Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε μια πρώτη μορφή στα 1991-95 και εκδόθηκε το 1997. Η συγγραφή του προέκυψε από την ανάγκη να αναμετρηθώ με τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 1989-91, όταν οι καταρρεύσεις των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ανατολική Ευρώπη και η διάλυση της ΕΣΣΔ, συνοδεύονταν από την έξαλλη ιδεολογική επίθεση των απολογητών του καπιταλισμού κατά των ιδεών του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και του μαρξισμού. Ήταν η εποχή που κυριαρχούσαν τα ιδεολογήματα του «τέλους»: «τέλος της ιστορίας», «τέλος της ταξικής πάλης», «τέλος της εργασίας», «τέλος της εργατικής τάξης».
Έχοντας ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα ήδη από την εφηβική μου ηλικία, στα τελευταία χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, βρέθηκα, στα 1989-91, αντιμέτωπος με την ισχυρή αμφισβήτηση όλων εκείνων που αποτελούσαν μέχρι τότε τις στέρεες βάσεις των ιδεολογικών μου πεποιθήσεων. Πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, με την αμφισβήτηση της βασικής θέσης του μαρξισμού, που προσδιορίζει την ταξική πάλη ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας. To ερώτημα που έθεσα τότε στον εαυτό μου αποτέλεσε και την υπόθεση εργασίας αυτού του βιβλίου:
Αν η βασική θέση του μαρξισμού για την ταξική πάλη ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας επαληθεύεται, η επαλήθευση αυτή θα μπορούσε να προκύπτει και από την εμπειρία της νεοελληνικής ιστορίας. Κατά συνέπεια, θα ήταν αναγκαία μια πιο συγκεκριμένη μελέτη, με αντικείμενο την ίδια την ιστορία της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, με την οποία, μάλιστα, είχα οργανική σχέση, προερχόμενος από οικογένεια εργατών και εργαζόμενος και ο ίδιος ως οικοδόμος.
Η μελέτη αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά. Δεν ήταν μόνο η έλλειψη κάποιας –έστω και ανεπαρκούς, έστω και με περιορισμένη χρονική αναφορά- ανάλογης εργασίας. Επρόκειτο για μια συνολικότερη δυσκολία που δημιουργούσε η διαπίστωση ενός σοβαρού κενού στη μέχρι τότε μαρξιστική ιστοριογραφία. Ενώ υπήρχε σχετικά μεγάλος αριθμός εργασιών (κυρίως άρθρων) που αναφέρονταν στο εργατικό κίνημα, οι αναφορές στην ίδια την εργατική τάξη, στην κοινωνική της συγκρότηση, στην πολιτισμική και ιδεολογική της διαμόρφωση κ.λπ., στο πλαίσιο αυτών των εργασιών, ήταν ελάχιστες.
Έπρεπε, κατά συνέπεια, να αναζητηθούν στοιχεία μέσα από ένα χαοτικό πλήθος βιβλίων, με αντικείμενο διαφορετικό απ’ αυτό που με απασχολούσε, μέσα από άρθρα διάσπαρτα σε έντυπα ενός και πλέον αιώνα, μέσα από στατιστικές (με το βασανιστήριο των μαθηματικών υπολογισμών), αλλά και μέσα από την –αναμφίβολα απολαυστική- αναζήτηση λογοτεχνικών αναφορών, ακόμη και τραγουδιών.
Επιπλέον, όπως έγραφα και στην Εισαγωγή στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, «στην Ελλάδα, από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, με τα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης και τις θεσμοθετημένες διώξεις της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος (βενιζελικό Ιδιώνυμο, 509 κ.λπ.), το κλίμα κάθε άλλο παρά πρόσφορο ήταν για την ελεύθερη έρευνα των όρων συγκρότησης και λειτουργίας των κοινωνικών δυνάμεων που εμπλέκονται στην ταξική πάλη στο πλαίσιο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Δεν πρόκειται, όμως, για πλήρη εξήγηση, καθώς λειτούργησε κι ένας άλλος παράγοντας, ανάλογου, ίσως, αποφασιστικού χαρακτήρα. Η Αριστερά -ως κυρίως ενδιαφερόμενη- αναφερόταν στην εργατική τάξη μέσα από μια οπτική, την οποία καθόριζε ο οικονομισμός και ο φιλοσοφικός ανθρωπισμός (ως μορφές κι οι δύο ανάγνωσης του μαρξισμού με ρίζες στη δευτεροδιεθνιστική αναθεώρηση, που υιοθετήθηκε και από την Γ΄ Διεθνή και το μετατριτοδιεθνιστικό “ορθόδοξο” και το “δεξιό ευρωκομμουνιστικό” ρεύμα).
Καθώς, στον κυρίαρχο στην ελληνική Αριστερά, “σοβιετικό μαρξισμό” [Γιάννης Μηλιός 1996, σ. 35 κ.έ.], η πάλη των τάξεων δεν αναγνωριζόταν ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας και στη λειτουργία της αυτή υποκαταστάθηκε από την οικονομίστικη “θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων”, και η εργατική τάξη αντιμετωπίστηκε μέσα από το εγελιανής έμπνευσης σχήμα που διακρίνει την “τάξη καθεαυτή” από την “τάξη για τον εαυτό της”, οι αναφορές στην ιστορία της περιορίστηκαν στο πλαίσιο των όρων οικονομικής εξέλιξης, σε αποσύνδεση από την ταξική πάλη, η οποία, με τη σειρά της, ταυτίστηκε με την ιστορία του “συνειδητού πρωτοπόρου τμήματός της”, δηλαδή του κόμματος.
Μετά το 1974 και την κατάρρευση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, αλλά και με την ανοιχτή εκδήλωση της κρίσης της Αριστεράς και την πολυδιάσπασή της, έγιναν κάποιες αξιόλογες προσπάθειες διερεύνησης επιμέρους στοιχείων της “κοινωνικής ιστορίας” της εργατικής τάξης. Το ζήτημα, πάντως, παραμένει, παρά την αντικατάσταση της “κομματικής ιστορίας” από την πανεπιστημιακού τύπου έρευνα, όταν η τελευταία ρέπει προς τον κοινωνιολογισμό, τείνοντας κι αυτή, με τη σειρά της, να αγνοήσει το καθοριστικό στοιχείο της ταξικής πάλης στη διαδικασία διαμόρφωσης της εργατικής τάξης [Βλ. τοποθέτηση του ζητήματος στο Georges Haupt 1977.].
Πράγματι, δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στην εργατική τάξη χωρίς ταυτόχρονη αναφορά στην πάλη των τάξεων, όταν αναγνωρίζουμε ότι για να υπάρξει η τελευταία “σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας, δεν είναι διόλου απαραίτητη μια ιδιαίτερη “ταξική συνείδηση” και μια αυτόνομη πολιτική οργάνωση” [Νίκος Πουλαντζάς 1981, σ. 20.].
Όταν, επιπλέον, “ο μαρξισμός θεωρεί τις κοινωνικές τάξεις σαν τα κοινωνικά σύνολα στα οποία αναπτύσσονται (ταξικές) αντιφάσεις και (ταξικοί) αγώνες μέσα σε μία κι ενιαία κίνηση: Οι κοινωνικές τάξεις δεν υπάρχουν πρώτα ως τάξεις για να μπουν ύστερα στην ταξική πάλη, πράγμα που θα άφηνε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν τάχα τάξεις χωρίς πάλη των τάξεων. Οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές ταξικής πρακτικής, δηλαδή με την πάλη των τάξεων και βρίσκουν τη θέση τους μόνο μέσα στην αντίθεσή τους” [Στο ίδιο, σ. 16.].
Η αναφορά στην εργατική τάξη υποχρεώνει στη συνεκτίμηση των στοιχείων που την προσδιορίζουν. Όχι μόνο της θέσης της στο επίπεδο της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά της θέσης “που κατέχει μέσα σ’ ένα σύνολο μορφών κοινωνικής πρακτικής… μέσα στο σύνολο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, που περιλαμβάνει τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις” [Στο ίδιο, σ. 16-17.]».
Τόσο στην πρώτη έκδοση όσο και εδώ, με τον όρο «εργατική τάξη» αναφέρομαι στο εκάστοτε ιστορικά διαμορφωμένο σύνολο αυτών που -στερούμενοι μέσων παραγωγής- υποχρεώνονται στην πώληση της ικανότητάς τους για εργασία (της εργατικής τους δύναμης) και υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση, είτε μέσω της άμεσης παραγωγής υπεραξίας είτε μέσω υπερεργασίας, επιτελώντας εργασία εκτελεστική αποφάσεων που παίρνονται από άλλους, έχοντας αντίστοιχη συνείδηση της κοινωνικής τους θέσης, σε σχέση και με τη θέση όπου τους κατατάσσει η συνολικότερη αντίληψη της κοινωνίας στην οποία ζουν.
Με την έννοια αυτή, στην εργατική τάξη δεν εντάσσεται το σύνολο των μισθωτών εργαζόμενων, τμήμα των οποίων συγκροτεί τη μισθωτή μικροαστική τάξη, ενώ μισθωτά ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων, ανώτερα στελέχη των κρατικών μηχανισμών κ.λπ., εντάσσονται σαφώς στην αστική τάξη. Έτσι, στη μελέτη αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται, π.χ., ως τμήμα της εργατικής τάξης, το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, η κοινωνική θέση των οποίων και η συνείδησή τους, όπως και η συνολικότερη κοινωνική συνείδηση γι’ αυτήν, τους ενέτασσε στη μισθωτή μικροαστική τάξη, έστω κι αν, όπως στην περίπτωση των δασκάλων, το εισόδημά τους μπορεί να ήταν ανάλογο με αυτό τμημάτων της εργατικής τάξης.
Στη μελέτη αυτή πάρθηκε υπόψη τόσο η ύπαρξη διαφοροποιήσεων μέσα στην ίδια την εργατική τάξη (π.χ., τεχνίτες ειδικευμένοι, ανειδίκευτοι εργάτες) όσο και τα φαινόμενα της πολυσθένειας και της σύγχυσης ταξικών θέσεων.
Με τον όρο «πολυσθένεια» αναφερόμαστε στην –εξαιρετικά συχνή στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα των παλιότερων εποχών- συνύπαρξη, στο πλαίσιο της ίδιας οικογένειας, φορέων διαφορετικών κοινωνικών θέσεων. Πρόκειται, π.χ., για την περίπτωση κατά την οποία ένα μέλος της οικογένειας είναι εργάτης, ένα άλλο μικροϊδιοκτήτης καταστήματος, ενδεχομένως και ένα τρίτο να εντάσσεται στη μισθωτή μικροαστική τάξη.
Η επίσης συνηθισμένη στην Ελλάδα –και ακόμη περισσότερο κατά τις ιστορικές περιόδους που εξετάζουμε- σύγχυση ταξικών θέσεων αναφέρεται στις περιπτώσεις εργαζομένων που ενώ είναι, π.χ., μικροκαλλιεργητές, εργάζονται και ως μισθωτοί εργάτες, μόνιμα ή περιστασιακά.
Δεν αγνοούμε, επίσης, τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας, του περάσματος από μια ταξική θέση σε μια άλλη, ενδεχομένως την επιστροφή στην πρώτη κ.λπ. Σ’ αυτή την περίπτωση, αναφερόμαστε, π.χ., στον μικροϊδιοκτήτη τεχνικού εργαστηρίου που το εγκαταλείπει και γίνεται μισθωτός ή και αντίστροφα, ενώ δεν αποκλείεται η επάνοδός του στην προηγούμενη κοινωνική θέση ούτε και η άνοδος στη θέση του βιοτέχνη-εργοδότη ή και η έκπτωσή του σε κοινωνικά περιθωριακή θέση, συνήθως μετά από παρατεταμένη περίοδο ανεργίας.
Όπως έγραφα και στην Εισαγωγή της πρώτης έκδοσης, τα φαινόμενα αυτά, χωρίς ν’ αποτελούν όρους ικανούς για την ακύρωση της έννοιας της εργατικής τάξης, λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό «ως επιπλέον παράγοντες επηρεασμού της από ιδεολογικές τάσεις άλλων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Μέσα απ’ αυτή την αλληλεπίδραση διαμορφώνεται η ιδιαίτερη εργατική ιδεολογική τάση, μορφοποιούνται κάθε φορά τα ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που θα ’ταν μάταιο να τα αναζητούμε σε “καθαρές” μορφές στην καθημερινή πραγματική ζωή.
Επιπλέον, μέσα απ’ αυτούς τους όρους και υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις εμπλέκεται η εργατική τάξη στην πάλη των τάξεων και συγκροτείται το εργατικό κίνημα, για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε όταν και όπου εκδηλώνονται μορφές συλλογικής οργάνωσης και δράσης ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, ανεξαρτήτως του αν οι φορείς αυτής της δραστηριότητας, άτομα ή συλλογικότητες, έχουν συνείδηση των συνολικότερων αποτελεσμάτων της πρακτικής τους.
Η αντιπαράθεση εκδηλώνεται, ούτως ή άλλως, απ’ την πρώτη στιγμή της διαπραγμάτευσης των όρων πώλησης-αγοράς της εργατικής δύναμης σε διαπροσωπικό επίπεδο μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Εκδηλώνεται μέσα στην εργασιακή διαδικασία, με τη “φυσική” τάση του εργαζόμενου για εξοικονόμηση χρόνου και δυνάμεων, ενάντια στην αντίστροφη “φυσική” επιδίωξη του εργοδότη. Εκφράζεται άμεσα ή έμμεσα και σε ιδεολογικό επίπεδο, με τον διαφορετικό τρόπο που βιώνει η καθεμιά απ’ τις δύο πλευρές τις εργασιακές σχέσεις, τη θέση στην κοινωνική “ιεραρχία”, παραπέρα στη σχέση τους ως προς τις κοινωνικές αξίες κ.λπ.
Το εργατικό κίνημα, ως συγκροτημένη συλλογική διεκδίκηση και δραστηριότητα, δεν κατευθύνεται οπωσδήποτε συνειδητά στην ανατροπή των σχέσεων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όσο κι αν με μόνη την παρουσία του συχνά τις υπονομεύει. Καθώς η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι, όπως είδαμε, απαλλαγμένη από επιρροές άλλων ιδεολογικών τάσεων και ιδιαίτερα από τις επιρροές της κυρίαρχης ιδεολογίας που νομιμοποιεί στη συνείδηση των ανθρώπων τις υπάρχουσες εκμεταλλευτικές σχέσεις, το εργατικό κίνημα μπορεί να είναι επαναστατικό, μεταρρυθμιστικό ή ακόμη και συντηρητικό. Εντούτοις, υπό οποιαδήποτε μορφή, η ταξική πάλη διεξάγεται, ακόμη κι αν δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η κυρίαρχη σχέση εκμετάλλευσης. Ακόμη κι αν το εργατικό κίνημα δεν διεκδικεί την ανατροπή των υπαρχουσών σχέσεων εκμετάλλευσης, η συγκρότησή του αλλάζει από μόνη της τους όρους διεξαγωγής της πάλης των τάξεων».
Ανταποκρινόμενος στην πρόκληση της μελέτης της κοινωνικής ιστορίας της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και μέσα απ’ αυτήν της ιστορίας των εργατικών αγώνων και του εργατικού κινήματος, κατέληξα, ήδη από τότε που επεξεργαζόμουν το υλικό της πρώτης έκδοσης, στη διαπίστωση ότι «η εργατική τάξη στην Ελλάδα διαμορφώθηκε μέσα από τη διαδικασία της πάλης των τάξεων, η οποία καθόρισε και τους όρους διαμόρφωσης και εξέλιξης του ίδιου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού». Τον οποίο αντιμετωπίζουμε, όπως και κάθε άλλο κοινωνικό σχηματισμό, ως «μοναδικό και ανεπανάληπτο» [Νίκος Πουλαντζάς 1975α, τ. Α΄, σ. 10 κ.έ.], αποφεύγοντας την αναζήτηση «στρεβλώσεων» που τον διαφοροποιούν από κάποια υποτιθέμενα «πρότυπα» καπιταλιστικής ανάπτυξης και συγκρότησης. Καθοριζόμενος από τις διαδικασίες της ταξικής αντιπαράθεσης, κάθε κοινωνικός σχηματισμός –και ο ελληνικός- εμφανίζει ιδιαιτερότητες που πηγάζουν από τις ιστορικές διαδικασίες διαμόρφωσής του, άρα από τους ιδιαίτερους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης τόσο πριν όσο και κατά την εμφάνιση, ανάπτυξη και κυριαρχία του δεσπόζοντος τρόπου παραγωγής.
Στη μελέτη αυτή υποστηρίζεται η άποψη ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός συγκροτήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821 υπό αστική ταξική κυριαρχία, που αποτυπώθηκε, κυρίως, στην κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας και στη νομική ισότητα του συνόλου των πολιτών. Ως αποτέλεσμα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας μέσα από μια επανάσταση που είχε αστικό προσανατολισμό και λαϊκή συμμετοχή και στήριξη, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός χαρακτηρίστηκε από τη συνάρθρωση του αναδυόμενου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με αυτόν της εκτεταμένης απλής εμπορευματικής παραγωγής, άρα και με την πληθυσμιακή κυριαρχία των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, κυρίως της υπαίθρου αλλά και της πόλης.
Μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα η κύρια μορφή ταξικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα ήταν η αντίθεση μεταξύ του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού που επιδίωκε η αστική τάξη και της αντίστασης των λαϊκών μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων στην προοπτική της προλεταριοποίησής τους. Η αντίσταση στην προλεταριοποίηση αποτέλεσε και την κύρια αιτία για την καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης, υποχρεώνοντας το ελληνικό κεφάλαιο –ιδιαίτερα ισχυρό στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης- να συνεχίζει τις δραστηριότητές του κυρίως στους τομείς του εμπορίου, των ναυτιλιακών μεταφορών και των τραπεζών.
Η κάμψη της λαϊκής αντίστασης στην προλεταριοποίηση συντελέστηκε αργά και με ασυνέχειες, κυρίως μέσα από ιστορικές πολιτικές εξελίξεις (Κριμαϊκός Πόλεμος, έλευση προσφύγων από τουρκοκρατούμενες περιοχές, γενικότερη πολιτικοοικονομική κρίση κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, πολεμικές περιπέτειες στα 1912-22 και Μικρασιατική Καταστροφή), παρά ως συνέπεια κάποιων «αντικειμενικών νόμων» της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης.
Μέσα από τις διαδικασίες αυτές συγκροτείται και αναπτύσσεται η ελληνική εργατική τάξη και το ελληνικό εργατικό κίνημα. Εντούτοις, η χρονική υστέρηση σε σχέση όχι μόνο με τις χώρες της Δύσης αλλά και με γειτονικές βαλκανικές, δεν εμπόδισε την εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα της Ελλάδας να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία του 20ού αιώνα, φτάνοντας μέχρι και την αμφισβήτηση της αστικής ταξικής κυριαρχίας –ακόμη και με ένοπλους αγώνες- κατά τη δεκαετία του 1940.
Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε τη διαδικασία συγκρότησης της εργατικής τάξης, ήδη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από τα τέλη του 18ου αιώνα, μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το αρχικό κείμενο της πρώτης έκδοσης έχει αλλάξει σε κάποιο βαθμό, έχουν γίνει προσθήκες στοιχείων που δεν υπήρχαν τότε στη διάθεσή μου ή δεν τα είχα υπόψη μου, ενώ έχει αφαιρεθεί η αναφορά στους έλληνες μετανάστες στην Αίγυπτο, τις ΗΠΑ κ.λπ., όπως και στους εργάτες και το εργατικό κίνημα της Κύπρου, καθώς δεν εντάσσονταν στην εργατική τάξη της Ελλάδας. Εντούτοις, παραμένουν οι αναφορές στην εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα περιοχών που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εντάχθηκαν κατόπιν στο ελληνικό κράτος, καθώς και σ’ αυτές που παρέμειναν εκτός ελληνικών συνόρων αλλά οι ελληνικοί πληθυσμοί τους εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Αν και ήδη από το 1997 είχα υποσχεθεί τη συνέχιση αυτής της δουλειάς με την έκδοση ενός δεύτερου τόμου που θα κάλυπτε την περίοδο από το 1940 έως το 1990, μια σειρά άλλες δραστηριότητες (και κυρίως η συγγραφή, για δύο εκδόσεις, του βιβλίου για το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, του «Ιστορικού λεξικού του ελληνικού εργατικού κινήματος», που έχει αναθεωρηθεί και εκδοθεί ήδη τρεις φορές, ενώ είναι έτοιμη και τέταρτη αναθεωρημένη έκδοση, των μυθιστορημάτων «Πλατεία Μπελογιάννη» και «Η παράξενη υπόσχεση», και μιας ανέκδοτης εργασίας για την ιστορία της Άκρας Δεξιάς και του φασισμού στην Ελλάδα) δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο. Ελπίζω η υπόσχεση να πραγματοποιηθεί σχετικά σύντομα, καθώς έχει συγκεντρωθεί πλούσιο υλικό όλ’ αυτά τα χρόνια.
Παραδίδοντας το βιβλίο στη νέα του αυτή μορφή στο αναγνωστικό κοινό, θα ήθελα να ευχαριστήσω εκείνους που συνέβαλαν με τις παρατηρήσεις τους στη συγγραφή του στην πρώτη μορφή του 1997, και κυρίως τον Δημήτρη Λιβιεράτο, καθώς και εκείνους που εκδήλωσαν συγκινητικό ενδιαφέρον για την προβολή του, και ιδιαιτέρως τον Άλκη Ρήγο και τον Γιώργο Κουκουλέ.
Γιώργος Αλεξάτος
Αιγάλεω, Οκτώβριος 2015