θα μείνω που με θέλει να με πάρει
με δολάρια να γλεντάω κι όλο να μεθώ.

Πάψε τα παλιογινάτια, πεισματάρα μου,
να χαρείς τα δυο σου μάτια, παιχνιδιάρα μου,
ξέρεις τι καπνό φουμάρω και για σένα πως μπορώ
αεροπλάνο να πάρω να ’ρθω πάλι να σε βρω.

Και μ’ αεροπλάνο να ’ρθεις κι όσο γρήγορα να φτάσεις
στο ’πα και στο ξαναλέγω πως δε σ’ αγαπώ
μόρτη μου, κακό θα πάθεις κι απ’ τη ζήλια σου θα σκάσεις
στην Αμερική θα πάω για να παντρευτώ.

Βρε, μη μου πατάς τον κάλο, πεισματάρα μου,
θα τα μπλέξεις δίχως άλλο, παιχνιδιάρα μου,
και μη μου γλιστράς σαν χέλι αφού ξέρεις πως μπορώ
με την κάμα μου στο χέρι να ’ρθω πάλι να σε βρω.

Δε φοβούμαι, βρε μαγκίτη, και θα φύγω απ’ την Αθήνα
στην Αμερική θα πάω πώς να σου το ειπώ
μέσα στον ουρανοξύστη θα περνάω όλο φίνα
με ουίσκι θα μεθάω κι όλο θα γλεντώ.

Μάθε πως απ’ την Αθήνα, πεισματάρα μου,
δεν μπορείς να κάνεις βήμα, παιχνιδιάρα μου
και πως δεν ψηφώ τον Χάρο κι αν μου φύγεις πως μπορώ
αερόπλανο να πάρω να ’ρθω πάλι να σε βρω.

 

Ο καημός για τον αγαπημένο που ξενιτεύτηκε, σταθερό θέμα σε πλήθος παραδοσιακών τραγουδιών, εκφράζεται και αυτά τα χρόνια στο νέο είδος της λαϊκής μουσικής των πόλεων.

Έτσι, στο «Μ’ έκαψες, Αμερική», του Λάζαρου Ρούβα, που ερμήνευσε το 1936 η Ρίτα Αμπατζή, εκφράζεται ο πόνος της γυναίκας που ο αγαπημένος της, που την είχε αρραβωνιαστεί όταν αυτή ήταν μόλις δώδεκα χρονών, έφυγε για δυο χρόνια και «κοντεύει να γεράσει».

 

Μ’ έκαψες, Αμερική, με τα δολάριά σου

μου πήρες το πουλάκι μου, χρόνια το ’χεις κοντά σου.

 

Κερί τάζω στην Παναγιά και μια χρυσή λαμπάδα

να φέρει το πουλάκι μου αυτή την εβδομάδα.

 

Κορίτσι δώδεκα χρονών με είχε αρραβωνιάσει

επήγε στην Αμερική, κοντεύει να γεράσει.

 

Μου είπε πως θα πήγαινε μόνο για δυο χρονάκια

μα πέρασαν τόσα πολλά π’ ασπρίσαν τα μαλλάκια.

 

Χαθήκαν οι ελπίδες μου, τα μάτια μου δακρύζουν

τα νιάτα μου χαράμισα και δεν ξαναγυρίζουν.

 

Ακόμα χειρότερα, στο «Παντρεύεται στα ξένα», του Παναγιώτη Τούντα, που ερμήνευσαν το 1937 οι Ρίτα Αμπατζή και Στελλάκης Περπινιάδης, ο ξενιτεμένος «παντρεύεται στα ξένα με μια άλλη».

 

Μου είπαν, μάνα μου, πως παντρεύεται.

Μου είπαν πως παντρεύεται η αγάπη μου στα ξένα

κι αν είν’ αλήθεια, μάνα μου, αλίμονο σε μένα.

 

Αρώτησα, μάνα μου, και τα κύματα.

Αρώτησα τα κύματα που σπάνε στ’ ακρογιάλι

και μου ’παν πως παντρεύεται στα ξένα με μια άλλη.

 

Μανούλα μου, όχι, ποτέ δεν πίστευα.

Μανούλα μου, δεν πίστευα. πως θα με λησμονήσει

και μες στη μαύρη ξενιτιά πως άλλη θ’ αγαπήσει.

 

Θα πάρω, μάνα μου, κάμπους και βουνά.

Θα πάρω κάμπους και βουνά, θα τρέξω ν’ αγοράσω

της λησμονιάς το γιατρικό, ίσως και τον ξεχάσω.

 

Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι δύο τραγούδια του 1935 και ’36, που αναφέρονται στην εγκατάλειψη της γυναίκας από τον αγαπημένο της, που την πήγε στην Αμερική. Στο πρώτο, μάλιστα, ο ίδιος ο τίτλος και οι στίχοι παραπέμπουν σε γυναίκα εκδιδόμενη.  Πρόκειται για το τραγούδι «Η πουλημένη στην ξενιτιά», γραμμένο επίσης από τον Παναγιώτη Τούντα, που ηχογραφήθηκε με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ.

 

Μες στην ξενιτιά κλεισμένη σκλαβωμένη πως με άφησες

έρημη κι ορφανεμένη, μάγκα, με παράτησες.

 

Συ με πούλησες στα ξένα κι ολοένα κλαίγω και πονώ

τι τράβηξα για σένα δεν ξεχνώ, βρε μάγκα, δεν ξεχνώ.

 

Κι αν περνούνε τα χρονάκια, τα φαρμάκια δε θα πάψουνε

της καρδιάς μου τα μεράκια θα ’ρθει η μέρα να σε κάψουνε.

 

Το δεύτερο, με τίτλο «Στα ξένα μ’ άφησες», είναι του Κώστα Σκαρβέλη και το ερμήνευσε η Ρίτα Αμπατζή.

Ό,τι μου είπες το ’κανα, αρνήθηκα για σένα

τη μάνα και τ’ αδέλφια μου και ήρθα μες στα ξένα.

Θαρρούσα πως με αγαπάς, πως θέλεις να με σώσεις

μα εσύ στα ξένα μ’ έφερες για να με θανατώσεις.

Στην ερημιά με άφησες, ποια είμαι δε θυμάσαι

με άλλη ξελογιάστηκες, φονιά, δε με λυπάσαι.

Κλαίγω, πονώ, δε μ’ ακούς, κακούργε, δε λυπάσαι.

Στείλε με στη μανούλα μου, πριν αν χαθώ, να σβήσω

μες στη γλυκιά της αγκαλιά τα μάτια μου να κλείσω.

Στη νεαρή γυναίκα που ζητάει από τη μάνα της να μην τη στείλει στην Αμερική και την οικτίρει γιατί την πάντρεψε στην Αυστραλία, αναφέρονται δύο άλλα τραγούδια, που ερμήνευσε η Ρίτα Αμπατζή στα 1935 και 1939.

Μη με στέλνεις, μάνα, στην Αμερική, των Γιώργο Καμβύση και Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιού).

Μη με στέλνεις μάνα στη Αμερική
θε να μαραζώσω να πεθάνω εκεί.

Δολάρια δε θέλω πώς να σου το πω
καλιά ψωμί κρεμμύδι κι αυτόνε π’ αγαπώ.

Αγαπώ μανούλα κάποιον στο χωριό
όμορφο λεβέντη και μοναχογιό.

Μ' έχει φιλημένη μες τις ρεματιές
και αγκαλιασμένη κάτω απ’ τις ιτιές.

Γιώργο μου, σ’ αφήνω φεύγω μακριά
παν’ να με παντρέψουν μες στην ξενιτιά.

Σαν αρνί με πάνε να με σφάξουνε
μα εκεί απ’ τον καημό μου θα με θάψουνε.

 

Στην Αυστραλία μ’ έστειλες, των Κ. Ραψωδού (Γιώργου Φωτίδα) και Κώστα Καρίπη.

Στην Αυστραλία μ’ έστειλες, μανούλα μου γλυκιά

και μ’ άρχοντα με πάντρεψες χωρίς να ’χω προικιά.

Στα ασημικά με στόλισε, μου φόρεσε φλουριά

μα μ’ όλα αυτά, μου φάνηκε η ξενιτιά βαριά.

 

Για το καλό μου, το ’κανες, μα βγήκε σε κακό

στον πόνο μου δε βρίσκεται, μανούλα, γιατρικό.

Νοστάλγησα το σπίτι μας στο όμορφο νησί

τ’ ολόδροσο ακρογιάλι του και το γλυκό κρασί.

 

Την προσμονή της επιστροφής του αγαπημένου από τα ξένα, εξαιρετικά συνηθισμένο θέμα και του παραδοσιακού τραγουδιού, εκφράζει το τραγούδι Να πας, πουλί μου, στο καλό, του Σταύρου Παντελίδη, που ερμήνευσε το 1937 η Ρίτα Αμπατζή.

 

Να πας πουλί μου στο καλό κι η Παναγιά με σένα

μια χάρη μόνο σου ζητώ, μη με ξεχνάς κι εμένα.

 

Όπου κι αν πας και αν βρεθείς, να μη με λησμονήσεις

Και σ’ ένα χρόνο το πολύ κοντά μου να γυρίσεις.

 

Αν με λυπάσαι και πονάς και θέλεις τη ζωή μου

όσο μπορέσεις γρήγορα να ξαναρθείς μαζί μου.

 

Να μην ξεχάσεις, μάτια μου, κι αν θα ’σαι σ’ άλλα μέρη

Για σένανε κάποια καρδιά κρυφά πως υποφέρει.

 

Εγώ, πουλάκι μου χρυσό, κι αν βρίσκεσαι μακριά μου

Εσένα θα ’χω πάντοτε κρυφή παρηγοριά μου. 

 

Η ψυχική συντριβή από την απόφαση του αγαπημένου να ξενιτευτεί εκφράζεται στο

Αν φύγεις για την ξενιτιά, των Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιού) και Στέλιου Χρυσίνη. Τραγούδι του 1938, με ερμηνευτές τη Ρίτα Αμπατζή και τον Στελλάκη Περπινιάδη.

Αν φύγεις για την ξενιτιά και μοναχή μ’ αφήσεις

να ξέρεις δεν θα ζήσω πια και να με λησμονήσεις.

 

Μη μου το πεις το έχε γεια, γιατί είν’ όλο φαρμάκι

πρέπει καλά να το σκεφτείς, αν με πονάς λιγάκι.

 

Για πες μου τι σε πείραξα, που θες να χωριστούμε

και η σκληρή σου η καρδιά ζητά να ξεχαστούμε.

 

Τα όσα ορκιστήκαμε τώρα δεν τα θυμάσαι

ζητάς να φύγεις μακριά και εμένα δεν λυπάσαι.

 

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και δύο τραγούδια που αναφέρονται στο συνηθισμένο φαινόμενο του γάμου νεαρών κοριτσιών με ηλικιωμένους πλούσιους Ελληνοαμερικάνους. Στο πρώτο απ’ αυτά γίνεται λόγος για τον «Αχέπα», το μέλος της ΑΧΕΠΑ, που συσπείρωνε τους επιτυχημένους Έλληνες των ΗΠΑ.

Δεν τον θέλω τον Αχέπα, του 1936, των Αλέκου Σακελλάριου και Νίκου Πλατσαίου, με τους Κώστα Ρούκουνα και Κορίνα Θεσσαλονικιά.

Δεν θέλω τον Αχέπα, πώς να σου το πω

όσα εκατομμύρια να ’χει, άλλον αγαπώ.

Αγαπώ ένα λεβέντη που ’χει δαχτυλίδι μέση

δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω τον Αχέπα με το φέσι.

Αγαπά ένα λεβέντη που ‘’χει δαχτυλίδι μέση

δεν τον θέλει, δεν τον παίρνει τον Αχέπα με το φέσι.

Μάνα μου, γιατί μου δείχνεις τόση απονιά

αγαπώ, το ξέρεις, κάποιον απ’ τη γειτονιά.

Μόνο αυτόν εγώ θα πάρω, γιατί έτσι μου αρέσει

δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω τον Αχέπα με το φέσι.

Μόνο αυτόν αυτή θα πάρει, γιατί έτσι της αρέσει

δεν τον θέλει, δεν τον παίρνει τον Αχέπα με το φέσι.

Μάνα μου, αγάπη θέλω, δε ζητώ λεφτά

η αγάπη σαν υπάρχει γίνονται κι αυτά.

Ό,τι κι αν μου πεις, βρε μάνα, όσο ξύλο και να πέσει

δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω τον Αχέπα με το φέσι.

Ό,τι κι αν της πεις, βρε μάνα, όσο ξύλο και να πέσει

δεν τον θέλει, δεν τον παίρνει τον Αχέπα με το φέσι.

Όσο και αν επιμένεις, δε θα γίνει αυτό

κάλλιο, μάνα μου, ποτέ μου να μην παντρευτώ.

Στην καρδιά μου έχω μόνο, να το ξέρεις, μία θέση

δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω τον Αχέπα με το φέσι.

Στην καρδιά της έχει μόνο, να το ξέρεις, μία θέση

δεν τον θέλει, δεν τον παίρνει τον Αχέπα με το φέσι.

Το τραγούδι «Ο γερο-Αμερικάνος», που ερμήνευσε ο Δημήτρης Περδικόπουλος το 1937,  αποτελεί λοιδορία για τους ηλικιωμένους που επέστρεφαν στην Ελλάδα για να παντρευτούν μικρές. Ο στίχος «Σαν θα πας στο Καστιγκάρι, κάποιος άλλος θα στην πάρει» είναι χαρακτηριστικός. Παρεμπιπτόντως, Καστιγκάρι ονόμαζαν οι Έλληνες το νησί Έλις, στη Νέα Υόρκη, όπου πραγματοποιούνταν ο έλεγχος αυτών που έφταναν στις ΗΠΑ. Επρόκειτο για εξελληνισμένο τύπο του Castle Garden, όπου γινόταν παλιότερα ο έλεγχος των μεταναστών.

Του χιλιανάθεμα ο γιος που δεν ερχότανε πιο νιος

μόν’ ήρθε με ψαρά μαλλιά, γυρεύει και γυναίκα νια.

 

Βάζει πούντρα και κολόνια, μα δεν κρύβονται τα χρόνια

μπογιατίζει το μουστάκι, κάνει το παλικαράκι.

 

Ό,τι θέλετε να πείτε, τίποτα δεν θα του βρείτε

μένα το πουλί μου κάνει για σαράντα Αμερικάνοι. 

 

Σαν θα πας στο Καστιγκάρι, κάποιος άλλος θα στην πάρει

κάποιος άλλος θα την πάρει, γέρο εξηνταπεντάρη.

 

Με δολάρια και λίρες τη μικρούλα μας την πήρες

βράσε τα δολάριά σου για να βάψεις τα μαλλιά σου. 

 

*kommon.gr, 30.8.2025