Το φοιτητικό κίνημα των χρόνων που ακολούθησαν την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, από την άποψη της μαζικότητας και της δυναμικής του, μόνο με το κίνημα της περιόδου του ΕΑΜ και συγκεκριμένα των χρόνων 1942-1946, θα μπορούσε να συγκριθεί. Εντούτοις, ως άμεση συνέχεια του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, που αποκορυφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, έχει μια σημασία μοναδική, καθώς στα 1972-1973 ήταν η πρώτη φορά που ο φοιτητόκοσμος βρέθηκε στην πρωτοπορία των λαϊκών αγώνων.
Η ανάπτυξη των φοιτητικών αγώνων υπήρξε αποτέλεσμα συνολικότερων κοινωνικών, οικονομικών και ιδεολογικοπολιτικών εξελίξεων, που συνδέονται με την αλματώδη ανάπτυξη του μεταπολεμικού ελληνικού καπιταλισμού και την αντίστοιχη μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με άμεση συνέπεια την οξύτατη έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων. Επρόκειτο για διαδικασίες ανάλογες μ’ αυτές που προκάλεσαν την έκρηξη της νεολαιίστικης αμφισβήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο, που σηματοδότησε, σε συμβολικό επίπεδο, ο γαλλικός Μάης του ’68.
Εντούτοις, στην Ελλάδα υπήρξε μια ιδιαιτερότητα, που σχετίζεται με την εγκαθίδρυση, ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου, ενός καθεστώτος ελεγχόμενων κοινοβουλευτικών θεσμών και ακρωτηριασμένων δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, που καταλύθηκαν, τελικά, με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, το 1967. Έτσι, η μεγάλη ανάπτυξη των φοιτητικών αγώνων της περιόδου 1961-1967 (που είχαν προηγηθεί χρονικά της παγκόσμιας έκρηξης) ανακόπηκε και μέχρι το 1971 η φοιτητική αντίσταση περιοριζόταν σε μικρούς αντιστασιακούς κύκλους και κυρίως στη δραστηριότητα που ανέπτυσσε η παράνομη Πανελλαδική Αντιδικτατορική Οργάνωση Σπουδαστών «Ρήγας Φεραίος», που ιδρύθηκε από κομμουνιστές φοιτητές και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, συνδέθηκε με το ΚΚΕ εσωτερικού. Δεκάδες μέλη του Ρήγα συνελήφθησαν σε αλλεπάλληλες απόπειρες της Χούντας για τη διάλυσή του, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν.
Το 1971 έκανε την εμφάνισή της η Αντιδικτατορική ΕΦΕΕ (Αντι-ΕΦΕΕ), που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία της ΚΝΕ, και στα 1972-1973 οργανωμένη συμμετοχή στο κίνημα είχαν και κύκλοι φοιτητών που συνδέονταν με το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς και οργανώσεις της εκτός των δύο Κ.Κ. επαναστατικής Αριστεράς. Επρόκειτο, κυρίως, για την Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ), το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ), που δρούσε μέσω της Αντιφασιστικής Αντιιμπεριαλιστικής Σπουδαστικής Παράταξης Ελλάδας (ΑΑΣΠΕ), την Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ), τους τροτσκιστές του Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΔΚΕ) και της Εργατικής Διεθνιστικής Ένωσης (ΕΔΕ), κ.ά.
Το 1973 είναι η χρονιά κατά την οποία αποκορυφώνεται η ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος, με σημαντικότερα γεγονότα την κατάληψη της Νομικής Σχολής τον Φεβρουάριο και την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο. Οι αγωνιζόμενοι φοιτητές βρέθηκαν στην πρωτοπορία του μαζικού λαϊκού αντιδικτατορικού κινήματος, καθώς τα αμιγώς φοιτητικά αιτήματα έδωσαν τη θέση τους στην απαίτηση ανατροπής της δικτατορίας, σε συνδυασμό με την προβολή αντιιμπεριαλιστικών, αντιαμερικανικών και αντινατοϊκών στόχων.
Στις γραμμές του φοιτητικού κινήματος διαμορφώθηκαν δύο διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις, από τις οποίες η πρώτη (Ρήγας, Αντι-ΕΦΕΕ, ΠΑΚ) χαρακτηριζόταν από την επιφύλαξη απέναντι σε προωθημένες μορφές πάλης, όπως ήταν και η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Η πολιτική αυτή καθοριζόταν από την εκτίμηση ότι οι στόχοι και οι αγωνιστικές πρακτικές του φοιτητικού κινήματος δεν θα έπρεπε να αποκόπτονται από τις συνολικότερες διεργασίες ανάπτυξης ενός ευρύτερου μαζικού λαϊκού αντιδικτατορικού κινήματος, το οποίο, όμως, παρουσίαζε σημαντική καθυστέρηση.
H δεύτερη, την οποία προωθούσαν οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, υποστήριζε μορφές πάλης που να οδηγούν σε άμεση ρήξη με το καθεστώς, θεωρώντας πως το αναπτυγμένο φοιτητικό κίνημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο καταλύτης για την ανάπτυξη του συνολικότερου μαζικού λαϊκού κινήματος. Καθώς η δεύτερη αυτή κατεύθυνση συναντήθηκε, κατά την εξέγερση του Νοέμβρη, με το μαζικό αυθόρμητο, διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη σχέση του χώρου της μετέπειτα εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με το φοιτητικό κίνημα, που συνεχίζεται και αναπαράγεται και κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Μετά την πτώση της δικτατορίας η μαζικότητα του φοιτητικού κινήματος και η επιρροή της Αριστεράς προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις. Στις φοιτητικές εκλογές, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα συνολικά ποσοστά των παρατάξεων που αναφέρονταν στον μαρξισμό -μεταξύ των οποίων και η Πανελλήνια Αγωνιστική Συνδικαλιστική Παράταξη (ΠΑΣΠ) του ΠΑΣΟΚ- έφταναν ακόμη και το 85%, ενώ οι κομμουνιστικές δυνάμεις συσπείρωναν το 60-65%.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το ελληνικό φοιτητικό κίνημα, που, όπως είπαμε, είχε αναπτυχθεί στα 1961-1967 πριν από την έκρηξη του παγκόσμιου νεολαιίστικου κινήματος αμφισβήτησης, διατήρησε την ισχύ και την επιρροή του ακόμη και μετά την υποχώρηση του διεθνούς κινήματος, που είχε συντελεστεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Ανάμεσα στις κομμουνιστικές παρατάξεις, ισχυρότερη αναδεικνύεται η Πανσπουδαστική συνδικαλιστική κίνηση (Πσκ) του ΚΚΕ, με ποσοστά 20-30%, ακολουθεί ο Δημοκρατικός Αγώνας του ΚΚΕ εσ., με 15%, η Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη (ΠΠΣΠ) της ΟΜΛΕ και από το 1976 του ΚΚΕ (μ-λ), με περίπου 5%, η ΑΑΣΠΕ του ΕΚΚΕ, με περίπου 3-4%, η Αγωνιστική Παράταξη Σπουδαστών (ΑΠΣ) της ΟΣΕ, η Σοσιαλιστική Φοιτητική Πρωτοπορία (ΣΦΠ) της ΕΔΕ, η Πανσπουδαστική Σοσιαλιστική Παράταξη της ΟΚΔΕ (μετεξέλιξης του ΚΔΚΕ), η Ένωση Πάλης Αριστερών Σπουδαστών (ΕΠΑΣ) του ΕΕΑΜ, η Συνεπής Αριστερή Κίνηση (ΣΑΚ) της ΚΕΜΛ, η Πανελλήνια Ένωση Αντιιμπεριαλιστών Σπουδαστών (ΠΕΑΣ) του Μ-Λ ΚΚΕ κ.ά.
Η Πανσπουδαστική συνδικαλιστική κίνηση (Πσκ), μετεξέλιξη της Αντιδικτατορικής ΕΦΕΕ (πολλά από τα μέλη της οποίας είχαν συλληφθεί, βασανιστεί και φυλακιστεί τον Φεβρουάριο 1974), αποτέλεσε την πλέον μαζική παράταξη, κατορθώνοντας να έρχεται πρώτη ή δεύτερη δύναμη στις φοιτητικές και σπουδαστικές εκλογές. Πρόβαλλε τις θέσεις του ΚΚΕ, επικεντρώνοντας στην πάλη ενάντια στους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, ενώ ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συσπείρωση στις γραμμές της φοιτητών εργατικής και λαϊκής κοινωνικής προέλευσης. Κράτησε σταθερά απορριπτική στάση απέναντι στην κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος ως ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους και απέφευγε τις προωθημένες μορφές πάλης, κυρίως τις καταλήψεις σχολών.
Διαλύθηκε μετά τη συγκρότηση του Συνασπισμού το 1989 και τα μέλη της εντάχθηκαν σε ενιαία σχήματα με τους φοιτητές των άλλων συνιστωσών του ΣΥΝ, κυρίως της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ). Η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της, που ήταν ταυτόχρονα και μέλη της ΚΝΕ, απέρριψε την επιλογή αυτή και συμμετείχε στη συγκρότηση του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ), πρωτοστατώντας, κατόπιν, στην ίδρυση των ΕΑΑΚ.
Ο Δημοκρατικός Αγώνας ιδρύθηκε το 1974 από τον Ρήγα Φεραίο, που είχε μετεξελιχθεί σε νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού, και αναδείχτηκε τρίτη δύναμη στο φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα, μετά από την Πανσπουδαστική και την ΠΑΣΠ. Στις φοιτητικές εκλογές του 1976 συνεργάστηκε στη Θεσσαλονίκη με την κεντρώα Δημοκρατική Πορεία, ως Δημοκρατική Ενότητα, και έκτοτε αναφερόταν ως ΔΑ-ΔΕ.
Τη διάσπαση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, το 1978, ακολούθησε διάσπαση και της παράταξης. Το τμήμα που παρέμεινε συνδεδεμένο με τη νεολαία του ΚΚΕ εσ. διασπάστηκε και πάλι το 1987, ακολουθώντας τη διάσπαση του κόμματος. Η μειοψηφία τάχθηκε με την ΕΑΡ, για να διαλυθεί μέσα στα κοινά σχήματα του Συνασπισμού το 1990, ενώ η πλειοψηφία, παραμένοντας παράταξη της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (νεολαίας, πλέον, του ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά), αυτοδιαλύθηκε το 1991, συμμετέχοντας στην ίδρυση των ΕΑΑΚ.
Το τμήμα που συνδέθηκε με την ΕΚΟΝ Ρ.Φ. (Β' Πανελλαδική) είχε καθοριστική συμβολή στο κίνημα των καταλήψεων το 1979. Επηρεασμένοι από το θεωρητικό έργο των Αλτουσέρ και Πουλαντζά, οι αγωνιστές της Β΄ Πανελλαδικής τόνιζαν ιδιαίτερα τον ρόλο του εκπαιδευτικού μηχανισμού στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ταξικών διαφοροποιήσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Τα σχήματα της Β΄ Πανελλαδικής πρωτοστάτησαν, το 1980, στη συγκρότηση ευρύτερων σχημάτων, που αποτέλεσαν το 1983 τις Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών, στις οποίες εντάχθηκε η πλειονότητα των φοιτητών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Η Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη (ΠΠΣΠ) ιδρύθηκε το 1966 από τη κίνηση που συσπειρωνόταν γύρω από το περιοδικό «Αναγέννηση». Η δράση της ανακόπηκε με την επιβολή της δικτατορίας το 1967. Ανασυστάθηκε μετά την πτώση της το 1974, ως φοιτητική παράταξη της ΟΜΛΕ, και από το 1976 συνδεόταν με το ΚΚΕ (μ-λ). Η ΠΠΣΠ ήταν η μεγαλύτερη φοιτητική παράταξη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70. Διαλύθηκε το 1981 και τμήμα των μελών της συμμετείχε στη συγκρότηση των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών.
Η Αντιφασιστική Αντιιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας (ΑΑΣΠΕ) συγκροτήθηκε το 1972, στην παρανομία, από το ΕΚΚΕ. Είχε προηγηθεί, το 1971, η ίδρυση και δραστηριοποίηση σε χώρες της δυτικής Ευρώπης της Αντιφασιστικής Αντιιμπεριαλιστικής Σπουδαστικής Παράταξης (ΑΑΣΠ). Η ΑΑΣΠΕ έγινε ευρύτερα γνωστή με τη θέση της για αποχή από τις ελεγχόμενες από τη Χούντα φοιτητικές εκλογές του Νοεμβρίου 1972. Συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση τον Πολυτεχνείου και πολλά από τα μέλη της πιάστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν τον Μάιο 1974.
Μετά την πτώση της δικτατορίας η ΑΑΣΠΕ έδρασε στον φοιτητικό χώρο ως συνδικαλιστική παράταξη του ΕΚΚΕ και γνώρισε γρήγορη και σημαντική ανάπτυξη. Από το 1979 μπήκε σε κρίση, ως συνέπεια της συνολικής κρίσης του ΕΚΚΕ, και το 1980 διαλύθηκε. Μεγάλο μέρος του δυναμικού της συνέβαλε στη συγκρότηση των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών.
Χαρακτηριστικό του φοιτητικού κινήματος της πρώτης μεταδικτατορικής περιόδου είναι η έντονη πολιτικοποίηση και η αξιοποίησή του από τα κόμματα και τις οργανώσεις για τη μαζικοποίησή τους. Αποτέλεσε, επίσης, τον χώρο απ’ όπου προερχόταν και αναδεικνυόταν ο κύριος όγκος του στελεχικού δυναμικού κομμάτων και οργανώσεων, ακόμη και σε επίπεδο ηγεσίας.
Σε μια προσπάθεια ελέγχου του κινήματος και αστικού εκσυγχρονισμού της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ψηφίστηκε το 1978 ο νόμος 815, και η αντιμετώπισή του ανέδειξε και πάλι τις δύο διαφορετικές κατευθύνσεις στο αριστερό φοιτητικό κίνημα. Η απόσυρση του νόμου έγινε μετά από το μεγάλο κίνημα των καταλήψεων του Δεκεμβρίου 1979, τις οποίες προώθησε ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, οι γραμμές του οποίου είχαν ενισχυθεί με τη διάσπαση του Ρήγα Φεραίου και τη συγκρότηση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (B' Πανελλαδική).
Κατά την επόμενη δεκαετία, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και τη θεσμοποίηση σειράς αιτημάτων μέσα από μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν το τοπίο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το φοιτητικό κίνημα παρουσίασε στασιμότητα. Υποχώρησε η επιρροή του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ως αποτέλεσμα και της συνολικότερης συρρίκνωσης των δυνάμεών της. Κύρια έκφρασή της στο φ.κ. αποτέλεσαν οι Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών, στις οποίες ηγεμόνευσε η τάση που συγκροτήθηκε από τη B' Πανελλαδική, η οποία είχε αυτοδιαλυθεί ως οργάνωση το 1981.
Ενώ κύρια δύναμη παρέμενε η Πσκ, με δεύτερη την ΠΑΣΠ και τρίτες τις Συσπειρώσεις, και ο Δημοκρατικός Αγώνας περιορίστηκε σε ποσοστά κάτω από το 10%, σταθερή άνοδο είχε η παράταξη της Δεξιάς, η ΔΑΠ, η οποία από το 1987 αναδείχτηκε πρώτη δύναμη. Πρόκειται για μια στροφή προς τον συντηρητισμό, που εκφράστηκε και σε συνολικό κοινωνικό επίπεδο τα επόμενα χρόνια, και για την αμφισβήτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς, καθώς και η ΠΑΣΠ (που εξέφραζε το 20% περίπου) ήδη είχε εγκαταλείψει τις μαρξιστικές αναφορές, έχοντας μετακινηθεί σε σαφέστερες σοσιαλδημοκρατικές θέσεις.