Του Νίκου Γουρλά
«Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Γιώργου Αλεξάτου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Άπαρσις».
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, κλείνοντας τον Πρόλογο του βιβλίου, με τον όρο «ελλαδέμποροι» χαρακτηρίζονται όλοι εκείνοι που έκαναν την εθνοκαπηλεία μέσο βιοπορισμού και πολύ συχνά κοινωνικής ανέλιξης, επαγγελματικής ή πολιτικής καριέρας και πλουτισμού.
«Πρόκειται», όπως γράφει, «για ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό που απαντάται στον κόσμο της άκρας Δεξιάς και των φασιστικών κύκλων, που κατά την περίοδο της Κατοχής διέπρεψαν και με μια άλλη ιδιότητα, αξιοποιώντας τη συνεργασία τους με τους φασίστες κατακτητές για εύκολο πλουτισμό: εκείνα τα χρόνια της δυστυχίας και των μαζικών θανάτων από πείνα, ήταν πολλοί οι δωσίλογοι “ελλαδέμποροι” που πέτυχαν και ως μαυραγορίτες λαδέμποροι».
Το βιβλίο του Αλεξάτου είναι μια πρωτότυπη συμβολή στην ιστορική μελέτη που πραγματεύεται την ιστορία του χώρου της άκρας Δεξιάς και του φασισμού σε όλη του τη διαδρομή κατά τον 20ό αιώνα. Προσωπικά δεν έχω υπόψη μου άλλη παρόμοια ιστορική μελέτη για την ακροδεξιά από Μαρξιστές και Ιστορικούς που να καταπιάνονται τόσο αναλυτικά με το φαινόμενο.
Παράλληλα, πραγματεύεται το θέμα του σε άμεση και στενή σύνδεση με τη συνολικότερη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα κάθε περιόδου, επιδιώκοντας μια βαθιά μελέτη των ταξικών-κοινωνικών σχέσεων και συσχετισμών, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Από την άποψη αυτή, το νέο βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου, κινούμενο στα χνάρια και των παλιότερων εργασιών του για την ιστορία της ελληνικής εργατικής τάξης, της Αριστεράς, του λαϊκού πολιτισμού κ.λπ., αποτελεί μια σοβαρή απόπειρα μελέτης και ανάλυσης των όρων διαμόρφωσης και εξέλιξης της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
Στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά στις διαδικασίες συγκρότησης του ελληνικού κράτους και στις διαδικασίες κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων ήδη από τον 19ο αιώνα, με βάση την οποία ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα κυριάρχησε ένας βαθύς λαϊκός δημοκρατισμός, ένας πατριωτισμός που δεν εκτρεπόταν σε εθνικισμό και μια αίσθηση κοινών συμφερόντων μεταξύ των λαϊκών εργαζόμενων κοινωνικών τάξεων.
Τα στοιχεία αυτά ήταν, κατά την άποψη του Αλεξάτου που τεκμηριώνεται με αναφορά σε πηγές και ντοκουμέντα, και οι λόγοι που δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη ισχυρού μαζικού φασιστικού κινήματος στην Ελλάδα στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τότε που μεγάλα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία κ.ά. χώρες, υιοθετούσαν την αντιδημοκρατική και εθνικιστική ρητορική των φασιστών και στρέφονταν κατά της εργατικής τάξης, αποτελώντας, έτσι, τη μαζική βάση των φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων.
Στην Ελλάδα, όπως αναλύει ο Αλεξάτος, κάτι τέτοιο δεν μπόρεσε να γίνει, καθώς ο μεν εθνικισμός θα ήταν δύσκολο να ριζώσει σε μια χώρα με την οδυνηρή εμπειρία της τραγικής διάψευσης της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ κανένα πολιτικό κόμμα δεν τολμούσε να αρνηθεί δημοσίως τις λαϊκές δημοκρατικές ελευθερίες.
Επιπλέον, η περίοδος του Μεσοπολέμου και κυρίως τα χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 1930 μέχρι την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, χαρακτηρίζονται από τη διαμόρφωση ενός άτυπου λαϊκού κοινωνικού συνασπισμού εργατών και μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου, που εκδηλώνεται με εξαιρετικά συχνούς κοινούς κοινωνικούς αγώνες. Με αποκορύφωμα τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης τον Μάιο 1936, όταν η εργατική απεργία μετατράπηκε σε παλλαϊκή εξέγερση.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί μαζικό φασιστικό κίνημα στην Ελλάδα, τότε που ο φασισμός αποκτούσε μαζικό ακροατήριο σχεδόν σε όλη την Ευρώπη.
Έτσι εξηγείται και το γιατί οι ελληνικές φασιστικές οργανώσεις, τις οποίες αναφέρει το βιβλίο εξετάζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την ιστορική διαδρομή καθεμιάς απ’ αυτές, παρέμειναν άμαζες και περιθωριακές.
Ακολουθώντας τις θεωρητικές αναλύσεις που διαχωρίζουν τον φασισμό από τα άλλα αστικά καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, με κύριο κριτήριο το αν συγκροτούνται σε μαζικό λαϊκό κίνημα, αλλά και με βάση μια σειρά άλλα στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να παρατεθούν εδώ, ο Αλεξάτος υποστηρίζει ότι ούτε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 ούτε αυτή της 21ης Απριλίου 1967 αποτελούσαν πραγματικά φασιστικά καθεστώτα. Παρόλο που βασικοί παράγοντες και της μιας και της άλλης αναμφίβολα ήταν φασίστες.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ιδιαίτερη σημασία για το θέμα που πραγματεύεται αλλά και συνολικότερα για την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα, είχε η περίοδος της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Τότε που η άκρα Δεξιά ήρθε σε ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση με το εργατικό-λαϊκό κίνημα και την Αριστερά, τοποθετημένη στο πλευρό των κατακτητών. Ακυρώνοντας έτσι και για δεκαετίες μετά, κάθε δυνατότητα να πείθει πως αποτελεί δήθεν δύναμη πατριωτική. Έναν τίτλο που διεκδίκησε και κατέκτησε η Αριστερά.
Παρά το ότι η άκρα Δεξιά, ενταγμένη και μάλιστα από θέση ηγεμονική στα μεταπολεμικά μαζικά κόμματα της Δεξιάς (Λαϊκό Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ) διεκδικούσε το μονοπώλιο της «εθνικοφροσύνης», στη συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού ήταν στιγματισμένη με την εθνοπροδοσία. Κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην περίπτωση της στρατιωτικής δικτατορίας στα 1967-74, με τραγική κατάληξη το άνοιγμα της Κερκόπορτας για την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο.
Το βιβλίο παρακολουθεί την άκρα Δεξιά όλες αυτές τις δεκαετίες, όταν στενά συνδεδεμένη με τον κρατικό μηχανισμό αποτελεί τον χώρο των παρακρατικών συμμοριών που τρομοκρατούν και ενίοτε δολοφονούν τον δημοκρατικό και κυρίως τον αριστερό κόσμο.
Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου αναφέρονται στη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της χούντας το 1974, που συμπαρέσυρε και το καθεστώς των χρονολογουμένων από την περίοδο του Εμφυλίου έκτακτων μέτρων. Όταν, πλέον, ο κυρίαρχος λόγος του αστικού καθεστώτος έπαψε να είναι η αντικομμουνιστική «εθνικοφροσύνη» και ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός», και υιοθετήθηκε η ιδεολογία του «ευρωπαϊσμού» και του «εκσυγχρονισμού».
Στις νέες συνθήκες, η άκρα Δεξιά και οι φασιστικές κινήσεις δεν είχαν ιδιαίτερη προοπτική, και οι κύριες δραστηριότητές τους ήταν οι τυφλές τρομοκρατικές ενέργειες στα 1975-78 και η εφήμερη εκλογική επιτυχία της Εθνικής Παράταξης, με το 6% του 1977. Η νοσταλγία για τη χούντα και τον βασιλιά δεν μπορούσαν να αποτελέσουν βάση μαζικής συσπείρωσης ούτε καν του συντηρητικού δεξιού κόσμου.
Το βιβλίο κλείνει με το κεφάλαιο που αναφέρεται στη δεκαετία του 1990. Τότε που στον ακροδεξιό και φασιστικό χώρο εμφανίζεται ένας νέος λόγος, εμπνεόμενος από τον εθνικισμό, με αφορμή το Μακεδονικό, και την αντιμεταναστευτική ξενοφοβία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Αν και οι συνθήκες της περιόδου δεν επέτρεπαν την ενίσχυση της επιρροής της άκρας Δεξιάς και του φασισμού, εντούτοις τότε είναι που τέθηκαν οι βάσεις τόσο για τη συγκρότηση του ακροδεξιού ΛΑΟΣ, την αμέσως επόμενη δεκαετία, όσο και για την ανάδειξη της ναζιστικής Χρυσής Αυγής σε κοινοβουλευτικό κόμμα κατά τη δεκαετία του 2010.
Το βιβλίο του Αλεξάτου είναι μια μελέτη χρήσιμη και για τα στοιχεία που παραθέτει και για τα ζητήματα που θέτει προς συζήτηση. Αξίζει να διαβαστεί και να αποτελέσει το ερέθισμα για την εμβάθυνση της συζήτησης για τους όρους ανάπτυξης ενός ισχυρού μαζικού αντιφασιστικού κινήματος, αλλά και για την ανάλυση και γνώση της ίδιας της ιστορικής κοινωνικής πραγματικότητας της χώρας στην οποία ζούμε και δρούμε.
kommon.gr, 21 Σεπτεμβρίου 2019