"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Γεώργιος Παπανδρέου Ε! Όχι και «Γέρος της Δημοκρατίας»!

2022-11-01 23:22

 

Σαν σήμερα, την 1η Νοεμβρίου 1968, έφυγε από τη ζωή ο Γεώργιος Παπανδρέου, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του αστικού πολιτικού κόσμου της Ελλάδας του 20ού αιώνα.

Σε κατ’ οίκον περιορισμό από τον Απρίλιο του 1967, ο Παπανδρέου θα χαρακτηριστεί από τους οπαδούς του «Γέρος της Δημοκρατίας» και η κηδεία του θα αποτελέσει την πρώτη μεγάλη αντιδικτατορική κινητοποίηση ενός πλήθους δεκάδων χιλιάδων κεντρώων και αριστερών, που αψηφώντας τη χουντική τρομοκρατία θα εκφράσουν την αντίθεση της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού στο καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας.

Γεννημένος το 1888 στο ορεινό χωριό Καλέντζι της Αχαΐας, γιος ενός φτωχού ιερέα, ο Γεώργιος Παπανδρέου θα καταφέρει να σπουδάσει νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο, και στα 1917-1920 θα διοριστεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο διοικητής των νησιών του Αιγαίου.

Μετά το βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα του 1922, θα αναλάβει το υπουργείο Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γονατά. Έχοντας την αρμοδιότητα της δημόσιας τάξης, θα είναι αυτός που θα διατάξει τη βίαιη καταστολή της μεγάλης απεργίας του Αυγούστου 1923, που πραγματοποιήθηκε με τη σφαγή από τον στρατό έντεκα εργατών στο Πασαλιμάνι του Πειραιά. Δίνοντας, έτσι, ένα πρώτο δείγμα της… προσήλωσής του στη δημοκρατία.

Θα αναλάβει και πάλι υπουργός, Παιδείας αυτή τη φορά, στην κυβέρνηση Βενιζέλου, στα 1930-1932, και το 1935 θα ιδρύσει το μικρό προσωποπαγές Δημοκρατικό Κόμμα. Προς τιμή του, θα είναι ένας από τους ελάχιστους βουλευτές που μαζί με την κοινοβουλευτική ομάδα του Παλλαϊκού Μετώπου του ΚΚΕ, θα αρνηθούν να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά, τον Απρίλιο 1936. Η στάση του αυτή θα έχει ως συνέπεια την εκτόπισή του στην Άνδρο και τα Κύθηρα, μετά την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.  

Έχοντας μετονομάσει το κόμμα του σε Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, σε μια εποχή που η αναφορά στον σοσιαλισμό είχε μεγάλη πέραση και στους αστικούς κύκλους (μέχρι και ο Ξενοφών Ζολώτας και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος είχαν ιδρύσει κίνηση με τον τίτλο Σοσιαλιστική Ένωση, με την οποία συνδέθηκε και ο σχετικά νεαρός τότε Κωνσταντίνος Καραμανλής), θα αποστείλει, το 1943, ένα κείμενο προς το βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, εκθέτοντας τις απόψεις του για το μέλλον της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Στο κείμενο αυτό πρόβλεπε ότι μετά την ήττα του φασιστικού Άξονα θα διαμορφώνονταν δύο αντιτιθέμενοι πόλοι: «ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξονισμός». Και βέβαια, η θέση της Ελλάδας θα ήταν στον δεύτερο πόλο.

Έδινε, έτσι, σαφή διαπιστευτήρια αφοσίωσης τόσο στη βρετανική πολιτική όσο και στην πάση θυσία υπεράσπιση της αστικής ταξικής κυριαρχίας, που απειλούνταν από τη ραγδαία ανάπτυξη του ΕΑΜ.

Η βρετανική απάντηση ήταν η ανάδειξή του, τον Απρίλιο 1944, στη θέση του πρωθυπουργού της κυβέρνησης που έδρευε στο Κάιρο. Και από τη θέση αυτή συγκάλεσε το Συνέδριο του Λιβάνου και σχημάτισε την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Με συμμετοχή και της Αριστεράς, με όλες τις τραγικές συνέπειες που δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούν και πάλι εδώ.

Ως επικεφαλής της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» θα επιστρέψει στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωσή της και στη μεγάλη παλλαϊκή συγκέντρωση της 18ης Οκτωβρίου, που δονούνταν από το εαμικό σύνθημα «Λαοκρατία», δεν θα διστάσει να αναφωνήσει το απίθανο «πιστεύομεν εις την Λαοκρατία».

Την πίστη του αυτή θα την επιβεβαιώσει λίγες βδομάδες αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου, όταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του τότε διευθυντή της Αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ (εφημερίδα «Ακρόπολις», 12/12/1958) θα διατάξει να ανοίξει πυρ κατά του λαού της Αθήνας. Προκαλώντας, έτσι, την ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ του ΕΛΑΣ και των βρετανικών δυνάμεων, συνεπικουρούμενων ακόμη και από τα επανεξοπλισμένα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας και τις φασιστικές συμμορίες της Χ.

Ήταν τότε που ο κεντρώος πολιτικός Γεώργιος Καφαντάρης θα τον καταγγείλει ότι «ματοκύλισε τον τόπο για 2.000 πραιτωριανούς», εννοώντας τη βασιλική Ορεινή Ταξιαρχία, που η διάλυσή της αποτέλεσε βασική διεκδίκηση του ΕΑΜ.

Το αντικομμουνιστικό μένος του Γεωργίου Παπανδρέου θα εκφράζεται σταθερά έκτοτε, με πιο χαρακτηριστική την απροκάλυπτη υποστήριξη των παρακρατικών δολοφονικών συμμοριών, που πρωτοστάτησαν στο μεταβαρκιζιανό όργιο της Λευκής Τρομοκρατίας. Θα είναι αυτός, μάλιστα, που θα προτείνει, από τις στήλες της εφημερίδας «Ελλάς», που εξέδιδε, τη συγκρότηση των παραστρατιωτικών σωμάτων ΜΑΥ και ΜΑΔ, και αργότερα των ΤΕΑ.

Χαρακτηριστικό της «προσήλωσής του στη δημοκρατία» ήταν και η συμμετοχή του κόμματός του, από κοινού με το Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων, του Σοφοκλή Βενιζέλου, και το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, στις εκλογές βίας και νοθείας του Μαρτίου 1946, υποστηρίζοντας και τότε και στο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου, την επάνοδο του Γεωργίου Γλύξμπουργκ στον Θρόνο.

Καθώς η μόδα της σοσιαλεπωνυμίας είχε πια παρέλθει, το 1950 μετονόμασε το κόμμα του σε… Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου (!) και συμμετείχε, συνήθως από τη θέση του αντιπροέδρου, στις κεντρώες κυβερνήσεις των Σοφοκλή Βενιζέλου και Νικολάου Πλαστήρα. Για να πρωτοστατήσει στην αντίθεση στα «μέτρα ειρηνεύσεως» του τελευταίου, που απέβλεπαν στη μετατροπή των θανατικών ποινών σε ισόβια και στην απελευθέρωση κάποιων από τους εξόριστους κομμουνιστές που δεν βαρύνονταν με σοβαρές κατηγορίες.

Θα δώσει, μάλιστα, για μια ακόμη φορά, δείγμα της προσήλωσής του στα συμφέροντα του αγγλοσαξονικού ιμπεριαλισμού, αποκηρύσσοντας τον αγώνα των Κυπρίων κατά της βρετανικής κατοχής, με τη διαβόητη φράση, «η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού».

Μπροστά στη διαγραφόμενη ήττα της κεντρώας παράταξης στις εκλογές του 1952, δεν θα διστάσει να κατέλθει ως υποψήφιος του Ελληνικού Συναγερμού, του στρατάρχη Παπάγου, εκλεγόμενος βουλευτής Αχαΐας. Για να επανέλθει αργότερα, μετά από δύο περίπου δεκαετίες, στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, αναλαμβάνοντας, μάλιστα και την αρχηγία. Δείγμα κι αυτό της βαθιάς κρίσης του χώρου του Κέντρου, μετά τη συμπόρευσή του με τη Δεξιά στα χρόνια του Εμφυλίου και την αποτυχημένη διακυβέρνηση των χρόνων 1950-1952.

Σταθερός στον οξύτατο αντικομμουνισμό του και παρά τον εξαναγκασμό του από τους άλλους ηγέτες της αντιπολίτευσης να δεχτεί τη συμμετοχή της Αριστεράς στο εκλογικό σχήμα της Δημοκρατικής Ένωσης, το 1956, μετά από την ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, το 1958, θα πρωτοστατήσει στις προσπάθειες ενοποίησης του κεντρώου χώρου, για την απομόνωσή της, με τη συγκρότηση εναλλακτικού προς την ΕΡΕ «εθνικόφρονος» κόμματος. Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών θα είναι η ίδρυση της Ένωσης Κέντρου, ενόψει των εκλογών του 1961.

Αδιαφορώντας για το προεκλογικό όργιο κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, που σημάδεψε εκείνες τις εκλογές, που έμειναν στην ιστορία ως εκλογές βίας και νοθείας, ελπίζοντας πως έτσι θα αποσπούνταν ψηφοφόροι της Αριστεράς και θα ενισχυόταν η Ένωση Κέντρου, θα αντιδράσει μετεκλογικά, όταν θα διαπιστωθεί ότι,  τελικά, υπήρξε κι αυτή θύμα της αντιδημοκρατικής εκτροπής. Θα κηρύξει, έτσι, τον «Ανένδοτο Αγώνα», εμφανιζόμενος ως υπέρμαχος της δημοκρατικής νομιμότητας.

Ο Παπανδρέου θα γίνει πρωθυπουργός μετά την εκλογική ήττα της ΕΡΕ, τον Νοέμβριο 1963, που ακολούθησε την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή, ως συνέπεια, εκτός των άλλων, και της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.

Καθώς η Ένωση Κέντρου δεν είχε απόλυτη πλειοψηφία στη νέα Βουλή, ο ηγέτης της θα αρνηθεί να στηριχτεί στις ψήφους των βουλευτών της ΕΔΑ, διακηρύσσοντας το δόγμα του «διμέτωπου αγώνα κατά της Δεξιάς και της Αριστεράς». Και σε μια περίοδο που ο δημοκρατικός λαός ήθελε την απαλλαγή με κάθε τρόπο από το «Κράτος της Δεξιάς» και χάρη και στην απόφαση της ΕΔΑ να μην κατεβάσει υποψήφιους στις μισές, περίπου, περιφέρειες, στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, ο Παπανδρέου έγινε και πάλι πρωθυπουργός, με το κόμμα του να εξασφαλίζει αυτοδυναμία με το 53% των ψήφων.   

Αναγκασμένος να στηρίξει την Κυπριακή Δημοκρατία έναντι των αμερικανικών και νατοϊκών μεθοδεύσεων για τη διχοτόμηση του νησιού, ο Παπανδρέου θα βρεθεί στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Παράλληλα, οι άτολμες προσπάθειες για άσκηση ενός στοιχειώδους κυβερνητικού ελέγχου στις Ένοπλες Δυνάμεις, που θεωρούνταν «τσιφλίκι» του βασιλιά, θα προκαλέσουν αντιδράσεις που θα οδηγήσουν στο βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1965 και στον εξαναγκασμό του σε παραίτηση.

Σύμβολο, πλέον, της αντίθεσης στο βασιλικό πραξικόπημα, ο Παπανδρέου δεν θα εγκαταλείψει τον ακραιφνή αντικομμουνισμό του, αρνούμενος την όποια συνεργασία με την ΕΔΑ, ενώ θα προχωρήσει και σε μυστική συμφωνία με την ΕΡΕ για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών, τις οποίες, όμως. θα ματαιώσει το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.

Ένα πραξικόπημα για το οποίο έφερε και ο ίδιος τεράστια ευθύνη, καθώς, μεταξύ πολλών άλλων, δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να επισείει τον κίνδυνο του κομμουνισμού. Αυτόν, ακριβώς, που επικαλέστηκαν και οι συνταγματάρχες για να δικαιολογήσουν το πραξικόπημα.

Ε! Όχι και «Γέρος της Δημοκρατίας» ο Γεώργιος Παπανδρέου! 

*Kommon.gr, 1/11/2022