"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΗΤΤΗΘΗΚΑΜΕ;

2017-02-12 10:06

«Δυστυχώς στο σημείο αυτό όλοι μιλούν με υποθέσεις. “Εάν νικούσε το ΕΑΜ, τότε θα είχαμε τη δικτατορία των Ζαχαριάδη-Ιωαννίδη”. Με τα ίδια “εάν” μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν θα είχαμε δικτατορία και ότι, αν κάποιος την επιχειρούσε, θα σκόνταφτε στη συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΕΑΜ. Η απόδειξη ότι άλλο ήταν το λαϊκό κίνημα και άλλο ο ασφυκτικός και ξεκομμένος κόσμος των μηχανισμών είναι ότι το κίνημα αυτό επέζησε μετά την ήττα και, αλλάζοντας μορφές και μεθόδους, ανέδειξε την ΕΔΑ σε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, εννέα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, κυριάρχησε στη δεκαετία του '60 στους αγώνες για τη Δημοκρατία και τον Πολιτισμό και, τέλος, μπήκε επικεφαλής στον αντιδικτατορικό αγώνα, πληρώνοντας συνάμα και το ακριβότερο τίμημα για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.


ΟΧΙ, το ελληνικό αριστερό κίνημα δεν είχε καμία σχέση με τις εξελίξεις σε κράτη που κατά την περίοδο της κοσμογονίας, της αντίστασης κατά των χιτλερικών, εκείνα πολεμούσαν στο πλευρό του Χίτλερ. Γι' αυτόν το λόγο το δικό μας κίνημα δεν ήταν διατεθειμένο να δεχτεί στην πλάτη του την εξουσία της οποιασδήποτε κομματικής φατρίας με όποιο φανταχτερό περικάλυμμα...»

Πρόκειται για απόσπασμα από επιστολή που απηύθυνε στον Τάκη Λαζαρίδη ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν ο πρώτος τον επέκρινε για τη συναυλία που διοργάνωσε στη Μακρόνησο, τον Σεπτέμβριο 2003.  Λέγοντάς του πως ενδεχόμενη νίκη του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1940, θα είχε ως συνέπεια τη μετατροπή της σε δορυφόρο της ΕΣΣΔ και την επιβολή ενός καθεστώτος ανάλογου μ’ αυτά που επικράτησαν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.

Ο Τάκης Λαζαρίδης, γιος του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ και του εργατικού συνδικαλιστικού μας κινήματος, Κώστα Λαζαρίδη, που εκτελέστηκε το 1943 από τους Γερμανούς, υπήρξε κι ο ίδιος στέλεχος της ΕΠΟΝ και κατόπιν του ΚΚΕ. Πιάστηκε και δικάστηκε με την υπόθεση Μπελογιάννη, καταδικάστηκε σε θάνατο και δεν εκτελέστηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του.  Στην πραγματικότητα δεν τον εκτέλεσαν ακριβώς επειδή οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον πατέρα του και οι συνειρμοί στις λαϊκές συνειδήσεις και διεθνώς θα ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για το μετεμφυλιακό καθεστώς.

Φυλακισμένος από το 1951 έως το 1966, ο Λαζαρίδης θα μεταστραφεί ιδεολογικά, θα γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά και βγαίνοντας από τη φυλακή θ’ ασχοληθεί με επιχειρήσεις με τη βοήθεια των νέων ομοϊδεατών του. Αργότερα θα εκφραστεί ανοιχτά υπέρ της Δεξιάς και στο πλαίσιο της νέας του ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης θα εκδώσει το 1988 το βιβλίο «Ευτυχώς που ηττηθήκαμε, σύντροφοι», το οποίο διαθέτει σήμερα στο αναγνωστικό της κοινό η δεξιά εφημερίδα «Δημοκρατία».

Το ζήτημα του αν ήμασταν τυχεροί ή όχι που ηττηθήκαμε με απασχόλησε τόσο, ώστε το πρώτο μου μυθιστόρημα η «Πλατεία Μπελογιάννη», να γραφτεί ακριβώς μ’ αυτή τη σκέψη.

Ο Μίκης ήταν σαφής στην απάντησή του. Ακριβώς γιατί στην Ελλάδα την εξουσία θα την έπαιρνε ένα γιγάντιο λαϊκό επαναστατικό κίνημα, με βαθύ δημοκρατισμό, όπως απέδειξαν οι αμεσοδημοκρατικές μορφές λαϊκής εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα της κατοχικής περιόδου. Δεν θα μας την παραχωρούσε ο Κόκκινος Στρατός, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, όπου, κατά την έκφραση του Νίκου Ζαχαριάδη, «κοιμήθηκαν με φασισμό και ξύπνησαν με σοσιαλισμό».

Δεν έχω σκοπό να μείνω στο ζήτημα του «τι θα συνέβαινε αν…». Αυτά γράφτηκαν στο μυθιστόρημα, ακριβώς γιατί θα ήταν ανόητο να κάνεις τέτοιες υποθέσεις ως ιστορικός. Εκεί ο λόγος δόθηκε στη φαντασία.

Θα μείνω, όμως, στις συνέπειες της ήττας. Στην πραγματική ιστορία. Σ’ αυτά που πράγματι συνέβησαν.

Ώστε, «ευτυχώς που ηττηθήκαμε»;

Ευτυχώς, που ζήσαμε τα Μακρονήσια και τους Αϊ-Στράτηδες; Τις εκτελέσεις και τις δολοφονίες; Την αστυνομοκρατία και τον τρόμο που έσπερνε η παρουσία των ΤΕΑ; Τις εκλογές βίας και νοθείας; Τα τανκς της Χούντας και τη σφαγή στο Πολυτεχνείο και το ξεπούλημα της Κύπρου στον Αττίλα;

Ευτυχώς, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι συνθήκες ζωής της μεγάλης πλειονότητας του λαού μας ήταν άθλιες; Που η ανεργία παρέμενε στο 25% και τα μεροκάματα όσων εργάζονταν σε συνθήκες αδιανόητης εργοδοτικής ασυδοσίας και με το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα υπό ασφυκτικό αστυνομικό και εργοδοτικό έλεγχο, μόλις που ξεπερνούσαν τα άθλια μεροκάματα του Μεσοπολέμου;

Ευτυχώς, που μέσα σε μια εικοσιπενταετία, από το 1950 έως το 1975, έφυγαν για την ξενιτιά ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες και Ελληνίδες, στη μεγάλη τους πλειονότητα νέοι άνθρωποι; Από μια χώρα εφτά με οχτώ εκατομμυρίων;

Ευτυχώς, που ρήμαξαν τα χωριά μας και καταστράφηκαν οι πόλεις μας από την άναρχη δόμηση, μέσω της οποίας επιδιωκόταν η στέγαση όλου αυτού του κόσμου, που έφευγε από την ύπαιθρο για να ξεφύγει από την έσχατη φτώχεια και το άγρυπνο μάτι του χωροφύλακα; Αλλά και για να ξεπλυθούν οι λίρες του κατοχικού μαυραγοριτισμού και δωσιλογισμού;

Ευτυχώς, που χρειάστηκε να χυθεί ξανά και ξανά πολύ αίμα, να γίνουν και πάλι πολύ σκληροί αγώνες για να μπορέσει αυτός ο λαός να πάρει μια ανάσα έστω και για δύο-δυόμισι δεκαετίες, πριν τον καταπλακώσει ο οδοστρωτήρας δικαιωμάτων, ζωής και αξιοπρέπειας, με την επιβολή των μνημονιακών πολιτικών; Και ξανά μανά φτώχεια και εξαθλίωση και ξανά μανά μετανάστευση της νεολαίας μας και ξανά μανά να χρειάζονται νέοι αγώνες απ’ την αρχή;  

Ευτυχώς;

Πώς μπορεί να ξεστομίζεται μια τέτοια ύβρις απέναντι σ’ αυτόν τον βασανισμένο λαό;