"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

ΕΚΡΗΚΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

2017-05-11 17:40

*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Kommon στις 11 Μαΐου 2017

 

Ο Μάης του 1936 αποτελεί, αναμφίβολα, την κορυφαία στιγμή ανάπτυξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, καθώς τα συγκλονιστικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης έδειξαν πως μπορεί να διαδραματίζει έναν ρόλο που ξεπερνάει το στενό πλαίσιο των οικονομικών, εργασιακών και άλλων διεκδικήσεων, και να θέτει συνολικότερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Έτσι ώστε να δημιουργούνται οι όροι για μια ηγεμονική σχέση της εργατικής τάξης με έναν ευρύτερο συνασπισμό κυριαρχούμενων κοινωνικών δυνάμεων.

 

 

Συνάμα, όμως, έδειξε και τα όρια των δυνατοτήτων του, μένοντας εγκλωβισμένο σε μια κατεύθυνση που αναιρούσε αυτή ακριβώς την ευκαιρία, να συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση αυτού του κοινωνικού συνασπισμού υπό εργατική ηγεμονία.

 

Η δυναμική ανάπτυξης και οι αδυναμίες του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, εκείνη την κρίσιμη ιστορική στιγμή, σχετίζεται άμεσα με την επιδίωξη υπέρβασης της διάσπασής του και από την υποταγή της δυνατότητας συγκρότησης του κοινωνικού συνασπισμού υπό εργατική ηγεμονία στην επιδίωξη αυτή.

 

 

Από τη διάσπαση στην επιδίωξη της ενότητας

Η διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος υπήρξε συνέπεια της αγωνιώδους προσπάθειας των καθεστωτικών δυνάμεων και των εκφραστών τους μέσα σ’ αυτό, να το θέσουν υπό τον έλεγχό τους, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη δυνατότητα των κομμουνιστών να το επηρεάζουν. Ήδη από το 3ο Συνέδριο του 1926, επί δικτατορίας Πάγκαλου, η ΓΣΕΕ είχε περιέλθει με τρόπο πραξικοπηματικό, υπό τον έλεγχο του μετώπου των καθεστωτικών και των σοσιαλδημοκρατών συνδικαλιστών, ενώ από το αμέσως επόμενο, 4ο Συνέδριο, του 1928, αποκλείστηκαν οι αντιπρόσωποι των μαζικών οργανώσεων που έλεγχαν οι κομμουνιστές.

 

Ως συνέπεια αυτών των εξελίξεων, το ΚΚΕ προσανατολίστηκε στην ίδρυση νέας Συνομοσπονδίας, σε μια περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία στην κατεύθυνση αυτή το ωθούσε και η πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

 

Εκτιμώντας πως η επερχόμενη διεθνής οικονομική κρίση θα διαμόρφωνε επαναστατική κατάσταση στον καπιταλιστικό κόσμο, η Διεθνής καλούσε τα κόμματα-τμήματά της να προετοιμαστούν για την επαναστατική ανατροπή, διακόπτοντας κάθε σχέση και συνεργασία με τους ρεφορμιστές (που χαρακτηρίζονταν «σοσιαλφασίστες»), ακόμα και σε συνδικαλιστικό επίπεδο.

 

Αποτέλεσμα αυτού του προσανατολισμού ήταν η ίδρυση, το 1929, της Ενωτικής ΓΣΕΕ, στην οποία εντάχθηκαν οργανώσεις με σύνολο μελών ανάλογο με αυτό της καθεστωτικής ΓΣΕΕ (1). Ανάμεσά τους και η μεγάλη πλειονότητα των συνδικαλισμένων καπνεργατών, που αποτελούσαν τη μαχητική εμπροσθοφυλακή του εργατικού κινήματος της εποχής.

 

Αν και η ΕΓΣΕΕ αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και λόγω της μεγάλης εσωκομματικής κρίσης του ΚΚΕ στα 1929-31 και εξαιτίας των ποικίλων διώξεων με το Ιδιώνυμο, συνέχισε να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια, όταν η οικονομική κρίση έβγαλε στον δρόμο του αγώνα την εργατική τάξη και το τεράστιο πλήθος των ανέργων. Προβλήματα, όμως, αντιμετώπιζε και η καθεστωτική ΓΣΕΕ, από την οποία υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν το 1930 οι σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης ρεφορμιστές, που συγκρότησαν τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα, με επικεφαλής τον ηγέτη των σιδηροδρομικών Δημήτρη Στρατή.

 

Ενώ από το 1931-33 αρχίζουν να αναπτύσσονται οι εργατικοί αγώνες, είναι η απειλή της αντιδημοκρατικής εκτροπής και του φασισμού που υποχρεώνει από το 1934 το συνδικαλιστικό κίνημα να αναζητήσει τρόπους κοινής αντιμετώπισης του κινδύνου. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει καθοριστικά και η αλλαγή προσανατολισμού της Κομμουνιστικής Διεθνούς, άρα και του ΚΚΕ και της ΕΓΣΕΕ, με την εγκατάλειψη του σεχταρισμού και την πρόταση συγκρότησης αντιφασιστικού μετώπου.

 

Η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων σε μια περίοδο που το ΚΚΕ έχει ξεπεράσει την εσωκομματική κρίση και αναπτύσσει σχέσεις με τα αγωνιζόμενα τμήματα της εργατικής τάξης, συνοδεύεται από την περαιτέρω ενίσχυση της επιρροής της ΕΓΣΕΕ, υποχρεώνοντας τους αντιπάλους της να επανασυσπειρωθούν στη ΓΣΕΕ. Παράλληλα, η οξύτητα της ταξικής αντιπαράθεσης αναγκάζει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της τελευταίας να συμμετέχει στους αγώνες των εργαζομένων.

 

Καθώς η κρίση του καθεστώτος βαθαίνει το 1935, με τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα και τελικά την παλινόρθωση της βασιλείας, το ζήτημα της ενότητας του συνδικαλιστικού κινήματος τίθεται ως ένας από τους κύριους στόχους της ΕΓΣΕΕ. Εντούτοις, οι προτάσεις της πέφτουν στο κενό και η ΓΣΕΕ φτάνει στο σημείο να εκδώσει εγκύκλιο με την οποία καλούσε τις οργανώσεις-μέλη της να «αποξενώσουν τους κομμουνιστάς από κάθε επαφή με τα συνδικάτα και τους εργάτας» (2).

 

 

Η έκρηξη του Μάη του ’36

Καθώς οι εκλογές του Ιανουαρίου 1936, κατά τις οποίες οι δύο αστικές παρατάξεις, βενιζελική και αντιβενιζελική, αναδεικνύουν ίσο αριθμό βουλευτών (143 και 142 αντίστοιχα) με αποτέλεσμα να αποκτήσει ρυθμιστικό ρόλο η 15μελής κοινοβουλευτική ομάδα του Παλλαϊκού Μετώπου (του ΚΚΕ), η καθεστωτική κρίση βαθαίνει και ταυτόχρονα εντείνονται οι αγώνες των εργαζομένων. 

 

Σε μια προσπάθεια υλοποίησης της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου, που αποφασίστηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή το 1935, με στόχο την απόκρουση του φασιστικού κινδύνου, το ΚΚΕ προχωράει ακόμη και στην υπογραφή συμφωνίας με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα), την οποία παραβιάζουν οι φιλελεύθεροι, στηρίζοντας, μαζί με όλα, σχεδόν, τα άλλα αστικά κόμματα την κυβέρνηση Μεταξά. Ταυτόχρονα, εντείνονται οι προσπάθειες για τη συνδικαλιστική ενότητα.

 

Με την ηγεσία της ΓΣΕΕ να αντιμάχεται τις προτάσεις των κομμουνιστών, η ενότητα επιτυγχάνεται στις 29 Απριλίου 1936 στον πλέον μαζικό και μαχητικό κλάδο, τον καπνεργατικό, κάτω από την πίεση της βάσης. Επιπλέον, αποφασίζεται η διεξαγωγή απεργιακού αγώνα σε όλη την Ελλάδα, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, την πόλη που αποτελούσε την καρδιά του πολυπληθούς κλάδου.

 

Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η μεγάλη κινητοποίηση της 8ης Μαΐου αντιμετωπίζεται με άγρια αστυνομική καταστολή, που την επόμενη μέρα κατεβάζει σε απεργία το σύνολο της εργατικής τάξης της πόλης, ενώ τη συμπαράστασή τους εκδηλώνουν και οι επαγγελματίες, κλείνοντας βιοτεχνίες, εργαστήρια και καταστήματα.

 

Η αστυνομική επίθεση στην πανεργατική – παλλαϊκή διαδήλωση είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία δώδεκα εργατών και εργατριών, ενώ εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της συνολικότερης κατάστασης που είχε διαμορφωθεί ήταν η άρνηση του στρατού (αξιωματικών και οπλιτών) να στρέψει τα όπλα κατά των διαδηλωτών.

 

Όπως αναφέρει ο Στέφανος Παπαγιάννης, αξιωματικός τότε στη Θεσσαλονίκη και μετέπειτα στέλεχος του ΚΚΕ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, «Οι στρατιώτες με επικεφαλής τους αξιωματικούς, ανάμεσά τους και τον ταγματάρχη Μαρινάκη, αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα ενάντια στο λαό και συναδελφώθηκαν με τους απεργούς. Ακολούθησαν πραγματικά συγκλονιστικές στιγμές. Για να εκδηλώσουν τον ενθουσιασμό τους οι απεργοί και ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες εργάτριες τοποθετούσαν στις κάνες των όπλων γαρίφαλα, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους στρατιώτες» (3).

 

Με τη χωροφυλακή να εξαφανίζεται από τους δρόμους και την πόλη να λαοκρατείται, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται επί ένα διήμερο σε κατάσταση πραγματικά επαναστατική. Ταυτόχρονα, σε αναστάτωση βρίσκεται και ολόκληρη η χώρα, με τη μεγάλη πλειονότητα του λαού να αποδοκιμάζει τη δολοφονική επίθεση της κυβέρνησης Μεταξά κατά των απεργών της Θεσσαλονίκης.

 

Πρόκειται για μια συγκυρία μοναδική στη μέχρι τότε ελληνική πραγματικότητα, η οποία, ωστόσο, πέρασε ανεκμετάλλευτη από το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα.

 

Στις 11 Μαΐου η Θεσσαλονίκη τέθηκε και πάλι υπό κυβερνητικό έλεγχο, με την αποστολή νέων στρατιωτικών δυνάμεων, ενώ μόλις στις 13 πραγματοποιήθηκε πανελλαδική απεργία από τη ΓΣΕΕ και την ΕΓΣΕΕ, που, όμως, δεν έθεσε το ζήτημα της παραίτησης της κυβέρνησης Μεταξά.

 

Τα όρια της δυναμικής του κινήματος

Η μη προβολή συγκεκριμένου πολιτικού στόχου, που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την ανατροπή της κυβέρνησης, οφειλόταν στις αντιρρήσεις της ΓΣΕΕ, η οποία ήθελε να παραμείνει ο αγώνας σε καθαρά εργατικό συνδικαλιστικό πλαίσιο. Η ηγεσία της ΕΓΣΕΕ, επιμένοντας στην πάση θυσία συνεργασία και ενότητα, υποχώρησε, παραβιάζοντας, μάλιστα, την κατεύθυνση που είχε ορίσει το ΚΚΕ. Όπως, αντίστοιχα, τις εντολές της κομματικής ηγεσίας  για συνέχιση του αγώνα στη Θεσσαλονίκη παραβίασε η τοπική Κ.Ο. (4).

 

Είναι αλήθεια πως και η ηγεσία του κόμματος δεν είχε ξεκάθαρο προσανατολισμό. Κυρίως, ως συνέπεια του προσανατολισμού στη συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, το οποίο θα συμπεριλάμβανε ακόμη και αστικοδημοκρατικές δυνάμεις και στην προκειμένη περίπτωση τις δυνάμεις του βενιζελισμού. Παραβλέποντας το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές και στην κυβέρνηση Μεταξά προσέφεραν στη στήριξή τους –παρά τις καταγγελίες για το αιματοκύλισμα της 9ης Μαΐου- και θεωρούσαν τον κομμουνισμό πολύ πιο μεγάλο και σοβαρό κίνδυνο από μια αντιδημοκρατική εκτροπή. Άλλωστε, κορυφαίοι παράγοντες αυτού του χώρου, όπως ο Πλαστήρας, ο Σοφοκλής Βενιζέλος κ.ά., δεν έκρυβαν την εύνοιά τους σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (5).

 

Σε μια περίοδο που οι κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης εξασφάλιζαν την ενεργητική συμπαράσταση από ευρύτερα λαϊκά στρώματα, το ΚΚΕ αδυνατούσε να συγκροτήσει το Λαϊκό Μέτωπο με όρους κοινωνικούς, υποχρεώνοντας, έτσι, σε συμπόρευση και τις πιο συνεπείς δημοκρατικές δυνάμεις του βενιζελικού χώρου. Αντιστοίχως, σε μια περίοδο κατά την οποία η εργατική τάξη βρισκόταν στο αποκορύφωμα της μαχητικής της δραστηριότητας, η ΕΓΣΕΕ δεν αποτόλμησε την απεύθυνση στην ίδια την τάξη που, όπως συνέβη με τον καπνεργατικό κλάδο, θα εξανάγκαζε και τη ΓΣΕΕ σε υπαναχώρηση.

 

Καθώς μετά και από τους μαχητικούς αν και σποραδικούς και ασυντόνιστους αγώνες του Ιουνίου, η εργατική τάξη αποσύρθηκε από το προσκήνιο, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για την εκτροπή της 4ης Αυγούστου.

 

1. Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στο μεσοπόλεμο – Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1993, σ. 145. Γιώργος Κουκουλές, Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος – Οδυσσέας, Αθήνα 1983, σ. 72. Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού (1929-1036) – γ΄ έκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σ 72.

2. Δημήτρης Σάρλης, ό.π., σ. 225.

3. Στέφανος Παπαγιάννης, Από Εύελπις αντάρτης. Αναμνήσεις ενός κομμουνιστή αξιωματικού – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 20.

4. Κ.Ε. του ΚΚΕ, Σαράντα χρόνια του ΚΚΕ 1918-1958 - Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1958, σ. 438-439. Νίκος Ζαχαριάδης, Προβλήματα καθοδήγησης στο ΚΚΕ – Κ.Ε. του ΚΚΕ 1953, σ. 75-76. Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης – γ΄ έκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 453.

5. Σπύρος Λιναρδάτος,  Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου – Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σ. 241, 243, 251 και 252-255.