Για την επέτειο του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ τον Οκτώβριο 1918, το λήμμα για την ιστορία της Συνομοσπονδίας από το "Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος", η αναθεωρημένη και συμπληρωμένη τέταρτη έκδοση του οποίου θα γίνει πολύ σύντομα.
ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΓΣΕΕ)
Η κορυφαία συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1918 από το Α' Πανελλαδικό Πανεργατικό Συνέδριο, στο οποίο αντιπροσωπεύτηκαν 215 συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούσαν 65.000 συνδικαλισμένους εργαζόμενους. H ίδρυση της ΓΣΕΕ ευνοήθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου, που απέβλεπε στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης της Ελλάδας στις διεθνείς διασκέψεις μετά τη λήξη του A' Παγκοσμίου Πολέμου, με τη στήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων και από το συνδικαλιστικό κίνημα.
Αν και το Ιδρυτικό Συνέδριο αναγνώρισε ως βασική αρχή συγκρότησης της Συνομοσπονδίας την πάλη των τάξεων, στη Διοίκησή της πλειοψήφησαν οι συντηρητικοί συνδικαλιστές, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Μαχαίρα. Ένα μόλις χρόνο μετά την ίδρυσή της η ΓΣΕΕ αντιμετώπισε διώξεις των μελών της Διοίκησής της που ανήκαν στο ΣΕΚΕ και το 1920 γνώρισε την πρώτη κρίση της, με την αποχώρηση των φιλοκυβερνητικών στελεχών και τη συγκρότηση χωριστής Διοίκησης με έδρα τον Πειραιά, στην οποία συμμετείχαν και οι σοσιαλιστές του Νίκου Γιαννιού, ενώ υποστηρίχτηκε και από τον αναρχοσυνδικαλιστή Σταύρο Κουχτσόγλου κ.ά. Στην κατεύθυνση αυτή, εκτός από την πρόθεση της κυβέρνησης να ελέγξει το συνδικαλιστικό κίνημα, λειτούργησε και η απόφαση για οργανική σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ, που εκτιμήθηκε ότι καταργούσε την αυτονομία της.
H διασπαστική Διοίκηση της ΓΣΕΕ δεν επέζησε μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά η υπό κομμουνιστικό έλεγχο ΓΣΕΕ είχε απέναντί της μεγάλο αριθμό σωματείων και ομοσπονδιών που δεν εντάσσονταν στις γραμμές της, ενώ συχνά συγκροτούνταν οργανώσεις διασπαστικές και αντικομμουνιστικές, σε κλάδους όπου κυριαρχούσαν οι κομμουνιστές. Για το ξεπέρασμα της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος, κυρίως μετά την ήττα των εργατικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1923-24, αποφασίστηκε τον Αύγουστο 1925 η διακοπή της οργανικής σύνδεσης με το ΚΚΕ, που διευκόλυνε την ένταξη στη ΓΣΕΕ των οργανώσεων που έλεγχαν συντηρητικοί και σοσιαλδημοκράτες, ενώ ο κομμουνιστής γραμματέας Ευάγγελος Ευαγγέλου αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Δημήτρη Στρατή.
Η ελεγχόμενη ΓΣΕΕ
Στο 3ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας, που συνήλθε τον Μάρτιο 1926 επί δικτατορίας Πάγκαλου, επικράτησε πραξικοπηματικά το μέτωπο συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών, μετά την αλλοίωση της σύνθεσής του, με τις συλλήψεις από την αστυνομία κομμουνιστών αντιπροσώπων. Το πραξικόπημα ολοκληρώθηκε με τον αποκλεισμό μαζικών οργανώσεων, τις οποίες έλεγχαν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ, στο 4ο Συνέδριο του 1928. Μετά από αυτό, το ΚΚΕ προσανατολίστηκε στη συγκρότηση νέας Συνομοσπονδίας και το 1929 ιδρύθηκε η Ενωτική ΓΣΕΕ, με γραμματέα τον Κώστα Θέο. Από τη ΓΣΕΕ, στην ηγεσία της οποίας βρίσκονταν συντηρητικοί συνδικαλιστές όπως οι Αριστείδης Δημητράτος, Γιάννης Καλομοίρης, Γιάννης Τσαπής κ.ά., αποχώρησαν το 1930 και οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές, που ίδρυσαν τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα, με επικεφαλής τον Στρατή, και το 1934, σε συνεργασία με τη συντηρητική παράταξη του Νίκου Καλύβα, συγκρότησαν την Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας, αλλά επαναπροσχώρησαν στη ΓΣΕΕ το 1935.
Με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων στην περίοδο 1932-36, η Ενωτική ΓΣΕΕ ενισχύθηκε και μετά την εργατική και παλλαϊκή εξέγερση της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο 1936, συμφωνήθηκε η ενοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε μια ενιαία Συνομοσπονδία. Τις ενοποιητικές διαδικασίες ανέκοψε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της οποίας η Συνομοσπονδία, που από το 1939 είχε τον τίτλο Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, μπήκε υπό τον έλεγχο του Υφυπουργείου Εργασίας. Ο ίδιος ο υφυπουργός Δημητράτος ήταν και γραμματέας της Συνομοσπονδίας.
Κατά την περίοδο της Κατοχής οι διοικήσεις της ΓΣΕΕ διορίζονταν από τις κυβερνήσεις των συνεργατών του κατακτητή. Το μαζικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα εκφραζόταν από το Εργατικό ΕΑΜ, το οποίο ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1941 με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και με τη συμμετοχή σοσιαλιστών και συντηρητικών συνδικαλιστών. Το ΕΕΑΜ απέκτησε μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη, καθοδήγησε σημαντικούς αγώνες και κατόρθωσε να κερδίσει το σύνολο, σχεδόν, των εργατικών σωματείων. Γραμματέας του ΕΕΑΜ ήταν ο κομμουνιστής συνδικαλιστής Κώστας Λαζαρίδης που εκτελέστηκε το 1943. Ως αντίποινα, η ΟΠΛΑ εκτέλεσε τον διορισμένο από τους κατακτητές υφυπουργό Εργασίας και γραμματέα της ΓΣΕΕ Νίκο Καλύβα. Τον Αύγουστο του 1944 η Κ.Ε. του ΕΕΑΜ αυτοανακηρύχτηκε Διοίκηση της ΓΣΕΕ και ως τέτοια αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» κατά την Απελευθέρωση.
Μετά τα Δεκεμβριανά διορίστηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, με ανοιχτή παρέμβαση των Άγγλων, αλλεπάλληλες διοικήσεις, σε μια προσπάθεια ελέγχου του συνδικαλιστικού κινήματος και περιορισμού της επιρροής της Αριστεράς, η οποία είχε συγκροτηθεί στον Εργατικό Αντιφασιστικό Συνασπισμό (ΕΡΓΑΣ), με ηγέτη τον Θέο. Οι δυνάμεις του ΕΡΓΑΣ καθοδήγησαν σημαντικές εργατικές κινητοποιήσεις και στο 8ο Συνέδριο του Μαρτίου 1946 πήραν τη Διοίκηση της ΓΣΕΕ, έχοντας κερδίσει τη μεγάλη πλειοψηφία στις εργατικές αρχαιρεσίες.
Η νόμιμη Διοίκηση της ΓΣΕΕ καθαιρέθηκε τον Ιούνιο του 1946, τα μέλη της και χιλιάδες άλλοι αριστεροί συνδικαλιστές διώχτηκαν και πολλοί δολοφονήθηκαν ή εκτελέστηκαν, ανάμεσά τους και ο γραμματέας της Μήτσος Παπαρήγας. Η ΓΣΕΕ και συνολικά το συνδικαλιστικό κίνημα, τέθηκε υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των αντικομμουνιστών εργατοπατέρων. Οι υπό αριστερό έλεγχο συνδικαλιστικές οργανώσεις είτε διαλύθηκαν είτε τέθηκαν υπό διορισμένες αντικομμουνιστικές διοικήσεις.
Μετά τον Εμφύλιο συνεχίστηκε ο αποκλεισμός από τη ΓΣΕΕ των οργανώσεων που έλεγχε η Αριστερά. Στην ηγεσία του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος βρίσκονταν ομάδες εργατοπατέρων, με κύριους ηγέτες τους Δημήτρη Θεοδώρου, Δημήτρη Θεοχαρίδη, Εμμανουήλ Κανακουσάκη, Φώτη Μακρή (επικεφαλής της ΓΣΕΕ από το 1946 έως το 1969, με ένα μικρό διάλειμμα στα 1964-66), Γιάννη Πατσατζή, Σίμο Χατζηδημητρίου κ.ά., που είχαν κάνει τον συνδικαλισμό και τον αντικομμουνισμό προσοδοφόρο βιοποριστικό επάγγελμα, ευρισκόμενοι σε διαρκή αντιπαράθεση και μεταξύ τους, επιδιώκοντας την εύνοια του εκάστοτε υπουργού Εργασίας και της αμερικανικής εργατικής αποστολής, που παρέμβαινε δραστήρια και συχνά καθοριστικά, στα εσωτερικά του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1954 ιδρύθηκε χωριστή Νέα ΓΣΕΕ, με επικεφαλής τον Χατζηδημητρίου, υποστηριζόμενη από τον υπουργό Εργασίας Ελευθέριο Γονή, η οποία αντιπολιτευόταν τη Διοίκηση Μακρή. Ανάλογη διασπαστική κίνηση αποτέλεσε αργότερα η Δημοκρατική Λειτουργία, με επικεφαλής τον Θεοδώρου, ενώ το 1960 από τη Νέα ΓΣΕΕ συγκροτήθηκε η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ορθόδοξων Χριστιανικών Εργατικών Σωματείων.
Το 1955 ενοποιούνται οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού Κίνημα Ελεύθερου Συνδικαλισμού (ΚΕΣ) και του Ενιαίου Συνδικαλιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΕΣΚΕ), της ΕΔΑ, και συγκροτείται το Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (ΔΣΚ), με επικεφαλής τον Στρατή. Μετά τη στροφή της πολιτικής του ΚΚΕ και της ΕΔΑ το 1956, κύριος στόχος του ΔΣΚ τίθεται η επανένταξη στη ΓΣΕΕ των οργανώσεων που είχαν αποκλειστεί και στην κατεύθυνση αυτή διαμορφώνονται συμμαχίες με παράγοντες του εργατοπατερικού συνδικαλισμού.
Με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συγκροτείται το κίνημα των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων, με τη συμμετοχή συνδικάτων που ελέγχονται από την Αριστερά και το Κέντρο, που λειτουργούν παράλληλα με τη ΓΣΕΕ, χωρίς να πάψουν να επιδιώκουν την ενοποίηση μέσα στις γραμμές της. Στο κίνημα εντάσσονται στη συνέχεια εκατοντάδες οργανώσεις, που εκπροσωπούν μαζικά και μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης και των άλλων μισθωτών εργαζομένων στρωμάτων. H κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου διορίζει το 1964 νέα Διοίκηση στη ΓΣΕΕ, από φιλικά προσκείμενους συνδικαλιστές, που καθαιρείται το 1965. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 διαλύει τις οργανώσεις που επηρεάζει η Αριστερά και επιβάλει φιλοδικτατορικές διοικήσεις στη ΓΣΕΕ.
Μετά την πτώση της δικτατορίας συνεχίζεται ο αποκλεισμός οργανώσεων από τις νέες διοικήσεις, που εκλέγονται με αντιδημοκρατικές διαδικασίες σε στημένα συνέδρια και στηρίζουν τις κυβερνήσεις της Δεξιάς. Στην ηγεσία του νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού αναδεικνύονται πρώην κεντρώοι συνδικαλιστές, όπως οι Νίκος Παπαγεωργίου, Χρήστος Καρακίτσος κ.ά. H συνδικαλιστική αντιπολίτευση, που εκφράζεται από τις παρατάξεις Πανελλήνια Αγωνιστική Συνδικαλιστική Κίνηση Εργαζομένων (ΠΑΣΚΕ), του ΠΑΣΟΚ, Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ), του ΚΚΕ, και Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ), του ΚΚΕ εσωτερικού και της ΕΔΑ, συγκροτεί την κίνηση των Συνεργαζόμενων Αγωνιστικών Δημοκρατικών Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΑΔΕΟ), για τη διοργάνωση και τον συντονισμό διεκδικητικών αγώνων, και για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος.
Εκδημοκρατισμός και γραφειοκρατικοποίηση
Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, διορίζεται νέα Διοίκηση, από τις δυνάμεις της μέχρι τότε συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης, με πρόεδρο τον Ορέστη Χατζηβασιλείου του ΑΕΜ, και συγκαλείται το πρώτο, μετά από το 1946, δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό Συνέδριο, στη βάση του νέου νόμου 1268, που κατοχυρώνει τη δημοκρατική λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Εντούτοις, η νέα Διοίκηση της ΓΣΕΕ που συγκροτείται με τη συνεργασία ΠΑΣΚΕ-ΕΣΑΚ-ΑΕΜ καθαιρείται με κυβερνητική παρέμβαση το 1985, όταν αντιδρά στην αντεργατική πολιτική που υιοθετεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Τμήμα της Διοίκησης που προέρχεται από την ΠΑΣΚΕ, συγκροτούμενο στη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση (ΣΣΕΚ), σε συνεργασία με την ΕΣΑΚ και το ΑΕΜ, λειτουργεί ως παράλληλη Διοίκηση της ΓΣΕΕ, με πρόεδρο τον γραμματέα της ΣΣΕΚ Γιάννη Παπαμιχαήλ, ενώ πρόεδρος της κυβερνητικής ΓΣΕΕ ορίζεται ο Γιώργος Ραυτόπουλος. Η διάσπαση αίρεται το 1988, με τη διεξαγωγή Συνεδρίου με δημοκρατικές διαδικασίες.
Στην επανενοποιημένη ΓΣΕΕ κυριαρχεί μετά το 1990 η πολιτική της συναίνεσης και της κοινωνικής ειρήνης, που εκφράζεται με δίχρονες συμβάσεις εργασίας. Ακολουθεί περίοδος κρίσης και απομαζικοποίησης των πρωτοβάθμιων σωματείων στον ιδιωτικό τομέα, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της διάλυσης και συρρίκνωσης παραγωγικών μονάδων και κλάδων, αύξησης της ανεργίας και εισαγωγής νέων μορφών ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Αλλάζει εν τω μεταξύ και η εσωτερική σύνθεση της εργατικής τάξης, με την προσέλευση εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, που στερούνται στοιχειώδη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, και δύσκολα εντάσσονται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ για σημαντικό ποσοστό εργαζομένων δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις που να καλύπτουν τους κλάδους όπου εντάσσονται. Την αρνητική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα επέτεινε η πολιτική της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, όπου ο κυρίαρχος συνασπισμός των παρατάξεων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ), συχνά με τη συνεργασία και της παράταξης Αυτόνομη Παρέμβαση του Συνασπισμού, αντιτάσσονταν στη διοργάνωση διεκδικητικών αγώνων, σε όλη, σχεδόν, τη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα μετά το 1993.
Κατά τη δεκαετία του 1990 διαμορφώνεται αντιπολιτευτική κίνηση στους κόλπους του συνδικαλιστικού κινήματος και της ΓΣΕΕ, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, που εκφράζεται με τη συγκρότηση του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (ΠΑΜΕ) το 1999. Το ΠΑΜΕ λειτουργεί ως παράλληλος μηχανισμός συντονισμού εργατικών αγώνων, κρίνοντας ως ανεπαρκή τη δράση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 πραγματοποίησε στροφή σε ριζοσπαστική κατεύθυνση και η Αυτόνομη Παρέμβαση.
Συνεχίζοντας τη μετά το 1983 παράδοση της ανάδειξης των προέδρων της ΓΣΕΕ από την ΠΑΣΚΕ, που παραμένει η πρώτη δύναμη στο συνδικαλιστικό κίνημα, μετά από τον Ραυτόπουλο, πέρασαν από τη θέση αυτή οι Λάμπρος Κανελλόπουλος, Χρήστος Πρωτόπαπας και Χρήστος Πολυζωγόπουλος. Στην ΠΑΣΚΕ, που διέρχεται σοβαρή κρίση από το 2010, ανήκει και ο σημερινός πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος.
Στη ΓΣΕΕ εντάσσονται οργανώσεις, που αντιπροσωπεύουν περίπου 400.000 μέλη. Πρόκειται για σημαντικό περιορισμό του αριθμού των συνδικαλισμένων εργατοϋπαλλήλων, οι οποίοι κατά τη δεκαετία του 1980 ξεπερνούσαν τις 600.000.