Ενώ έχουμε πλούσια βιβλιογραφία που αναφέρεται στο παραδοσιακό δημοτικό και το ρεμπέτικο τραγούδι, είναι εντυπωσιακή η περιορισμένη αναφορά σε ένα είδος τραγουδιού που κυριάρχησε για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, από τη δεκαετία του 1940 μέχρι, τουλάχιστον, τη δεκαετία του ’60. Αν και δεν λείπουν οι αυτοβιογραφίες συντελεστών του λαϊκού τραγουδιού εκείνης της περιόδου, συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών, είναι ελάχιστες οι μελέτες σχετικά με το ίδιο το λαϊκό τραγούδι, πόσο μάλλον σε συσχέτιση με τη συνολικότερη κοινωνική, οικονομική, πολιτική και ιδεολογική πραγματικότητα εκείνων των χρόνων.
Αυτό το κενό επιχειρεί να καλύψει με το βιβλίο του «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα» (β΄ έκδοση, Κουκκίδα, Αθήνα 2014), ο Γιώργος Αλεξάτος, το οποίο είχε εκδοθεί το 2006 και πραγματοποίησε πρόσφατα και δεύτερη, συμπληρωμένη, έκδοση.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ο οποίος επί χρόνια ασχολείται με τη μελέτη της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, έχοντας εκδώσει σημαντικό αριθμό σχετικών έργων, ενώ έχει ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία, το βιβλίο προέκυψε από την ανάγκη κατανόησης από τον ίδιο της πραγματικότητας που βίωναν τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα και κυρίως η εργατική τάξη, μετά από την ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος κατά τον Εμφύλιο, και πώς τα βιώματά τους αντανακλώνται στην τέχνη της εποχής εκείνης. Καθώς το τραγούδι είναι το πλέον μαζικό και προσιτό είδος τέχνης για τις λαϊκές κοινωνικές τάξεις, η μελέτη του είναι αναγκαία για τη διερεύνηση των ιδεολογικών προσανατολισμών αυτού του κόσμου, όπως εκφράζονται άμεσα, αυθόρμητα και πηγαία.
Η μελέτη του Γιώργου Αλεξάτου περιλαμβάνει μια εκτενή αναφορά στους ιστορικούς όρους διαμόρφωσης του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων από τα μέσα του 19ου αιώνα, ως μετεξέλιξη του δημοτικού τραγουδιού των περιοχών όπου ζούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, εντός και –κυρίως- εκτός ελληνικής επικράτειας. Παρακολουθώντας τη μορφοποίησή του κατά τον Μεσοπόλεμο σ’ αυτό που χαρακτηρίζεται ως «κλασικό ρεμπέτικο», αναφέρεται, επίσης εκτενώς, στην περαιτέρω μετεξέλιξή του, με την καθοριστική συμβολή του Βασίλη Τσιτσάνη, σε μια περίοδο εξαιρετικά σημαντική για τη νεοελληνική ιστορία. Πρόκειται για τη δεκαετία του 1940, όταν ευρύτατα λαϊκά στρώματα διαμορφώνουν κοινή συνείδηση της πραγματικότητας την οποία ζουν, κοινές ελπίδες και προσδοκίες, μέσα από την έκρηξη του εαμικού κινήματος, καθώς και την ανάγκη κοινής πολιτιστικής έκφρασης. Σ’ αυτή την ανάγκη είναι που απαντά το λαϊκό τραγούδι, βασισμένο στα ρεμπέτικα προπολεμικά ακούσματα, αλλά και εμπλουτισμένο με ακόμη περισσότερα στοιχεία της μουσικής παράδοσης της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, καθώς και από επιρροές δυτικές.
Ο συγγραφέας θέτει ένα καίριο ερώτημα: Τι συνέβη μετά το 1949 και το λαϊκό τραγούδι, όπως μορφοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του ’40, κυριαρχήθηκε από χαρακτηριστικά που το προσδιόρισαν με την έννοια που ο ίδιος χρησιμοποιεί ως «μαύρο τραγούδι»; Τραγούδι απογοήτευσης, ενίοτε απόγνωσης και απελπισίας, έτσι όπως το γνωρίζουμε από το έργο όχι μόνο του κύριου ερμηνευτή του, τουΣτέλιου Καζαντζίδη, αλλά και της τεράστιας πλειονότητας των συντελεστών του.
Την απάντηση τη δίνει με την παράθεση πλήθους στοιχείων από τη συνολική ελληνική πραγματικότητα της μετεμφυλιακής περιόδου. Όλων εκείνων των «πέτρινων χρόνων», της περιορισμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, της αστυνομοκρατίας, των εκτελέσεων και των δολοφονιών, των φυλακίσεων και των εξοριών, της εκτεταμένης φτώχειας, της ανεργίας και της μαζικής μετανάστευσης. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι των ηττημένων υπήρξε το αντίστοιχο στη λαϊκή τέχνη με την «ποίηση της ήττας», που τα ίδια εκείνα χρόνια αποτέλεσε έκφραση αριστερών ποιητών.
Ηττημένος ο λαϊκός εργαζόμενος κόσμος, βίωνε επί χρόνια μετά τις συνέπειες της ήττας του. Ήταν αναμενόμενο, σε τέτοιες συνθήκες, να εκφράζεται και πολιτιστικά από ένα είδος τραγουδιού που αναφερόταν ακριβώς σ’ αυτά του τα βιώματα.
Ανεξαρτήτως της αδυναμίας της επίσημης Αριστεράς (του εκτός νόμου ΚΚΕ και της νόμιμης έκφρασής της, της ΕΔΑ) να κατανοήσει τους όρους που έκαναν ελκτικό το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι στον κόσμο στον οποία και η ίδια απευθυνόταν, και το οποίο κατήγγειλε σαν «μοιρολατρικό», η πολιτική συμπεριφορά αυτού του κόσμου αποδεικνύει πως το τραγούδι αυτό κάθε άλλο παρά ως εμπόδιο λειτουργούσε στην ιδεολογικοπολιτική συνειδητοποίησή του. Το αποδεικνύουν τα εντυπωσιακά ποσοστά της ΕΔΑ στις εργατογειτονιές, που συχνά ξεπερνούσαν το 50% και άγγιζαν ακόμη και τα 2/3 των ψήφων, αλλά και οι μεγάλοι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες της περιόδου 1960-67, που διεξάγονταν ακριβώς από αυτόν τον κόσμο. Από έναν κόσμο που τραγουδούσε την απογοήτευσή του από τη ζωή που βίωνε, όχι γιατί είχε παραιτηθεί από την προσδοκία της αλλαγής της, αλλά γιατί είχε βαθιά συνείδηση των αδιεξόδων μιας οδυνηρής καθημερινότητας.
Επιπλέον, όπως διαπιστώνεται και στο βιβλίο, ουδέποτε άλλοτε και σε κανένα άλλο είδος τραγουδιού, δεν υπήρξαν τόσο συχνές αναφορές σε ζητήματα εργασίας, φτώχειας, ανεργίας, μετανάστευσης κ.λπ., σε ζητήματα, δηλαδή, που απασχολούσαν άμεσα την ίδια την εργατική τάξη.
Άλλωστε, η ανάταση του εργατικού και λαϊκού κινήματος μετά το 1960, όπως αναφέρει σε εκτενές κεφάλαιο ο Γιώργος Αλεξάτος, συνοδεύτηκε και από την πολιτιστική ανάταση, στην οποία καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά του Μίκη Θεοδωράκη. Ο οποίος υποχρεώθηκε να συγκρουστεί με την επίσημη Αριστερά και την πλειονότητα των αριστερών διανοουμένων, που αδυνατούσαν να δουν ότι μια πολιτιστική αναγέννηση δεν θα μπορούσε παρά να βασιστεί στην αξιοποίηση του πλούτου αυτής ακριβώς της περιφρονημένης λαϊκής μουσικής.
Μάρα Καλοζούμη
Ιστορικός-λαογράφος και ερμηνεύτρια παραδοσιακών και λαϊκών τραγουδιών
* Δημοσιεύτηκε στον 25ο τόμο της περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς και Ιθάκης "Κυμοθόη"