Το όνομα του Άγι Στίνα (ψευδώνυμο του Σπύρου Πρίφτη), γνωστού στελέχους του ΚΚΕ ώς το 1931, στελέχους του τροτσκιστικού κινήματος στη συνέχεια και μέχρι το 1947, οπότε ήρθε σε ρήξη με τον τροτσκισμό, ξανάρθε στη συζήτηση του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς χάρη στις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον ίδιο και στο αντιεξουσιαστικό κίνημα μετά από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον Κορνήλιο Καστοριάδη (ο οποίος υπήρξε «μαθητής» και συνεργάτης του Στίνα στα χρόνια της Κατοχής, ενώ οι απόψεις που διαμόρφωσε στη συνέχεια επηρέασαν τον «δάσκαλό» του), καθώς και η έκδοση των «Αναμνήσεων» του Στίνα, το 1976.
Ο Στίνας αναγνωρίστηκε ως ένας πρωτοπόρος του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού κινήματος στην Ελλάδα, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά τη Μεταπολίτευση, με την ανάπτυξη τάσεων αναρχικής ή και μαρξιστικής (κυρίως μεταμαρξιστικής) αναφοράς. Καθοριστική ήταν η τοποθέτησή του σχετικά με την υπέρβαση της τροτσκιστικής και στη συνέχεια και της λενινιστικής ανάγνωσης του μαρξισμού, με την απόρριψη εκείνων των πλευρών της λενινιστικής θεωρίας που χαρακτήριζε «εξουσιαστικές», τελικά του πυρήνα της λενινιστικής αντίληψης για το κόμμα, τη σχέση κόμματος-τάξης, για τον ιμπεριαλισμό και το εθνικό ζήτημα, για την εργατική εξουσία και τη δικτατορία του προλεταριάτου κ.λπ.
Ιδιαίτερα διαβάστηκε και αποτέλεσε βάση διαμόρφωσης συνολικότερης άποψης χιλιάδων νέων που εντάχθηκαν στον αντιεξουσιαστικό χώρο, η τοποθέτηση του σχετικά με το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης και το ΕΑΜ. Σε μια εποχή κατά την οποία είχε ανατραπεί η κυριαρχία της μετεμφυλιακής αντικομμουνιστικής ανάγνωσης της ιστορίας εκείνων των χρόνων, και κυριαρχούσε στη λαϊκή συνείδηση και στη συνείδηση των νέων που εντάσσονταν μαζικά στην Αριστερά, η άποψη για τον πρωτοπόρο ρόλο του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στο κίνημα ενάντια στη φασιστική κατοχή, η άποψη του Στίνα προκάλεσε ξεχωριστή εντύπωση.
Ο Στίνας δεν επέκρινε τα λάθη ή και τις «προδοσίες» που οδήγησαν το εαμικό κίνημα στην ήττα, όπως έκαναν οι τροτσκιστές ή και τα άλλα ρεύματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Κατ’ αυτόν, προδοσία αποτέλεσε η ίδια η συγκρότηση του εαμικού κινήματος, όχι μόνο γιατί πρόταξε τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης (σημείο στο οποίο η κριτική του συνέπιπτε και με την κριτική μέρους των τροτσκιστών), αλλά και γιατί θεωρούσε πως έθετε ως στόχο την κατάληψη της εξουσίας, που ως αποτέλεσμα θα είχε την εγκαθίδρυση σταλινικού ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Δεν επρόκειτο παρά για συνεπή τοποθέτηση, ανάλογη αυτής που είχε κρατήσει ο Στίνας και η οργάνωση της οποίας ήταν επικεφαλής στα χρόνια της Κατοχής. Τότε που ο ίδιος θεωρούσε πως εκφράζει τη διεθνιστική αντίληψη του τροτσκισμού, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, αλλά που μετά τον πόλεμο και την ανασύσταση της 4ης Διεθνούς διαπίστωσε πως έκανε λάθος… Με συνέπεια την αποχώρησή του από το τροτσκιστικό κίνημα, αν και όχι μόνο γι’ αυτό τον λόγο.
Από το ΚΚΕ στον τροτσκισμό
Ο Στίνας, γεννημένος το 1900 από φτωχή οικογένεια στο χωριό Σπαρτίλα της Κέρκυρας, ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβαλε στον επαναστατικό προσανατολισμό νέων αγωνιστών, που επηρεάζονταν από τις ιδέες της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της Ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης. Για τη νέα αυτή γενιά επαναστατών, που σύντομα αυτοπροσδιορίστηκαν ως «κομμουνιστές», η ένταξή τους στο εργατικό επαναστατικό κίνημα καθορίστηκε από την αντιπολεμική-διεθνιστική στάση της τότε επαναστατικής Αριστεράς (ρώσοι μπολσεβίκοι, γερμανοί σπαρτακιστές κ.ά.), που καταγγέλλοντας την εγκατάλειψη των αρχών του διεθνισμού από τη σοσιαλδημοκρατία, τάχθηκαν ενάντια στη συμμετοχή στον πόλεμο, χαρακτηρίζοντάς τον ιμπεριαλιστικό.
Στην Ελλάδα οι πολεμικές περιπέτειες κράτησαν μια ολόκληρη δεκαετία, από το 1912 ώς το 1922, με ένα διάλειμμα κατά την περίοδο 1913-16. Η Κέρκυρα, όπου μεγάλωσε ο Στίνας, ήταν ένα από τα κέντρα διάδοσης των σοσιαλιστικών ιδεών εκείνης της εποχής, και εκεί προσανατολίστηκε στον επαναστατικό μαρξισμό.
Μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) από το 1920, δύο μόλις χρόνια από την ίδρυσή του, παρακολούθησε τη μετεξέλιξή του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), στις γραμμές του οποίου παρέμεινε μέχρι το 1931.
Ως στέλεχος του ΣΕΚΕ και του ΚΚΕ, ο Στίνας βρέθηκε στην πλευρά της πλειοψηφίας, τόσο κατά την αντιπαράθεση με τη δεξιά, σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης, τάση στα 1923-24, όσο και στην αντιπαράθεση με τους «λικβινταριστές», όπως χαρακτηρίστηκε η τάση που, με επικεφαλής τον μέχρι πριν λίγο καιρό γραμματέα του κόμματος Παντελή Πουλιόπουλο, διαγράφηκε από το ΚΚΕ το 1927 και αποτέλεσε τον πυρήνα τής μιας από τις δύο τάσεις του ελληνικού τροτσκισμού (η άλλη ήταν οι αρχειομαρξιστές).
Κατά τη διάρκεια της εσωκομματικής κρίσης του 1929-31, ο Στίνας τάχθηκε με την ομάδα του γραμματέα του ΚΚΕ Ανδρόνικου Χαϊτά, ενάντια στην πτέρυγα των «συνδικαλιστών» που επικρινόταν σαν «εξτρεμιστική». Όταν το Νοέμβρη του 1931 η Κομμουνιστική Διεθνής (όπως νομιμοποιούνταν από το Καταστατικό της, καθώς τα κόμματα που την αποτελούσαν θεωρούνταν τμήματά της με πολιτική και οργανωτική σύνδεση μαζί της), επενέβη για τον τερματισμό της κρίσης, με τον διορισμό νέας ηγετικής ομάδας, με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη, ο Στίνας ήταν μεταξύ των στελεχών που υποβαθμίστηκαν οργανωτικά, λόγω της εμπλοκής τους στη φραξιονιστική αντιπαράθεση.
Αντιδρώντας στην καθαίρεσή του, αποχώρησε από το κόμμα, προσανατολιζόμενος στον χώρο της «Αριστερής Αντιπολίτευσης» που συγκροτούσαν οι αρχειομαρξιστές και οι σπαρτακιστές της ομάδας Πουλιόπουλου.
Όταν ο Στίνας προσχώρησε στον τροτσκισμό, επίσημο τμήμα της τροτσκιστικής Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης ήταν η Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας – Αρχειομαρξιστές (ΚΟΜΛΕΑ), μια οργάνωση ιδιόμορφη, συγκροτημένη μετά την αποπομπή των ιδρυτικών στελεχών της από το ΣΕΚΕ(Κ) το 1924, στις γραμμές του οποίου λειτουργούσαν ως φράξια, εκδίδοντας το περιοδικό «Αρχείον Μαρξισμού», από το 1923.
Οι αρχειομαρξιστές δρούσαν έκτοτε σε αντιπαλότητα με το ΚΚΕ, συγκροτημένοι σε βάση συνωμοτική, στερούμενοι δημοκρατικών διαδικασιών, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στη μορφωτική συγκρότηση στελεχών, αν και η θεωρητική παραγωγή του «Αρχείου» υπήρξε μηδαμινή, έως ανύπαρκτη. Είναι εντυπωσιακό το ότι δεν υπάρχει ούτε ένα θεωρητικό κείμενο γραμμένο από αρχειομαρξιστή, με εξαίρεση τις αναλύσεις της πολιτικής επικαιρότητας και γενικές τοποθετήσεις πάνω στις αρχές του μαρξισμού, σε όλη την ιστορική διαδρομή του αρχειομαρξιστικού ρεύματος.
Ευνοημένοι από την εσωκομματική κρίση του ΚΚΕ στα 1929-31, οι αρχειομαρξιστές ανέπτυξαν την επιρροή τους σε μια σειρά εργατικά σωματεία, ενώ, ακολουθώντας την παρότρυνση του Τρότσκι, ανασυγκροτήθηκαν οργανωτικά στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Εντούτοις, αντιμετώπιζαν αλλεπάλληλες κρίσεις, όπως συνέβη το 1927 με την αποχώρηση της «Τρίτης Κατάστασης» (Κώστας Γκοβόστης κ.ά.), που επιδίωκε προσέγγιση Αρχείου-ΚΚΕ, και το 1929 με τη συγκρότηση της τάσης των «φραξιονιστών» (Μήτσος Σούλας, Μιχάλης Ράπτης κ.ά.). Και οι δυο αυτές ομάδες επέκριναν, κυρίως, την αντιδημοκρατική συγκρότηση του «Αρχείου».
Οι «φραξιονιστές» ίδρυσαν το 1930 την Κομμουνιστική Ενωτική Ομάδα, που σύντομα διαλύθηκε. Ο Στίνας προσέγγισε ένα τμήμα της διαλυμένης οργάνωσης, που είχε επικεφαλής της τον Μ. Ράπτη, και από κοινού ίδρυσαν, το 1932, τη Λενινιστική Αντιπολίτευση του ΚΚΕ (ΛΑΚΚΕ). Έτσι, προσχώρησε και τυπικά στον τροτσκιστικό χώρο.
Η διάλυση της ΛΑΚΚΕ, λίγο καιρό μετά την ίδρυσή της, υπήρξε αποτέλεσμα της διαφωνίας μεταξύ Στίνα και Ράπτη, σχετικά με τη συνεργασία με την ΚΟΜΛΕΑ, όπως ήθελε ο πρώτος, ή με τον Σπάρτακο, όπως υποστήριζε ο Ράπτης. Μετά τη διάλυση, ο μεν Ράπτης ίδρυσε τη Λενινιστική Ένωση, που το 1934 ενοποιήθηκε με τον Σπάρτακο και ίδρυσαν την Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ), ο δε Στίνας έφυγε στο χωριό του, όπου εκλέχτηκε πρόεδρος της κοινότητας.
Στην Αθήνα επέστρεψε και πάλι πριν λήξει η θητεία του, όταν άλλαξε πλήρως η γεωγραφία του χώρου.
Η εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία, το 1933, εκτιμήθηκε από τον Τρότσκι ως χρεοκοπία της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το 1934 η Διεθνής Αριστερή Αντιπολίτευση προσανατολίστηκε στην ίδρυση νέας, 4ης Διεθνούς, και κατά συνέπεια οι οργανώσεις της κλήθηκαν να ανασυγκροτηθούν στην προοπτική ίδρυσης νέων κομμάτων, ανταγωνιστικών προς τα «σταλινικά Κ.Κ.». Επικρίνοντας την Κομμουνιστική Διεθνή για εγκατάλειψη των αρχών του διεθνισμού (θεωρία της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα», εξάρτηση της πολιτικής των Κ.Κ. από τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ κ.λπ.), τα νέα κόμματα θα δήλωναν και με τον τίτλο τους τον διεθνιστικό τους προσανατολισμό, αυτοχαρακτηριζόμενα ως «κομμουνιστικά διεθνιστικά».
Ο αναπροσανατολισμός είχε ως συνέπεια τη διάσπαση της ΚΟΜΛΕΑ, το ένα τμήμα της οποίας, με επικεφαλής τον Δημήτρη Γιωτόπουλο, απέρριψε τη νέα κατεύθυνση και συγκρότησε το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ), ενώ το άλλο, με επικεφαλής τον Γιώργη Βιτσιώρη, έμεινε με το όνομα της εφημερίδας που εξέδιδε, τον «Μπολσεβίκο».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Στίνας συγκρότησε μια μικρή ομάδα που εξέδιδε την εφημερίδα «Εργατικό Μέτωπο». Πολύ σύντομα, το 1935, η ομάδα του Στίνα ενοποιήθηκε με την ομάδα Βιτσιώρη στην Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση Ελλάδας (ΚΔΕΕ).
Η ΚΔΕΕ, σε αντίθεση με τις άλλες τροτσκιστικές οργανώσεις, εκτιμούσε πως η κατάσταση στη χώρα ήταν επαναστατική, και ως στοιχεία επικύρωσης αυτής της εκτίμησης πρόβαλε την κρίση του καθεστώτος, με τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα, την παλινόρθωση της μοναρχίας κ.λπ.
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 ο Στίνας φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία, μαζί και με άλλα μέλη της οργάνωσής του, ενώ συγκρατούμενοί τους ήταν και μέλη της άλλης τροτσκιστικής οργάνωσης, της Ενιαίας Οργάνωσης Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΕΟΚΔΕ), που ιδρύθηκε το 1937 με επικεφαλής τον Πουλιόπουλο. Καθώς ο Βιτσιώρης αποφυλακίστηκε και διέφυγε στη Γαλλία –όπως και ο Ράπτης, της ΕΟΚΔΕ- ο Στίνας απέμεινε ο μόνος ηγέτης της ΚΔΕΕ.
Ο ντεφετισμός
Ενώπιον των κρατουμένων τροτσκιστών (των μόνων που συνέχιζαν να λειτουργούν οργανωτικά, έστω και μέσα στις φυλακές και στις εξορίες, μετά την εξάρθρωση των παράνομων οργανώσεων από την Ασφάλεια) τέθηκε το 1938 το ζήτημα της οργανωτικής ενοποίησής τους, για τη συγκρότηση ενιαίου ελληνικού τμήματος της νεοσύστατης 4ης Διεθνούς. Οι συζητήσεις εντάθηκαν, με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς ο πόλεμος χαρακτηρίστηκε ιμπεριαλιστικός, ήταν αυτονόητη η στάση απέναντί του. Θα ακολουθούνταν η γραμμή του «ντεφετισμού», η άρνηση υπεράσπισης της χώρας στην οποία δρούσε το κάθε τμήμα της 4ης Διεθνούς, αν αυτή εμπλεκόταν στον πόλεμο, και η επιδίωξη της ήττας της, με τη συναδέλφωση των στρατιωτών των αντιμαχόμενων στρατών και τη μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο, για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Σύμφωνες στη γραμμή του ντεφετισμού για τις καπιταλιστικές χώρες –και για την Ελλάδα, ακόμα και σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα- οι δυο ελληνικές τροτσκιστικές οργανώσεις διαφωνούσαν σχετικά με την υπεράσπιση ή μη της ΕΣΣΔ.
Η συζήτηση -μεγάλο μέρος της οποίας έχει καταγραφεί σε δελτία διαλόγου και σε χειρόγραφες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στη φυλακή- υπήρξε έντονη, διεξαγόμενη κυρίως μεταξύ του Στίνα (εκ μέρους της ΚΔΕΕ) και του Πουλιόπουλου (από την ΕΟΚΔΕ). Κατά τη διεξαγωγή της αποτυπώθηκαν σοβαρές διαφωνίες.
Σύμφωνα με τον Πουλιόπουλο (που η άποψή του συνέπιπτε μ’ αυτήν του Τρότσκι, αν και δεν υπήρχε καμιά επικοινωνία με την 4η Διεθνή), παρά το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ αποτελούσε ένα κράτος γραφειοκρατικά παραμορφωμένο, εξακολουθούσε να αποτελεί προπύργιο του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Κατά συνέπεια, η υπεράσπισή της αποτελούσε υποχρέωση των διεθνιστών κομμουνιστών. Η νίκη της ΕΣΣΔ θα συντελούσε καθοριστικά στην πυροδότηση της πανευρωπαϊκής επανάστασης, που θεωρούνταν αναπόφευκτη.
Ως συνέπεια της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Δύση, θα έσπαγε η απομόνωση της ΕΣΣΔ, άρα θα ανατρέπονταν οι όροι που –σύμφωνα με τους τσοτσκιστές- επέτρεψαν την κυριαρχία της σταλινικής γραφειοκρατίας. Η πολιτική επανάσταση του σοβιετικού προλεταριάτου θα ανέτρεπε τον σταλινισμό.
Ο Στίνας ήταν σαφώς αντίθετος στην υπεράσπιση της ΕΣΣΔ σε ενδεχόμενη επίθεση εναντίον της. Θεωρούσε πως η γραμμή του ντεφετισμού θα έπρεπε να ακολουθηθεί και στην περίπτωση επίθεσης εναντίον της, εκτιμώντας πως η άρνηση του σοβιετικού προλεταριάτου να πολεμήσει, θα οδηγούσε στη διεθνιστική συναδέλφωση με τους στρατιώτες των φασιστικών στρατευμάτων, προκαλώντας ταυτόχρονα και την πολιτική επανάσταση για την ανατροπή του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ και την κοινωνική σοσιαλιστική επανάσταση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου και οι δυο τροτσκιστικές οργανώσεις, όπως και οι αρχειομαρξιστές του ΚΑΚΕ, πιστές στη γραμμή του ντεφετισμού, κατήγγειλαν το ΚΚΕ (που με το «Ανοιχτό Γράμμα» του Ζαχαριάδη καλούσε σε υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας) για πλήρη εγκατάλειψη των αρχών του διεθνισμού και για προσχώρηση στον εθνικισμό. Ανάλογη ήταν η κριτική που άσκησαν και στη θέση που πήρε το ΚΚΕ μετά τη γερμανική εισβολή και την κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα. Το κάλεσμα για εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και η ίδρυση του ΕΑΜ αντιμετωπίστηκαν σαν κατρακύλισμα του ΚΚΕ στον «σοσιαλσοβινισμό», ανάλογο με αυτόν της σοσιαλδημοκρατίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Στίνας, έχοντας κατορθώσει να αποδράσει κατά τη μεταφορά του σε Τμήμα Μεταγωγών το 1942, ανασυγκρότησε την ΚΔΕΕ, που μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ενώ το 1943, σε συνεργασία με ομάδα που αποσπάστηκε από την ΕΟΚΔΕ (Κώστας Καστρίτης κ.ά.), ιδρύθηκε το Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΔΚΚΕ). Αντίστοιχες διεργασίες στην ΕΟΚΔΕ οδήγησαν στην ίδρυση του Κόμματος Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΚΚΔΕ), με επικεφαλής τον Χρήστο Αναστασιάδη, καθώς ο Πουλιόπουλος εκτελέστηκε στο Κούρνοβο.
Η κύρια αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αυτών οργανώσεων μετατοπίστηκε τώρα στην αντιμετώπιση του ΕΑΜ. Σύμφωνα με το ΔΚΚΕ των Στίνα-Καστρίτη, επρόκειτο για εθνικιστικό κίνημα, που καλλιεργούσε το μίσος ενάντια στους στρατιώτες των στρατευμάτων κατοχής, ενώ το αντάρτικο του ΕΛΑΣ αποδοκιμαζόταν πλήρως σαν εθνικιστικό αγροτικό κίνημα. Για το ΚΚΔΕ, το ΕΑΜ θεωρούνταν επίσης εθνικιστικό, αλλά λόγω της πρωτοπόρας δράσης του ΚΚΕ στις γραμμές του, συσπείρωνε την εργατική τάξη και άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Κατά συνέπεια, δεν αρκούσε η γενικόλογη καταδίκη της εθνικιστικής πολιτικής του (όπως χαρακτηριζόταν η ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος), αλλά χρειαζόταν και η προσέγγιση των εργατών που παραπλανούσε το ΕΑΜ, για την ανάπτυξη ταξικών αγώνων.
Παρενθετικά, στάση ανάλογη μ’ αυτή του ΚΚΔΕ κρατούσε και το ΚΑΚΕ, το οποίο προχώρησε μέχρι και στην ένταξη μελών του στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, με σκοπό την προπαγάνδιση της διεθνιστικής συμφιλίωσης και την αποκάλυψη του εθνικιστικού προδοτικού ρόλου του ΚΚΕ. Υπήρχε και μια άλλη οργάνωση, συγκροτημένη από σοσιαλιστές, πρώην αρχειομαρξιστές, τροτσκιστές κ.ά., με επικεφαλής τον παλιό γραμματέα του ΚΚΕ Θωμά Αποστολίδη. Το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα Ελλάδας τάχθηκε υπέρ της Εθνικής Αντίστασης, στην οποία συμμετείχαν και νεότερα μέλη του (Γιώργος Δαλαβάγκας, Δημήτρης Λιβιεράτος κ.ά.), υποστηρίζοντας πως ο αγώνας αυτός θα έπρεπε να έχει ως παράλληλη επιδίωξη τη σοσιαλιστική επανάσταση. Μόνο που το ΕΣ(Κ)ΚΕ δεν συγκαταλεγόταν στις οργανώσεις τροτσκιστικού προσανατολισμού. Μικρότερες τροτσκιστικές ομάδες, που ενοποιήθηκαν στην Ενωτική Ομάδα με επικεφαλής τον Γιώργο Δόξα, κρατούσαν στάση ανάλογη μ’ αυτήν του ΚΚΔΕ.
Το ΚΚΕ αντιμετώπιζε τις οργανώσεις αυτές ως εχθρικές, ταυτίζοντας την κριτική που έκαναν στην πολιτική της ΕΣΣΔ και στο ΕΑΜ με την πολεμική των κατακτητών και των συνεργατών τους. Η καταγγελία από τους τροτσκιστές και τους αρχειομαρξιστές του αγώνα κατά των στρατευμάτων κατοχής, σαν αγώνα εθνικιστικού, ο χαρακτηρισμός του ΚΚΕ σαν κόμματος προδοτικού και οι επικρίσεις κατά της ΕΣΣΔ σε μια περίοδο που διεξήγαγε αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια στη ναζιστική εισβολή, η καταγγελία της συμμαχίας της με τις δυτικές δυνάμεις (Μ. Βρετανία, ΗΠΑ κ.ά.) σαν προδοσίας των διεθνιστικών συμφερόντων του προλεταριάτου, έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν, στη συνείδηση των μαχόμενων κομμουνιστών και των πλατειών λαϊκών μαζών που συμμετείχαν ή ακολουθούσαν το ΕΑΜ, την κατηγορία που εκτοξευόταν προς τον τροτσκισμό σαν «πρακτορείου της αντίδρασης» και στην προκειμένη περίπτωση σαν «πέμπτης φάλαγγας του φασισμού».
Στη βάση αυτής της αντίληψης, το ΚΚΕ εξαπέλυσε διωγμό κατά των τροτσκιστών και των αρχειομαρξιστών, που εντάθηκε το 1944, μετά την υπογραφή του Συμφώνου του Λιβάνου και τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γεωργίου Παπανδρέου. Κι αυτό γιατί η πολιτική αυτή αντιμετώπιζε επιφυλάξεις που έφταναν και στην ανοιχτή απόρριψη από πολύ κόσμο στις γραμμές του κόμματος και του ΕΑΜ, καθιστώντας επικίνδυνη την κριτική που ασκούσαν οι τροτσκιστικές οργανώσεις και το ΚΑΚΕ, καταγγέλλοντας την πολιτική της «ταξικής συνεργασίας» και της υποταγής στον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Οι διώξεις έφτασαν μέχρι και σε εκτελέσεις μελών αυτών των οργανώσεων.
Οι αντιθέσεις στις γραμμές των τροτσκιστών πήραν νέα μορφή μετά την Απελευθέρωση, τον Οκτώβρη του 1944 και ιδιαίτερα κατά τα Δεκεμβριανά. Ο Στίνας υποστήριζε πως η αντιπαράθεση μεταξύ ΚΚΕ-ΕΑΜ και αστισμού-Βρετανών δεν μπορούσε να ενδιαφέρει την εργατική τάξη. Έτσι, κατά τη δεκεμβριανή σύγκρουση, αποδοκίμαζε και τις δύο πλευρές, θεωρώντας πως ο αγώνας του ΚΚΕ απέβλεπε απλώς στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κομματικής γραφειοκρατίας και των καπεταναίων του ΕΛΑΣ. Διαφωνώντας με την εκτίμηση αυτή, αποχώρησε η ομάδα του Καστρίτη που λίγο μετά, από κοινού με το ΚΚΔΕ και την Ενωτική Ομάδα, συγκρότησε το Εργατικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΕΔΚΕ). Σύμφωνα μ' αυτή την τροτσκιστική τάση, το ΚΚΕ συνέχισε να κάνει απαράδεκτους συμβιβασμούς, έχοντας εγκαταλείψει την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, η οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη, λόγω των επαναστατικών διαθέσεων των εργατικών-λαϊκών μαζών.
Η ομάδα του Στίνα, έχοντας ανασυγκροτηθεί ως Διεθνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Ελλάδας (ΔΕΚΕ), αντιμετώπισε και νέα κρίση, με την αυτονόμηση του τμήματος Θεσσαλονίκης, που προσέγγισε τις θέσεις του ΕΔΚΕ. Απέμεινε, έτσι, μια μικρή κίνηση με παρουσία αποκλειστικά και μόνο στην Αθήνα.
Ο Δεκέμβρης αποτέλεσε κρίσιμη στιγμή μεγάλης δοκιμασίας για τον ελληνικό τροτσκισμό και τον αρχειομαρξισμό. Σε περίπου πενήντα ανέρχονται οι τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές που έχασαν τη ζωή τους με πρωτοβουλία της ΟΠΛΑ το 1944, οι περισσότεροι κατά τον Δεκέμβρη. Πρόκειται για μεγάλο ποσοστό, καθώς υπολογίζεται πως το ΚΑΚΕ και οι τροτσκιστικές οργανώσεις είχαν τότε τετρακόσια με πεντακόσια μέλη συνολικά.
Η πρακτική αυτή άνοιξε χάσμα αίματος με το ΚΚΕ και αποτελεί τίτλο τιμής για τους τροτσκιστές το γεγονός ότι αρνήθηκαν να ασκήσουν διώξεις κατά των εκτελεστών της ΟΠΛΑ, πείθοντας και τις οικογένειες των θυμάτων να το αποφύγουν, για να μην ενορχηστρωθούν με την αντικομμουνιστική μεταδεκεμβριανή πτωματολογία.
Καθώς με τον τερματισμό του πολέμου ξεκίνησαν διαδικασίες ανασύστασης της 4ης Διεθνούς, με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Γραμματείας που είχε επικεφαλής τον Μιχάλη Ράπτη (δρούσε, πλέον, με το ψευδώνυμο «Πάμπλο»), δρομολογήθηκαν και στην Ελλάδα διαδικασίες ενοποίησης των τροτσκιστικών οργανώσεων, που κατέληξαν, τον Αύγουστο του 1946, στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΔΚΕ), αναγνωρισμένου ως ελληνικού τμήματος της 4ης Διεθνούς.
Η συμμετοχή του Στίνα και της οργάνωσής του στις διαδικασίες ενοποίησης και η εκλογή του, μάλιστα, στη θέση του γραμματέα του ενιαίου κόμματος, έγιναν παρά τη διατήρηση των διαφωνιών του με τους άλλους τροτσκιστές, αλλά και την έκφραση των απόψεων της Ευρωπαϊκής Γραμματείας που απείχαν από τη στάση που κράτησε στην περίοδο της Κατοχής ο ελληνικός τροτσκισμός.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Γραμματεία οι ελληνικές τροτσκιστικές οργανώσεις επέδειξαν «σεχταριστική» στάση απέναντι στο εαμικό κίνημα, αδυνατώντας να κατανοήσουν τη δυναμική που αναπτύχθηκε με την μετατόπιση της αντίθεσης από το εθνικό στο κοινωνικό ζήτημα. Όπως έγραψε σε επιστολή του προς τους έλληνες τροτσκιστές ο Γ. Βιτσιώρης, που ζώντας στη Γαλλία συμμετείχε ενεργά ως σαμποτέρ στο γαλλικό αντιστασιακό κίνημα, ενώ ανέμεναν την επανάσταση, όπως οι ίδιοι την φαντάζονταν, αυτή συντελούνταν ήδη, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Η φράση του «πέρασε ένα ολόκληρο ποτάμι ανάμεσα από τα χέρια σας κι αυτά παρέμειναν στεγνά» είναι χαρακτηριστική.
Στον αντίποδα αυτών των εκτιμήσεων, οι απόψεις του Στίνα εξακολουθούσαν να μένουν απαράλλακτες, ενώ η στάση απέναντι στον Εμφύλιο και τον ΔΣΕ όξυνε περαιτέρω τις αντιθέσεις.
Μετά τη ρήξη με τον τροτσκισμό
Ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του ΚΔΚΕ τάχθηκε υπέρ του αγώνα του ΔΣΕ, ο Στίνας και η ομάδα του, χωρίς να τάσσονται υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων (όπως έκανε το ΚΑΚΕ που, θεωρώντας ότι ο υπ’ αριθμό ένα κίνδυνος προερχόταν από την επέκταση του σταλινισμού μετά τη εγκαθίδρυση φιλοσοβιετικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, μετατοπίστηκε ανοιχτά στη δεξιά αντικομμουνιστική και αντισοβιετική σοσιαλδημοκρατία, απαλείφοντας και τον όρο «κομμουνιστικό» από τον τίτλο του), υιοθέτησε στάση ουδετερότητας απέναντι στην εμφύλια διαμάχη.
Ουσιαστικά, διαμορφώνονταν οι όροι για την πλήρη οργανωτική και ιδεολογικοπολιτική ρήξη με τον τροτσκισμό. Ο Στίνας μετατοπιζόταν σε θέσεις ανάλογες με αυτές που πρόβαλε στη Γαλλία η ομάδα που συγκροτήθηκε γύρω από τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ο οποίος υπήρξε μέλος της οργάνωσης του Στίνα στα 1943-45 και κατόπιν διέφυγε στο Παρίσι.
Τόσο ο Στίνας όσο και ο Καστοριάδης αμφισβητούσαν, πλέον, την τροτσκιστική θέση σχετικά με τον εργατικό χαρακτήρα του καθεστώτος της ΕΣΣΔ και των «δορυφόρων» της. Κατ’ αυτούς, τα σταλινικά καθεστώτα δεν ήταν απλώς γραφειοκρατικά, αλλά αποτελούσαν μια νέα μορφή ταξικής κυριαρχίας πάνω στην εργατική τάξη. Καθώς οι εργάτες στις σταλινικές χώρες στερούνταν των τυπικών αστικών δικαιωμάτων, εκτιμήθηκε πως τα καθεστώτα αυτά ήταν καταφανώς χειρότερα από τα καθεστώτα της δυτικής αστικής δημοκρατίας. Συνεχίζοντας στην ίδια συλλογιστική, εχθρικά προς την εργατικά τάξη θεωρούνταν και τα κατά τόπους Κ.Κ., που αποτελούσαν πρακτορεία της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής.
Τον Φλεβάρη του 1947 ο Στίνας και η ομάδα του (λίγο περισσότερα από δέκα άτομα) αποχώρησαν από το ΚΔΚΕ. Ένα χρόνο αργότερα θα αποχωρούσε και η ομάδα Καστοριάδη από το γαλλικό τμήμα της 4ης Διεθνούς και θα άρχιζε την έκδοση του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», τις απόψεις του οποίου θα παρακολουθούσε στενά και η ελληνική ομάδα που εμφανίστηκε με τον τίτλο «Εργατικό Μέτωπο» και διαλύθηκε πριν τη λήξη του Εμφυλίου.
Εκείνη την περίοδο ο Στίνας συνεργάστηκε με δεξιούς σοσιαλδημοκράτες και τους αρχειομαρξιστές στη Σοσιαλιστική Κίνηση Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης (ΣΚΕΠΕ), που τασσόταν υπέρ της προοπτικής ενοποίησης της καπιταλιστικής Ευρώπης, για την αναχαίτιση του κινδύνου περαιτέρω επέκτασης του σοβιετικού συνασπισμού. Χαρακτηριστικό της ιδεολογικοπολιτικής στροφής που πραγματοποιήθηκε ήταν και το γεγονός ότι ο Στίνας και η ομάδα του δεν αντιμετώπισαν καμία δίωξη κατά τα χρόνια του Εμφυλίου ούτε και στα επόμενα.
Έχοντας αποσυρθεί από την όποια ενεργό δράση, κατά τη δεκαετία του 1950, οπότε ζούσε κυρίως στην ιδιαίτερή του πατρίδα, ο Στίνας διατηρεί χαλαρές σχέσεις τόσο με την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» του Καστοριάδη όσο και με τον κύκλο που συγκρότησαν κάποιοι διανοούμενοι, παλιοί του σύντροφοι, που στα 1962-66 εξέδιδαν, σε συνεργασία και με άλλους, τροτσκιστές και ανένταχτους αριστερούς, το λογοτεχνικό περιοδικό «Μαρτυρίες».
Η τελευταία απόπειρα ανάπτυξης πολιτικής δραστηριότητας από τον Στίνα έγινε το 1966, όταν εξέδωσε την εφημερίδα «Νέο Ξεκίνημα», γύρω από την οποία σχηματίστηκε και πάλι ένας μικρός κύκλος κυρίως παλιότερων ομοϊδεατών του. Το «Νέο Ξεκίνημα» πρόβαλε τις θέσεις του Καστοριάδη, ενώ επέκρινε το σύνολο της ελληνικής Αριστεράς (παράνομο ΚΚΕ, ΕΔΑ, παράνομο ΚΔΚΕ, μαοϊκούς κ.λπ.) για εγκατάλειψη της ταξικής ανεξαρτησίας, εξαιτίας του ότι πήραν θέση υπέρ του εκλεγμένου πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου μετά την πραξικοπηματική του ανατροπή από τον βασιλιά, τον Ιούλη του 1965. Συνεπής στη συνολική του κατεύθυνση, ο Στίνας θεωρούσε το ΚΚΕ και την ΕΔΑ ως τους κύριους εχθρούς της εργατικής τάξης, ως τα κύρια εμπόδια στην ανάπτυξη ενός εργατικού επαναστατικού κινήματος, και ως όργανα της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής.
Μη έχοντας καμία πολιτική δραστηριότητα και κατά την περίοδο της δικτατορίας, έκανε και πάλι την εμφάνισή του μετά την ανατροπή της, με μια αποτυχημένη απόπειρα ανασυγκρότησης του παλιού «Εργατικού Μετώπου». Τελικά, αποσύρθηκε οριστικά από κάθε πολιτική δράση, περιοριζόμενος στη συγγραφή των δύο βιβλίων του που τον κατέστησαν γνωστό στους αντιεξουσιαστικούς κύκλους, οι οποίοι βρήκαν στο πρόσωπο του Στίνα –όπως και του παλιού συντρόφου του, Γιάννη Ταμτάκου, στη Θεσσαλονίκη- στοιχεία ιστορικής αναφοράς. Πρόκειται για το δίτομο έργο του «Αναμνήσεις. Σαράντα χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης» και το «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΟΠΛΑ»,που αποτελεί ανάπτυξη των απόψεων που διατυπώνει και των στοιχείων που δίνει στο πρώτο σχετικά με το εαμικό κίνημα.
Παρά το γεγονός ότι κάποια από τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, τα βιβλία του Στίνα τα διαπερνάει η σαφής και δηλωμένη εχθρότητα απέναντι στο ΕΑΜ και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, καθώς τον θεωρούσε προδοσία της ταξικής πάλης και εγκατάλειψη του διεθνισμού. Η εχθρότητά του αυτή τον οδηγεί σε καταφανείς υπερβολές και σε εξόφθαλμες ανακρίβειες.
Ο ΕΛΑΣ εμφανίζεται σαν στρατός δολοφόνων, που σκοτώνοντας ένστολους Γερμανούς εργάτες ανάγκαζε τις δυνάμεις κατοχής να ξεσπούν στον άμαχο πληθυσμό. Αποσιωπάται πλήρως το γιγάντιο εργατικό κίνημα των πόλεων που καθοδηγούσε το Εργατικό ΕΑΜ, καθώς το ΚΚΕ εμφανίζεται να μην δίνει την παραμικρή σημασία στην αυτόνομη ταξική πάλη στα χρόνια της Κατοχής. Αναφέρονται ανατριχιαστικές ανακρίβειες, όπως, π.χ., ότι «οι μαυροφορεμένες γυναίκες στην Κοκκινιά και στο Αγρίνι ήταν οι γυναίκες και οι μανάδες των δολοφονημένων από το ΚΚΕ τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών». Επιπλέον, μεταξύ των «αθώων θυμάτων» του ΚΚΕ συγκαταλέγεται και ο Κώστας Σπέρας, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί πρωτοπόρος και μάρτυρας του ελληνικού αναρχικού κινήματος, έστω κι αν ουδέποτε υπήρξε αναρχικός. Ο Στίνας αποκρύπτει συνειδητά το γεγονός ότι ο πάλαι ποτέ πρωτεργάτης της απεργίας της Σερίφου του 1916 μετά την αποχώρησή του από το ΣΕΚΕ, το 1920, ακολούθησε μια διαδρομή που τον έφερε στις γραμμές του εργατοπατερικού συνδικαλισμού, ότι ήδη από το 1925 άρχισε να συνεργάζεται με την Ασφάλεια (κατέθεσε στη δίκη των ηγετών του ΚΚΕ –Πουλιόπουλος κ.ά.- ως μάρτυρας κατηγορίας για το «Μακεδονικό»), ότι ήταν από τους βασικούς μάρτυρες κατά τις διώξεις κομμουνιστών συνδικαλιστών με το Ιδιώνυμο, το 1930, ότι συνεργάστηκε με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Μερκούρη, αρθρογραφώντας ως εργατικός συντάκτης στη ναζιστική εφημερίδα του κ.λπ. Λίγο πριν συλληφθεί και εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ, το 1943, είχε στείλει επιστολή σε εφημερίδα, με την οποία ζητούσε οι συνεταιρισμοί που είχε ιδρύσει το ΕΑΜ για την αντιμετώπιση της πείνας να αντικατασταθούν από άλλους, τους οποίους θα έπρεπε να ιδρύσει η (διορισμένη απ’ τους κατακτητές) Τοπική Αυτοδιοίκηση και… η αστυνομία!
Ο Στίνας πέθανε το 1987, έχοντας αναγνωριστεί από έναν ολόκληρο χώρο σαν ένας πρωτοπόρος των αντιεξουσιαστικών ιδεών στην Ελλάδα. Οι απόψεις του για το εαμικό κίνημα διαπότισαν τη σκέψη δεκάδων χιλιάδων νέων αγωνιστών αυτού του χώρου, που στο πρόσωπό του βρήκαν έναν «συνεπή επαναστάτη», που απέδειξε την προσήλωσή του στον διεθνισμό καταγγέλλοντας για εθνικισμό αυτούς που πολέμησαν τον φασισμό των Χίτλερ και Μουσολίνι…