Όταν το βράδυ της 6ης Μαΐου 2012 έκλεισαν οι κάλπες και έβγαιναν τα πρώτα αποτελέσματα, πέραν των όποιων άλλων σημαντικών αλλαγών που καταγράφονταν στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, σημειωνόταν και μια πρωτοφανής για τα ελληνικά ιστορικά δεδομένα εξέλιξη: μεταξύ των κομμάτων που εισέρχονταν στο κοινοβούλιο περιλαμβανόταν και κάποιο, μέχρι πολύ πρόσφατα μάλλον άγνωστο ή έστω αδιάφορο για τον πολύ κόσμο, που δεν έκρυβε τον ρατσιστικό προσανατολισμό του, ενώ οι αντίπαλοί του και κυρίως η Αριστερά, το χαρακτήριζαν ναζιστικό. Οι εκλογές του αμέσως επόμενου μήνα, στις 17 Ιουνίου, επιβεβαίωσαν την εκλογική επιρροή της Χρυσής Αυγής με το 7%, το ίδιο ποσοστό που είχε πάρει και τον Μάιο.
Έκτοτε, η παρουσία της στην πολιτική ζωή της χώρας, η συμπεριφορά της μέσα κι έξω από τη Βουλή, η προκλητική για τα δημοκρατικά ήθη «νόμιμη» και παράνομη δραστηριότητα των μελών της, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του νεαρού εργάτη-μουσικού Παύλου Φύσσα, τον Σεπτέμβριο 2013, αλλά και η διατήρηση της εκλογικής της επιρροής τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο 2015, σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, θέτουν, αναμφίβολα, το ζήτημα του κατά πόσο βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο του φασισμού. Προϋποτίθεται, βέβαια, η αποσαφήνιση του τι εννοούμε όταν μιλάμε για φασισμό και φασιστικό κίνδυνο, πόσο μάλλον, όταν μια κάποια ροπή στον μανιχαϊσμό του «άσπρο - μαύρο» μας έχει κάνει διαχρονικά να χαρακτηρίζουμε «φασιστικό» οτιδήποτε θεωρούσαμε -και συνήθως ήταν- συντηρητικό, αντιδραστικό, αντιδημοκρατικό, αντεργατικό και αντιλαϊκό:
«Στρατιωτικοφασιστική» χαρακτηρίζαμε τη δικτατορία του 1967-74, «φασιστικοί» χαρακτηρίζονταν οι πολιτικοί σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας σε όλη την περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση του 1974: η Εθνική Δημοκρατική Ένωση (ΕΔΕ), η Εθνική Παράταξη, το Κόμμα των Προοδευτικών, η Εθνική Πολιτική Ένωση (ΕΠΕΝ), ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑΟΣ) κ.λπ. Όμως, σαν «φασιστικά» καταγγέλλονταν και τα μέτρα αυταρχικής θωράκισης της κρατικής καταστολής με την ίδρυση των ΜΑΤ κ.λπ., από τον Καραμανλή μετά το ’74, «φασίστα Σημίτη, δεν μας σταματάς!», φωνάζαμε πολύ αργότερα, «φασιστική» χαρακτηρίζεται η μνημονιακή πολιτική που εφαρμόζεται από το 2010.
Όσο είναι πλήρως κατανοητή και ηθικά και πολιτικά νομιμοποιημένη, η οργή που οδηγεί στο να χαρακτηριστεί «φασίστας» ένας πολιτικός που ασκεί συνειδητά μια πολιτική αυταρχισμού και αντιλαϊκών μέτρων, εξαθλιώνοντας χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπους, άλλο τόσο είναι προφανές πως μια αντίληψη «πανφασισμού» σε τίποτα δεν μπορεί να μας βοηθήσει στην κατανόηση της οποιαδήποτε πραγματικότητας. Πόσο μάλλον, όταν μια τέτοια αντίληψη την έχει πληρώσει πολύ ακριβά το εργατικό κίνημα, τότε που ο ναζισμός μετατρεπόταν από περιθωριακή κίνηση σε κόμμα εξουσίας:
Η επιμονή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Κ.Κ. Γερμανίας στον χαρακτηρισμό σαν «φασιστικών» τόσο των αστικοδημοκρατικών κομμάτων και κυβερνήσεων όσο και της σοσιαλδημοκρατίας (της μεγαλύτερης δύναμης του γερμανικού εργατικού κινήματος), υπήρξε καταστροφική, σε συνδυασμό και με τις εγκληματικές ευθύνες των σοσιαλδημοκρατών, που, επίσης, απέρριπταν κάθε σκέψη οποιασδήποτε συνεργασίας με τον «κομμουνιστικό όχλο»1 [1. David Geary, Το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα (1848-1939) – Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 263-264. Γιώργος Αλεξάτος, Σοσιαλφασίστες και κομμουνιστικός όχλος. Η γερμανική Αριστερά στα 1928-33 – περιοδ. Εκτός Γραμμής, τ. 30, 2012.].
Όπως έχει επισημάνει ο Στάνλεϊ Πέιν2 [2. Στάνλεϊ Πέιν, Μια Ιστορία του Φασισμού 1914-1945 – Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 21.], «ο όρος φασισμός παραμένει ίσως ο πιο ασαφής από τους σημαντικούς πολιτικούς όρους (…). Επιπλέον, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο από τους αντιπάλους του παρά από τους υποστηρικτές του, και οι πρώτοι υπήρξαν υπεύθυνοι για τη γενίκευση του επιθέτου σε διεθνές επίπεδο ήδη από το 1923. Η λέξη φασίστας είναι μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες υποτιμητικές πολιτικές εκφράσεις και συνήθως υποδηλώνει τον “βίαιο”, τον “κτηνώδη”, τον “καταπιεστικό” ή τον “δικτατορίσκο”».
Εντούτοις, είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε τι εννοούμε μιλώντας για φασισμό, αν δεχτούμε την προϋπόθεση ότι φασιστικό δεν μπορεί να θεωρείται οτιδήποτε αυταρχικό, αντιδημοκρατικό, αντεργατικό ή αντιλαϊκό. Ότι φασιστικό δεν είναι ούτε καν οποιοδήποτε καθεστώς προσωρινής ή μονιμότερης κατάργησης των δημοκρατικών ελευθεριών και των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Κάνοντας τη διάκριση μεταξύ διαφόρων μορφών καθεστώτων έκτακτης ανάγκης (βοναπαρτισμός, στρατιωτική δικτατορία, φασισμός κ.λπ.)3 [3. Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και δικτατορία. Η Κομμουνιστική Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό – Ολκός, Αθήνα 1975, σ. 11-13.], μιλώντας για φασισμό, εννοούμε εκείνο το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα της άκρας Δεξιάς που επιδιώκει να συγκροτήσει μαζικό αντεργατικό κίνημα, στηριγμένο στην κινητοποίηση κυρίως μικροαστικών στρωμάτων, με τη διαμόρφωση μιας υποτελούς συμμαχίας με την άρχουσα τάξη, υπό την ηγεμονία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το κίνημα αυτό στηρίζεται ιδεολογικά στον εθνικισμό, αντιπαραθέτοντας στις θέσεις του εργατικού κινήματος για την ταξική πάλη, την εθνική ενότητα για την εκπλήρωση των εθνικών πεπρωμένων. Ως τέτοια, νοούνται η ανασύσταση παλαιότερων ιστορικών (πραγματικών ή φανταστικών, ως προς τον εθνικό τους χαρακτήρα) αυτοκρατοριών, η εδαφική επέκταση στη βάση της θεωρίας του ζωτικού χώρου (της αναγκαίας έκτασης για την ασφάλεια και ευημερία του έθνους, ανεξαρτήτως των όποιων δικαιωμάτων στα εδάφη που διεκδικούνται), η διατήρηση της κυριαρχίας σε εδάφη που έχουν ήδη κατακτηθεί, αλλά αμφισβητείται η συνέχιση της κατοχής τους, κ.λπ.
Αν και κάθε μορφής εθνικιστική ιδεολογία εμπεριέχει το στοιχείο της ανωτερότητας του έθνους στο οποίο αναφέρεται (συνήθως, με την έννοια της πολιτιστικής υπεροχής, ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών που το καθιστούν πιο ικανό από τα άλλα έθνη, ηθικών αρετών, όπως η γενναιότητα κ.λπ.), δεν είναι αυτονόητα και ρατσιστική. Έτσι, ούτε τα φασιστικά κινήματα και καθεστώτα υπήρξαν ρατσιστικά στο σύνολό τους. Δεν υιοθέτησαν όλα τις εθνικοσοσιαλιστικές ρατσιστικές θέσεις και τον διαχωρισμό σε έθνη βιολογικά ανώτερα, που έχουν εκ φύσεως το δικαίωμα κυριαρχίας, και κατώτερα, που είναι καταδικασμένα στην υποτέλεια ή και -στην περίπτωση των Εβραίων, των Τσιγγάνων κ.ά.- στην εξολόθρευση.
Μια αναγκαία παρατήρηση: είναι πολύ συχνή η σύγχυση μεταξύ της εθνικιστικής αντίληψης της εθνικής ανωτερότητας και της αίσθησης της περηφάνιας για την ένταξη σ’ ένα εθνικό σύνολο, η οποία, εντούτοις, δεν υποτιμάει την αντίστοιχη αίσθηση και των άλλων εθνών. Προφανώς, είναι πολύ διαφορετικό να νιώθει κάποιος Γερμανός περηφάνια για τη συνεισφορά του λαού στον οποίο ανήκει στην Τέχνη, τη φιλοσοφία και την επιστήμη (Μπαχ, Μπετόβεν, Γκαίτε, Μπρεχτ, Καντ, Φίχτε, Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε, Χάιντεγκερ, Αϊνστάιν, Πλανκ, Βέμπερ κ.ά.), από το να θεωρεί πως αυτή η συνεισφορά είναι μοναδική, ακυρώνοντας ή υποτιμώντας όσα συνεισέφεραν άλλοι λαοί. Πόσο μάλλον, να θεωρεί πως η συνεισφορά αυτή αποτελεί συνέπεια της βιολογικής ανωτερότητας του γερμανικού έθνους, οπότε μένει ανεξήγητη ή δεν αναγνωρίζεται και η συνεισφορά των εβραϊκής καταγωγής Μαρξ, Χάινε, Αϊνστάιν κ.ά. Άλλο να νιώθει κάποιος Έλληνας περήφανος, γιατί ζει στον τόπο όπου γεννήθηκε η φιλοσοφία και η επιστήμη, και όπου η Τέχνη γνώρισε μεγάλες στιγμές, θεωρώντας -δικαιολογημένα ή μη- τον εαυτό του απόγονο εκείνων που δημιούργησαν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, και άλλο να θεωρεί ότι η -πραγματική ή φανταστική- σχέση του με τους Αρχαίους Έλληνες προσδίδει στο νεοελληνικό έθνος μια φυλετική ανωτερότητα σε σχέση με τους άλλους λαούς, πόσο μάλλον, το δικαίωμα κυριαρχίας πάνω τους4 [4. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ένα απόσπασμα από άρθρο του Λένιν, γραμμένο το 1913, σχετικά με την περηφάνια των Ρώσων:
«Είναι άραγε ξένο για μας τους μεγαλορώσους συνειδητούς προλετάριους το αίσθημα της εθνικής περηφάνιας; Όχι βέβαια! Εμείς αγαπάμε τη γλώσσα μας και την πατρίδα μας. Εμείς πονάμε περισσότερο από κάθε άλλον, όταν βλέπουμε και αισθανόμαστε σε τι βία, καταπίεση και εξευτελισμό υποβάλλουν την όμορφη πατρίδα μας. Είμαστε γεμάτοι από αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, γιατί και το μεγαλορωσικό έθνος δημιούργησε επαναστατική τάξη, γιατί και αυτό απέδειξε ότι είναι ικανό να δώσει στην ανθρωπότητα μεγάλα πρότυπα αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό». (Βλαντιμίρ Ι. Λένιν, Για την εθνική περηφάνια των Μεγαλορώσων στο Άπαντα – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980. τ. 26, σ. 105).].
Η φασιστική αντίληψη του εθνικισμού συνδέεται άμεσα με την απόρριψη όλων εκείνων των θεσμών, διαδικασιών και ιδεών, που θεωρείται πως υπονομεύουν την ύψιστη αρχή της εθνικής ενότητας. Πρώτα και κύρια, βεβαίως, των οργανώσεων και του συνόλου των εκφράσεων του εργατικού κινήματος. Απέναντι στην ταξική πάλη, ο φασισμός αντιπαραθέτει την υποχρεωτική συνεργασία των τάξεων, μέσα από μορφές συντεχνιακής συνύπαρξης εργοδοτών και εργαζομένων. Σε ένα φασιστικό εθνικό κράτος δεν έχουν καμιά θέση πολιτικές και ιδεολογικές εκφράσεις μαρξιστικής ή όποιας άλλης αναφοράς στην αντιπαλότητα κεφαλαίου και εργασίας.
Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στην απόρριψη του συνόλου των θεσμών και των ιδεολογικών θέσεων που συνδέονται με τη δημοκρατική οργάνωση του κράτους. Η φασιστική αντίληψη της εθνικής ενότητας είναι ασυμβίβαστη με τον κοινοβουλευτισμό, με την ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών κομμάτων που αυτονόητα διχάζουν το έθνος, όπως και με τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών. Ο φασισμός πολεμάει και καταργεί κάθε τι που μπορεί να λειτουργήσει αποσυσπειρωτικά ως προς την εθνική ενότητα, εκφραστής της οποίας είναι το εθνικό κράτος: το δικαίωμα του λόγου και η ελευθερία της έκφρασής του μέσω του Τύπου, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, το δικαίωμα ακόμη και στο άσυλο της κατοικίας κ.λπ. Στο άτομο-πολίτη των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων και στο άτομο - φορέα ταξικής θέσης των εργατικών κινημάτων και επαναστάσεων, ο φασισμός αντιπαραθέτει το άτομο - υπήκοο της εθνικής κρατικής εξουσίας. Οτιδήποτε περιορίζει αυτή την εξουσία, αντιμετωπίζεται ως εχθρικό.
Σε αντίθεση με άλλα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης -τα οποία, συνήθως, διακηρύσσουν τον προσωρινό τους χαρακτήρα, με σκοπό την «εξυγίανση» της πολιτικής ζωής και την επάνοδο σε μια μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας- ο φασισμός αποβλέπει στην εγκαθίδρυση μόνιμου ολοκληρωτικού καθεστώτος, στο πλαίσιο του οποίου υπέρτατη αξία αναγορεύεται το εθνικό συμφέρον, υποτάσσοντας σ’ αυτό όλα τα άλλα επιμέρους συμφέροντα. Αυτός που ορίζει τι είναι εθνικό συμφέρον είναι ο Αρχηγός. Ο ηγέτης του φασιστικού κόμματος (του μόνου που αναγνωρίζεται ως νόμιμο) και του κράτους, ο οποίος ασκεί ανεξέλεγκτη και απεριόριστη εξουσία.
Είναι προφανές πως ο φασισμός αποτέλεσε ιστορικά την απάντηση των πιο αντιδραστικών αστικών δυνάμεων τόσο στο εργατικό κίνημα -η εμφάνιση του φασισμού μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και την εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος στη Ρωσία δεν είναι καθόλου τυχαία- όσο και στο σύνολο εκείνων των κινημάτων που, έχοντας προωθήσει ή αγωνιζόμενα για την προώθηση δημοκρατικών κατακτήσεων, περιόριζαν τη δυνατότητα της αστικής τάξης να επιβάλλει ανεμπόδιστα τα ταξικά της συμφέροντα, σε μια εποχή όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Νομίζω πως ο Μαξ Χορκχάιμερ είχε δίκιο, όταν έγραφε ότι «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, καλά θα κάνει να σωπαίνει και για τον φασισμό»5 [5. Μαξ Χορκχάιμερ, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη – Έρασμος, Αθήνα 1985, σ. 12.]. Ακόμη περισσότερο δίκιο είχε ο Νίκος Πουλαντζάς, όταν έγραφε ότι «όποιος δεν θέλει να μιλάει για τον ιμπεριαλισμό, θα έπρεπε να σωπαίνει και για τον φασισμό». Ακριβώς γιατί «ο φασισμός τοποθετείται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού»6 [6. Νίκος Πουλαντζάς, ό.π., σ. 15.].
Σ’ αυτό το ιμπεριαλιστικό στάδιο, το φιλελεύθερο κράτος του ανταγωνιστικού καπιταλισμού αντικαθίσταται από το παρεμβατικό κράτος7 [7. Στο ίδιο, σ. 19.], ενώ, συνάμα, επισημαίνεται πως δεν είναι η οικονομική κρίση που έφερε την άνοδο του φασισμού, αλλά η συγκυρία της πάλης των τάξεων8 [8. Στο ίδιο, σ. 59.]. Πράγματι, με εξαίρεση τη Γερμανία, η ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία κ.λπ., δεν συνδέεται άμεσα με οικονομική, αλλά με πολιτική κρίση.
Είναι ακριβώς ο οξύτατος ανταγωνισμός του μονοπωλιακού κεφαλαίου που καθιστά αναγκαία όχι μόνο τη διάλυση και συντριβή του εργατικού κινήματος, αλλά και την απαλλαγή απ’ όποιους περιορισμούς θέτουν στους όρους αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και στην καπιταλιστική κερδοφορία, οι δημοκρατικοί θεσμοί, σε μια εποχή που οι λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις έχουν εισέλθει σταθερά στο ιστορικό προσκήνιο. Η απαλλαγή στο εσωτερικό της χώρας από το εργατικό κίνημα και από τους περιορισμούς που βάζουν οι δημοκρατικοί θεσμοί, αποτελεί προϋπόθεση για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στο διεθνές επίπεδο, που μπορεί να φτάσει μέχρι και σε πολεμικές εξορμήσεις, οι οποίες θεωρείται πως διεξάγονται πολύ πιο αποτελεσματικά από κράτη με στρατιωτική δομή οργάνωσης της πολιτικής και κοινωνικής τους ζωής.
Ο ιστορικός ρόλος του φασισμού είναι η πραγματοποίηση μιας συμμαχίας του μεγάλου κεφαλαίου με τη μικροαστική τάξη9 [9. Στο ίδιο, σ. 275.]. Κοινά γνωρίσματα της ιμπεριαλιστικής και της μικροαστικής ιδεολογίας είναι ο φετιχισμός της εξουσίας και του ισχυρού κράτους, ο επιθετικός και υστερικός εθνικισμός, η κρατολατρεία και ο αρχηγισμός, ο αντικοινοβουλευτισμός, σε συνδυασμό με τον συντεχνιασμό και τον αυταρχισμό10 [10. Στο ίδιο, σ. 277.].
Η στήριξη του φασισμού σε μαζικό λαϊκό κίνημα αποδόθηκε, από τον Robert Paxton, με την περίφημη φράση «δικτατορία ενάντια στην Αριστερά εν μέσω λαϊκού ενθουσιασμού»11 [11. Robert Paxton, Η Ανατομία του Φασισμού – Κέδρος, Αθήνα 2006, σ. 14]. Πρόκειται και κατ’ αυτόν, για στήριξη κυρίως από τα μικροαστικά στρώματα, καθώς χαρακτηριστικό των φασιστικών κινημάτων ήταν η αδυναμία τους να προσελκύσουν μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης12 [12. Στο ίδιο, σ. 146.].
Σύμφωνα με τον Πέιν13 [13. Στάνλεϊ Πέιν, ό.π., σ. 36-37.], «ο φασισμός μπορεί να ορισθεί ως “μια μορφή επαναστατικού υπερεθνικισμού που στοχεύει στην εθνική αναγέννηση, βασίζεται κατά κύριο λόγο σε μια βιταλιστική φιλοσοφία, δομείται πάνω στον ακραίο ελιτισμό, τη μαζική κινητοποίηση και την αρχή του Φύρερ, ενώ εκθειάζει θετικά τη βία τόσο ως σκοπό όσο και ως μέσο, τείνοντας να θέσει ως κανόνα τον πόλεμο ή/και τις στρατιωτικές αρετές”».
Ο ίδιος κάνει διάκριση μεταξύ φασισμού, ριζοσπαστικής Δεξιάς και συντηρητικής αυταρχικής Δεξιάς, με τις δεύτερες να βασίζονται «περισσότερο στη θρησκεία παρά σε οποιοδήποτε πολιτιστικό μυστικισμό όπως ο βιταλισμός, ο μη ορθολογικός ή ο εκκοσμικευμένος νεοϊδεαλισμός», άρα αποκήρυσσαν τον σορελισμό και τον νιτσεϊσμό των φασιστών, «προς όφελος μιας πιο πρακτικής, λογικής και σχηματικής προσέγγισης» του «καινούργιου ανθρώπου», που «σε κάποιο βαθμό περιοριζόταν από τους κανόνες και τις αξίες της παραδοσιακής θρησκείας, ή, πιο συγκεκριμένα, από τις συντηρητικές τους ερμηνείες»14 [14. Στο ίδιο, σ. 39.], ενώ, αναφερόμενος στους Αντόνιο Γκράμσι και Παλμίρο Τολιάτι, χαρακτηρίζει κι αυτός τον φασισμό αυθεντικό μαζικό κίνημα15 [15. Στο ίδιο, σ. 188.].
Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζεται η άποψη ότι στην Ελλάδα του 20ού αιώνα υπήρξαν φασίστες και φασιστικές κινήσεις, όχι όμως και μαζικό φασιστικό κόμμα και κίνημα. Υπήρξαν δικτατορικά καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, όχι, όμως, καθεστώς φασιστικό. Αξίζει να διερευνηθούν οι λόγοι αυτής της απουσίας φασιστικού κόμματος, φασιστικού κινήματος και φασιστικού καθεστώτος στη χώρα μας. Πόσο μάλλον, που από το 1909 έως το 1974 η ιστορία της χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις, με επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή, με στρατιωτικά κινήματα, πραξικοπήματα και επιβολή δικτατορικών καθεστώτων, με πολεμικές περιπέτειες, κατοχές και ένοπλες εμφύλιες αντιπαραθέσεις.
Υποστηρίζω ότι η ανυπαρξία μαζικού φασιστικού κινήματος και φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα του 20ού αιώνα καθορίστηκε από μια σειρά παράγοντες, που σχετίζονται άμεσα με τους οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Πρώτα και κύρια, στην Ελλάδα δεν διαμορφώθηκαν σχέσεις ταξικής αντιπαλότητας μεταξύ των μικροαστικών-μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, τέτοιες ώστε να δημιουργηθεί το κοινωνικό υπόβαθρο συγκρότησης μαζικού μικροαστικού αντεργατικού κινήματος. Η πραγματικότητα αυτή ερμηνεύεται με τους όρους διαμόρφωσης και αναπαραγωγής των μικροαστικών-μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, που καθορίστηκε από την αντίσταση του κόσμου της απλής εμπορευματικής παραγωγής στην προοπτική της προλεταριοποίησής του και από τη μέριμνα του ίδιου του κράτους να αποφευχθούν φαινόμενα κοινωνικής πόλωσης, ανάλογα με αυτά των ευρωπαϊκών χωρών της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης16 [16. Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015, σ. 42 κ.έ.].
Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνικής διάρθρωσης χαρακτηρίζονται από τη σταθερή αναπαραγωγή φαινομένων, όπως η έντονη κοινωνική κινητικότητα (σχετικά εύκολο πέρασμα από τη μια τάξη στην άλλη), η σύγχυση κοινωνικών θέσεων (ένταξη του ίδιου φυσικού προσώπου σε περισσότερες από μία κοινωνικές τάξεις) και η πολυσθένεια (συνύπαρξη στο πλαίσιο της ίδιας κοινωνικής-οικονομικής μονάδας, της οικογένειας, ατόμων που εντάσσονται σε διαφορετικές τάξεις)17 [17. Βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα – Θεμέλιο, Αθήνα 2005.].
Οι ιδιομορφίες αυτές της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας συνέβαλαν στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή μιας κοινής συνείδησης «λαϊκότητας» των μικροαστικών-μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου, και της εργατικής τάξης, την οποία ενίσχυαν κοινοί αγώνες ενάντια στο αστικό κράτος και την «πλουτοκρατία», την «οικονομική ολιγαρχία». Το κράτος, ανεξαρτήτως των όποιων προσπαθειών για μετριασμό των κοινωνικών αντιθέσεων, φάνταζε, ανέκαθεν, εχθρικό προς τις λαϊκές κοινωνικές τάξεις, για λόγους που η μελέτη τους παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Εντελώς επιγραμματικά, μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και μετά την Ανεξαρτησία η τεράστια πλειονότητα του ελληνικού λαού -η «θάλασσα των μικροϊδιοκτητών»- εξακολούθησε να αντιμετωπίζει τον κρατικό μηχανισμό σαν ξένο ως προς τα συμφέροντά της, όπως και κατά τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας. Επρόκειτο για έναν μηχανισμό που λειτουργούσε, κυρίως, φοροεισπρακτικά και κατασταλτικά, ενώ η σταδιακή ενσωμάτωση περιοχών στην ελληνική επικράτεια συνοδευόταν και από ανατροπές στην κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική και πολιτιστική ζωή, όχι πάντα ευπρόσδεκτες από τους πληθυσμούς τους.
Αυτή η ριζωμένη, ήδη από τον 19ο αιώνα, έντονη αντικρατική προδιάθεση θα συναντηθεί κατά τον 20ό αιώνα με τις μαρξιστικές, σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές αποκαλύψεις του ταξικού χαρακτήρα του κράτους. Οι πολεμικές περιπέτειες στα 1912-22 και 1940-49, η Μικρασιατική Καταστροφή με την προσφυγοποίηση 1.300.000 ανθρώπων (1.800.000 μαζί με όσους είχαν συρρεύσει ως πρόσφυγες στα χρόνια που προηγήθηκαν του 1922), η οικονομική κρίση του ’30 και τα τεράστια προβλήματα ανασυγκρότησης κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, δεν προσέφεραν και τις πλέον κατάλληλες συνθήκες για την εφαρμογή μιας πολιτικής «κοινωνικού συμβολαίου» και την ανάπτυξη ενός κράτους πρόνοιας και ευημερίας. Χωρίς να έχουν αλλάξει οι σχέσεις μεταξύ κράτους και μικροϊδιοκτητών στρωμάτων, η αντιπαλότητα προς το κράτος -που γίνεται αντιληπτό ως μηχανισμός καταστολής και προστασίας των συμφερόντων του κεφαλαίου- από την εργατική τάξη, θα αποτελέσει μία από τις βάσεις της λαϊκοδημοκρατικής ιδεολογίας, την οποία θα συνδιαμορφώσουν οι κυριαρχούμενες λαϊκές τάξεις.
Η λαϊκοδημοκρατική αυτή ιδεολογία, που θα μορφοποιηθεί συγκεκριμένα κατά την περίοδο της εαμικής εποποιίας, αλλά που οι ρίζες της χάνονται σε δεκαετίες πριν, συμπεριλαμβάνει, επίσης, έναν βαθύ δημοκρατισμό. Το ελληνικό κράτος έχει προέλθει από μια επανάσταση, που διακήρυξε και επιχείρησε να θεσμοθετήσει εξαιρετικά προωθημένες δημοκρατικές αρχές. Η αναγνώριση της ισότητας όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, η μη αναγνώριση τίτλων ευγενείας, η σαφής απαγόρευση κάθε μορφής δουλείας, η καθολική ψηφοφορία όλων των ενήλικων ανδρών, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και μορφωτικού επιπέδου, κ.λπ., αποτέλεσαν επαναστατικές κατακτήσεις, που εισέδυσαν βαθιά στη λαϊκή ιδεολογία και τη διαμόρφωσαν.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η μετεπαναστατική Ελλάδα του 19ου αιώνα δεν κυβερνήθηκε απολυταρχικά, παρά μόλις λίγο παραπάνω από μια δεκαετία, στα 1830-43 (Καποδίστριας, Αντιβασιλεία, απόλυτη Μοναρχία), ενώ από το 1864 και ακόμη περισσότερο από το 1875 -με την κατοχύρωση της «δεδηλωμένης»- η Ελλάδα ήταν μία από τις ελάχιστες χώρες της εποχής όπου λειτουργούσαν πλήρως, ομαλά και αδιάκοπα οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί και ίσχυαν οι συνταγματικά κατοχυρωμένες λαϊκές δημοκρατικές ελευθερίες18 [18. Βλ. σχετικά, E.J. Hobsbawm, Η εποχή του κεφαλαίου 1848-1875 – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003, σ. 159-160.].
Αναφερόμενοι σε καθεμιά από τις περιόδους οι οποίες εξετάζονται στο βιβλίο, θα διαπιστώσουμε ότι ουδέποτε υπήρξε μαζική στήριξη σε οποιαδήποτε πολιτική πρόταση αντιδημοκρατικού προσανατολισμού. Χαρακτηριστικό είναι το ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις που μπόρεσαν να εκφραστούν κοινοβουλευτικά διεκδικούσαν την αναγνώρισή τους ως δημοκρατικών, ανεξαρτήτως των αυταρχικών πολιτικών πρακτικών που χαρακτήριζαν πάρα πολλές απ’ αυτές.
Ξεχωριστή σημασία για το ζήτημα που πραγματευόμαστε έχει και μια άλλη πλευρά αυτής της λαϊκής-δημοκρατικής ιδεολογίας. Πρόκειται για τον λαϊκό πατριωτισμό, ο οποίος δεν εκτράπηκε σε εθνικισμό και σε καμιά περίπτωση σε ρατσισμό με μαζική λαϊκή απήχηση. Αν και θα τα δούμε όλ’ αυτά πολύ συγκεκριμένα στη συνέχεια του βιβλίου, αξίζει να πούμε από τώρα δυο λόγια.
Το νεοελληνικό έθνος σχηματίστηκε κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, από ένα σύνολο πληθυσμών που ως κοινό στοιχείο είχαν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, με εξαίρεση, κυρίως, τους καθολικούς Έλληνες των Κυκλάδων. Επρόκειτο για ελληνόφωνους, αλβανόφωνους, βλαχόφωνους, σλαβόφωνους και τουρκόφωνους πληθυσμούς της νότιας Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και των νησιών, από το Ιόνιο μέχρι την Κύπρο και τον Πόντο, που αυτοαναγνωριζόμενοι ως ελληνικοί διαφοροποιήθηκαν από τους ομόγλωσσους ή/και ομόθρησκους σύνοικους ή γειτονικούς λαούς. Είχαν προϋπάρξει αιώνες συμβίωσης και συνδιαμόρφωσης πολιτισμού και πολιτισμικών αξιών στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πριν απ’ αυτήν.
Χωρίς να απουσιάζουν βιαιότητες19 [19. Αλληλοσφαγές χριστιανών και μουσουλμάνων κατά την Επανάσταση του 1821 και τις κρητικές επαναστάσεις, καθώς και ελληνοφρόνων και βουλγαροφρόνων στη Μακεδονία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα κ.λπ.] και έξαλλες κραυγές μισαλλοδοξίας, κυρίαρχο στοιχείο στη διαδικασία επέκτασης του ελληνικού κράτους, από τα περιορισμένα όρια του 1830 σ’ αυτά που παγιώθηκαν περίπου έναν αιώνα μετά, ήταν η προσπάθεια αφομοίωσης των αλλόγλωσσων πληθυσμών, που μόνο στην περίπτωση μέρους των σλαβόφωνων της Μακεδονίας και πολύ λιγότερων βλαχόφωνων της Μακεδονίας και της κεντρικής Ελλάδας, συνάντησε αντιστάσεις. Οι Αρβανίτες, οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί που αποτέλεσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού του ελληνικού κράτους ήδη από την ίδρυσή του, είχαν συμμετάσχει στην Επανάσταση του 1821 ισότιμα με τους ελληνόφωνους, έχοντας διαμορφώσει ελληνική εθνική συνείδηση. Αντίστοιχη συνείδηση διαμορφώθηκε και στη μεγάλη πλειονότητα των βλαχόφωνων πληθυσμών, πριν ακόμη οι περιοχές όπου ζούσαν ενσωματωθούν στο ελληνικό κράτος, καθώς και σε μεγάλο τμήμα σλαβόφωνων: το σύνολο των «πατριαρχικών», των «Γρεκομάνων», όσων, δηλαδή, αντιτάχθηκαν στη βουλγαρική εκκλησιαστική Εξαρχία, θεωρώντας την σχισματική. Φυσικά, ούτε λόγος για τη μειονότητα των τουρκόφωνων χριστιανών του Πόντου και της Καππαδοκίας, που θεώρησαν αυτονόητη την ελληνικότητά τους, ταυτίζοντάς την με τη θρησκευτική τους πίστη.
Στοχεύοντας στην ενσωμάτωση πληθυσμών στο ελληνικό έθνος, μέσω της αυτοαναγνώρισής τους ως ελληνικών, άρα με κυρίαρχο το στοιχείο της ιδεολογικής συναίνεσης έναντι της βίαιης επιβολής, το ελληνικό κράτος απείχε από πρακτικές που χαρακτήρισαν άλλα ευρωπαϊκά κράτη, είτε κατά την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική τους επέκταση είτε κατά τη διαδικασία εθνοκάθαρσης στο εσωτερικό τους. Προφανώς, θα ήταν ανιστόρητος ο χαρακτηρισμός της -ανατριχιαστικής στις διαστάσεις και στην εκδήλωσή της- σφαγής των μουσουλμάνων της Τρίπολης σαν διαδικασίας εθνοκάθαρσης, καθώς η πρακτική αυτή, μετά την κατάληψη μια πόλης με μάχη, ήταν συνήθης επί χιλιάδες χρόνια σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, ανεξαρτήτως της διαμόρφωσης εθνών και εθνικής συνείδησης.
Η εκτεταμένη εθνοκάθαρση που θα συντελεστεί στα 1923-25, αφορώντας στο σύνολο των μουσουλμανικών πληθυσμών -με εξαίρεση αυτούς της Θράκης και των Αλβανών Τσάμηδων της Θεσπρωτίας-, καθώς και τους Βούλγαρους, συντελέστηκε στο πλαίσιο διακρατικών συμφωνιών της Ελλάδας με την Τουρκία και τη Βουλγαρία για την ανταλλαγή πληθυσμών, χωρίς να συνοδευτεί από βιαιότητες. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, οι βαρβαρότητες του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, που τις ακολούθησαν οι εκτεταμένες σφαγές και η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων από τους Τούρκους του Κεμάλ.
Έχοντας ως δεδομένη την απουσία μιας ιδεολογίας και πρακτικής πογκρόμ κατά των αλλοεθνών20 [20. Τόσο στη Βυζαντινή όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρξαν περιπτώσεις μαζικών διώξεων των Εβραίων, όπως κατά καιρούς συνέβαινε στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, και αργότερα και στην τσαρική Ρωσία.], αξίζει να δούμε ότι στην Ελλάδα δεν διαμορφώθηκε ιδεολογία «φυλετικής ανωτερότητας» και για έναν επιπλέον λόγο: η Ελλάδα δεν υπήρξε χώρα αποικιοκρατική. Ο ελληνικός εθνικισμός δεν στηρίχτηκε στην επιδίωξη κατάκτησης χωρών και λαών που θα υποδουλώνονταν. Ο επεκτατισμός του ελληνικού κράτους συνδυαζόταν και δικαιολογούνταν με την προβολή απελευθερωτικών αλυτρωτικών προταγμάτων.
Σύμφωνα με την επίσημη κρατική, αλλά και τη λαϊκή ιδεολογία, η Μακεδονία -αν και κατοικούμενη στην πραγματικότητα από ένα σύνολο λαών, ανάμεσα στους οποίους δύσκολα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως οι ελληνικής εθνικής συνείδησης αποτελούσαν την πλειονότητα- δεν επρόκειτο να κατακτηθεί και να δουλωθεί ο λαός της. Έπρεπε να απελευθερωθεί, γιατί εκεί ζούσαν Έλληνες, στους οποίους η ελληνική εθνική ιδεολογία συμπεριλάμβανε και τους σλαβόφωνους, που η βουλγαρική προπαγάνδα θεωρούνταν πως επιδίωκε να εκβουλγαρίσει, και τους βλαχόφωνους, που οι Ρουμάνοι διεκδικούσαν ως ομοεθνείς τους. Πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από τις αξιώσεις που θεμελιώνονταν στη θεωρία του ζωτικού χώρου, όσο κι αν ήταν ακριβώς ο έλεγχος και των μακεδονικών και θρακικών παραλίων του Αιγαίου από την Ελλάδα, που θα διασφάλιζε τον κυρίαρχο ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή της καθ’ ημάς Ανατολής.
Είναι εύλογο το ερώτημα αν η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι είχαν συνείδηση ότι οι ελληνικές επεκτατικές επιδιώξεις δεν θεμελιώνονταν πάντα σε «δίκαιη» βάση. Η αλλοίωση στατιστικών στοιχείων για την πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας από τα ελληνικά προξενεία της περιοχής πριν το 1912, η σχετική ευκολία με την οποία τίθονταν σε διαπραγμάτευση περιοχές που σε άλλες περιπτώσεις διεκδικούνταν σαν ελληνικές (περιοχή του Μοναστηρίου, ανατολική Μακεδονία κ.λπ.), όπως και η συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια για τον εξελληνισμό των αλλόγλωσσων πληθυσμών μετά την προσάρτηση, φανερώνουν πως υπήρχε συνείδηση του αμφισβητούμενου χαρακτήρα των εδαφικών διεκδικήσεων. Εντούτοις, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η κυρίαρχη τάξη είναι απαλλαγμένη από τη λειτουργία της ιδεολογίας ως αναπαράστασης της φαντασιακής σχέσης με την πραγματικότητα21 [21. Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις – Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ. 101-102. Marta Harnecker, Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού – Παπαζήση, Αθήνα 1976, σ. 94 κ.έ.]. Σε σημαντικό βαθμό, επιδιώξεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντά της, τις εκλαμβάνει ως δίκαιες.
Όσο κι αν η παραποίηση στοιχείων ήταν συνειδητή, άλλο τόσο συνειδητή ήταν και η αίσθηση ότι, πράγματι, τα εδάφη αυτά δικαιωματικά ανήκαν στην Ελλάδα και όχι μόνο για λόγους ιστορικούς. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, με την ένταξη στην επίσημη κρατική ιδεολογία του σχήματος της τρισχιλιετούς ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, η Μακεδονία των αρχαίων και των βυζαντινών χρόνων αναγνωριζόταν, πλέον, ως ελληνική, άρα και διεκδικήσιμη. Οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες που αυτοαναγνωρίζονταν ως Έλληνες και συμμετείχαν, μάλιστα, στα 1904-08 στις ένοπλες αντιπαραθέσεις με τους ομόγλωσσούς τους που αυτοαναγνωρίζονταν ως Βούλγαροι, δεν ήθελαν να εξαπατήσουν κανέναν, πόσο μάλλον τους εαυτούς τους.
Μπορούμε να πούμε πως διανοούμενοι, όπως ο Ίων Δραγούμης ή η Πηνελόπη Δέλτα, επίσης δεν είχαν πρόθεση εξαπάτησης. Όπως και όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου, έτσι κι αυτοί, πίστευαν, πράγματι, πως η ένταξη της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος αποτελεί απελευθερωτικό καθήκον απέναντι στους αλύτρωτους αδελφούς, όσο κι αν οι περισσότεροι απ’ αυτούς, μέσα από ιστορικές περιπέτειες αιώνων, ξέχασαν ως και την εθνική τους γλώσσα! Αυτή τη γλώσσα ανέλαβε να τους «υπενθυμίσει» ο Πελοποννήσιος δάσκαλος μετά το 1913, πιστεύοντας ακράδαντα πως έχει ιερό χρέος να εμφυσήσει την ελληνική εθνική συνείδηση σ’ αυτά τα Ελληνόπουλα, που πρέπει πρώτα απ’ όλα να μάθουν να μιλάνε, άρα και να σκέφτονται ελληνικά, ακόμη και με τη χρήση μεθόδων που θα ζήλευε ο Κρητικός χωροφύλακας.
Ας μείνουμε λίγο παραπάνω στο σημείο αυτό, ακριβώς γιατί η ιδεολογία που διαμόρφωσε ο ελληνικός λαός σε σχέση με τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη των εκφράσεων του φασισμού στην Ελλάδα.
Ξέρουμε ότι ο Παύλος Μελάς έδρασε σε περιοχές που κατοικούνταν από πληθυσμούς κυρίως βλαχόφωνους και σλαβόφωνους, μεγάλο μέρος των οποίων δεν θεωρούσε πως εντασσόταν στο ελληνικό έθνος. Ας σκεφτούμε, όμως, τι πίστευε ο ίδιος για το τι έκανε εκεί που πήγε.
Αυτά που έγραφε στις επιστολές του σε αγαπημένα του πρόσωπα δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνα που θα έγραφε ένας Έλληνας αξιωματικός το 1921 από το Αφιόν Καραχισάρ, πόσο μάλλον ένας Ιταλός το 1935 από την Αντίς Αμπέμπα ή το 1940 από την Πίνδο, και ένας Άγγλος το 1955 από την Κένυα ή την Κύπρο. Ο Παύλος Μελάς έβλεπε τον εαυτό του ως απελευθερωτή εδαφών που τα θεωρούσε ελληνικά22 [22. Είναι χαρακτηριστικό το ξάφνιασμά του, όταν διαπίστωσε ότι εκεί που βρέθηκε ο λαϊκός κόσμος δεν μιλούσε ελληνικά κι ακόμη περισσότερο όταν διαπίστωσε την απροθυμία των ντόπιων να συνταχθούν με το «απελευθερωτικό» του σχέδιο (Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς. Βιογραφία. Από αναμνήσεις, διηγήσεις, γράμματα δικά του και άλλων – Δωδώνη, Αθήνα 1998.]. Οι άλλοι είχαν πλήρη συνείδηση πως πολεμούσαν σε ξένους τόπους.
Όσο κι αν η Μεγάλη Ιδέα -που από τα μέσα της δεκαετίας του 1840 μέχρι το 1922 αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της επίσημης κρατικής ιδεολογίας και της εθνικής ιδεολογίας του ελληνικού λαού- απέβλεπε και σε στόχους που απέβαιναν σε βάρος των δικαίων των γειτονικών λαών, θεμελιωνόταν πάνω σε μια βάση καταφανώς δίκαιη: το αλυτρωτικό ζήτημα ήταν πραγματικό και δίκαιες οι διεκδικήσεις εδαφών, όπου η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων αποτελούνταν από συμπαγείς πληθυσμούς με ελληνική εθνική συνείδηση, ανεξαρτήτως γλώσσας και καταγωγής.
Το άδικο και τελικά ανεδαφικό της Μεγάλης Ιδέας έγκειται ακριβώς στην επέκταση αυτών των διεκδικήσεων και σε περιοχές όπου η Ελλάδα δεν μπορούσε να έχει κανένα δικαίωμα στηριγμένο σε εθνολογικά επιχειρήματα. Εντούτοις, κι εκεί ακόμη, οι αξιώσεις θεμελιώνονταν και πάλι στην ύπαρξη ελληνικών μειονοτήτων, ενώ ως ισχυρό επιχείρημα προβαλλόταν το ιστορικό δίκαιο: αν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Βυζαντίου ήταν ελληνική, ελληνική πρέπει να ξαναγίνει και η Πόλη και η Σμύρνη και η Νίκαια και η Τραπεζούντα, αλλά και η Φιλιππούπολη και η Αγχίαλος και το Μοναστήρι, όπου εξακολουθούσαν να ζουν ελληνικοί πληθυσμοί.
Και σ’ αυτή την περίπτωση, η διαφορά από την αντίληψη της κρατικής επέκτασης που καθόρισε την εθνική ιδεολογία άλλων λαών είναι εμφανής. Η αποικιοκρατική κατάληψη της Λιβύης από την Ιταλία το 1911 δεν θεμελιωνόταν ιδεολογικά σε κανέναν αλυτρωτισμό. Ο ιταλικός λαός έπρεπε να πειστεί πως η κατοχή της ήταν αναγκαία για την περαιτέρω ανάδειξη της Ιταλίας σε Μεγάλη Δύναμη και την οικονομική της ανάπτυξη, άρα για την ευημερία του, και μπροστά στην επιδίωξη αυτή δεν έχουν καμιά σημασία συζητήσεις περί ηθικής και δικαίου. Άλλωστε, τέτοιου τύπου συζητήσεις θα αποτελούσαν εμπόδιο στην αποικιοκρατική εξόρμηση τόσων και τόσων άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που στην κατάκτηση εδαφών στις άλλες ηπείρους όφειλαν τη δύναμη και την ευημερία τους. Τι θα ήταν η Αγγλία και η Γαλλία, κι ακόμη περισσότερο η μικρή Ολλανδία και το μικρό Βέλγιο, χωρίς τις αποικίες;
Εξαιρετικά χαρακτηριστική του τρόπου που αντιλαμβανόταν ο ελληνικός λαός τη διάσταση μεταξύ απελευθερωτικών και επεκτατικών κατακτητικών πολέμων, ήταν η πολιτική συμπεριφορά μεγάλου τμήματός του –της πλειονότητας στην «Παλαιά Ελλάδα»23 [23. Ως «Παλαιά Ελλάδα» αναφέρονταν οι περιοχές που εντάσσονταν στο ελληνικό κράτος και πριν το 1912, και κυρίως η Πελοπόννησος και η Στερεά.]- κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο ίδιος κόσμος που υποστήριξε ή και συμμετείχε με ενθουσιασμό στους πρόσφατους βαλκανικούς πολέμους, που τους θεωρούσε απελευθερωτικούς (άλλωστε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, όπως και παλιότερα στον πόλεμο του 1897, σε κρητικές επαναστάσεις κ.λπ., είχαν συμμετάσχει και Ευρωπαίοι σοσιαλιστές και ριζοσπάστες εθελοντές, γαριβαλδινοί κ.ά.), αντιτάχθηκε σε μια νέα πολεμική εμπλοκή και η αντιπολεμική του διάθεση εκφράστηκε με την καταψήφιση του Βενιζέλου το 1920 και με το πλήθος των ανυπότακτων και των λιποτακτών κατά τον πόλεμο της Μικράς Ασίας.
Όταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 κάνει στην Ευρώπη την εμφάνισή του ο φασισμός, η Ελλάδα έβγαινε από μια πολύχρονη πολεμική περιπέτεια, που είχε λήξει με τη μεγαλύτερη τραγωδία της νεοελληνικής ιστορίας, τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η απόπειρα υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας είχε οδηγήσει στον εξανδραποδισμό του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της ανατολικής Θράκης. Μετά το 1922 η τεράστια πλειονότητα των Ελλήνων ζούσε, πλέον, μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους, ενώ και το ελληνικό κεφάλαιο είχε χάσει τη δυνατότητα να δραστηριοποιείται στον ευρύτερο χώρο που παραδοσιακά αποτελούσε προνομιακό πεδίο για την κερδοφορία του. Η Ρωσία είχε γίνει σοβιετική, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διαλυθεί και οι Έλληνες της Τουρκίας είχαν εκδιωχθεί, ενώ οι όποιες δραστηριότητες του ελληνικού αστισμού ακόμη και εκτός ελλαδικού χώρου (τραπεζικές και κυρίως εφοπλιστικές) γίνονταν, πλέον, με κέντρο την Ελλάδα, που είχε εγκαταλείψει -θέλοντας και μη- τις επεκτατικές της προσδοκίες. Ο εθνικισμός δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση μαζικής συσπείρωσης γύρω από οργανώσεις φασιστικού προσανατολισμού, σε μια χώρα με τέτοια πρόσφατη οδυνηρή εμπειρία.
Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα παρακολουθήσουμε συγκεκριμένα το αδιέξοδο του φασισμού σ’ αυτό το καίριο για την ανάπτυξή του ζήτημα, της προβολής και αποδοχής από ευρύτερες λαϊκές μάζες μιας ιδεολογίας εθνικιστικής. Λέγοντας από τώρα αυτό που αποτελεί, ούτως ή άλλως, κοινό τόπο: αυτοί που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα σαν στυλοβάτες της εθνικοφροσύνης, ταυτίστηκαν στη λαϊκή συνείδηση, σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους, με την εθνοπροδοσία.
Σε μια χώρα όπου διαμορφώθηκε συνείδηση κοινών λαϊκών συμφερόντων μεταξύ εργατικής τάξης και μικροαστικών-μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, όπου κυριαρχούσαν αντικρατικές διαθέσεις και βαθύς λαϊκός δημοκρατισμός, και απ’ όπου απουσίαζε ο εθνικισμός, ως μαζική ιδεολογία, ο φασισμός δεν μπορούσε να ριζώσει και δεν ρίζωσε, κατά τη μεγάλη περίοδο που εξετάζουμε εδώ, από τη δεκαετία του 1920 και μέχρι πρόσφατα. Το αν στις μέρες μας κάτι έχει αλλάξει, αποτελεί ερώτημα που προφανώς δεν μπορεί να απαντηθεί από την ιστορική έρευνα. Αυτή, όμως, μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε μήπως μια τέτοια αλλαγή είναι αναστρέψιμη, στον βαθμό που θα εντοπίζονταν οι ρίζες της και οι συνθήκες διαμόρφωσης των όρων που την προετοίμασαν, σε μια περίοδο που άρχιζε να συντελείται αυτή η ενδεχόμενη αλλαγή.