"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Εισαγωγή στη νεοελληνική ιστορία

2023-03-23 07:26

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΤΟΣ

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

1. Το υπόδουλο Γένος. Τα «τζάκια» κι ο λαός

2. Η Επανάσταση του 1821

3. Το ελληνικό κράτος και ο κόσμος της εργασιακής ανεξαρτησίας (1830-1862)

4. Καπιταλιστική ανάπτυξη και αντίσταση στην προλεταριοποίηση (1862-1909)

5. Αστικός εκσυγχρονισμός και εδαφικός επεκτατισμός (1909-1922)

6. Η μεσοπολεμική Ελλάδα των οξυμένων αντιθέσεων (1922-1940)

7. Η έκρηξη των αντιθέσεων. Η Μεγάλη Δεκαετία του ’40

8. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα (1950-1974)

9. Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της «Αλλαγής» (1974-1989)

10. Νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός, ευρωπαϊσμός και κοινωνική αναδιάρθρωση (1990 - 2010)

ΒΑΣΙΚΗ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

Πρόλογος

Το μικρό αυτό κείμενο αυτό αποτελεί ανάπτυξη μιας πρώτης δουλειάς που γράφτηκε το 2013, ως «Εισαγωγή στην ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», για τη διευκόλυνση συζητήσεων με νεαρή εργαζόμενη φίλη, και δημοσιεύτηκε το 2016, με μικρές διορθώσεις, στην προσωπική μου ιστοσελίδα.

Στη νέα αυτή μορφή, επιχειρείται μια σύντομη γενική αναρά στη νεοελληνική ιστορία, από τους τελευταίους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι και την πρώτη δεκαετία του αιώνα που διανύουμε. Σε μια προσπάθεια εντοπισμού των γενικών χαρακτηριστικών της ιστορικής διαδικασίας διαμόρφωσης υ νεοελληνικού έθνους, του ελληνικού κράτους και κυρίως της ελληνικής κοινωνίας.

Κεντρικό άξονα αποτελεί η εξέλιξη των κοινωνικών ταξικών αντιθέσεων, ενώ αναδεικνύεται ο αντιστασιακός χαρακτήρας που « διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία» (Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας – Θεμέλιο, Αθήνα 1975, σ. 12). 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1. Το υπόδουλο Γένος. Τα «τζάκια» κι ο λαός

Όπως σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, έτσι και στο ελληνικό, που άρχισε να διαμορφώνεται από τα τέλη του 18ου αιώνα με καθοριστική τη συμβολή των διανοουμένων του ελληνικού διαφωτισμού (Ρήγας Φεραίος, Αδαμάντιος Κοραής κ.ά.), η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας συνδέθηκε με την εμφάνιση αστικής τάξης που ενδιαφερόταν για τη συγκρότηση κοινωνικού σχηματισμού υπό την κυριαρχία της. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτούσε τη διαμόρφωση συνείδησης κοινής ταυτότητας με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και κυρίως με τους μαζικότατους, εκείνη την εποχή, αγροτικούς πληθυσμούς.

Η αυτοαναγνώριση αστικών και λαϊκών στρωμάτων ως εντασσόμενων σ’ ένα ενιαίο σύνολο γίνεται μέσα από την ανάδειξη εκείνων των στοιχείων που αντικειμενικά ήταν κοινά, αν και δεν υπήρξαν στο σύνολό τους απαραίτητα σε κάθε περίπτωση. Ο γεωγραφικός χώρος, η γλώσσα (με εξαιρέσεις, όπως η Ελβετία), η θρησκεία (με εξαιρέσεις, όπως η Γερμανία) και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αποτέλεσαν τη βάση για τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης: της πεποίθησης πως το σύνολο όσων μετέχουν σ’ αυτά αποτελούν ένα ιδιαίτερο έθνος.

Η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης συντελείται με όρους τόσο πραγματικούς όσο και πλασματικούς: με τη συγκρότηση μιας φαντασιακής αναφοράς στο ιστορικό παρελθόν, όπου εντάσσονται στοιχεία αληθινά και ψευδή, σε μια προσπάθεια να αναπτυχθεί συνείδηση κοινής καταγωγής και ιστορικής διαδρομής στους πληθυσμούς που αυτοαναγνωρίζονται στην ίδια εθνική ταυτότητα.

Ως Έλληνες κλήθηκαν να αυτοαναγνωριστούν οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί της νότιας Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας, των νησιών του Ιονίου και του Αιγαίου, και της Κύπρου, στη βάση της θρησκείας που τους διαφοροποιούσε από τους κυρίαρχους μουσουλμανικούς οθωμανικούς πληθυσμούς, και με αναφορά στην κοινή καταγωγή από τους Αρχαίους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα -την οποία χρησιμοποιούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία, που αποτελούσε πολιτικό θεσμό, εκπροσωπώντας το σύνολο αυτών των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών- αναγνωριζόταν ως κυρίαρχη μεταξύ τους, χωρίς η γνώση και η χρήση της να αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική ταυτότητα. Έτσι, κατά τον 19ο αιώνα, μέχρι και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού, το νεοελληνικό έθνος συγκροτείται, εκτός από τους ελληνόφωνους (μεταξύ των οποίων και οι καθολικοί των Κυκλάδων), και από τους Αρβανίτες (που διαφοροποιούνται από τους μουσουλμάνους Αλβανούς, λόγω της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης τους), την πλειονότητα των λατινόφωνων Βλάχων της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, μέρος των σλαβόφωνων της Μακεδονίας και τους τουρκόφωνους χριστιανούς του Πόντου και της Καππαδοκίας.

Ο μύθος της κοινής ελληνικής καταγωγής συμπληρώθηκε αργότερα με τη θεωρία της κοινής ιστορικής διαδρομής, ενιαίας και συνεχούς από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία. Έτσι, στην αδιάσπαστη αυτή ελληνική ιστορία εντάχθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα και η χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου, παρά το ότι το ίδιο αυτοαναγνωριζόταν ως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έχοντας πολυεθνική σύνθεση, ενώ και το σύνολο σχεδόν των αυτοκρατόρων του προερχόταν από λαούς ξένους προς τον ελληνικό. Ο «εξελληνισμός» του περιοριζόταν στη χρήση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης, παράλληλα με τη λατινική από τον 8ο αιώνα περίπου και ως αποκλειστικής στην περίοδο της παρακμής του.

Στο Βυζάντιο ο όρος «Έλληνας» χρησιμοποιούνταν επικριτικά, για τον χαρακτηρισμό των ειδωλολατρών. Εντούτοις, μετά την κατάκτηση από τους δυτικούς Σταυροφόρους, τον 13ο και 14ο αιώνα, ο όρος αναφέρεται στους ελληνόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς, για τη διαφοροποίησή τους από τους δυτικούς καθολικούς κατακτητές. Πάντως, οι ίδιοι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τον αυτοπροσδιορισμό τους τον όρο «Ρωμιός», με σαφή αναφορά στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία.

Όπως στον βυζαντινό, έτσι και στον οθωμανικό κοινωνικό σχηματισμό κυρίαρχος τρόπος παραγωγής ήταν ο ανατολικός (ασιατικός),  συναρθρωμένος με φεουδαρχικές, απλές εμπορευματικές και καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις.

Στον ανατολικό τρόπο παραγωγής η γη, κύρια πηγή πλούτου, ανήκει στον ανώτατο άρχοντα (τον αυτοκράτορα ή τον σουλτάνο), ως εκπρόσωπο του Θεού, ο οποίος παραχωρεί δικαιώματα εκμετάλλευσης σε αξιωματούχους, χωρίς όμως να αποτελεί ιδιοκτησία τους. Συνάμα, μεγάλο μέρος της γης ανήκε σε ανεξάρτητους παραγωγούς, που συγκροτούνται σε αυτόνομες κοινότητες. Η περίοδος παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνοδεύτηκε από την ιδιοποίηση μεγάλων εκτάσεων γης από αξιωματούχους που μετατράπηκαν σε φεουδάρχες, ενώ παράλληλα αναπτύσσονταν και οι καπιταλιστικές σχέσεις.

Κατά την περίοδο αυτή -τον 18ο αιώνα- διαμορφώθηκε και η ελληνική αστική τάξη, που ανέπτυξε εμπορικές δραστηριότητες στη Βαλκανική, την κεντρική Ευρώπη και τη Ρωσία, και εμποροναυτιλιακές σε όλη τη Μεσόγειο, που συνδέθηκαν και με την ανάπτυξη της οικοτεχνικής και βιοτεχνικής παραγωγής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Ως επεκτατική, η ελληνική αστική τάξη συμμετέχει στην εκμετάλλευση πολλών από αυτές τις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιείται, αν και ως «φτωχός συγγενής» των δυτικών αστικών τάξεων.

Στον ελλαδικό χώρο υπάρχει συνάρθρωση των αστών που δρουν στις παροικίες του εξωτερικού με τους «κοτζαμπάσηδες», την άρχουσα τάξη των χριστιανικών κοινοτήτων που ασκούσε την πολιτική εξουσία στο πλαίσιό τους, κατέχοντας και σημαντικές εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Η συνάρθρωση αυτή δεν συνιστούσε συμμαχία αστών και φεουδαρχών, καθώς συντελούνταν με όρους ενασχόλησης και των κοτζαμπάσηδων με εμπορικές δραστηριότητες, ενώ συνήθως αστοί-πάροικοι και κοτζαμπάσηδες -εμπορευόμενοι ή μη- συνδέονταν μεταξύ τους και με συγγενικές σχέσεις, αποτελώντας τα περίφημα «τζάκια». 

Στην ανώτερη κοινωνική τάξη του υπόδουλου Γένους εντασσόταν και ο εξαιρετικά προνομιούχος ανώτερος κλήρος, όπως και οι Φαναριώτες. Έλληνες της Κωνσταντινούπολης που είχαν αναδειχθεί σε ανώτερους διοικητικούς και διπλωματικούς υπαλλήλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  

Πέρα απ’ αυτό το κυρίαρχο στρώμα των «τζακιών» η τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού αποτελούνταν από αγρότες, μικρό μέρος των οποίων ήταν ακτήμονες. Μεγάλο ποσοστό αντιπροσώπευαν και οι κτηνοτρόφοι, είτε με μόνιμη εγκατάσταση είτε ημινομάδες, οι ψαράδες και ιδιοκτήτες μικρών πλεούμενων με τα οποία μεταφέρονταν επιβάτες και εμπορεύματα, οι τεχνίτες και οι μικρέμποροι.

Συγκροτημένοι σε κοινότητες με σχετικό βαθμό αυτονομίας, περιορισμένο στις πεδινές περιοχές και εξαιρετικά αναπτυγμένο στις ορεινές και στα μικρά άγονα νησιά, οι πληθυσμοί αυτοί διαμόρφωναν την κοινωνική τους ζωή και τις ιδεολογικές τους αξίες με επίκεντρο την Ορθόδοξη Εκκλησία, έχοντας ως κοινό συνδετικό στοιχείο τη συνείδηση της ένταξης στο «Γένος». Στο ορθόδοξο χριστιανικό μιλιέτ, που αναγνώριζε επίσημα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ανήγαγε τις ρίζες του στην Αυτοκρατορία του Βυζαντίου, αναφερόμενο, κυρίως από τον 18ο αιώνα, στις αδελφικές σχέσεις με τη μεγάλη ομόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορία. 

Καθώς η ελληνική (ελληνόφωνη και μη) αστική τάξη αναδεικνύεται στην ισχυρότερη αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -χάρη στη θέση που κατέχει η ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία και στην ευνοϊκή γεωγραφική θέση των ελληνικών περιοχών-, η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας αποσκοπεί στη συγκρότηση κράτους για την προώθηση των συμφερόντων της, με την κατάργηση των περιορισμών που έθετε το οθωμανικό σύστημα στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Οι επιδιώξεις της αστικής τάξης συναντούν τις διαθέσεις και των λαϊκών στρωμάτων, τόσο της αγροτιάς -της μεγάλης πλειονότητας των πληθυσμών που αυτοαναγνωρίζονται ως ελληνικοί- όσο και των μικροβιοτεχνών, των μικρεμπόρων, των ναυτικών, των εργατοτεχνιτών κ.λπ., που έχουν άμεσα υλικά συμφέροντα από την απαλλαγή από την οθωμανική κυριαρχία. Τον προσανατολισμό αυτό ενισχύει ιδεολογικά ο ελληνικός διαφωτισμός, που θέτει τις βάσεις του επαναστατικού εθνισμού, με αναφορές στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και στην αναγέννηση του αρχαιοελληνικού κλέους. 

Από τα τέλη του 18ου αιώνα, η έννοια του Γένους ταυτιζόταν όλο και πιο πολύ μ’ αυτή του ελληνικού έθνους, στο οποίο περιλαμβάνονταν και μη ελληνόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί. Σε μια εποχή που δεν είχε αναδυθεί ακόμη ο εθνισμός των γειτονικών βαλκανικών λαών, με εξαίρεση τον σερβικό και σε κάποιο βαθμό τον ρουμάνικο. Έτσι, στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, η προοπτική της απελευθέρωσης του Γένους από την οθωμανική κυριαρχία ταυτίζεται με την αναγέννηση του ελληνικού έθνους, δημιουργού του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.

Η αναφορά στην αρχαιοελληνική δημοκρατία και στις αρχές που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση, προσδίδει ριζοσπαστικό χαρακτήρα στο κίνημα της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας, που θα επηρεάσει και τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό της Επανάστασης που θα ξεσπάσει το 1821.

 

Χρονολόγιο

1453: Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους.

1669: Με την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς το σύνολο, σχεδόν, των περιοχών όπου ζούσαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί εντάσσεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μικρά μέρη, όπως τα νησιά του Ιονίου, και για μικρή περίοδο (1687-1715) η Πελοπόννησος, παραμένουν υπό ενετική κατοχή.

1770-1774: Ρωσοτουρκικός Πόλεμος και αποτυχημένη εξέγερση στην Πελοπόννησο (Ορλωφικά). Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, με την οποία τα ελληνικά πλοία τίθενται υπό ρωσική προστασία.

1798: Απαγχονισμός του Ρήγα Φεραίου στο Βελιγράδι.

1814: Ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας στην Οδησσό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. Η Επανάσταση του 1821

Η Επανάσταση του 1821 έγινε σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία σε ολόκληρη, σχεδόν, την Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του πλανήτη -κυρίως στην αμερικανική ήπειρο- έπνεαν ισχυροί οι άνεμοι των εθνικών αυτοπροσδιορισμών και των αγώνων για συγκρότηση ανεξάρτητων κρατών, θεμελιωμένων στη βάση της εθνικής ταυτότητας. Ταυτόχρονα, η περίοδος αυτή χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία στην Ευρώπη των συντηρητικών δυνάμεων, μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815, που θεωρήθηκε πως έκλεισε τον κύκλο της αναταραχής που άνοιξε με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Εντούτοις, η ίδια η Ελληνική Επανάσταση, οι επαναστάσεις που ξέσπασαν ταυτόχρονα στη Λατινική Αμερική ενάντια στην ισπανική κυριαρχία, οι εξεγέρσεις στην Ισπανία και την Ιταλία, και στη συνέχεια η νέα Επανάσταση στη Γαλλία το 1832, απέδειξαν πως οι ελπίδες των συντηρητικών δυνάμεων για σταθεροποίηση της κατεστημένης κατάστασης δεν ήταν παρά αυταπάτες.

Ευνοϊκοί παράγοντες στο ξέσπασμα της Επανάστασης ήταν ο πόλεμος κατά του Αλή Πασά στα 1820-1822 και ο Οθωμανοπερσικός Πόλεμος του 1821-1823, που απασχολούσαν το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Η Ελληνική Επανάσταση, που παρά τις αρχικές προσπάθειες περιορίστηκε στις απόμακρες από το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιοχές της νότιας Ελλάδας. Έχοντας αποτύχει η απόπειρα του Αλέξανδρου Υψηλάντη να ξεσηκώσει τη Μολδοβλαχία κατά των Οθωμανών, η Επανάσταση ρίζωσε, κυρίως, στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και κάποια από τα ισχυρά ναυτικά νησιά του Αιγαίου, ενώ καταστάλθηκε σε όλα τα άλλα μέρη όπου εκδηλώθηκε. Από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, μέχρι την Κρήτη.

Μετά από μια σειρά μαχών, στις οποίες διακρίθηκε η στρατιωτική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και κυρίως με την κατάληψη της πρωτεύουσας της Πελοποννήσου, της Τριπολιτσάς, και τη συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια, η Πελοπόννησος απελευθερώθηκε, ενώ ταυτόχρονα απελευθερώθηκε και η Ρούμελη, όπου δόθηκαν, επίσης, σημαντικές μάχες, με πρωταγωνιστές τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Αθανάσιο Διάκο και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

Στην επικράτηση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη συνέβαλε καθοριστικά και η αδυναμία μεταφοράς οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων μέσω θαλάσσης, καθώς το Αιγαίο ελεγχόταν από τους ναυτικούς των ελληνικών νησιών και κυρίως της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη πολεμική εμπειρία κατά την ημιπειρατική δράση τους τις προηγούμενες δεκαετίες. Έχοντας συγκροτήσει έναν ισχυρό εμπορικό στόλο, υπό την προστασία της Ρωσίας, από το 1774, αλλά και με το σπάσιμο του αποκλεισμού της Γαλλίας κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1803-1815).

Διακηρύσσοντας με τις Εθνοσυνελεύσεις της αρχές δημοκρατικές που της προσέδιδαν σαφή αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα, συμπεριλαμβανόμενου του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, της μη αναγνώρισης της δουλείας, αλλά και τίτλων ευγενείας κ.λπ., η Ελληνική Επανάσταση εντασσόταν, σαφώς, στο μεγάλο ριζοσπαστικό δημοκρατικό ρεύμα που σηματοδοτήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση. 

Κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε ήταν, από τη μια, τοπικές αντιστάσεις στη διαμορφωνόμενη συγκεντρωτική κρατική εξουσία -που εκδηλώθηκαν και με εμφύλιους πολέμους- και, από την άλλη, η ανάγκη διεθνούς στήριξης και κυρίως η υποστήριξη από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, καθώς η Αυστρία είχε σταθερή τοποθέτηση υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).

Η εμφύλια αντιπαράθεση που οξύνθηκε στα 1824-1825, έφερε αντιμέτωπες διάφορες ομάδες με αντιτιθέμενα συμφέροντα, όπως ήταν οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, αυτοί της Ρούμελης, οι εφοπλιστές των νησιών, και κάποιοι Φαναριώτες που είχαν συρρεύσει στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Στις εμφύλιες αυτές διαμάχες δεν είχε αυτόνομη  συμμετοχή ή παρέμβαση η λαϊκή κοινωνική πλειονότητα, καθώς το διακύβευμα ήταν η κατανομή της εξουσίας μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Ο εργαζόμενος λαϊκός κόσμος εξακολουθούσε να αποβλέπει στην εθνική απελευθέρωση και στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων του που καταπατούνταν από τους Οθωμανούς, ενώ η αγροτιά προσέβλεπε και στη διανομή των καλλιεργήσιμων εδαφών που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι.

Ενώ η εμφύλιος πόλεμος έφτανε στο αποκορύφωμά του, την καταστολή της Επανάστασης ανέλαβε ο Ιμπραήμ πασάς, γιος του ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη, που κατέλαβε την Κρήτη, το 1824, και τον επόμενο χρόνο αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο. Έχοντας επιβάλει την κυριαρχία του στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, με τους Έλληνες να καταφεύγουν σε κλεφτοπόλεμο εναντίον του, το 1826 εκπόρθησε το πολιορκούμενο από το 1824 Μεσολόγγι. Η ηρωική έξοδος και θυσία των πολεμιστών και των άμαχων κατοίκων του Μεσολογγίου προκάλεσε διεθνή συγκίνηση και αναζωπύρωσε το κίνημα του φιλελληνισμού που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών κύκλων σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.

Παράλληλα, οι επιτυχίες του Ιμπραήμ και κυρίως η πτώση του Μεσολογγίου, αναθέρμαναν την Επανάσταση, με πρωταγωνιστές στη μεν Πελοπόννησο τον Κολοκοτρώνη, στη δε Ρούμελη τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Τον ίδιο καιρό εκδηλώθηκε άμεσο ενδιαφέρον και εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως λόγω του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Ο φόβος της Αγγλίας και της Γαλλίας ότι μια ενδεχόμενη ρωσική επέμβαση θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ελληνικού κράτους υπό την επιρροή της Ρωσίας, αλλά και η ανησυχία των Άγγλων για την αποπληρωμή δανείων που είχαν δώσει προς τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις, προκάλεσαν την παρέμβαση για την απομάκρυνση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, που κατέληξε, τον Σεπτέμβριο 1827, στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, κατά την οποία πλοία του αγγλικού, γαλλικού και ρωσικού στόλου κατέστρεψαν τον αιγυπτιακό και οθωμανικό στόλο.

Ως συνέπεια της ναυμαχίας του Ναβαρίνου και ενώ οι μάχες με τους Οθωμανούς συνεχίζονταν κυρίως στη Ρούμελη, άρχισαν διπλωματικές διαδικασίες για τη λήξη του απελευθερωτικού πολέμου και την ανακήρυξη ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ή έστω κράτους ημιανεξάρτητου υπό την κηδεμονία του Σουλτάνου, τις οποίες επέσπευσαν στα 1828-1829 ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος και η προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων ακόμη και μέχρι την ανατολική Θράκη. 

Στην προοπτική της επικείμενης ανακήρυξης ανεξάρτητου κράτους αναγνωρισμένου από τις Μεγάλες Δυνάμεις, έφτασε στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, που ανέλαβε κυβερνήτης της χώρας.

Τον Φεβρουάριο 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπέγραψαν οι μεγάλες Δυνάμεις, αναγνωρίστηκε ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, που περιλάμβανε την Πελοπόννησο, τη Ρούμελη μέχρι τον Αχελώο και τον Σπερχειό (αργότερα, το 1832, τα σύνορα επεκτάθηκαν στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού), τις Κυκλάδες, την Εύβοια και τις Βόρειες Σποράδες. Έληγε, έτσι, η Επανάσταση του 1821, ενώ το μικρό ελληνικό κράτος έφτανε σε έκταση τα 50.000 τ.χλμ. και σε πληθυσμό τους 750.000 κατοίκους.

Έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους έμειναν περιοχές με σαφή ελληνική πληθυσμιακή (ελληνόφωνη και βλαχόφωνη) σύνθεση, όπως η Θεσσαλία, η Ήπειρος, τμήματα της Μακεδονίας (όπως η Κοζάνη, τα Γρεβενά, η Ημαθία, η Πιερία, η Χαλκιδική και μέρος της περιοχής Σερρών), τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου, η Κρήτη και η Κύπρος.

Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, αν και μειονοτικοί, ζούσαν και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας, όπως και στη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία (τη σημερινή νότια Βουλγαρία), τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.

Εκτός Ελλάδας βρίσκονταν και τα νησιά του Ιονίου, που είχαν ακολουθήσει διαφορετική ιστορική διαδρομή από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, έχοντας βρεθεί σε μακραίωνη φράγκικη και ενετική κατοχή, που μετά το 1797 την ακολούθησε γαλλική, ρωσο-τουρκική, πάλι γαλλική και τελικά (από τα 1809-1814) αγγλική. Στα νησιά του Ιονίου κυριάρχησε ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής και αποτέλεσαν πεδίο διεξαγωγής μεγάλων αντιφεουδαρχικών αγώνων των αγροτών και της αναδυόμενης αστικής τάξης.

 

Χρονολόγιο

1821: Αποτυχημένη απόπειρα του Αλέξανδρου Υψηλάντη να ξεσηκώσει τη Μολδοβλαχία. Επανάσταση στην Ελλάδα και απελευθέρωση της Πελοποννήσου, μεγάλων τμημάτων της Ρούμελης και πολλών νησιών του Αιγαίου.

1822: Η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου υιοθετεί τις αστικοδημοκρατικές αρχές ως βάση συγκρότηση του νέου κράτους.

1824: Έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ των επαναστατών.

1825: Κατάληψη της Πελοποννήσου από τον Ιμπραήμ Πασά.

1826: Έξοδος του Μεσολογγίου.

1827: Επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ναυμαχία του Ναβαρίνου.

1828: Άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, ως κυβερνήτη, στο Ναύπλιο.

1829: Οι τελευταίες μάχες της Επανάστασης στη Ρούμελη. Ρωσοτουρκικός Πόλεμος και άσκηση πίεσης από την πλευρά των Ρώσων υπέρ των Ελλήνων.

1830: Αναγνώριση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3. Το ελληνικό κράτος και ο κόσμος της εργασιακής ανεξαρτησίας (1830-1862)

Η νίκη της Επανάστασης και η ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους υπήρξε αποτέλεσμα της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων από το 1827, καθεμιά από τις οποίες ήθελε να την προσεταιριστεί για την προώθηση των δικών της συμφερόντων. Κατά συνέπεια, καθοριστικός ήταν ο αγώνας των ίδιων των επαναστατημένων Ελλήνων.

Επιδιώκοντας τη συγκρότηση συγκεντρωτικού κράτους και προωθώντας σημαντικά μέτρα για τη δημιουργία των βάσεων στους τομείς της εύρυθμης διοίκησης, της οικονομικής ανάπτυξης, της παιδείας κ.λπ., ο Ιωάννης Καποδίστριας συγκέντρωσε στα χέρια του εξουσίες που περιόριζαν δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες. Συνάμα, προκαλούσε και αντιθέσεις με τοπικούς παράγοντες που αντιτάσσονταν στον περιορισμό της τοπικής εξουσίας τους, με συνέπεια τη δολοφονία του από μέλη της οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης, τον Σεπτέμβριο 1831.

Η δολοφονία του κυβερνήτη έδωσε τη δυνατότητα στις Μεγάλες Δυνάμεις να εφαρμόσουν τη μεταξύ τους συμφωνία για εγκαθίδρυση στην Ελλάδα μοναρχικού καθεστώτος. Έτσι, βασιλιάς της Ελλάδας ανακηρύχθηκε ο γιος του βασιλιά της Βαυαρίας, Όθωνας, που ήρθε στην τότε πρωτεύουσα της χώρας, το Ναύπλιο, τον Ιανουάριο 1833. Το 1834 πρωτεύουσα της χώρας ανακηρύχθηκε η Αθήνα. Ως ανήλικος, ο Όθωνας αναπληρωνόταν από τριμελή Αντιβασιλεία Βαυαρών, μέχρι την ενηλικίωσή του, το 1835.

Τόσο η Αντιβασιλεία όσο και ο Όθωνας ασκούσαν εξουσία απολυταρχική, αποβλέποντας, όπως και ο Καποδίστριας, στη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού κράτους, με περιορισμένα δικαιώματα και ελευθερίες στους υπηκόους του.

Στην κατεύθυνση αυτή σημαντική υπήρξε η αντικατάσταση των ιστορικά διαμορφωμένων αυτόνομων ή ημιαυτόνομων κοινοτήτων από δήμους, που περιλάμβαναν μεγάλο αριθμό χωριών γύρω από ένα αστικό ή ημιαστικό κέντρο. Παράλληλα, συγκροτήθηκε στρατός στα δυτικά πρότυπα, αποτελούμενος, κυρίως, από Βαυαρούς, καθώς και Χωροφυλακή, κύρια αρμοδιότητα των οποίων ήταν η αντιμετώπιση τοπικών εξεγέρσεων, όπως αυτές του 1836 στη Μάνη και την Ακαρνανία, καθώς και της ληστανταρσίας, στην οποία προσέφυγε και μεγάλο μέρος των παλιών αγωνιστών της Επανάστασης.

Σημαντική υπήρξε και η παρέμβαση στα εκκλησιαστικά ζητήματα, με την ανακήρυξη της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία έπαψε να ’χει διοικητική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ταυτόχρονα, διαλύθηκε μεγάλο μέρος των μοναστηριών και η περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Αν πάρουμε υπόψη τη σχέση των ληστανταρτών και των μοναστηριών με τις τοπικές κοινωνίες, οι πρωτοβουλίες αυτές προκάλεσαν λαϊκή δυσφορία, που την ενέτεινε το ότι ο βασιλιάς ήταν καθολικός.

Ενδιαφέρουσα ήταν η εκπαιδευτική πολιτική των Βαυαρών και του Όθωνα, που καθιέρωσαν το 4χρονο δημοτικό σχολείο, ίδρυσαν το Πανεπιστήμιο Αθηνών και έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία και του Πολυτεχνείου.

Αντιμέτωπο, το 1843, με σοβαρή αδυναμία κάλυψης των οικονομικών αναγκών του κράτους, που προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό τεχνητά από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το καθεστώς του Όθωνα αντιμετώπισε στις 3 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου στρατιωτικό κίνημα, με επικεφαλής τους Γιάννη Μακρυγιάννη και Δημήτριο Καλλέργη, που διέθετε λαϊκή στήριξη και τον υποχρέωσε να παραχωρήσει Σύνταγμα. Έτσι, το απολυταρχικό καθεστώς αντικαταστάθηκε απ’ αυτό της Συνταγματικής Μοναρχίας.   

Την πολιτική ζωή της χώρας πρωταγωνιστούσαν τρία κόμματα που είχαν συγκροτηθεί ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης, καθένα απ’ τα οποία εμφανιζόταν να συνδέεται με κάποια απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις. Επρόκειτο για το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα, τα οποία δεν αποτελούσαν εξαρτήματα της εξωτερικής πολιτικής των χωρών στις οποίες αναφέρονταν, αλλά θεωρούσαν ότι το εθνικό συμφέρον εξυπηρετούνταν καλύτερα με την πρόσδεση στην πολιτική της αντίστοιχης χώρας.

Πέρα απ’ αυτή τη βασική διαφορά, καθένα από τα τρία αυτά κόμματα εξέφραζε και μια διαφορετική αντίληψη για την προοπτική του ελληνικού κράτους. Έτσι, το αγγλικό κόμμα, με επικεφαλής τον Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, προσανατολιζόταν στην καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας, το γαλλικό, με επικεφαλής τον Ιωάννη Κωλέττη, υποστήριζε, κυρίως, την προοπτική της επέκτασης της Ελλάδας σε όλα τα εδάφη όπου ζούσαν Έλληνες, εισάγοντας έτσι τη θεωρία της Μεγάλης Ιδέας, και το ρωσικό, με επικεφαλής τον Ανδρέα Μεταξά, ενδιαφερόταν, κυρίως, για την υπεράσπιση των ορθόδοξων χριστιανικών παραδόσεων. Εντούτοις και παρά τις όποιες διαφορές τους, και τα τρία κόμματα ήταν υπέρ των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Η ελληνική αστική τάξη συνεχίζει να δρα και να αναπτύσσεται, κυρίως, εκτός ελληνικών συνόρων, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στα παροικιακά κέντρα της Αιγύπτου, της Ρουμανίας, της Ρωσίας και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Στο εσωτερικό της χώρας η παρουσία της είναι πολύ περιορισμένη και συνεχίζει κι αυτά τα χρόνια να συναρθρώνεται ακόμη και σε πλαίσια οικογενειακά με τους μεγαλογαιοκτήμονες (οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν είναι φεουδάρχες) και να εμπορεύεται τα προϊόντα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της οικοτεχνίας εντός και εκτός Ελλάδας.    

Βασική αιτία αυτού του προσανατολισμού είναι η απουσία υποδομών στην Ελλάδα και κυρίως η ανυπαρξία μαζικής εργατικής δύναμης, καθώς η τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού αποφεύγει την προλεταριοποίηση, ακόμη και με την προσφυγή στη ληστανταρσία και τη μετανάστευση.

Εντούτοις, η Ελλάδα δομείται ως μια χώρα αστικοδημοκρατική, με πολιτικές δομές προωθημένες σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εκείνης της εποχής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι αποτελούσε σταθερά καταφύγιο για πολιτικούς πρόσφυγες από άλλες χώρες, κυρίως μετά από εθνικοαπελευθερωτικές και δημοκρατικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις, όπως αυτές του 1848.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως το καθεστώς λειτουργούσε εύρυθμα και με σεβασμό στις συνταγματικές δεσμεύσεις. Η εύνοια του κρατικού μηχανισμού προς το εκάστοτε κυβερνόν κόμμα, η σύνδεση των κομμάτων με ληστοσυμμορίες, η νοθεία των εκλογικών αποτελεσμάτων, φαινόμενα ιδιαίτερα εκτεταμένα στα χρόνια της πρωθυπουργίας Κωλέττη (1844-1847), συνοδεύονταν και από τις συχνές παρεμβάσεις του βασιλιά που υπερέβαιναν τις συνταγματικά καθορισμένες αρμοδιότητές του.

Στην πολιτική ζωή της χώρας βάραιναν καθοριστικά και οι ξένες επεμβάσεις, όπως ο αγγλικός αποκλεισμός της Αθήνας, με πρόσχημα την προστασία του υπηκόου της Αγγλίας Πασίφικο, το 1850, και κυρίως ο αποκλεισμός από τον αγγλικό και γαλλικό στόλο στα 1854-1857, με αφορμή τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Ο αποκλεισμός απέβλεπε στην αποτροπή της κήρυξης από την Ελλάδα πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πολεμούσε με τη Ρωσία και είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανάκληση των άτακτων στρατιωτικών σωμάτων που ήδη είχαν περάσει τα σύνορα και πολεμούσαν στη Θεσσαλία και την Ήπειρο.

Τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκάλεσε ο αποκλεισμός του 1854-1857, σε συνδυασμό με την κακοδιοίκηση και τη ροπή του Όθωνα στον απολυταρχισμό, όξυναν τις πολιτικές αντιθέσεις τα αμέσως επόμενα χρόνια. Κατάληξη ήταν η εξέγερση του Οκτωβρίου 1862 και η έξωση του Όθωνα που επέστρεψε στη Βαυαρία. 

 

Χρονολόγιο

1831: Δολοφονία του Καποδίστρια. 

1833: Βαυαρική αντιβασιλεία.

1834: Μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. 

1835: Άνοδος του Όθωνα στον θρόνο.

1836: Εξεγέρσεις στην Ακαρνανία και τη Μάνη.

1843: Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου και μετατροπή του πολιτεύματος σε Συνταγματική  

          Μοναρχία.

1844: Διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας.

1854-57: Κριμαϊκός Πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, Αγγλίας και Γαλλίας.

               Αποκλεισμός του Πειραιά από τους Αγγλογάλλους.

1862: Εξέγερση και έξωση του Όθωνα.

 

 

 

 

4. Καπιταλιστική ανάπτυξη και αντίσταση στην προλεταριοποίηση (1862-1909)

Μετά την έξωση του Όθωνα και με την ψήφιση του Συντάγματος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας του 1864, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τους πιο αναπτυγμένους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο βασιλιάς -ο Γεώργιος, από τη δανέζικη δυναστεία των Γλύξμπουργκ- αποτελεί επιλογή των Μεγάλων Δυνάμεων, ως εγγυητής των συμφερόντων τους στην Ελλάδα, και βασιλεύει ως σύμβολο της εθνικής ενότητας, σε μία χώρα με αναπτυγμένο τον λαϊκό δημοκρατισμό.

Την ίδια περίοδο, το ελληνικό κεφάλαιο πραγματοποιεί τις πρώτες σοβαρές επενδύσεις του στη χώρα και αρχίζει η διαδικασία μιας αργής και ασυνεχούς εκβιομηχάνισης, ενώ μεγάλη προσπάθεια αστικού εκσυγχρονισμού επιχειρείται στην περίοδο 1875-1893, την οποία προωθεί ο Χαρίλαος Τρικούπης, εκπροσωπώντας πολιτικά τα δυναμικά τμήματα του ελληνικού παροικιακού κεφαλαίου. Η πολιτική αυτή συναντάει μεγάλες αντιστάσεις από τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα που λεηλατούνται φορολογικά και αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο απώλειας της εργασιακής τους ανεξαρτησίας με την επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων. Τελικά, οι βασισμένες κυρίως στον εξωτερικό δανεισμό αναπτυξιακές προσπάθειες οδηγούν, το 1893, στην πτώχευση της χώρας.

Ενώ ήδη από τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα είχαν απαξιωθεί και διαλυθεί τα μέχρι τότε κόμματα (ρωσικό, αγγλικό και γαλλικό), αυτά που συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο συνέχειά τους. Έτσι, συνέχεια του αγγλικού κόμματος ήταν το κόμμα των «Πεδινών» του Δημητρίου Βούλγαρη, κληρονόμος του οποίου, πολύ αργότερα, ήταν το κόμμα του Τρικούπη. Χαρακτηριστικό της παράταξης αυτής ήταν η πρόσδεση στη βασιλική εύνοια, η υποστήριξη της γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων και η αποφυγή κάθε αντιπαράθεσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Συνέχεια του ρωσικού και του γαλλικού κόμματος ήταν το κόμμα των «Ορεινών» των Κωνσταντίνου Κανάρη και Δημητρίου Γρίβα, κληρονόμος του οποίου ήταν το κόμμα του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και τελικά το κόμμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Σε συχνή αντιπαράθεση με τον βασιλιά, η παράταξη αυτή δεν ευνοούσε τη γρήγορη καπιταλιστική ανάπτυξη, επιδιώκοντας την έκφραση τόσο των λαϊκών όσο και των συμφερόντων της ντόπιας αστικής τάξης που απειλούνταν από τη διείσδυση του παροικιακού κεφαλαίου. Καθώς βρισκόταν σε αντιπαλότητα με τη βρετανική πολιτική, ευνοούσε την αντιπαράθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και με σημαντικές επιφυλάξεις.

Καίριο ζήτημα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους υπήρξε η επιδίωξη ενσωμάτωσης  των περιοχών όπου ζούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί και ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή στη Μεγάλη Βρετανία (τα Επτάνησα και η Κύπρος, που παραχωρήθηκε από την Τουρκία στους Βρετανούς το 1878). Αίτημα που αναγνωριζόταν διεθνώς ως δίκαιο από τις προοδευτικές, ριζοσπαστικές και επαναστατικές δυνάμεις, η αλληλεγγύη των οποίων εκδηλωνόταν ακόμα και με τη συμμετοχή ξένων εθελοντών σε εξεγέρσεις των υπόδουλων (κυρίως στην Κρήτη στα 1866-1869 και 1897) και σε ελληνοτουρκικούς πολέμους (1897 και 1912-1913).

Στη βάση του «αλυτρωτικού ζητήματος», ιδιαίτερα έντονου στα Επτάνησα -που ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864- την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Κύπρο,  θεμελιώθηκε κατά τη δεκαετία του 1840 η Μεγάλη Ιδέα, που κυριάρχησε στην εθνική και λαϊκή συνείδηση επί οχτώ περίπου δεκαετίες. Επρόκειτο για το όραμα της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας -εκλαμβανόμενης σαν ελληνικής- με την επέκταση του ελληνικού κράτους σε ολόκληρη τη νότια Βαλκανική και σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, έστω και αν σε πολλά από τα διεκδικούμενα εδάφη οι Έλληνες αποτελούσαν μειονότητα.

Η Μεγάλη Ιδέα, εκτός του ότι συγκροτούσε μια ενοποιητική ιδεολογία πάνω από ταξικές διαιρέσεις και αντιπαλότητες, συνδεόταν με τη στρατηγική επιδίωξη της ελληνικής αστικής τάξης για την ανάδειξη της Ελλάδας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο. Εντούτοις, η προβολή της συνάντησε την αντίθεση όχι μόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και των αναδυόμενων εθνικών κινημάτων άλλων βαλκανικών λαών και στη συνέχεια των νέων κρατών, κυρίως του βουλγαρικού. Η ελληνοβουλγαρική αντίθεση αφορούσε στην εθνική ταυτότητα των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, την οποία διεκδικούσαν και οι δύο χώρες.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κλονίζονταν πολύ συχνά από τις εξεγέρσεις των Ελλήνων της Κρήτης, που απαιτούσαν την Ένωσή της με την Ελλάδα, αλλά την ένοπλη αντιπαράθεση με την Τουρκία εμπόδιζε η σταθερή πολιτική των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, που ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αναχώματος στην επιδίωξη της Ρωσίας για έξοδο στη Μεσόγειο. Εντούτοις, ως συνέπεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1878-1881, αποδόθηκαν στην Ελλάδα η Θεσσαλία και η Άρτα.

Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε την πτώχευση του 1893, η κήρυξη του πολέμου στην Τουρκία, το 1897, με την έκρηξη νέας Κρητικής Επανάστασης -που έληξε με την ανακήρυξη του νησιού σε αυτόνομο κράτος-, είχε αποτέλεσμα την ήττα του ελληνικού στρατού και την ανακατάληψη της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Η επαναπόδοσή της στην Ελλάδα, με την καταβολή τεράστιου χρηματικού ποσού στην Τουρκία, έγινε με την προϋπόθεση της επιβολής Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. Έτσι, η Ελλάδα μπήκε στον 20ό αιώνα εθνικά ταπεινωμένη, οικονομικά αποδιαρθρωμένη και με κλονισμένη την εμπιστοσύνη του λαού στις πολιτικές ηγεσίες.

Ήδη έχουν συντελεστεί σημαντικοί μετασχηματισμοί στην ελληνική κοινωνία, ως συνέπεια του αστικού εκσυγχρονισμού κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στην Ελλάδα είναι εμφανής, πλέον, η κυριαρχία της αστικής τάξης, που μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς της ασκείται στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ισχυρές θέσεις κατέχουν  τόσο τα μεσοστρώματα όσο και η ιδιαίτερα αναπτυγμένη κρατική γραφειοκρατία. Οι κοινωνικές αυτές δυνάμεις αποτελούν βασικά στηρίγματα του κυρίαρχου καθεστώτος, ενώ η διαφοροποίησή τους από τα φτωχά εργαζόμενα λαϊκά στρώματα συντελείται ακόμη και με πολιτισμικούς όρους.

Χαρακτηριστικό της διαφοροποίησής τους είναι η υποτίμηση του λαϊκού πολιτισμού, που εκφράζεται με την αποδοχή, ως «ανώτερης», της δυτικής κουλτούρας, ακόμη και με την περιφρόνηση της ίδιας της γλώσσας του λαού, της δημοτικής. Επίσημη γλώσσα του κράτους και μέσο επικοινωνίας των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων είναι η καθαρεύουσα, μια γλώσσα τεχνητή, μέσω της οποίας επιχειρείται η ανάδειξη της ιστορικής σχέσης με την ελληνική αρχαιότητα. Ο αγώνας για την αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας προσανατολίζει σημαντικό τμήμα της διανόησης σε συνολικότερες φιλολαϊκές και προοδευτικές θέσεις.

Και κατά την περίοδο αυτή η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού αποτελείται από μικροϊδιοκτήτες, κυρίως αγρότες, κτηνοτρόφους, ναυτικούς, ανεξάρτητους τεχνίτες και μικρέμπορους. Πολύ συχνά η προσφυγή στη μισθωτή εργασία  και στη μετανάστευση γίνεται για την αναπαραγωγή της οικονομικής ανεξαρτησίας της οικογένειας, ακόμη και με την ευρύτερη έννοιά της, το σόι.

Στην οικονομική ανεξαρτησία αποβλέπουν και οι πελατειακές σχέσεις που αναπτύσσονται με πολιτικούς παράγοντες (συνήθως βουλευτές), που ενισχύονται και από την έντονη τάση της ολοκλήρωσης από κάποια μέλη της ευρείας οικογένειας έστω της Μέσης Εκπαίδευσης, για διορισμό στο Δημόσιο.  

Με το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού να παραμένει χαμηλό, χωρίς να φτάνει σε όρια εξαθλίωσης, ήδη έχει διαμορφωθεί μια εργατική τάξη που από τα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει να αναδεικνύεται σε υπολογίσιμη κοινωνική δύναμη. Είναι η περίοδος κατά την οποία η οικονομική κρίση οδηγεί και στη μαζική μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, που συνεχίζεται αμείωτη μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μετανάστευση έχει ως συνέπεια την εκτόνωση των μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων, παρεμποδίζοντας και την περαιτέρω μαζικοποίηση της εργατικής τάξης. Έτσι, από τη μια, η εργατική τάξη παραμένει -παρά τη σχετική μαζικοποίησή της- μικρή κοινωνική δύναμη, από την άλλη, όμως, ο περιορισμός της προσφοράς εργατικής δύναμης συμβάλλει στην ανάκτηση ενός στοιχειωδώς ανεκτού βιοτικού επιπέδου.

Το συνδικαλιστικό κίνημα, που εμφανίστηκε το 1879 με την ίδρυση των πρώτων σωματείων και τη διεξαγωγή απεργιακών αγώνων στη Σύρο (εμποροναυτιλιακού κέντρου της χώρας, μέχρι την αντικατάστασή της από τον Πειραιά), μόλις προς τα τέλη της δεκαετίας του 1900 κατορθώνει να συγκροτήσει σχετικά μαζικές οργανώσεις. Σταθμό στην ανάπτυξή του αποτέλεσε η ίδρυση εργατικών κέντρων στην Πάτρα, τον Βόλο κ.ά. πόλεις. 

Οι μικρές σοσιαλιστικές κινήσεις που εμφανίζονται στην Ελλάδα μετά το 1875 παραμένουν περιθωριακές και η ιδεολογία τους είναι ένα κράμα ρεφορμιστικών, αναρχικών, χριστανοσοσιαλιστικών και μαρξιστικών απόψεων. Μόλις το 1907  εκδίδεται το πρώτο βιβλίο («Το κοινωνικό μας ζήτημα», του Γεώργιου Σκληρού), που επιχειρεί να αναλύσει μαρξιστικά την ελληνική πραγματικότητα και τον επόμενο χρόνο ιδρύθηκε από προοδευτικούς διανοούμενους η «Κοινωνιολογική Εταιρία», με ρεφορμιστικό σοσιαλιστικό προσανατολισμό, και ο Σύνδεσμος των Εργατικών Τάξεων από τον ρεφορμιστή σοσιαλιστή Πλάτωνα Δρακούλη.

Ενώ η γη που εγκαταλείφθηκε από τους Τούρκους (οι «εθνικές γαίες») είχε περιέλθει σε μεγάλο ποσοστό στους καλλιεργητές και η κατοχή της νομιμοποιήθηκε το 1870 από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, ιδιαίτερο πρόβλημα από το 1881 αποτελούσε η μεγάλη γαιοκτησία στη Θεσσαλία. Τα κτήματα που εγκατέλειψαν εκεί οι Τούρκοι τιμαριούχοι περιήλθαν σε Έλληνες κεφαλαιούχους, ενώ οι καλλιεργητές παρέμειναν ακτήμονες εργάτες γης. Η διανομή της γης στους αγρότες παρέμεινε σταθερό αίτημα, και σταθμό στην ανάπτυξη του αγροτικού κινήματος της περιοχής αποτέλεσε η δολοφονία του σοσιαλιστή προπαγανδιστή της Μαρίνου Αντύπα το 1907.

 

Χρονολόγιο

1863: Ανάρρηση στον Θρόνο του Γεωργίου Γλύξμπουργκ.

 1864: Μετατροπή του πολιτεύματος σε Βασιλευόμενη Δημοκρατία.

          Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα.

1866-1869: Αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση.

1870: Διανομή των «εθνικών γαιών» στους ακτήμονες αγρότες.

1875: Έναρξη της εκσυγχρονιστικής πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη.

1879: Ίδρυση των πρώτων εργατικών σωματείων και διεξαγωγή απεργιών στη Σύρο.

1881: Παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στην Ελλάδα.

1893: Κήρυξη πτώχευσης του ελληνικού κράτους.

1897: Κρητική Επανάσταση και αναγνώριση της αυτονομίας της Κρήτης.

          Αποτυχημένος Ελληνοτουρκικός Πόλεμος.

1898: Επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.

1904-1908: Ένοπλες αντιπαραθέσεις ελληνικών και βουλγαρικών αντάρτικων σωμάτων στη Μακεδονία. 

 

 

 

 

 

 

 

 

5. Αστικός εκσυγχρονισμός και εδαφικός επεκτατισμός (1909-1922)

 Καθώς στην Τουρκία έχει πραγματοποιηθεί το 1908 η Επανάσταση των Νεοτούρκων, που δρομολόγησε τον εκσυγχρονισμό της χώρας, ενώ στη Μακεδονία η βουλγαρική παρουσία είναι εξαιρετικά ισχυρή, παρά τις προσπάθειες για διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης στους σλαβόφωνους πληθυσμούς (ακόμα και με ένοπλη δράση στα 1904-1908), η ελληνική αστική τάξη ανησυχεί από τις εξελίξεις και από την αδυναμία του κράτους να στηρίξει αποτελεσματικά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και τις επεκτατικές της βλέψεις. Οι ανησυχίες της αυτές συμπίπτουν με ανάλογες του σώματος των αξιωματικών, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της διανόησης της εποχής, καθώς και με τη δυσαρέσκεια ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων. Διαμορφώνονται, έτσι, οι όροι για το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, τον Αύγουστο 1909, και την αποδοχή του, τόσο από την άρχουσα τάξη όσο και από τα κυριαρχούμενα λαϊκά στρώματα.

Τα χρόνια 1909-1922 υπήρξαν για την Ελλάδα περίοδος σημαντικών πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων, πολεμικών περιπετειών και μεγάλης εδαφικής επέκτασης, που άνοιξε με το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί και έκλεισε με τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Το κίνημα στο Γουδί, τον Αύγουστο 1909, ακολούθησε το 1910 η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον νέο Κρητικό πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος, ιδρύοντας το Κόμμα των Φιλελευθέρων, τέθηκε επικεφαλής μιας μεγάλης εκσυγχρονιστικής προσπάθειας, που υποστηρίχθηκε από ευρύτατες δυνάμεις, από τα πιο δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου μέχρι και μετριοπαθείς τάσεις του σοσιαλιστικού κινήματος. Αναδιαρθρώνοντας τον κρατικό μηχανισμό, με τη μονιμοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων και την ίδρυση κοινοτήτων στη θέση των μεγάλων δήμων στην ύπαιθρο, εξορθολογίζοντας τη νομοθεσία, εισάγοντας το εργατικό και το συνδικαλιστικό δίκαιο, και εκσυγχρονίζοντας τις Ένοπλες Δυνάμεις, η κυβέρνηση Βενιζέλου -που στηρίχθηκε σε μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία- δημιούργησε όρους κοινωνικής ειρήνης στο εσωτερικό, απαραίτητων για τη διεξαγωγή των πολέμων του 1912-1913.

Οι βαλκανικοί πόλεμοι (ο πρώτος, με τη συμμαχία Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου κατά της Τουρκίας, και ο δεύτερος, με την Ελλάδα, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, την Τουρκία και τη Ρουμανία κατά της Βουλγαρίας) είχαν ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό της έκτασης του ελληνικού κράτους, με την ενσωμάτωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου (πλην της Δωδεκανήσου, που βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή), ενώ με την Ελλάδα ενώθηκε και η Κρήτη.

Το κλίμα αισιοδοξίας και συναίνεσης, που κυριαρχεί από το 1909 στο σύνολο, σχεδόν, της ελληνικής κοινωνίας, υποχωρεί το 1915, όταν τίθεται το ζήτημα της στάσης της Ελλάδας απέναντι στον πόλεμο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου επιδιώκει τη συμμετοχή στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), εκτιμώντας πως ο πόλεμος θα λήξει με ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία και Αυστροουγγαρία), με τις οποίες έχουν ταχθεί η Τουρκία και η Βουλγαρία. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει μέρος στη μεταπολεμική διανομή εδαφών, τα οποία θα της εξασφάλιζαν την ανάδειξή της σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη, σύμφωνα με τις προσδοκίες της Μεγάλης Ιδέας.

Εκφράζοντας τα δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης, το Κόμμα των Φιλελευθέρων βρέθηκε αντιμέτωπο με πιο συντηρητικές δυνάμεις, που ανησυχούσαν από μια νέα πολεμική περιπέτεια. Οι δυνάμεις αυτές εκφράστηκαν από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκε το αντιβενιζελικό στρατόπεδο.

Η διένεξη βενιζελικών – αντιβενιζελικών, που έμεινε στην ιστορία με τον όρο «Εθνικός Διχασμός»,  έφτασε ακόμη και στον σχηματισμό χωριστής βενιζελικής κυβέρνησης «Εθνικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη το 1916. Καθώς οι αντιβενιζελικοί είχαν την υποστήριξη ευρύτατων λαϊκών δυνάμεων, κυρίως στη νότια Ελλάδα, που αντιτάσσονταν σ’ έναν νέο πόλεμο, χρειάστηκε η άμεση επέμβαση των Αγγλογάλλων, που αποκλείοντας με στρατιωτικές δυνάμεις την πρωτεύουσα -προκαλώντας τεράστια προβλήματα, ακόμα και μαζικής πείνας, στον πληθυσμό- υποχρέωσαν το 1917 τον βασιλιά να αποχωρήσει από την Ελλάδα, αφήνοντας τον Θρόνο στον γιο του, Αλέξανδρο. Έτσι, η χώρα συμμετείχε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ.

Ως συνέπεια του τερματισμού του πολέμου με νίκη των δυνάμεων της Αντάντ,  ενσωματώθηκε στην Ελλάδα η Θράκη (δυτική και ανατολική, εκτός από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης) και της παραχωρήθηκε η περιοχή της Σμύρνης και του Αϊδινίου, που θα εντασσόταν στο ελληνικό κράτος μετά από δημοψήφισμα. Επρόκειτο για μια μεγάλη επιτυχία των δυναμικών τμημάτων του ελληνικού αστισμού που υλοποιούσε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, αν και χωρίς την εξασφάλιση της υποστήριξης του συνόλου του ελληνικού λαού στις πολεμικές περιπέτειες,  που στοίχισαν σε αίμα, έχοντας και άλλες τραγικές συνέπειες στην καθημερινή του ζωή.

Στην πραγματικότητα και πέρα από τις «εθνικοαπελευθερωτικές» διακηρύξεις, στα εδάφη που κερδήθηκαν οι Έλληνες αποτελούσαν μειονότητα, έστω και ισχυρή. Το ίδιο συνέβαινε και σε περιοχές της Μακεδονίας που ενσωματώθηκαν με τους βαλκανικούς πολέμους, καθώς δεν υπήρχε παντού πληθυσμιακή υπεροχή όσων είχαν διαμορφώσει ελληνική συνείδηση (ελληνόφωνων, σλαβόφωνων ή βλαχόφωνων).

Την ευφορία του βενιζελισμού και των δυναμικών τμημάτων του κεφαλαίου από το αποτέλεσμα του πολέμου ανέτρεψε η τουρκική αντίσταση, που υποχρέωσε τον ελληνικό στρατό σε συνέχιση του πολέμου στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η παράταση του πολέμου  είχε ως συνέπεια την αύξηση της λαϊκής δυσφορίας, που εκφράστηκε με ήττα των βενιζελικών στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920.

Την άνοδο στην εξουσία των αντιβενιζελικών -που συνοδεύτηκε με την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου- δεν ακολούθησε ειρήνευση στη Μικρά Ασία, με συνέπεια την περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών ζωής του ελληνικού λαού. Η πολεμική περιπέτεια έληξε τον Σεπτέμβριο 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη μεγαλύτερη τραγωδία που έζησε ο νεότερος Ελληνισμός.

Η μεγαλοϊδεατική πολιτική του βενιζελισμού, που συνεχίστηκε και από τους αντιβενιζελικούς, πληρώθηκε με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και ανάπηρους στρατιώτες, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου που εξοντώθηκαν από τους Τούρκους, και με τον ξεριζωμό του συνόλου του Ελληνισμού αυτών των περιοχών και της ανατολικής Θράκης.

Η περίοδος 1909-1922, εκτός των άλλων, αποτέλεσε τομή στη νεοελληνική πραγματικότητα και λόγω της εισόδου στο ιστορικό προσκήνιο των ευρύτερων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Τόσο η εκσυγχρονιστική πολιτική των χρόνων 1910-1914 όσο και η προσπάθεια των αντιμαχόμενων αστικών παρατάξεων, τα επόμενα χρόνια, να εξασφαλίσουν τη λαϊκή συναίνεση στην πολιτική τους, συνέβαλαν στην  ανάδειξη εκτός από τους αγρότες και τους μικροϊδιοκτήτες της πόλης, και της εργατικής τάξης σε κοινωνική δύναμη.

Αν και σχετικά καθυστερημένα, η αιματηρή εξέγερση των Θεσσαλών αγροτών στο Κιλελέρ το 1910 είχε ως συνέπεια, εφτά χρόνια αργότερα, την κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας. Λύθηκε, έτσι, ένα πρόβλημα δεκαετιών, με συνέπεια από τη μια την ενίσχυση του μικροϊδιοκτησίας στην ελληνική κοινωνία και από την άλλη τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς για τα προϊόντα της ελληνικής βιομηχανίας.

Η εργατική τάξη αποτελούσε κατά τη δεκαετία του 1910 περισσότερο από το 1/5 του πληθυσμού. Με την ενθάρρυνση της κυβερνητικής πολιτικής -που επιδιώκει τον εξορθολογισμό των εργασιακών σχέσεων και τον προσεταιρισμό της εργατικής τάξης- το συνδικαλιστικό κίνημα συγκροτείται σε σωματεία και εργατικά κέντρα σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ σημαντικές διεργασίες συντελούνται και στο σοσιαλιστικό κίνημα.

Σταθμό στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος αποτέλεσε η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος το 1912, καθώς εκεί δρούσε από το 1909 η πολιτικοσυνδικαλιστική Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία (Φεντερασιόν). Αποτελούμενη, κυρίως, από Ισραηλίτες -που συνιστούσαν τη μεγαλύτερη εθνική κοινότητα της πόλης- η Φεντερασιόν συνδεόταν με τη Β΄ Διεθνή και συγκρινόμενη με τις κινήσεις της νότιας Ελλάδας χαρακτηριζόταν από υψηλό επίπεδο ιδεολογικής και οργανωτικής συγκρότησης.

Η ευθυγράμμιση της πλειονότητας των σοσιαλιστών της παλαιότερης γενιάς («κοινωνιολόγοι», που εντάχθηκαν και στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, Δρακούλης, Σκληρός, Γιαννιός κ.ά.) με τον βενιζελισμό, στο ζήτημα της συμμετοχής στον πόλεμο, ως απόρροια της αντίληψης ότι η ισχυροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού θα είχε ως συνέπεια τη διαμόρφωση όρων για την ανάπτυξη και του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, συνάντησε την αντίθεση τόσο της Φεντερασιόν όσο και νεότερων δυνάμεων στη νότια Ελλάδα.

Η αντίθεση στον πόλεμο -που εκφράστηκε και με εκλογική συνεργασία με τους αντιβενιζελικούς το 1915 και την εκλογή δύο σοσιαλιστών βουλευτών στη Θεσσαλονίκη- έδωσε τη δυνατότητα έκφρασης των διαθέσεων της πλειονότητας της εργατικής τάξης, ενώ, ταυτόχρονα, προσανατόλισε στην ιδεολογική προσέγγιση της διεθνούς επαναστατικής Αριστεράς.

Το 1918 είχαν διαμορφωθεί όροι για την ενοποίηση τόσο του συνδικαλιστικού κινήματος  σε πανελλαδική συνομοσπονδία όσο και του σοσιαλιστικού σε πολιτικό κόμμα. Τον Οκτώβριο ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και τον επόμενο μήνα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ).

Οι συνδικαλιστές του ΣΕΚΕ κυριαρχούν στη ΓΣΕΕ από το 1919, αλλά οι εργατικοί αγώνες  αντιμετωπίζονταν κυρίως με καταστολή, καθώς η χώρα συνέχιζε να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Στην κατεύθυνση αντιμετώπισης της επιρροής του ΣΕΚΕ -το οποίο σημείωσε εκλογική επιτυχία τον Νοέμβριο 1920, αν και δεν εκπροσωπήθηκε στη Βουλή- έγινε ακόμη και προσπάθεια διάσπασης της ΓΣΕΕ, που είχε ως αποτέλεσμα να μείνει έξω από τις γραμμές της μεγάλο μέρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Ενώ το ΣΕΚΕ συνδέεται το 1920 με τη νεοσυσταθείσα Κομμουνιστική Διεθνή, προσθέτοντας στον τίτλο του τον όρο «Κομμουνιστικό» -ΣΕΚΕ(Κ)-, στην ηγεσία του κυριαρχούν στελέχη που δεν έχουν ξεκόψει με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία (Γεώργιος Γεωργιάδης, Αβραάμ Μπεναρόγια, Παναγής Δημητράτος κ.ά.), που ακολουθούσαν πολιτική νομιμότητας, παρά τις διώξεις λόγω της αντιπολεμικής τους τοποθέτησης, που εκφράστηκε και με την αντίθεση στη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία κατά του σοβιετικού καθεστώτος το 1919. Η πολιτική αυτή της «μακράς νομίμου υπάρξεως» είχε ως συνέπεια την αδυναμία του κόμματος να παρέμβει στη γενικευμένη κρίση που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή.

 

Χρονολόγιο

1909: Στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί.

1910: Αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ.

          Ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο

          Ίδρυση του Κόμματος των Φιλελευθέρων.

1911: Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864.

1912-1913: Βαλκανικοί πόλεμοι. Επέκταση του ελληνικού κράτους στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και την Κρήτη.

1914: Έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

1915: Διαφωνία μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Διαμόρφωση της βενιζελικής και αντιβενιζελικής παράταξης.      

          Κυβερνήσεις αντιβενιζελικών.

1916: Κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» και σχηματισμός βενιζελικής κυβέρνησης στη

          Θεσσαλονίκη που εντάσσει τη χώρα στον πόλεμο.

1917: Μετά τον αποκλεισμό της πρωτεύουσας από τους Αγγλογάλλους, αντικατάσταση του Κωνσταντίνου από τον Αλέξανδρο και κυβέρνηση Βενιζέλου.

1918: Ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ.

          Λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

1919: Συμμετοχή του ελληνικού στρατού στην αντισοβιετική Ουκρανική Εκστρατεία. 

          Παραχώρηση στην Ελλάδα της Θράκης και της περιοχής της Σμύρνης και Αϊδινίου.

1920: Έναρξη της τουρκικής αντίστασης κατά της ελληνικής κατοχής στη Μικρά Ασία.

          Εκλογική ήττα του Βενιζέλου. Επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο.

1922: Ήττα του ελληνικού στρατού. Μικρασιατική Καταστροφή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6. Η μεσοπολεμική Ελλάδα των οξυμένων αντιθέσεων

Η Ελλάδα μπήκε στη μεσοπολεμική περίοδο με καθυστέρηση τεσσάρων χρόνων, λόγω της εμπλοκής της στην περιπέτεια του πολέμου στη Μικρά Ασία. Η Μικρασιατική Καταστροφή, με την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και τη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, αποτέλεσε τομή στη νεοελληνική ιστορία, τερματίζοντας με οδυνηρό τρόπο την επεκτατική εξόρμηση που άρχισε το 1912.

Μετά και από την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στα 1923-1924, το σύνολο, σχεδόν, των Ελλήνων βρισκόταν συγκεντρωμένο μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Οι εδαφικές διεκδικήσεις περιορίζονταν, πλέον, στην Κύπρο, την οποία κατείχαν οι Βρετανοί, τα Δωδεκάνησα, που κατέχονταν από τους Ιταλούς, και τη Βόρεια Ήπειρο, που ανήκε στην Αλβανία. 

Η εκδίωξη των Ελλήνων καπιταλιστών από τη Ρωσία και την Τουρκία, αλλά και ο περιορισμός των δυνατοτήτων ανάπτυξης δραστηριότητας σε χώρες όπου παραδοσιακά δρούσαν -όπως η Ρουμανία και η Αίγυπτος- είχε ως συνέπεια την αναγκαστική στροφή τους προς την Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκαν συνθήκες μεγάλης κερδοφορίας. Πρώτα και κύρια, λόγω της προσφοράς άφθονης και φτηνής εργατικής δύναμης, ως αποτέλεσμα της προλεταριοποίησης μεγάλου μέρους των προσφύγων. Αλλά και λόγω της αγροτικής μεταρρύθμισης που, παρέχοντας κλήρο στους ακτήμονες της υπαίθρου και στους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί, δημιούργησε μια μεγάλη εσωτερική αγορά, ικανή να απορροφήσει προϊόντα της βιομηχανίας.

Κατά την περίοδο 1923-1929 η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες με τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης σε όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής, αλλά -όσο κι αν φαίνεται παράδοξο- η ανάπτυξη συνεχίστηκε και μετά την κρίση, που στην Ελλάδα εκδηλώθηκε το 1930 και το 1932 οδήγησε σε πτώχευση του κράτους.

Η παραδοσιακά αναπτυγμένη εμπορική ναυτιλία αναδείχτηκε σε μια από τις ισχυρότερες του πλανήτη, υπερτετραπλασιάζοντας, από το 1922 έως το 1939, τη δύναμη του στόλου της. Η ανάπτυξή της συνδέθηκε, μετά το 1931, με το σπάσιμο του αποκλεισμού της ΕΣΣΔ από τα ελληνικά πλοία.

Η βιομηχανία αναπτύχθηκε, επίσης, με πολύ μεγάλους ρυθμούς, προσανατολισμένη στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών (βιομηχανία τροφίμων, κλωστοϋφαντουργία, καπνοβιομηχανία κ.λπ.). Εξακολούθησε, δηλαδή, η απουσία βαριάς βιομηχανία και παραγωγής μέσων παραγωγής. Η βιομηχανική παραγωγή, αν και αντιμετώπισε προβλήματα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30, ενισχύθηκε στη συνέχεια, καθώς η διεθνής κρίση περιόρισε τις εισαγωγές και το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης βιομηχανικών προϊόντων καλύφθηκε από την εγχώρια παραγωγή.

Μεγάλη υπήρξε η ανάπτυξη και του κατασκευαστικού κλάδου, όχι μόνο λόγω των τεράστιων στεγαστικών αναγκών που προκάλεσε η έλευση των προσφύγων, αλλά και χάρη στα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα (αρδευτικά και αποξηράνσεις ελών και λιμνών), που αύξησαν κατά πολύ το καλλιεργήσιμο έδαφος και τις δυνατότητες αξιοποίησής του.

Η γεωργία προσανατολίστηκε, κυρίως, στην παραγωγή βιομηχανικών και ευγενών εξαγώγιμων προϊόντων (καπνός, σταφίδα και βαμβάκι), που συνέβαλαν στην εισροή συναλλάγματος στη χώρα, αλλά, συνάμα, παρέμενε σοβαρό το πρόβλημα της κάλυψης των διατροφικών αναγκών, το οποίο αντιμετωπιζόταν σε μεγάλο βαθμό με εισαγωγές, κυρίως δημητριακών. 

Σταθερό προσανατολισμό των μεσοπολεμικών κυβερνήσεων αποτελούσε η διατήρηση μεγάλων μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κοινωνική δύναμη στήριξης του καθεστώτος, αποτρέποντας την πόλωση που θα προκαλούσε η μαζική προλεταριοποίηση της πλειονότητας του πληθυσμού. Εντούτοις,  τα μικροϊδιοκτητικά στρώματα, στο μεγαλύτερο μέρος τους,  ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, που συχνά -και ιδιαίτερα στην περίπτωση των μικροκληρούχων αγροτών και μικροεπιτηδευματιών- εξομοιώνονταν με αυτές των πιο φτωχών και εκμεταλλευόμενων τμημάτων της εργατικής τάξης. Η οικονομική κρίση έπληξε ιδιαίτερα τον μικροϊδιοκτητικό κόσμο, σημαντικό τμήμα του οποίου προλεταριοποιήθηκε στα 1930-1934.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από τη μαζικοποίηση της εργατικής τάξης, ως συνέπεια της προλεταριοποίησης του ενός τρίτου των προσφύγων, της μεγάλης πλειονότητας όσων εγκαταστάθηκαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς των μεγάλων αστικών κέντρων. Το ένα τρίτο της εργατικής τάξης -που έφτανε περίπου το 30% του πληθυσμού- αποτελούνταν από γυναίκες, ενώ μεγάλο ποσοστό αντιπροσώπευαν οι ανήλικοι εργαζόμενοι και των δύο φύλων.

Το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης απασχολούνταν σε μικρού και μεσαίου μεγέθους παραγωγικές μονάδες, και σε όλη αυτή την περίοδο -και ιδιαίτερα στα 1922-1924 και 1930-1934- το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν η ανεργία, που συμπίεζε προς τα κάτω τα μεροκάματα και αυτών που είχαν εργασία.

Κυρίαρχη πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων απέναντι στην εργατική τάξη ήταν η επιδίωξη προώθησης περιορισμένου εξορθολογισμού των εργασιακών σχέσεων, με την εξάλειψη ακραίων μορφών εκμετάλλευσης, την υλοποίηση της οποίας δυσχέραινε η δυνατότητα που είχαν οι εργοδότες να παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία, εξαιτίας της μεγάλης προσφοράς εργατικής δύναμης και της ανεργίας. Από την άλλη πλευρά, σταθερή ήταν η κατασταλτική αντιμετώπιση των εργατικών διεκδικητικών αγώνων, που έφτανε μέχρι και σε δολοφονίες εργατών απεργών-διαδηλωτών, σε φυλακίσεις και εκτοπίσεις συνδικαλιστών κ.λπ.

Έχοντας εισέλθει στο ιστορικό προσκήνιο ως κοινωνική δύναμη κατά την προηγούμενη περίοδο (1909-1922) και διαθέτοντας από το 1918 πανελλαδική ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση, τη ΓΣΕΕ, και ένα κόμμα, το ΣΕΚΕ -ΚΚΕ από το 1924-, η εργατική τάξη του Μεσοπολέμου διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη συνολική οικονομικοκοινωνική και πολιτική ζωή.

Ο Μεσοπόλεμος αποτελεί, έτσι, την πρώτη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας κατά την οποία η βασική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας (η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας) εκφράζεται μέσα από την κύρια αντίθεση αστικής τάξης και λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων. Ανάμεσα στις τελευταίες, κυρίαρχη θέση κατέχει η εργατική τάξη, καθώς είναι η μόνη με σταθερό αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, διεκδικώντας, έτσι, την ηγεμονία σε έναν ευρύτερο αντικαθεστωτικό κοινωνικό συνασπισμό.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου, με εξαίρεση τα χρόνια 1926-1932, χαρακτηρίζεται από πολιτικές κρίσεις, στρατιωτικά κινήματα, δικτατορίες (Πάγκαλου στα 1925-26 και Μεταξά από το 1936) και πολιτειακές μεταβολές (Βασιλευόμενη Δημοκρατία έως το 1924 και από το 1935, αβασίλευτη στο ενδιάμεσο), ως συνέπεια της συνέχισης του διχασμού μεταξύ των βενιζελικών και αντιβενιζελικών αστικών πολιτικών δυνάμεων.

Ο βενιζελικός χώρος εξακολουθεί να εκφράζει τα δυναμικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου, καθώς και δυνάμεις εκσυγχρονιστικές και μεταρρυθμιστικές, καλύπτοντας ένα ευρύ ιδεολογικοπολιτικό φάσμα, από τον αστικό φιλελευθερισμό μέχρι τις παρυφές της μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατίας. Δεν απουσιάζουν ακόμα και φιλοφασιστικές τάσεις, όπως εκφράστηκαν από τον Πάγκαλο, τον Πλαστήρα και τον Κονδύλη -και πριν τη μεταστροφή του στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο-, ή και απροκάλυπτα φασιστικές, όπως η βενιζελικής προέλευσης Εθνική Ένωση Ελλάς (ΕΕΕ). Η συνύπαρξη τόσο διαμετρικά αντίθετων τάσεων στον χώρο του βενιζελισμού οφείλεται, κυρίως, στη σύνδεση της μεταρρυθμιστικής πολιτικής της δεκαετίας του 1910 με τις εθνικιστικές επεκτατικές τάσεις. 

Ο αντιβενιζελισμός, από την πλευρά του, συνέχιζε να εκφράζει συντηρητικές τάσεις. Τμήματα της παραδοσιακής εγχώριας αστικής τάξης που θίγονταν από τη δυναμική εισβολή του πρώην παροικιακού κεφαλαίου, και μεσαία και μικροϊδιοκτητικά στρώματα που  παρέμεναν προσηλωμένα στον βασιλιά, αντιδρώντας σε αλλαγές που θα κλόνιζαν τον παραδοσιακό τρόπο οργάνωσης της ζωής τους και των οικονομικοκοινωνικών τους σχέσεων. Ακόμη και τμήματα της εργατικής τάξης -όπως, π.χ., οι Μανιάτες λιμενεργάτες του Πειραιά- που διατηρούσαν ισχυρές σχέσεις παραδοσιακού τύπου.

Εντούτοις, τώρα πια έχει εμφανιστεί και μια τρίτη πολιτική δύναμη που αντιμάχεται και τις δύο αστικές παρατάξεις. Πρόκειται για την Αριστερά και κυρίως για το κομμουνιστικό κίνημα, που αναφέρεται σε ένα άλλο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλιστικό, απευθυνόμενο πρωτίστως στην εργατική τάξη, αλλά και στο σύνολο των κυριαρχούμενων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Εγκαλεί, κατά συνέπεια, τους πολίτες ως φορείς ταξικών σχέσεων, αντικρούοντας την κυρίαρχη ιδεολογία της «εθνικής ενότητας», πίσω από την οποία καλύπτονται τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.

Ο προσανατολισμός του σοσιαλιστικού κόμματος στην Κομμουνιστική Διεθνή και η μετονομασία του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), το 1924, και στη συνέχεια η κυριαρχία του ΚΚΕ στον χώρο της Αριστεράς, καθορίστηκαν από τρεις βασικούς παράγοντες:

Από την αντιπολεμική τοποθέτηση της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων σοσιαλιστών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που τους έφερε σε αντίθεση με την κυρίαρχη τάση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. Από την επίδραση που είχε η  Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και η εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος στη Ρωσία, που καθιστούσε ρεαλιστική την πρόταση των κομμουνιστών για την επαναστατική ανατροπή και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας σοσιαλιστικής. Τέλος, από την αδυναμία εφαρμογής μιας ρεφορμιστικής πολιτικής στην Ελλάδα, σε μια εποχή κατά την οποία το κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα αξιοποίησης της προσφοράς άφθονης και φτηνής εργατικής δύναμης, παραβιάζοντας συστηματικά το εργατικό δίκαιο, ενώ και το κράτος -αντιμετωπίζοντας το τεράστιο  βάρος της προσπάθειας οικονομικής ανάπτυξης και αποκατάστασης των προσφυγικών πληθυσμών- αδυνατούσε να ασκήσει σταθερή και εκτεταμένη κοινωνική πολιτική.

Συνέπεια αυτών των παραγόντων υπήρξε η αδυναμία συγκρότησης μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ενώ η επιρροή των σοσιαλιστών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα παρέμεινε περιορισμένη σε κλάδους -σιδηροδρομικοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι κ.ά.- με σχετικά προνομιούχα θέση ως προς την πλειονότητα της εργατικής τάξης.

Η Μικρασιατική Καταστροφή, εκτός όλων των άλλων, είχε και μεγάλες ιδεολογικές συνέπειες, καθώς κατέρρευσε η κυρίαρχη από τα μέσα του 19ου αιώνα Μεγάλη Ιδέα. Η επίσημη αστική ιδεολογία μετά το 1922 είναι κυρίως ο αντικομμουνισμός, μέσα από την εμφάνιση του κομμουνισμού σαν ιδεολογίας εχθρικής στις αξίες του πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, αλλά και της δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών. Ταυτόχρονα, κυρίως κατά τη δεκαετία του ’30, επιχειρείται η διαμόρφωση μιας νέας ταυτότητας του ελληνισμού, που δεν αγνοεί τον λαϊκό πολιτισμό, αλλά επιδιώκει την αποκάθαρσή του και την εξιδανίκευσή του στη βάση συντηρητικών αστικών αξιών. Φυσικά, παραμένει πάντα ο στόχος του εξευρωπαϊσμού, που συνδέεται με την προοπτική της περαιτέρω καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Απέναντι σ’ αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία αντιπαρατάσσονται οι λαϊκές πολιτισμικές αντιστάσεις, που εκφράζονται είτε με την αναπαραγωγή πολιτισμικών και πολιτιστικών εκφράσεων του παρελθόντος είτε με νέους τρόπους, όπως, π.χ., το ρεμπέτικο τραγούδι, που διαμορφώνεται στα συγκεχυμένα όρια μεταξύ εργατικής τάξης και υποπρολεταριάτου των αστικών κέντρων. Η λαϊκή ιδεολογία, όλο και περισσότερο, ενσωματώνει στοιχεία της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής ιδεολογίας, που τροφοδοτεί παραδοσιακές αντικρατικές τάσεις, συνδυάζοντάς τες με ιδέες αντιπλουτοκρατικές.

Η Ελλάδα εισέρχεται στην ταραχώδη αυτή περίοδο αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Σεπτέμβριο 1922, με το βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα των Πλαστήρα-Γονατά που ανατρέπει την αντιβενιζελική κυβέρνηση, υποχρεώνει τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τον Θρόνο, αφήνοντάς τον στον διάδοχο Γεώργιο Β΄, και μετά από δίκη σκοπιμότητας εκτελεί έξι ηγετικά στελέχη του αντιβενιζελισμού ως υπεύθυνα για την Καταστροφή. Κερδίζοντας τις εκλογές του 1923, από τις οποίες απείχαν τα αντιβενιζελικά κόμματα, οι βενιζελικοί, με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου -ηγέτη των παλιών «κοινωνιολόγων»- ανακηρύσσουν την αβασίλευτη Δημοκρατία, που επικυρώνεται με δημοψήφισμα, αλλά στα 1925-1926 εγκαθιδρύεται δικτατορία από τον βενιζελικό στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο.

Η δικτατορία στρέφεται με ιδιαίτερη επιθετικότητα κατά των κομμουνιστών, που διώκονται σαν «αντεθνικά όργανα του πανσλαβισμού», εξαιτίας της θέσης που υιοθέτησε το ΚΚΕ για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη», παραγνωρίζοντας τις πληθυσμιακές αλλαγές που επέφεραν οι πόλεμοι και οι ανταλλαγές πληθυσμών, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την πλήρη υπερίσχυση του ελληνικού στοιχείου στις περιοχές της βόρειας Ελλάδας. Επί δικτατορίας Πάγκαλου το ΚΚΕ χάνει με πραξικοπηματική αστυνομική παρέμβαση και τον έλεγχο της ΓΣΕΕ, που έκτοτε περνάει υπό τον έλεγχο «εργατοπατέρων» συντηρητικών συνδικαλιστών.

Μετά τις εκλογές που ακολούθησαν την ανατροπή της δικτατορίας το 1926 -στις οποίες για πρώτη φορά απέκτησε 10μελή κοινοβουλευτική ομάδα και το ΚΚΕ-, σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση από το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ενώ τις εκλογές του 1928 κέρδισαν οι βενιζελικοί και κυρίως το Κόμμα των Φιλελευθέρων, και σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Βενιζέλο. Ακολουθώντας πολιτική αντιλαϊκή που εντάθηκε μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και στην Ελλάδα το 1930, η κυβέρνηση Βενιζέλου φρόντισε και για τη θωράκιση του καθεστώτος με τη θεσμοθέτηση αντικομμουνιστικής κατασταλτικής νομοθεσίας.

Το ΚΚΕ, που πέρασε αλλεπάλληλες κρίσεις την περίοδο 1927-1931, έχοντας χάσει και την εκλογική του επιρροή το 1928, ανασυγκροτήθηκε μετά το 1931 με νέα ηγεσία, με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη, ευθυγραμμισμένο με τις κατευθύνσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στην οποία όλο και περισσότερο κυριαρχούσε η πολιτική του Στάλιν. Το 1932 έγινε και πάλι κοινοβουλευτικό κόμμα και τα επόμενα χρόνια διηύρυνε την επιρροή του στην εργατική τάξη και σε άλλα λαϊκά στρώματα, σε μια περίοδο ανάπτυξης των εργατικών και λαϊκών αγώνων.

Μετά από μια περίοδο κυβερνητικής αστάθειας, από τις εκλογές του 1932 σ’ αυτές του 1933, αναδείχτηκαν κυβερνήσεις αντιβενιζελικές, με πρωθυπουργό τον επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη. Μετά από δύο αποτυχημένα βενιζελικά στρατιωτικά κινήματα που επιδίωξαν την ανατροπή τους -το 1933 και το ’35- ακολούθησε αντιβενιζελικό κίνημα από τον στρατηγό Κονδύλη, που επανέφερε στον θρόνο τον Γεώργιο Β΄, καταλύοντας με νόθο δημοψήφισμα την αβασίλευτη Δημοκρατία.

Στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 οι δυο αστικές παρατάξεις ισοψήφισαν, με συνέπεια την ανάδειξη σε ρυθμιστική δύναμη της 15μελούς κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ. Σε συνθήκες όξυνσης των λαϊκών προβλημάτων και κρίσης του πολιτικού συστήματος, οι εργατικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο, κατά τις οποίες υπήρξαν 12 εργάτες νεκροί, προσέλαβαν χαρακτήρα παλλαϊκής εξέγερσης. Προβάλλοντας τον κίνδυνο της κομμουνιστικής επανάστασης, η κυβέρνηση του αντιβενιζελικού Ιωάννη Μεταξά -που στηριζόταν και από τους βενιζελικούς- κήρυξε, σε συμφωνία με τον βασιλιά, δικτατορία, στις 4 Αυγούστου 1936.

Η δικτατορία Μεταξά-Γλύξμπουργκ, που υποχρέωσε σε διάλυση το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, στράφηκε με ιδιαίτερη βιαιότητα κατά του ΚΚΕ, το οποίο, παρά την ηρωική αντίσταση χιλιάδων μελών και στελεχών του που φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ουσιαστικά αποδιαρθρώθηκε. Διακηρύσσοντας φασιστικό προσανατολισμό, η δικτατορία δεν μπόρεσε στην πραγματικότητα να συγκροτήσει μαζικό κίνημα για τη στήριξή της. Παράλληλα και παρά τις συμπάθειες προς τα καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας, οι στενοί δεσμοί του ελληνικού κεφαλαίου με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, σε συνδυασμό με τις ιταλικές επεκτατικές βλέψεις στην περιοχή, προσανατόλισαν την Ελλάδα σε ουδέτερη στάση με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Από την ουδετερότητα θα τη βγάλει η ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940, με την οποία κλείνει η περίοδος του ελληνικού Μεσοπολέμου.

 

Χρονολόγιο

1922: Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα Πλαστήρα-Γονατά.     

          Εκδίωξη του Κωνσταντίνου, αντικατάστασή του από τον Γεώργιο Β΄.

1923: Ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών.

1924: Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας.

1925-1926: Δικτατορία Πάγκαλου.

1926: Οικουμενική κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη.

1928: Κυβέρνηση Βενιζέλου.

1930: Η Ελλάδα στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

1933: Εκλογική νίκη των αντιβενιζελικών.

          Αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα Πλαστήρα.

1935: Νέο αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα.

          Στρατιωτικό κίνημα Κονδύλη, κατάργηση της αβασίλευτης Δημοκρατίας και επαναφορά στον Θρόνο του Γεωργίου Β΄.

1936: Ανάδειξη του ΚΚΕ σε ρυθμιστική κοινοβουλευτική δύναμη. 

          Επιβολή της δικτατορίας Μεταξά-Γλύξμπουργκ.

1940: Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας.

 

 

 

 

 

 

 

7. Η έκρηξη των αντιθέσεων. Η Μεγάλη Δεκαετία του ’40

Η Ελλάδα μπήκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα χρόνο μετά την έκρηξή του και βγήκε από τις πολεμικές περιπέτειες τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του. Πρόκειται για τη Μεγάλη Δεκαετία του 1940, κατά την οποία τέθηκε από το εργατικό και λαϊκό κίνημα το ζήτημα της εξουσίας.

Η επίθεση της φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδας, στις 28 Οκτωβρίου 1940, προκάλεσε πανεθνικό συναγερμό, με το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας (και του ΚΚΕ) να τάσσονται υπέρ της απόκρουσης του εισβολέα, που συντελέστηκε πολύ γρήγορα. Η νίκη του ελληνικού στρατού συνδεόταν άμεσα με τα αντιφασιστικά αισθήματα του ελληνικού λαού, αν και η συνέχιση του πολέμου στην Αλβανία -που καταδικάστηκε από το ΚΚΕ, το οποίο την απέδωσε στην εξυπηρέτηση των βρετανικών συμφερόντων- σε συνδυασμό με την ανατροπή της βραχύβιας φιλογερμανικής κυβέρνησης στη Γιουγκοσλαβία, προκάλεσε τη γερμανική εισβολή στις δύο χώρες, στις 6 Απριλίου 1941.

Η κατάκτηση της Ελλάδας ολοκληρώθηκε στα τέλη του Μαΐου, μετά την κατάληψη της Κρήτης, όπου προβλήθηκε αντίσταση με τη συμμετοχή και του κρητικού λαού. Ενώ ο βασιλιάς και η κυβέρνηση (με πρωθυπουργό τον βενιζελικό Εμμανουήλ Τσουδερό, αλλά με τη συμμετοχή και υπουργών της μεταξικής δικτατορίας) εγκατέλειψαν τη χώρα και εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο και το Κάιρο αντίστοιχα, σχηματίστηκε κυβέρνηση κυρίως από στρατιωτικούς, με πρωθυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, η οποία τέθηκε στην υπηρεσία των κατακτητών. Ταυτόχρονα, η χώρα διαμελίσθηκε σε ζώνες κατοχής, με το μεγαλύτερο μέρος της να καταλαμβάνεται από τους Ιταλούς, και την ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη από τους Βούλγαρους.

Η κατάκτηση της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα, μετά μάλιστα από τη νικηφόρα απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, η φυγή της πολιτικής ηγεσίας και ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τους κατακτητές, προκάλεσαν αισθήματα ψυχικής συντριβής στον λαό, που τα επέτεινε η επισιτιστική κρίση, την οποία προκάλεσε η λεηλασία των τροφίμων από τα κατοχικά στρατεύματα και ο αποκλεισμός της χώρας από το βρετανικό πολεμικό ναυτικό. Η έλλειψη τροφίμων, ιδιαίτερα στις πόλεις και κυρίως στην περιοχή της πρωτεύουσας, οδήγησε τον χειμώνα του 1941-1942 σε μαζική πείνα, με συνέπεια δεκάδες χιλιάδες θανάτους στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα.

Ενώ τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ζουν σε συνθήκες έσχατης εξαθλίωσης, μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους, παρά τους περιορισμούς που θέτει η εσωτερική και διεθνής κατάσταση, συνεργαζόμενα ακόμη και με τους κατακτητές. Ταυτόχρονα, μέσω της μαύρης αγοράς, διαμορφώνονται όροι ανανέωσης της αστικής τάξης, ενώ μεγάλα τμήματα των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων προλεταριοποιήθηκαν και στη θέση τους αναδείχτηκαν νέα φυσικά πρόσωπα, προερχόμενα κι αυτά από τις δραστηριότητες της μαύρης αγοράς και τη συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής.

Ενώ τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου συνεργάζεται ακόμη και απροκάλυπτα με τους κατακτητές, ένα άλλο συνεχίζει να αναφέρεται στην κυβέρνηση του Καΐρου και στην προοπτική απελευθέρωσης με τη νίκη των συμμάχων. Διαφωνεί, έτσι, με την ανάπτυξη κινήματος αντίστασης, με εξαίρεση επιμέρους ενέργειες σαμποτάζ και κατασκοπείας, τις οποίες ενθαρρύνουν και οι Βρετανοί, οι οποίοι συνήθως ελέγχουν τις ομάδες που τις διεξάγουν. Ακόμη και ο Ελληνικός Δημοκρατικός Εθνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) ιδρύεται από παράγοντες (στρατιωτικούς κ.ά.) του βενιζελικού χώρου, με αποκλειστικό σκοπό την αποτροπή της επιστροφής του βασιλιά μετά τη λήξη του πολέμου. Ο προσανατολισμός του, αργότερα, σε ένοπλο αγώνα κατά των κατακτητών, υπήρξε συνέπεια της ανάγκης δημιουργίας αντίβαρου στη δράση του ΕΛΑΣ.

Σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση κινούνται το ΚΚΕ και μικρότερες αριστερές δυνάμεις, που ιδρύουν τον Σεπτέμβριο 1941 το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), προτάσσοντας τον στόχο της συγκρότησης και ανάπτυξης κινήματος Εθνικής Αντίστασης για την απελευθέρωση της χώρας, μετά από την οποία θα επιλυόταν με δημοκρατικές διαδικασίες το πολιτειακό ζήτημα (βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία) και θα καθοριζόταν ο χαρακτήρας του κοινωνικού καθεστώτος.

Το ΕΑΜ μαζικοποιήθηκε πολύ γρήγορα, δίνοντας τη Μάχη της Επιβίωσης για την αντιμετώπιση της πείνας και οργανώνοντας τους συνδικαλιστικούς αγώνες των εργαζομένων, καθιστώντας την Ελλάδα τη μόνη κατεχόμενη χώρα με ισχυρό μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα. Ταυτόχρονα, με την ίδρυση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και την απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους των ορεινών περιοχών της χώρας, η Ελλάδα αναδείχτηκε σε μια από τις χώρες με ισχυρό κίνημα ένοπλης αντίστασης.

Το εαμικό κίνημα αποτέλεσε ευρύ συνασπισμό λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, που διαμόρφωσε λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία ανταγωνιστική προς την κυρίαρχη αστική. Βασικά της στοιχεία ήταν ο λαϊκός πατριωτισμός, που συνδυαζόταν με αντιεθνικιστικό διεθνιστικό προσανατολισμό, ο δημοκρατισμός και ο αντιπλουτοκρατισμός, που εμπεριείχε στοιχεία σοσιαλιστικής κατεύθυνσης. Η λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία συμπυκνωνόταν στο αίτημα της «Λαοκρατίας», που αποτέλεσε προγραμματικό στόχο του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Παράλληλα, διαμορφώθηκαν νέοι θεσμοί λαϊκής εξουσίας, που έφτασαν την άνοιξη του 1944 μέχρι και στον σχηματισμό της «κυβέρνησης των βουνών» (της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης -ΠΕΕΑ) και στην εκλογή του Εθνικού Συμβουλίου των Κορυσχάδων.

Η μαζικοποίηση του ΕΑΜ, η κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της χώρας και η διαμόρφωσή του σε δύναμη που θα μπορούσε να καθορίσει τις μεταπελευθερωτικές εξελίξεις, προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες τόσο στην ελληνική αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους όσο και στους Βρετανούς. Ενδεχόμενη μεταπολεμική κυριαρχία του ΕΑΜ θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο την αστική ταξική κυριαρχία στην Ελλάδα, αλλά και τα βρετανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, γίνεται προσπάθεια περιορισμού των περιοχών που ελέγχει ο ΕΛΑΣ, με τη δράση του ΕΔΕΣ, της ΕΚΚΑ κ.ά. ένοπλων οργανώσεων, ενώ για την αντιμετώπισή του συγκροτούνται από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη τα Τάγματα Ασφαλείας, ως ελληνικά τμήματα των γερμανικών SS.

Συνέπεια αυτών των εξελίξεων ήταν η διαμόρφωση στα 1943-1944 συνθηκών εμφυλίου πολέμου. Απέναντι στο εαμικό κίνημα συσπειρώθηκε το σύνολο των αστικών δυνάμεων, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις απροκάλυπτης συνεργασίας μεταξύ των αντιεαμικών αντιστασιακών οργανώσεων και των συνεργατών του κατακτητή.

Εντούτοις, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ επιμένουν στην κατεύθυνση της εθνικής ενότητας με στόχο την απελευθέρωση και τη μεταπολεμική δημοκρατική επίλυση του πολιτειακού και του καθεστωτικού ζητήματος. Η πολιτική αυτή σχετίζεται τόσο με τη στρατηγική των σταδίων που έχει υιοθετήσει από το 1934 το ΚΚΕ όσο και με την προσπάθεια αποφυγής μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης με τους Βρετανούς, καθώς αποτελούν συμμάχους της ΕΣΣΔ στον αγώνα κατά της ναζιστικής Γερμανίας.

Στην πραγματικότητα, το ΚΚΕ αδυνατούσε να κατανοήσει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και κοινωνικής επανάστασης. Δεν μπόρεσε να δει ότι η ανάδειξη του εαμικού κινήματος σε πλατύ λαϊκό κοινωνικό συνασπισμό έθετε αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας στη μεταπολεμική Ελλάδα, κάτι που ήδη είχαν αντιληφθεί πλήρως ο αστισμός και οι Βρετανοί σύμμαχοί του.

Επιμένοντας στην προτεραιότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και στην εθνική ενότητα για τη διεξαγωγή του, καθώς και στην υπεράσπιση του συμμαχικού αγώνα,  το ΕΑΜ συμμετείχε λίγο πριν την Απελευθέρωση στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, σε συνεργασία με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, υλοποιώντας το Σύμφωνο του Λιβάνου, που υπογράφηκε τον Μάιο του 1944. Στην ίδια κατεύθυνση υπογράφηκε και η Συμφωνία της Καζέρτας, με την οποία οι ένοπλες στρατιωτικές δυνάμεις -κατά συνέπεια και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ- τίθονταν υπό τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι.

Καθώς οι Γερμανοί αποχωρούσαν από την Ελλάδα, ο έλεγχος του μεγαλύτερου μέρους της πέρασε στον ΕΛΑΣ. Παρ’ όλα αυτά, υλοποιώντας αυτές τις συμφωνίες, μετά την απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου 1944 το ΕΑΜ απέφυγε να καταλάβει την εξουσία, την οποία ανέλαβε η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» λίγες μέρες αργότερα.

Το ΕΑΜ επιδιώκει την υλοποίηση της Συμφωνίας του Λιβάνου, που πρόβλεπε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το ζήτημα του βασιλικού θεσμού και εκλογών για την ανάδειξη κυβέρνησης, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και κυρίως των σωμάτων ασφαλείας, από τους συνεργάτες των κατακτητών και την τιμωρία των δωσιλόγων, καθώς και τη συγκρότηση εθνικού στρατού, με την ισότιμη συμμετοχή και των δυνάμεων της Αντίστασης.

Εντούτοις, οι αστικές δυνάμεις και οι Βρετανοί ήθελαν να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη, γνωρίζοντας πως θα ήταν βέβαιη η δημοκρατική ανάδειξη του ΕΑΜ στην εξουσία. Για την αποφυγή της, επιλέχτηκε η συγκρότηση στρατού με όρους που θα τον καθιστούσαν όργανο της πολιτικής τους και προϋπόθεση για κάτι τέτοιο ήταν η διάλυση του ΕΛΑΣ.

Η διαφωνία σχετικά με το ποσοστό που θα αντιπροσώπευαν οι προερχόμενοι από τον ΕΛΑΣ στον υπό συγκρότηση στρατό, είχε ως συνέπεια την παραίτηση των εαμικών υπουργών στις 30 Νοεμβρίου, ενώ το ΕΑΜ κάλεσε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου, η οποία απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση και χτυπήθηκε ένοπλα από την αστυνομία, με συνέπεια τη δολοφονία δεκάδων διαδηλωτών. Ανάλογη δολοφονική επίθεση δέχτηκε το πλήθος που συμμετείχε την επόμενη στην κηδεία των θυμάτων της 3ης Δεκεμβρίου, ενώ ο ΕΛΑΣ της Αθήνας και του Πειραιά απαντούσε με επιθέσεις και καταλήψεις αστυνομικών τμημάτων.

Με τα γεγονότα αυτά  άρχισαν τα Δεκεμβριανά, με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να ελέγχουν το σύνολο, σχεδόν, της περιοχής της πρωτεύουσας και να μάχονται έχοντας στο πλευρό τους τη μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Απέναντί τους βρίσκονταν οι δυνάμεις της αστυνομίας και της χωροφυλακής, οι ταγματασφαλίτες που αποφυλακίστηκαν και εξοπλίστηκαν, αντικομμουνιστικές οργανώσεις, όπως η διαβόητη Χ, και τα τμήματα του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής, που απέμειναν μετά την εκκαθάρισή του από τους φιλοεαμικούς στρατιώτες και αξιωματικούς, που ακολούθησε το αποτυχημένο κίνημα του Απριλίου 1944. Την κύρια, όμως, δύναμη που αντιπαρατέθηκε στον ΕΛΑΣ την αποτελούσαν τα βρετανικά στρατεύματα. 

Το ΚΚΕ διεξήγαγε τον ένοπλο αγώνα επιδιώκοντας έναν συμβιβασμό που ν’ ανοίγει τον δρόμο για ομαλές δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις. Στην κατεύθυνση αυτή απέφυγε μια γενικευμένη σύγκρουση με τους Βρετανούς, περιορίζοντάς την στην περιοχή της Αττικής, καθώς δεν ήθελε να προκληθούν προβλήματα στον συμμαχικό αγώνα κατά της Γερμανίας. Επιπλέον, ο κύριος όγκος του ΕΛΑΣ παρέμεινε εκτός του πεδίου των μαχών, με εξαίρεση τα τμήματα που διέλυσαν τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Έτσι, η «Μάχη της Αθήνας» δόθηκε με άνισους όρους, καθώς τα βρετανικά στρατεύματα ενισχύονταν σταθερά, υποχρεώνοντας τον ΕΛΑΣ να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα τις αρχές Ιανουαρίου.

Την ήττα των Δεκεμβριανών ακολούθησε η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, μεταξύ της κυβέρνησης και του ΕΑΜ, που πρόβλεπε τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, και τη δρομολόγηση διαδικασιών  για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και εκλογών. Εντούτοις, αμέσως μετά την υπογραφή της εξαπολύθηκε κύμα διώξεων, συλλήψεων, βασανισμών και δολοφονιών αγωνιστών της Αντίστασης και της Αριστεράς, στις οποίες πρωτοστατούσαν παρακρατικές ένοπλες οργανώσεις που συγκροτήθηκαν από πρώην συνεργάτες των κατακτητών.

Ενώ από τα τέλη Μαΐου επικεφαλής του ΚΚΕ ήταν και πάλι ο απελευθερωμένος από το Νταχάου Νίκος Ζαχαριάδης, η αντίθεση στη Συμφωνία της Βάρκιζας εκφράστηκε από τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη. Η προσπάθειά του να ανασυγκροτήσει τον λαϊκό στρατό συνάντησε την αντίθεση του ΚΚΕ, που τον αποκήρυξε, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του μετά από ένοπλη σύγκρουση.

Μετά από τριάμισι χρόνια κατοχής έχουν συντελεστεί σημαντικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Οι ανακατατάξεις στην αστική τάξη και τα μεσοστρώματα έχουν αναδείξει νέα δυναμικά τμήματα, που διαμορφώθηκαν με τη μαύρη αγορά και τη συνεργασία με τους κατακτητές, και είναι κυρίως αυτά που αντιτάσσονται σε ενδεχόμενη ομαλή δημοκρατική εξέλιξη. Η άρχουσα τάξη επιχειρεί να περιορίσει την εαμική επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα, με τον έλεγχο των παροχών της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας, παράλληλα με την εξαπόλυση της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατία, που οργιάζει, ιδιαίτερα στην επαρχία.

Εντούτοις, μέχρι και το 1946 ευρύτατα λαϊκά στρώματα παραμένουν προσανατολισμένα στην Αριστερά, όπως αποδεικνύεται από την κατάκτηση της πλειοψηφίας στη ΓΣΕΕ,  στους αγροτικούς συνεταιρισμούς κ.λπ. Η εαμική λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία εξακολουθεί να εκφράζει τη μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης και μεγάλο μέρος των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, με το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας να παίρνει τη μορφή της αντίθεσης στη βρετανική και πολύ σύντομα στην αμερικανική παρέμβαση, τον δημοκρατισμό, ως αντίθεση στη βασιλεία και την κρατική και παρακρατική τρομοκρατία, και τον αντιπλουτοκρατισμό, που εκδηλώνεται ως αντίθεση στο κεφάλαιο και διεκδίκηση κοινωνικής δικαιοσύνης και ανακατανομής του πλούτου, στο πλαίσιο μιας αναπτυξιακής διαδικασίας βασισμένης σε δραστικές εθνικοποιήσεις και στην αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας.

Η λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία από τη μια συσπειρώνει στην Αριστερά μεγάλο μέρος της διανόησης, που θέτει το ζήτημα της πολιτιστικής αναγέννησης στη βάση του συνδυασμού του λαϊκού πολιτισμού και των προοδευτικών και επαναστατικών ιδεών, και από την άλλη τροφοδοτεί τον ίδιο τον λαϊκό πολιτισμό, με κυριότερη έκφραση τη μετεξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού σε τραγούδι ευρύτερης λαϊκής απεύθυνσης, στο  λαϊκό κοινωνικό τραγούδι.

Η αστική τάξη αντιπαραθέτει την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, που στηρίζεται στην κατάδειξη του κομμουνισμού σαν του εχθρού του «τρισχιλιετούς έθνους των Ελλήνων», που διασπά την εθνική ενότητα, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του πανσλαβισμού. Στις προοδευτικές διακηρύξεις της Αριστεράς, η εθνικοφροσύνη αντιπαραθέτει συντηρητικές κοινωνικές αξίες που τις εμφανίζει σαν την πεμπτουσία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Επιδιώκει και σε σημαντικό βαθμό κατορθώνει, να εκφράσει τμήματα των λαϊκών στρωμάτων που παραμένουν προσκολλημένα σε παραδοσιακούς τρόπους ζωής, ενώ λειτουργεί και σαν καθαρτήριο για όλους όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές: η συνεργασία εμφανίζεται -έμμεσα ή και απροκάλυπτα- σαν εθνικά ωφέλιμη, καθώς η επικράτηση του ΕΑΜ -άρα του κομμουνισμού- θα είχε ως συνέπεια την κατάλυση των αξιών της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας.

Ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» συσπειρώνει το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, ανεξαρτήτως βενιζελικής ή αντιβενιζελικής προέλευσης. Οι προπολεμικές διαφορές υποχωρούν και διαμορφώνεται μια ουσιαστικά ενιαία «εθνικόφρων» παράταξη, στην οποία ηγεμονεύουν οι δυνάμεις της συντηρητικής Δεξιάς, αν και πρωθυπουργός ανέλαβε ο ηγέτης των φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης. Ο αντίθετος πόλος συγκροτείται από το ΚΚΕ και μικρές δυνάμεις που συνέχιζαν να συνεργάζονται μαζί τους. Οι περισσότεροι σοσιαλιστές αποχώρησαν το 1945 από το ΕΑΜ, αν και, σε συνθήκες πόλωσης, απέτυχαν και πάλι να αποκτήσουν μαζική επιρροή.

Ενώ η τρομοκρατία εντείνεται και χιλιάδες καταδιωκόμενοι αγωνιστές καταφεύγουν και πάλι στα βουνά, οι εκλογές του Μαρτίου 1946 διεξάγονται σε συνθήκες εκτεταμένης βίας και νοθείας. Το ΚΚΕ επέλεξε να μη συμμετάσχει στις εκλογές -όπως έκαναν και όλες οι άλλες μικρότερες δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά και τμήμα του βενιζελογενούς Κέντρου-, για να μην τις νομιμοποιήσει. Την ίδια μέρα η επίθεση ανταρτών στο Λιτόχωρο Πιερίας σήμανε την «επίσημη» έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, που μέχρι τότε διεξαγόταν μονόπλευρα από την αστική παράταξη.

Ενώ το καθεστώς εντείνει την τρομοκρατία και παίρνει έκτακτα μέτρα αυταρχικής θωράκισης, με την καθαίρεση των εκλεγμένων διοικήσεων στους φορείς των μαζικών κινημάτων, μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στα ξερονήσια του Αιγαίου, αλλά και δολοφονίες και εκτελέσεις αγωνιστών, στα τέλη του 1946 ιδρύεται ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας (ΔΣΕ) και το 1947 ο Εμφύλιος Πόλεμος γενικεύεται σε ολόκληρη, σχεδόν, τη χώρα.

Σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, βίας και νοθείας διεξήχθη και το δημοψήφισμα μετά από το οποίο επέστρεψε στον θρόνο ο βασιλιάς τον Σεπτέμβριο 1946, ενώ τον Μάρτιο 1947 την πολιτική, οικονομική και κυρίως στρατιωτική στήριξη του καθεστώτος ανέλαβαν οι ΗΠΑ, με το «Δόγμα Τρούμαν».

Εντούτοις, παρά την πλουσιοπάροχη αμερικανική βοήθεια και την τεράστια υπεροχή του κυβερνητικού στρατού σε έμψυχο δυναμικό και πολεμικό υλικό, ο ΔΣΕ κατήγαγε σημαντικές νίκες και μέχρι και τις αρχές του 1949 δεν ήταν βέβαιη η έκβαση του πολέμου.

Με το τέλος του 1947 τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και οι εαμικές οργανώσεις. Παράλληλα, την έξαρση της τρομοκρατίας και τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τα μέρη όπου διεξαγόταν ο πόλεμος, με σκοπό την απομόνωση των ανταρτών, συμπλήρωνε η διανομή της αμερικανικής βοήθειας με παραταξιακά κριτήρια, οι μαζικές απολύσεις αριστερών από τις δημόσιες υπηρεσίες, η θεσμοθέτηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων κ.λπ., που είχαν ως συνέπεια την αποστοίχιση του εαμικού κοινωνικού συνασπισμού.

Επιδιώκοντας την κατάληψη πόλης που θα ανακηρυσσόταν έδρα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), που σχηματίστηκε στον Γράμμο τον Δεκέμβριο 1947, ο ΔΣΕ ανασυγκροτήθηκε ως τακτικός στρατός, για τη διεξαγωγή μαχών σε παράταξη. Η ανακήρυξη πρωτεύουσας της ΠΔΚ θα επέτρεπε στις σοσιαλιστικές χώρες την επίσημη αναγνώρισή της, άρα και τη νομότυπη ενίσχυση του ΔΣΕ με πολεμικό υλικό. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίθεση του επικεφαλής της ΠΔΚ και του ΔΣΕ Μάρκου Βαφειάδη, που επέμενε στη συνέχιση του ανταρτοπολέμου, με συνέπεια την καθαίρεσή του.

Το καλοκαίρι του 1949 οι δυνάμεις του ΔΣΕ έδωσαν τις τελευταίες μεγάλες μάχες στο Βίτσι και τον Γράμμο, έχοντας χάσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν το γιουγκοσλαβικό έδαφος ως ενδοχώρα, μετά το κλείσιμο των συνόρων, ως επακόλουθο της τοποθέτησης του ΚΚΕ υπέρ του Στάλιν στη ρήξη των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία. Στις 29-30 Αυγούστου ο ΔΣΕ υποχώρησε στην Αλβανία, θέτοντας τέρμα στον Εμφύλιο Πόλεμο, αν και μικρά τμήματά του συνέχισαν να δρουν, κυρίως σε νησιωτικές περιοχές.

Με τον τερματισμό του Εμφυλίου Πολέμου έληξε μια δεκαετία μεγάλων αγώνων για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, κατά την οποία τέθηκε το ζήτημα της εξουσίας και της σοσιαλιστικής προοπτικής. Ήδη από τον Ιανουάριο 1949 το ΚΚΕ είχε συνδέσει τον αγώνα του ΔΣΕ με την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας θα οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός. Η στρατηγική των σταδίων εγκαταλειπόταν, καθώς, μέσα από μια μη οικονομίστικη οπτική, το ΚΚΕ εκτιμούσε πως οι αγώνες της εαμικής περιόδου είχαν διαμορφώσει ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο.

Η ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος αποτέλεσε συνέπεια, πρώτα και κύρια, της άρνησης να διεκδικηθεί η εξουσία κατά την Απελευθέρωση του 1944, καθώς είχαν προηγηθεί οι συμβιβαστικές συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας. Οι χειρισμοί αυτοί ήταν συνέπεια της επιμονής του ΚΚΕ στη στρατηγική των σταδίων (εθνική απελευθέρωση – εγκαθίδρυση δημοκρατικών θεσμών – κοινωνικός μετασχηματισμός), αλλά και της επιδίωξής του από τη μια να αποφευχθεί εμφύλια αντιπαράθεση και από την άλλη να μη διαταραχθούν οι συμμαχικές σχέσεις.

Η επιμονή στην ομαλή δημοκρατική εξέλιξη καθόρισε και τους χειρισμούς κατά τα Δεκεμβριανά, την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και την καθυστέρηση στην ένοπλη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στα 1945-46. Το πέρασμα στην ένοπλη πάλη έγινε όταν, πλέον, είχε υποχωρήσει το μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα. Εντούτοις, η ομαλή δημοκρατική διέξοδος αποτελούσε αυταπάτη, καθώς η αντίδραση είχε επίγνωση της ευρύτατης επιρροής της Αριστεράς και φυσικά δεν θα συναινούσε στην ανάδειξή της στην εξουσία μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Για τον αστισμό, η βίαιη συντριβή του κινήματος αποτελούσε μονόδρομο.

Την έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου καθόρισαν -εκτός από την καθυστέρηση στην ένοπλη αντίσταση- αντικειμενικοί παράγοντες (ασύγκριτη στρατιωτική υπεροχή του αντιπάλου, εκκένωση των περιοχών όπου δρούσε ο ΔΣΕ από τον πληθυσμό τους κ.λπ.) και αντιφατικοί χειρισμοί, όπως ήταν η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό, που, εντούτοις, απέβλεπε σε στόχο ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση του αγώνα. Σε μεγάλο βαθμό, η ήττα καθορίστηκε και από τη διακοπή της γιουγκοσλαβικής βοήθειας και το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων.

 

Χρονολόγιο

1940: Ιταλική επίθεση και απόκρουσή της από τον ελληνικό στρατό.

1941: Γερμανική επίθεση και κατάκτηση της Ελλάδας από γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά στρατεύματα.

          Φυγή του βασιλιά και της κυβέρνησης Τσουδερού στο Λονδίνο και το Κάιρο.

          Σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τους κατακτητές από τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου.

          Ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Ελληνικού Δημοκρατικού Εθνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ).

1941-42 χειμώνας: Δεκάδες χιλιάδες θάνατοι από πείνα.

1942: Ίδρυση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).

1943: Κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη.

          Ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας.

          Ένοπλες αντιπαραθέσεις του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και άλλες αντιεαμικές οργανώσεις.

1944: Κυβέρνηση των βουνών (ΠΕΕΑ) και εκλογή Εθνικού Συμβουλίου.

          Συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας.

          Απελευθέρωση.

          Δεκεμβριανά. Ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ ΕΛΑΣ και κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα.

1945: Συμφωνία της Βάρκιζας.

1946: Εκλογές βίας και νοθείας με αποχή της Αριστεράς.

         Έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου.

          Δημοψήφισμα βίας και νοθείας και επιστροφή του Γεωργίου Β΄ στον Θρόνο.

          Ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ).

1947: Θάνατος του Γεώργιου Β΄. Βασιλιάς ο Παύλος.

          Κυβέρνηση συνεργασίας των αστικών δυνάμεων με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη.

          Σχηματίζεται η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.

          Το ΚΚΕ, το ΕΑΜ κ.ά. οργανώσεις τίθενται εκτός νόμου.

1949: Λήξη του Εμφυλίου Πολέμου με ήττα του ΔΣΕ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα (1950-1974)

Η Ελλάδα εισέρχεται στη δεκαετία του ’50 μετά από μια περίοδο πολεμικών περιπετειών με καταστροφικές και δραματικές συνέπειες. Για τη μεγάλη πλειονότητα του λαού το βιοτικό επίπεδο βρίσκεται πολύ κάτω από το προπολεμικό, με κυρίαρχο το πρόβλημα της ανεργίας που μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας ξεπερνάει σταθερά το 20% του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού. Εκτός από τις καταστροφές στις παραγωγικές δομές που προκάλεσαν οι πόλεμοι και η Κατοχή, η ανεργία συνδεόταν και με την εγκατάλειψη της υπαίθρου από μεγάλο μέρος του πληθυσμού της που συνέρρεε κυρίως στο λεκανοπέδιο Αττικής και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη, ως συνέπεια των συνθηκών εξαθλίωσης, αλλά και του καθεστώτος αστυνομοκρατίας και τρομοκρατίας που ήταν πολύ πιο έντονο  στην επαρχία.

Τεράστιες διαστάσεις προσέλαβε η μετανάστευση, κατευθυνόμενη κατά τη δεκαετία του ’50 προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία κ.λπ., ενώ κατά τη δεκαετία του ’60 στρέφεται κυρίως σε χώρες ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα προς τη Δυτική Γερμανία. Υπολογίζεται πως οι μετανάστες ξεπέρασαν το ενάμισι εκατομμύριο, όσο το ένα τρίτο του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού της χώρας.

Παρ’ όλα αυτά, κατά τη δεκαετία του ’50 τέθηκαν οι βάσεις της μεταπολεμικής οικονομικής ανασυγκρότησης, που θεμελιώθηκε στην ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας -η οποία πολύ σύντομα αναδείχτηκε και πάλι σε μια από τις ισχυρότερες του πλανήτη-, της βιομηχανίας και κυρίως των κατασκευών, που αναπτύχθηκαν με πρωτοφανείς ρυθμούς και αναδείχτηκαν σε ατμομηχανή της οικονομίας.

Η ανεμπόδιστη συσσώρευση του κεφαλαίου στηρίζεται στην αξιοποίηση της ανεργίας που καθηλώνει το εργατικό εισόδημα και στην  εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η συνδικαλιστική δραστηριότητα της οποίας έχει τεθεί υπό αστυνομικό έλεγχο. Παράλληλα, επιχειρείται η εξασφάλιση της στήριξης του αστικού συνασπισμού εξουσίας με την ενίσχυση μεσοστρωμάτων και μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, καθώς και με τη συγκρότηση ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού, από τον οποίο αποκλείονται οι πολίτες που έχουν αριστερή ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση.

Καθώς ήδη από τη μεταβαρκιζιανή περίοδο η πραγματική εξουσία ασκείται από τη Δεξιά -ανεξάρτητα από το ποια είναι η εκάστοτε κυβέρνηση- η πολιτική αποκλεισμού επεκτείνεται σε μεγάλο βαθμό στο σύνολο των πολιτικών της αντιπάλων. Αυτή η κυριαρχία των συντηρητικών δυνάμεων σε όλους τους τομείς της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, έχει ως συνέπεια και την παρεμβολή σημαντικών εμποδίων στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων που υπερβαίνουν το πλαίσιο που αυτές θέτουν. Αποτέλεσμα είναι η αναδιάταξη των κοινωνικών συμμαχιών κατά την επόμενη δεκαετία, όταν ακόμη και σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης και των μεσοστρωμάτων προσανατολίζονται  σε εκσυγχρονιστική κατεύθυνση, προτάσσοντας το ζήτημα του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής, με την κατάργηση του παραταξιακού «Κράτους της Δεξιάς». Πρώτα και κύρια, με την αποκατάσταση των αστικοδημοκρατικών θεσμών, που παραβιάζονταν σταθερά από την κυριαρχία του παρασυντάγματος των έκτακτων αντικομμουνιστικών μέτρων και τον ιδιαίτερο ρόλο του βασιλιά, του στρατού και των Αμερικανών. 

Ενώ η ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης» και του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», όπως διαμορφώθηκε στα χρόνια του Εμφυλίου, κυριαρχεί καταθλιπτικά στον κρατικό πολιτικό λόγο, στην εκπαίδευση, στην επίσημη πολιτιστική ζωή κ.λπ., μεγάλα τμήματα του εργαζόμενου λαού -κυρίως η πλειονότητα της εργατικής τάξης- εξακολουθούν να επηρεάζονται από τη λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία. Η εθνική ανεξαρτησία (που εκφράζεται ως αντιιμπεριαλισμός και αντίθεση στη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ), η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη συμπυκνώνονται στο αίτημα της «Αλλαγής», που όπως και το παλιότερο αίτημα της «Λαοκρατίας» ταυτίζεται στη λαϊκή συνείδηση με μια διαδικασία συνολικότερου κοινωνικού μετασχηματισμού.

Εντούτοις, τώρα πια υπάρχει και η επίγνωση του αρνητικού συσχετισμού που διαμόρφωσε η ήττα κατά τον Εμφύλιο. Αυτή είναι που ωθεί μεγάλα τμήματα του εαμογενούς κόσμου να στηρίζει εκλογικά αστικές αντιδεξιές δυνάμεις, αν και ο ιδεολογικός του προσανατολισμός εκφράζεται σταθερά με την υπερψήφιση της Αριστεράς σε αυτοδιοικητικές εκλογές, σε αρχαιρεσίες συνδικάτων και άλλων φορέων του μαζικού κινήματος κ.λπ.

Χαρακτηριστικό της ευρύτατης απήχησης της λαϊκοδημοκρατικής ιδεολογίας αποτελεί η ανάδειξη του κοινωνικού λαϊκού τραγουδιού σε μέσο πολιτιστικής έκφρασης της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι εκφράζει τη λαϊκή αντίθεση στην κυρίαρχη πραγματικότητα, ενώ η θεματική των κοινωνικών αντιθέσεων χαρακτηρίζει σε σημαντικό βαθμό και άλλα είδη τέχνης. Οι νέες λαϊκές πολιτιστικές εκφράσεις αποτέλεσαν τη βάση για τη μεγάλη πολιτιστική έκρηξη της περιόδου 1960-1967.

Αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου, η λαϊκή αντίθεση στην κυριαρχία της Δεξιάς εκφράστηκε με την ανάδειξη κυβερνήσεων κεντρώων από τις εκλογές του 1950 και ’51. Ιδιαίτερα ενισχυμένο ήταν το κόμμα της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ) του Νικολάου Πλαστήρα, που τοποθετούνταν στον χώρο της Κεντροαριστεράς και το οποίο υπερψηφιζόταν και από εαμογενείς ψηφοφόρους, ενώ τον παραδοσιακά βενιζελικό κόσμο εξέφραζε, κυρίως, το Κόμμα των Φιλελευθέρων.

Η Αριστερά εκφράστηκε στις εκλογές του Μαρτίου 1950 με τον συνασπισμό της Δημοκρατικής Παράταξης, που συγκρότησαν μικρά κόμματα και την οποία στήριξε και το παράνομο ΚΚΕ. Το 9,7% που πήρε (ποσοστό που στις εργατικές συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων ξεπερνούσε το 25%) θεωρήθηκε επιτυχία, λίγους μήνες μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Το 1951 ιδρύθηκε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου πήρε 10,6%.

Στη Δεξιά συνέχισε να κυριαρχεί έως το 1951 το Λαϊκό Κόμμα, αλλά το σύνολο, σχεδόν, των δυνάμεών της εκφράστηκε κατόπιν από τον Ελληνικό Συναγερμό που ίδρυσε ο επικεφαλής του κυβερνητικού στρατού κατά την τελευταία περίοδο του Εμφυλίου, στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος.

Οι κεντρώες κυβερνήσεις πολιτεύτηκαν στο πλαίσιο των περιορισμών που έθεταν η δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας και οι προτεραιότητες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Η εξωτερική πολιτική ήταν σαφώς προσανατολισμένη στη Δύση (ένταξη στο ΝΑΤΟ, συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας κ.λπ.), ενώ ο αντικομμουνισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του με την εκτέλεση, τον Μάρτιο 1952, του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη, και τριών άλλων συντρόφων του.

Από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1952, που έγιναν με πλειοψηφικό σύστημα κατόπιν απαίτησης των Αμερικανών, αναδείχτηκε κυβέρνηση του Παπάγου. Η ΕΔΑ, που απέρριψε την πρόταση του Πλαστήρα να μην κατέλθει στις εκλογές και να στηρίξει τον συνασπισμό των κεντρώων κομμάτων, έμεινε εκτός Βουλής, παίρνοντας το 9,5%, που έφτανε το 10,5% μαζί με περιφέρειες όπου συνεργάστηκε με κεντροαριστερούς δημοκράτες. Όσο πήρε και στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου, κάτι που φανερώνει τη στήριξη από τον αριστερό κόσμο της επιλογής της να κατέλθει στις εκλογές.

Η πλήρης κυριαρχία της Δεξιάς, που επικυρώνει το αποτέλεσμα του Εμφυλίου, εκφράζεται με μια πολιτική που ευνοεί την ανεμπόδιστη καπιταλιστική συσσώρευση και θέτει τις βάσεις για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού με εξαιρετικά μεγάλους ρυθμούς, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι τη μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση του 1973. Ταυτόχρονα, ο δυτικός προσανατολισμός επιβεβαιώνεται με την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα, ενώ συνεχίζονται οι αντικομμουνιστικές διώξεις. Αν και από το 1955 έχουν σταματήσει οι εκτελέσεις, χιλιάδες κομμουνιστές παραμένουν φυλακισμένοι ή εξόριστοι.

Μετά τον θάνατο του Παπάγου, το 1955, πρωθυπουργός, με πρωτοβουλία του Παλατιού, αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος ιδρύει το κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ). Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1956 η ΕΡΕ κερδίζει την πλειοψηφία στη Βουλή, αν και μειοψήφισε σε σχέση με τη Δημοκρατική Ένωση, την εκλογική συνεργασία της αντιπολίτευσης στην οποία συμμετείχε και η ΕΔΑ. Δύο χρόνια αργότερα, τον Μάιο 1958, η ΕΔΑ αναδεικνύεται αξιωματική αντιπολίτευση, κερδίζοντας το 24,4% των ψήφων. Επρόκειτο για εντυπωσιακή επιτυχία της ελληνικής Αριστεράς, λίγα μόλις χρόνια μετά την ήττα της στον Εμφύλιο.

Ήδη από το 1956, με παράτυπη παρέμβαση του Κ.Κ. Σοβιετικής Ένωσης και Κ.Κ. άλλων ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, είχε απομακρυνθεί από τη ηγεσία του ΚΚΕ ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίο τον επόμενο χρόνο διαγράφηκε. Το κόμμα ευθυγραμμίστηκε με τη νέα μετασταλινική πολιτική, που υπαγόρευε τον ειρηνικό δρόμο για τον σοσιαλισμό, μέσα από μια διαδικασία αντιιμπεριαλιστικής-αντιμονοπωλιακής επανάστασης, πρώτο στάδιο της οποίας θα ήταν η Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή. Μια σειρά μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του αστικού δημοκρατικού καθεστώτος, που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από μια συμμαχία με τη λεγόμενη «εθνική αστική τάξη» που εξέφραζαν οι δυνάμεις του Κέντρου.

Σημαντικό ζήτημα αποτελεί ο αγώνας των Κυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, με στόχο την Ένωση με την Ελλάδα. Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στις σχέσεις με συμμαχικές χώρες (τη Βρετανία και την Τουρκία), επιχειρήθηκε να ξεπεραστούν με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου το 1960. Οι συνταγματικές ρυθμίσεις που δεν έπαιρναν υπόψη την πληθυσμιακή σύνθεση του νησιού (κατά 80% ελληνική) και η αναγνώριση της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας ως εγγυητριών δυνάμεων, θα αποτελέσουν τα επόμενα χρόνια αιτία σοβαρών κρίσεων, που θα επηρεάσουν άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις και στην Ελλάδα.

Η ανησυχία που προκάλεσε η ανάδειξη της Αριστεράς σε αξιωματική αντιπολίτευση συνέβαλε στην ίδρυση της Ένωσης Κέντρου το 1961, ώστε να υπάρξει εναλλακτική διέξοδος σε καθεστωτικό πλαίσιο, με την ενοποίηση των πολιτικών δυνάμεων που τοποθετούνταν μεταξύ ΕΡΕ και ΕΔΑ. Εντούτοις, οι εκλογές βίας και νοθείας του Οκτωβρίου, που στράφηκε και κατά του Κέντρου, ανέδειξαν και πάλι κυβέρνηση της Δεξιάς.

Η τελευταία διετία (1961-1963) της διακυβέρνησης Καραμανλή χαρακτηρίστηκε από την εκρηκτική άνοδο εργατικών, νεολαιίστικων και λαϊκών αγώνων, αλλά και από εντεινόμενη πολιτική κρίση, καθώς η Ένωση Κέντρου είχε κηρύξει Ανένδοτο Αγώνα κατά της κυβέρνησης, αρνούμενη να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των εκλογών. Αναλάμβανε, έτσι, την πρωτοβουλία κινήσεων έναντι της Αριστεράς, επιδιώκοντας να εκφράσει τις διαθέσεις της πλειονότητας του λαού ενάντια στο «Κράτος της Δεξιάς».

Στην Ελλάδα η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο 1963, αποκαλύπτοντας τις διασυνδέσεις κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, συμβάλλει καθοριστικά στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή. Στις εκλογές του Νοεμβρίου η Ένωση Κέντρου αναδεικνύεται πρώτο κόμμα και στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία με το 53%, έχοντας πριμοδοτηθεί και από την ΕΔΑ.

Η κεντρώα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου επιχειρεί έναν στοιχειώδη εκδημοκρατισμό, αντιμετωπίζοντας ισχυρές αντιδράσεις από τη Δεξιά, αλλά και μεγάλες πιέσεις από το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Η προσπάθειά της να περιορίσει τον παραταξιακό χαρακτήρα του στρατού, καθώς και η απροθυμία της να ακολουθήσει τις αμερικανικές υποδείξεις για την επίλυση του Κυπριακού σε νατοϊκό πλαίσιο, υπήρξαν βασικές αιτίες για την πραξικοπηματική ανατροπή της, τον Ιούλιο 1965. Ο διορισμός από τον βασιλιά Κωνσταντίνο -που είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Παύλο, ο οποίος είχε μείνει στον Θρόνο από το 1947 έως τον θάνατό του, το 1964- κυβερνήσεων από βουλευτές που αποστάτησαν από την Ένωση Κέντρου, προκάλεσε λαϊκή έκρηξη με συνεχείς μαχητικές διαδηλώσεις. Τα Ιουλιανά υπήρξαν μία από τις μεγάλες στιγμές στην ιστορία των αγώνων του ελληνικού λαού, εκφράζοντας συνολικότερη αμφισβήτηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος.

Η βεβαιότητα της νίκης των αντιδεξιών δυνάμεων σε ενδεχόμενες εκλογές παρέτεινε την πολιτική κρίση, ενώ στις γραμμές του στρατού εντείνονταν διεργασίες για την επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνταν η «χούντα των στρατηγών» που συνδεόταν με τον βασιλιά και την ΕΡΕ, την οποία, όμως, πρόλαβε η «χούντα των συνταγματαρχών», με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Η επιβολή της δικτατορίας βρήκε απροετοίμαστη την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Ενώ χιλιάδες στελέχη εξορίζονται, η Αντίσταση διεξάγεται από αριστερές και κεντροαριστερές οργανώσεις χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή, με κορυφαία εκδήλωση την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη, τον Αύγουστο 1968.

Σοβαρά προβλήματα προκάλεσε τον ίδιο χρόνο  η διάσπαση του ΚΚΕ, από την οποία προήλθαν δύο κόμματα. Αυτό που τελικά αναγνωρίστηκε ως ΚΚΕ, διατηρώντας την παραδοσιακή φυσιογνωμία του και τον φιλοσοβιετικό προσανατολισμό, και το ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο έθεσε το ζήτημα της ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος, αν και η φυσιογνωμία που διαμόρφωσε χαρακτηρίστηκε σοσιαλδημοκρατική. Έξω από τα δύο ΚΚΕ έμειναν πολλοί αγωνιστές που αποτέλεσαν το λεγόμενο «Χάος», ενώ  διαμορφώθηκε και ο χώρος της άκρας Αριστεράς, από οργανώσεις τροτσκιστικών, μαοϊκών κ.ά. αναφορών.

Έχοντας ξεπεράσει τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στα τέλη του ’67, με την κρίση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και με την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος από τον βασιλιά, ο οποίος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, η χούντα σταθεροποίησε την εξουσία της τα επόμενα χρόνια, αξιοποιώντας την ευνοϊκή διεθνή οικονομική συγκυρία και την απόδοση των μεταπολεμικών αναπτυξιακών πολιτικών. Παράλληλα, η μαζική μετανάστευση, που αποκορυφώθηκε αυτή την περίοδο, έδωσε τη δυνατότητα να αντιμετωπιστεί η ανεργία και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, αν και με ρυθμούς που απείχαν πολύ από την αύξηση της παραγωγικότητας και την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα εμφανίζεται από το 1972, με πρωτοπόρο τον φοιτητικό χώρο, ενώ το καλοκαίρι του 1973, μετά από απόπειρα αντιδικτατορικού κινήματος στο Πολεμικό Ναυτικό, ανακηρύσσεται η αβασίλευτη Δημοκρατία, με πρόεδρο τον Παπαδόπουλο, και δρομολογείται η «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος. Επιχειρείται, δηλαδή, η νομιμοποίησή του, μέσα από ελεγχόμενες εκλογικές διαδικασίες. Τη «φιλελευθεροποίηση», που σηματοδότησε ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον δεξιό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη, ανακόπτει η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία των μικρών δυνάμεων της άκρας Αριστεράς, αλλά με τη συμμετοχή και των αγωνιστών των δύο ΚΚΕ και πολλών άλλων ανένταχτων αριστερών και δημοκρατών.

Την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησε η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Δημήτριο Ιωαννίδη. Η νέα χούντα, επιχειρώντας βίαιη δρομολόγηση λύσης του Κυπριακού σε νατοϊκό πλαίσιο, οργάνωσε και πραγματοποίησε -με τη συμβολή της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β' που δρούσε από το 1971- το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 για την ανατροπή του προέδρου της Κύπρου Μακάριου, δίνοντας το πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλει στο νησί. Συνέπεια αυτών των εξελίξεων υπήρξε η αποχώρησή της από την εξουσία, στις 24 Ιουλίου 1974.

 

Χρονολόγιο

1950-1952: Κυβερνήσεις κεντρώες.

1951: Ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.

1952: Άνοδος της Δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία, με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπάγο.

1955: Έναρξη του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο.

           Θάνατος του Παπάγου. Πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

1958: Ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση.

1959-1960: Λήξη του Κυπριακού Αγώνα. Ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

1961: Ίδρυση της Ένωσης Κέντρου.

          Εκλογές βίας και νοθείας. Κήρυξη Ανένδοτου Αγώνα από την Ένωση Κέντρου.

1963: Δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.

          Πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή.

          Εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου. Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου.

1964: Εκλογικός θρίαμβος της Ένωσης Κέντρου.

          Θάνατος του βασιλιά Παύλου. Στον Θρόνο ανέρχεται ο Κωνσταντίνος Β΄.

1965: Βασιλικό πραξικόπημα και αντικατάσταση της κυβέρνησης Παπανδρέου από κυβερνήσεις αποστατών. Εξέγερση των Ιουλιανών.

1967: Στρατιωτικό πραξικόπημα και επιβολή δικτατορίας.

          Αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος από τον βασιλιά.

1968: Διάσπαση του ΚΚΕ.

          Απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη.

1971: Ίδρυση της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο.

1973: Κατάργηση της βασιλείας. Διαδικασίες «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και σχηματισμός κυβέρνησης από τον Σπύρο Μαρκεζίνη.

          Εξέγερση του Πολυτεχνείου.

          Ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Δημήτριο Ιωαννίδη.

1974: Πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακάριου στην Κύπρο. Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

          Κατάρρευση της δικτατορίας.

 

 

 

 

 

9. Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της «Αλλαγής»

Η πτώση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα έγινε σε μια περίοδο που χαρακτηριζόταν από σημαντικές εξελίξεις στη διεθνή πραγματικότητα, με κύριο στοιχείο το ξέσπασμα, το 1973, οικονομικής κρίσης, την οποία προκάλεσε η κατακόρυφη αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Η κρίση έθεσε τέρμα στη μεταπολεμική ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών και αποτέλεσε την αφετηρία για την εγκατάλειψη των κεϊνσιανών πολιτικών και αναζήτηση διεξόδου σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.

Στην Ελλάδα η πτώση της δικτατορίας συμπαρασύρει και το μετεμφυλιακό καθεστώς των έκτακτων αντικομμουνιστικών μέτρων. Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες λειτουργούν ανεμπόδιστα οι αστικοδημοκρατικοί θεσμοί, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 εξαλείφθησαν και οι περιορισμοί των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Σημαντικές υπήρξαν οι εξελίξεις και στην οικονομική ζωή της χώρας, καθώς τερματίστηκε η μεταπολεμική αναπτυξιακή διαδικασία, αλλά ο αναπροσανατολισμός του κεφαλαίου στον περιορισμό της βιομηχανικής παραγωγής συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις που υποχρέωσαν στη συνέχιση της λειτουργίας εκατοντάδων μονάδων ως κρατικής ιδιοκτησίας. Αυτή η εξέλιξη είχε ως συνέπεια την ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων και την υπεράσπιση των εργατικών κατακτήσεων, σε μια περίοδο κατά την οποία επέλαυνε διεθνώς ο νεοφιλελευθερισμός. Παράλληλα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχει σταματήσει και η εξωτερική μετανάστευση, ενώ περιορίστηκε αισθητά και η μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η επίσημη ιδεολογία εγκαταλείπει τις αναφορές στην εθνικοφροσύνη και τον αντικομμουνισμό. Στη θέση τους τίθεται η ιδέα της ευρωπαϊκής οικονομικά αναπτυγμένης και δημοκρατικής Ελλάδας, που συνδέεται με τον προσανατολισμό του ελληνικού κεφαλαίου προς την ΕΟΚ, της οποίας η χώρα γίνεται πλήρες μέλος το 1979.

Η λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία εκφράζεται, όπως και προδικτατορικά, με την επιδίωξη της «Αλλαγής». Την ολοκλήρωση, δηλαδή, του εκδημοκρατισμού της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, και την προώθηση μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικού μετασχηματισμού σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, ισχυρός παραμένει ο αντιιμπεριαλισμός, που εκδηλώνεται ως αντίθεση στην πολιτική των ΗΠΑ, αλλά και στην ένταξη στην ΕΟΚ, ενισχυμένος και από τη λαϊκή αντίθεση στη φιλοτουρκική νατοϊκή πολιτική. Στη βάση αυτής της ιδεολογίας πραγματοποιείται η συσπείρωση ευρύτατων λαϊκών μαζών γύρω από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο ανέρχεται στην εξουσία, αξιοποιώντας και την κρίση και πολυδιάσπαση της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Κατά τη δεκαετία του ’80 η λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία, ως έκφραση του πλειοψηφικού ρεύματος του ΠΑΣΟΚ, χάνει σταδιακά τα ριζοσπαστικά της χαρακτηριστικά, μετασχηματιζόμενη σε σοσιαλδημοκρατική, που επιτρέπει την αποδοχή του κυρίαρχου αστικού ιδεολογικού προσανατολισμού (ευρωπαϊσμός και οικονομική ανάπτυξη) από ευρύτατες λαϊκές μάζες και κυρίως από τα μικροαστικά στρώματα. Η μετεξέλιξη αυτή είναι εμφανής και στην υποχώρηση της πολιτιστικής δραστηριότητας των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, ενώ και το λαϊκό τραγούδι εκφράζεται πλέον με μορφές διαταξικής απεύθυνσης (ελαφρολαϊκό, σκυλάδικο κ.λπ.).

Με την πτώση της δικτατορίας, η εξουσία περιέρχεται στις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις και σχηματίζεται κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» της Δεξιάς και του Κέντρου από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που αναλαμβάνει την αντιμετώπιση της ελληνοτουρκικής κρίσης και τη διαδικασία αποκατάστασης της δημοκρατίας. Αντιδρώντας στην προώθηση των τουρκικών θέσεων στην Κύπρο με την κατάληψη των δύο πέμπτων του νησιού, η κυβέρνηση προχωράει στην αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και επιδιώκοντας τη διαμόρφωση κλίματος πολιτικής ομαλότητας νομιμοποιεί το κομμουνιστικό κίνημα.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1974 η Νέα Δημοκρατία, το νέο κόμμα που ίδρυσε ο Καραμανλής, τοποθετημένο στον χώρο της Κεντροδεξιάς, κέρδισε το 54% των ψήφων, έναντι 21% της Ένωσης Κέντρου, 13% του ΠΑΣΟΚ  και 9,5%  της εφήμερης εκλογικής σύμπραξης της Ενωμένης Αριστεράς. Η υπερψήφιση της Ν.Δ. αποτελούσε συνέπεια της ανησυχίας μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού για ενδεχόμενη νέα εκτροπή, στην περίπτωση που η εξουσία περνούσε σε ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις.

Τον Δεκέμβριο 1974 διενεργήθηκε δημοψήφισμα με το οποίο καταργήθηκε ο βασιλικός θεσμός και η μεταπολιτευτική Δημοκρατία εδραιώθηκε το 1975 με τις δίκες των πραξικοπηματιών του 1967 και τη φυλάκισή τους.

Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίστηκαν από την ανάπτυξη των μαζικών κινημάτων, στην πρωτοπορία των οποίων βρέθηκε το βιομηχανικό προλεταριάτο. Το κλίμα του λαϊκού και νεολαιίστικου ριζοσπαστισμού εκφράστηκε και με το εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου 1977, όταν η δύναμη της Ν.Δ. περιορίστηκε στο 41%. Αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχτηκε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο τα επόμενα χρόνια απορρόφησε τις δυνάμεις του Κέντρου, ενώ στην κομμουνιστική Αριστερά επικράτησε το ΚΚΕ, επικεφαλής του οποίου, από το 1972, ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης. Σε κοινοβουλευτική δύναμη αναδείχτηκε και η ακροδεξιά Εθνική Παράταξη με το 7%, που σύντομα το μεγαλύτερο μέρος της ενσωματώθηκε στη Ν.Δ.

Εργατικοί, λαϊκοί και νεολαιίστικοι αγώνες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, κατά τα οποία η Ελλάδα εντάχθηκε ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ και επέστρεψε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ενώ το 1980 ο Καραμανλής μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Γεώργιος Ράλλης.

Οι εκλογές του Οκτωβρίου 1981 αποτέλεσαν θρίαμβο για το ΠΑΣΟΚ, που πήρε το 48%, έναντι 33% της Ν.Δ. και 11% του ΚΚΕ. Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, αν και δεν πραγματοποίησε τις υποσχέσεις για αποχώρηση από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, και απομάκρυνση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων, ακολούθησε μια πολιτική ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, σημαντικών μεταρρυθμίσεων στους τομείς του οικογενειακού δικαίου, της εκπαίδευσης, της υγείας, του συνδικαλισμού κ.λπ., και σε δραστικές παροχές προς τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού. Ενίσχυσε, έτσι, τις σχέσεις εκπροσώπησης με μεγάλο μέρος των μικροαστικών στρωμάτων, αλλά και της εργατικής τάξης, περιορίζοντας τη δυνατότητα διεύρυνσης της επιρροής της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Έχοντας επιβεβαιώσει την εκλογική της δύναμη στις εκλογές του Ιουνίου 1985, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε στη συνέχεια πολιτική «οικονομικής σταθεροποίησης», πλήττοντας το εισόδημα των εργαζομένων και προκαλώντας σοβαρές αντιδράσεις. Παράλληλα, η προσπάθεια κομματικού ελέγχου του κρατικού μηχανισμού και η εύνοια προς ανερχόμενους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες διαμόρφωσε αρνητικό κλίμα. Αν και από το 1988 εγκαταλείφθηκε η οικονομική πολιτική της λιτότητας, σοβαρά προβλήματα προκάλεσε η αποκάλυψη αλλεπάλληλων σκανδάλων, με κυριότερο το σκάνδαλο Κοσκωτά, στο οποίο ενεπλάκη και ο ίδιος ο Παπανδρέου.

Ενώ το ΚΚΕ εσ. –η εκλογική επιρροή του οποίου περιοριζόταν σε ποσοστά κάτω του 2% - διαλύθηκε και συγκροτήθηκαν δύο νέα κόμματα, η Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) και το ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά, στο ΚΚΕ  δρομολογήθηκαν διαδικασίες προσαρμογής του στις νέες κατευθύνσεις που εξέφραζε η πολιτική του Γκορμπατσόφ. Το 1989 το ΚΚΕ, η ΕΑΡ, μικρότερες αριστερές κινήσεις και ανεξάρτητοι παράγοντες συγκρότησαν τον Συνασπισμό της Αριστεράς.

Στις εκλογές του Ιουνίου 1989 πρώτο κόμμα αναδείχτηκε η Ν.Δ., με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που σχημάτισε κυβέρνηση σε συνεργασία με τον Συνασπισμό, με πρωθυπουργό τον Τζανή Τζανετάκη. Σκοπός της συγκυβέρνησης, που εμφανίστηκε ως επισφράγιση της «εθνικής συμφιλίωσης» μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, ήταν η παραπομπή σε δίκη του Παπανδρέου και των άλλων στελεχών του ΠΑΣΟΚ που εμπλέκονταν στο σκάνδαλο Κοσκωτά.

Η αντίθεση στην συγκυβέρνηση, αλλά και συνολικά στην αλλαγή της πολιτικής του ΚΚΕ, είχε ως συνέπεια σοβαρή κρίση στις γραμμές του και κυρίως στη νεολαία του, την ΚΝΕ.

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 -στις οποίες πρώτο κόμμα αναδείχτηκε και πάλι η Ν.Δ., ενώ περιορίστηκε η εκλογική δύναμη του Συνασπισμού- σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Ο σχηματισμός της, με τη συμμετοχή Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού, ουσιαστικά έκλεισε την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, που χαρακτηριζόταν από την αντιπαράθεση μεταξύ των συντηρητικών δυνάμεων της Δεξιάς και των αντιδεξιών δυνάμεων της «Αλλαγής». Τώρα πια, το σύνολο των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων αναγνώρισε ως κοινούς στόχους την ανάπτυξη και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, υποβαθμίζοντας τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις.

 

Χρονολόγιο

1974: Κατάρρευση της δικτατορίας. Κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» των δυνάμεων της Δεξιάς και του Κέντρου, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

          Επέκταση της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

          Νομιμοποίηση του ΚΚΕ.

          Εκλογική νίκη της Ν.Δ.

          Με δημοψήφισμα αποφασίζεται η κατάργηση της βασιλείας.

1977: Περιορισμένη εκλογική νίκη της Ν.Δ. Ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ανάδειξη του ΚΚΕ σε κυρίαρχη δύναμη στην κομμουνιστική Αριστερά.

1979: Ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

1980: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Καραμανλής. Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Ράλλης.

          Επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

1981: Εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ. Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου.

1985: Νέα εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ. Πολιτική οικονομικής σταθεροποίησης.

1989: Κυβέρνηση Ν.Δ. και Συνασπισμού της Αριστεράς, με πρωθυπουργό τον Τζανή Τζανετάκη.

          Οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

10. Νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός, ευρωπαϊσμός και κοινωνική αναδιάρθρωση (1990-2010)

Με την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας και τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Απρίλιο 1990, επικυρώθηκε ο προσανατολισμός της Ελλάδας προς τον νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό και τη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που πραγματοποιήθηκε το 1992 με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Την ίδια αυτή περίοδο η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη και η διάλυση της ΕΣΣΔ συνέβαλαν στη διαμόρφωση παγκοσμίως ενός κλίματος κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας και υποχώρησης των σοσιαλιστικών ιδεών, που συνοδεύτηκε με τη διάλυση ή αποκομμουνιστικοποίηση πολλών κομμουνιστικών κομμάτων και τη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας προς τον νεοφιλελευθερισμό.

Στην κατεύθυνση αυτή, διασπάστηκε το 1991 το ΚΚΕ, τμήμα του οποίου, μαζί με τις άλλες δυνάμεις που συγκροτούσαν τον Συνασπισμό, συμμετείχε στη μετατροπή του τελευταίου σε αυτοτελές κόμμα. Παράλληλα, εντάθηκε στο ΠΑΣΟΚ η πίεση από την εκσυγχρονιστική πτέρυγα που εκπροσωπούσε, κυρίως, ο Κώστας Σημίτης, για την προσαρμογή στη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα.

Ταυτόχρονα, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η ίδρυση ανεξάρτητου κράτους της Μακεδονίας στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας προκάλεσε έξαρση του εθνικισμού, που ενισχύθηκε και από την αντίθεση μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού στη μαζική εισροή μεταναστών από βαλκανικές, ανατολικοευρωπαϊκές, αφρικανικές και ασιατικές χώρες.

Ήδη διαμορφωνόταν μια νέα πραγματικότητα, με βαθιές αναδιαρθρώσεις στη σύνθεση των κοινωνικών τάξεων. Εκτός από τη μαζική συμμετοχή μεταναστών στην εργατική τάξη, όπου αποτελούσαν τα πιο εκμεταλλευόμενα και τα στερούμενα δικαιωμάτων τμήματά της, η αποβιομηχάνιση και ο προσανατολισμός του ελληνικού κεφαλαίου προς τις υπηρεσίες συνέβαλε στη διαμόρφωση εκτεταμένων μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων, ενώ επικράτησε μια ιδεολογία υποτίμησης της χειρωνακτικής και εν γένει της παραγωγικής εργασίας.

Μετά από ένα μικρό διάστημα διακυβέρνησης και πάλι από τον Ανδρέα Παπανδρέου (1993-1996), κατά το οποίο επιχειρήθηκε να κρατηθούν κάποιες ισορροπίες, οι μετέπειτα κυβερνήσεις Σημίτη εφάρμοσαν πολιτική σκληρού νεοφιλελευθερισμού, προσδένοντας τη χώρα, το 2002, ακόμη πιο στενά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της αντικατάστασης του εθνικού νομίσματος, της δραχμής, από το ευρώ. Είχε προηγηθεί, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η μεγάλη ανακατανομή πλούτου, με την απάτη του Χρηματιστηρίου, που ευνοήθηκε από την ίδια την κυβέρνηση Σημίτη.

Σε ένα κλίμα ευωχίας που ενίσχυσε η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την άμβλυνση των ιδεολογικοπολιτικών αντιθέσεων στην ελληνική κοινωνία, με κυρίαρχη την αντίληψη ότι έχει αφήσει οριστικά πίσω της τις εποχές της φτώχειας, της ανεργίας και της μετανάστευσης. Εντούτοις και στις συνθήκες αυτές υπήρξαν τεράστιες λαϊκές κινητοποιήσεις το 1999, μετά την παράδοση του ηγέτη του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, και κατά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, ενώ ένα μεγάλο απεργιακό κίνημα απέτρεψε τη νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, το 2001.

Την κυβέρνηση Σημίτη διαδέχτηκε το 2004 κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή, ανιψιό του ιστορικού ηγέτη της Δεξιάς, η πολιτική της οποίας ακολούθησε ανάλογη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Έχοντας κερδίσει και τις εκλογές του 2007, ο Καραμανλής έμεινε πρωθυπουργός μέχρι το 2009, οπότε παραιτήθηκε, για να μην αναλάβει την ευθύνη για την υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς εποπτείας από ξένα κέντρα και σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής. Κάτι που έκανε το 2010 ο Γιώργος Παπανδρέου (γιος του Ανδρέα) και το ΠΑΣΟΚ, που κέρδισε τις εκλογές του 2009.

Όλα αυτά τα χρόνια στον χώρο της Αριστεράς ισχυρότερη δύναμη παρέμεινε το ΚΚΕ, με επικεφαλής την Αλέκα Παπαρήγα, αν και με επιρροή κατά πολύ μικρότερη της προηγούμενης μεταπολιτευτικής περιόδου. Χαρακτηριστικό της πολιτικής του ήταν η άρνηση της όποιας συνεργασίας με άλλες αριστερές δυνάμεις, με εξαίρεση την περίοδο 1998-2002.

Ο Συνασπισμός, με επικεφαλής τη Μαρία Δαμανάκη και κατόπιν τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, που δεν κατόρθωσε το 1993 να περάσει το 3% που αποτελούσε όριο για να μπει στη Βουλή, είχε επιρροή μεταξύ 3% και 5%, ενώ ο πολιτικός του προσανατολισμός, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ελάχιστα τον διαφοροποιούσε από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Από το 2004, με επικεφαλής τον Αλέκο Αλαβάνο, πραγματοποίησε αριστερή στροφή, συγκροτώντας με άλλες μικρές αριστερές δυνάμεις τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ).

Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 2000 και απόρροια της έξαρσης του εθνικισμού και της εμφάνισης αντιμεταναστευτικού ρατσισμού, είναι και η εμφάνιση της Ακροδεξιάς ως σταθερής κοινοβουλευτικής δύναμης, με τη μορφή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑΟΣ), του Γιώργου Καρατζαφέρη.  

 

Χρονολόγιο

1990: Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

1992: Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμμετοχή και της Ελλάδας.

1993: Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου.

1996: Κυβέρνηση Κώστα Σημίτη.

2002: Αντικατάσταση της δραχμής με το ευρώ.

2004: Κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή.

2009: Κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου.   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΑΣΙΚΗ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγριαντώνη Χριστίνα: Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα – Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1986.

Αλεξάτος Γιώργος: Συνοπτική αναφορά στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος – Γειτονιές του Κόσμου, Θεσσαλονίκη 2003.

  • Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2014.
  • Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015.
  • Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος – δ΄ έκδ. Κύμα, Αθήνα 2017.
  • Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα – Άπαρσις, Αθήνα 2019.
  • Άρης Βελουχιώτης. Ο κομμουνιστής επαναστάτης – Άπαρσις, Αθήνα 2021.

Αλιβιζάτος Νίκος: Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας – Θεμέλιο, Αθήνα 1983.

Αναστασόπουλος Γεώργιος: Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας 1840-1940 – 3 τ., Ελληνική Εκδοτική, Αθήνα 1947.

Ανδρεάδης Ανδρέας: Η ναυτιλία των Ελλήνων – Ελληνικόν Ναυτιλιακόν Συνέδριον, Αθήνα 1964.

Αξελός Λουκάς: Γ. Σκληρός (σταθμοί και όρια στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα – Στοχαστής, Αθήνα 1976.

  •  Ρήγας Βελεστινλής. Σταθμοί και όρια στη διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα – Στοχαστής, Αθήνα 2007.

Αρώνη-Τσίχλη Καίτη: Αγροτικές εξεγέρσεις στην Παλιά Ελλάδα 1833-1881 – Παπαζήσης, Αθήνα 1989.

Ασδραχάς Σπύρος (επιμ.): Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αι.) – Μέλισσα, Αθήνα 1979.

  • Ζητήματα ιστορίας – Θεμέλιο, Αθήνα 1983.
  • Ελληνική οικονομική ιστορία ΙΕ΄-ΙΘ΄ αιώνας – 2 τ., Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003 και 2007.

Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος: Ιστορία του νεώτερου ελληνισμού (1204-1940) – Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1990.

Βαξεβάνογλου Αλίκη: Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι 1900-1940. Κοινωνική και οικονομική προσέγγιση – Θεμέλιο, Αθήνα 1994.

Βεργόπουλος Κώστας: Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Το πρόβλημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης της γεωργίας – Εξάντας, Αθήνα 1975.

  • Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα – Εξάντας, Αθήνα 1978.
  • Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα στο μεσοπόλεμο – Εξάντας, Αθήνα 1978.

Βερέμης Θάνος: Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική ζωή 1916-1936 – Εξάντας, Αθήνα 1977.

  • (με Δημητρακόπουλο Οδυσσέα, επιμ.): Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του – Φιλιππότης, Αθήνα 1980.
  • (με Γουλιμή Γιούλα, επιμ.): Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτική στην εποχή του – Γνώση, Αθήνα 1989.
  • (με Κολιόπουλο Ιωάννη): Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα – Καστανιώτης, Αθήνα 2006.  
  • Μικρή πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας – Πατάκης, Αθήνα 2022.

Βερναρδάκης Χριστόφορος – Μαυρής Γιάννης: Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα. Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης – Εξάντας, Αθήνα 1991. 

Βουρνάς Τάσος: Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας – 6 τ., Πατάκης, Αθήνα 2011-2013.

Βραχνιάρης Χρήστος: Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αγροτικό ζήτημα. Περίοδος 1900-1920 – Gutenberg, Αθήνα 1988.

Γεωργιάδης Νέαρχος: Ρεμπέτικο και πολιτική – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1993.

Γιανναράς Χρήστος: Νεοελληνική ταυτότητα – Γρηγόρης, Αθήνα 1983.

  • Καταφύγιο ιδεών. Μαρτυρία – Ίκαρος, Αθήνα 2011.
  • Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα – Ίκαρος, Αθήνα 2021.

Δαμιανάκος Στάθης: Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός – Πλέθρον, Αθήνα 1987.

Δάφνης Γρηγόριος: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940 – 2 τόμοι, Ίκαρος, Αθήνα 1955.

Δερτιλής Γιώργος: Ελληνική οικονομία και βιομηχανική επανάσταση (1830-1910) – Σάκκουλα, Αθήνα 1985.

  • Κοινωνικός μετασχηματισμός και κοινωνική επέμβαση 1880-1909 – Εξάντας, Αθήνα 1999.
  • Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920 - Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014.
  • Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1750-2015 - Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2018.
  • Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις – Gutenberg, Αθήνα 2020.

Δημαράς Κωνσταντίνος: Νεοελληνικός Διαφωτισμός – Ερμής, Αθήνα 1980.

Διαμαντούρος Νικηφόρος: Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828 – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002.

Διζικιρίκης Γεώργιος: Ο νεοελληνικός διαφωτισμός και το ευρωπαϊκό πνεύμα 1750-1821 – Φιλιππότη, Αθήνα 1984.

Δρακάτος Κωνσταντίνος: Ο μεγάλος κύκλος της ελληνικής οικονομίας (1945-1995) – Παπαζήσης, Αθήνα 1997.  

Ζολώτας Ξενοφών: Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως – Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1926.

Καραμπελιάς Γιώργος: Κράτος και κοινωνία στη μεταπολίτευση 1974-1988 – Εξάντας, Αθήνα 1989.

  • 1204-1922. Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού – 2 τόμοι, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2007 και 2015.

Καραποστόλης Βασίλης: Η αδιαχώρητη κοινωνία. Ένας διάλογος της κοινωνιολογίας με τη λογοτεχνία – Πολύτυπο, Αθήνα 1985.

Κέδρος Ανδρέας: Η ελληνική αντίσταση 1940-44 – 2 τόμοι, Θεμέλιο, Αθήνα 1976.  

Κιτρομηλίδης Πασχάλης: Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996.

  • Ο Διαφωτισμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση – Πολιτειακό, Αθήνα 2019.

Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ – 2 τόμοι, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008 και 2012.

Κονδύλης Παναγιώτης: Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές ιδέες – Θεμέλιο, Αθήνα 1988.

Κοντογιώργης Γιώργος: Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικοκοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού – Νέα Σύνορα, Αθήνα 1979. 

Κορδάτος Γιάνης: Η κοινωνική σημασία της Επαναστάσεως του 1821 – Καραβάκος, Αθήνα 1946.

  • Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας – 13 τόμοι, 20ός αιώνας, Αθήνα 1959.
  • Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος – Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972.

Κρεμμυδάς Βασίλης: Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο 1793-1821 – Θεμέλιο, Αθήνα 1980.

  • Σύντομη ιστορία του ελληνικού κράτους – Καλλιγράφος, Αθήνα 2012.

Λιναρδάτος Σπύρος: 4η Αυγούστου – Θεμέλιο, Αθήνα 1966.

  • Από τον Εμφύλιο στη Χούντα – 4 τόμοι, Παπαζήσης, Αθήνα 1977-1986.

Μαργαρίτης Γιώργος: Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949 – 2 τόμοι, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2000-2001.

Μαρκεζίνης Σπυρίδων: Πολιτική ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος – 4 τόμοι, Πάπυρος, Αθήνα 1973-1978.

Μαυρογορδάτος Γιώργος – Χατζηιωσήφ Χρήστος (επιμ.): Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988.

Μηλιός Γιάννης: Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη – β΄ έκδ. Κριτική, Αθήνα 2000.

Μοσκώφ Κωστής: Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα – Καστανιώτης, Αθήνα 1988.

Μπαμπανάσης Στέργιος: Ιδιομορφίες της ανάπτυξης στη Νότια Ευρώπη – Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1985.

Νικολακόπουλος Ηλίας: Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές 1946-1967 – Πατάκης, Αθήνα 2001.

Ποταμιάνος Νίκος: Οι νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα, 1880-1925 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015.

Ρήγος Άλκης: Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής – Θεμέλιο, Αθήνα 1992.

Σακελλαρόπουλος Θεόδωρος: Οικονομία, κοινωνία, κράτος στην Ελλάδα του μεσοπολέμου – Πληροφόρηση, Αθήνα 1991.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος: Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος – Λιβάνης, Αθήνα 1998.

  • Η Ελλάδα στη μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις – Λιβάνης, Αθήνα 2001.
  • (επιμ.) Η Ελλάδα στον 19ο και 20ό αιώνα – Τόπος, Αθήνα 2010.

Σβορώνος Νίκος: Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας – Θεμέλιο, Αθήνα 1975.

Συλλογικό: Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’40. Ένα έθνος σε κρίση – Θεμέλιο, Αθήνα 1984.  

  • Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967) – Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1994.

Τσαούσης Δημήτρης: (επιμ.) Ελληνισμός – ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας – Εστία, Αθήνα 1983.

  • Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα – Εστία, Αθήνα 1984.

Τσοτσορός Στάθης: Η συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939) – 2 τ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1993-1994.

Τσουκαλάς Κωνσταντίνος: Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Οικονομικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα 1830-1922 – Θεμέλιο, Αθήνα 1977.

  • Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα – Θεμέλιο, Αθήνα 2005.

Χαραλάμπης Δημήτρης: Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της πολιτικής εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα – Εξάντας, Αθήνα 1985.

Χασιώτης Ιωάννης: Επισκόπηση της ιστορίας της ελληνικής διασποράς – Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.

Χατζηιωσήφ Χρήστος: Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940 – Θεμέλιο, Αθήνα 1993.

Χατζής Θανάσης: Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε – 4 τόμοι, Δωρικός, Αθήνα 1982.

Ψυρούκης Νίκος: Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967) – 4 τόμοι, Επικαιρότητα, Αθήνα 1976.

Burgel Guy: Αθήνα. Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας – Εξάντας, Αθήνα 1976. 

Clogg Richard: Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας (1770-2013) – Κάτοπτρο, Αθήνα 2015.

Hering Gunnar: Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936 – 2 τόμοι, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004.

Inalcik Halil: Ο σχηματισμός του κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο Ασδραχάς Σπύρος (επιμ.), Οικονομική δομή των Βαλκανίων (15ος-19ος αιώνας) – Μέλισσα, Αθήνα 1979.