Χώρα τυπικά δημοκρατική (είτε υπό το καθεστώς της Συνταγματικής Μοναρχίας, από το 1843, είτε της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, μετά το 1864), η Ελλάδα θα βρεθεί, κατά τον 20ό αιώνα στη δίνη οξύτατων πολιτικών κρίσεων, στο πλαίσιο των οποίων θα ζήσει και στρατιωτικές παρεμβάσεις αλλά και καθεστώτα έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για το «αναγεννητικό» στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, το 1909, το βενιζελικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, το 1916, και την κατάληψη της εξουσίας στην Αθήνα με την παρέμβαση των αγγλογαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων, τον επόμενο χρόνο, το επίσης βενιζελικό καθεστώς που επιβλήθηκε στα 1922-23 από τους στρατιωτικούς Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου, στα 1925-26, το πραξικόπημα του Κονδύλη, το 1935, τη δικτατορία Μεταξά-Γλύξμπουργκ, στα 1936-41, με τελευταία τη στρατιωτική δικτατορία, στα 1967-74.
Εντούτοις, ούτε κατά τις δεκαετίες αυτές ούτε και αργότερα, μπόρεσε να συγκροτηθεί στην Ελλάδα κάποιο μαζικό λαϊκό φασιστικό κίνημα, ενώ και κανένα από τα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκαν δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φασιστικό.
Καθώς, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Νίκου Πουλαντζά, «κάθε κοινωνικός σχηματισμός είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος»,1 η φαινομενικά παράδοξη αυτή ιστορική πραγματικότητα μας υποχρεώνει να μελετήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, όπως διαμορφώθηκαν με την παρεμβολή μιας Επανάστασης. Αυτής του 1821, η οποία διακήρυξε και κατοχύρωσε θέσεις εξαιρετικά προωθημένες για την εποχή, όπως την απαγόρευση της δουλείας, τη μη αναγνώριση τίτλων ευγενείας και το δικαίωμα πολιτικού ασύλου, που συμπληρώθηκαν σχετικά σύντομα με το καθολικό δικαίωμα ψήφου των ενήλικων αντρών, χωρίς περιουσιακές και μορφωτικές προϋποθέσεις.
Πρόκειται για κατακτήσεις που σπάνιζαν τότε, αν πάρουμε υπόψη ότι η δουλεία καταργήθηκε στη Γαλλία το 1848 και στις ΗΠΑ το 1865, τίτλοι ευγενείας απονέμονταν κι αναγνωρίζονταν σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, το πολιτικό άσυλο δεν ήταν δεδομένο παρά σε ελάχιστες χώρες και στις περισσότερες η καθολική ψηφοφορία καθιερώθηκε μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Ο κληροδοτημένος από την Επανάσταση και ενισχυμένος από τους αγώνες της βαυαρικής και οθωνικής περιόδου, δημοκρατισμός, αποτέλεσε ισχυρή βάση της λαϊκής ιδεολογίας, που συμπληρωνόταν από έναν απελευθερωτικό πατριωτισμό. Η κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας», σήμαινε για τον λαϊκό κόσμο την απελευθέρωση του αλύτρωτου Ελληνισμού, με το πατριωτικό αίσθημα να αποκορυφώνεται κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.2
Εντούτοις, πολύ μεγάλο μέρος του λαού αντιτάχθηκε, αμέσως μετά, στην εμπλοκή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η μαζική υποστήριξη του αντιβενιζελισμού από ευρύτατα λαϊκά στρώματα υπήρξε, κατά τον Σεραφείμ Μάξιμο, συνέπεια της μετεξέλιξης της σύγκρουσης των δύο αστικών παρατάξεων «σε σύγκρουσι τάξεων, κατά την οποία τα καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε τη σημαία του αντιβενιζελισμού ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου».3
Στο πλαίσιο αυτό συγκροτήθηκε και το κίνημα των Επιστράτων, που, βαθιά λανθασμένα, έχει χαρακτηριστεί «πρωτοφασιστικό»,4 παρά το ότι συγκροτήθηκε ως φιλειρηνικό, σε μια περίοδο εδαφικής επέκτασης της χώρας. Στον αντίποδα, δηλαδή, των φασιστικών κινημάτων που πρότασσαν τον εδαφικό επεκτατισμό και φυσικά τον πόλεμο. Επιπλέον, η μικροαστική κοινωνική σύνθεσή του σε καμιά περίπτωση δεν του προσέδιδε αντεργατικό προσανατολισμό, όπως συνέβη στα φασιστικά κινήματα. Καθόλου τυχαία η εκλογική σύμπραξη της σοσιαλιστικής Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη με τους αντιβενιζελικούς, το 1915, αλλά και η άτυπη συμμαχία του ΣΕΚΕ(Κ) μαζί τους, το 1920.
Ο φασισμός δεν πέρασε στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου
Όταν σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες κάνει δυναμικά την εμφάνισή του ο φασισμός κατά τις δεκαετίες του 1920 και του ’30, είναι και στην Ελλάδα πολλοί αυτοί που ερωτοτροπούν με τις φασιστικές ιδέες. Ακόμα και επιφανείς πολιτικοί παράγοντες, όπως ο Πλαστήρας, ο Γονατάς και ο Κονδύλης.
Εντούτοις, η Ελλάδα του Μεσοπολέμου δεν προσφέρεται για τη συγκρότηση και ανάπτυξη μαζικού φασιστικού κινήματος, ανάλογου μ’ αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αν θεωρήσουμε ακρογωνιαίους λίθους της φασιστικής ιδεολογίας τον εθνικισμό και τον αντιδημοκρατισμό, καταλαβαίνουμε το γιατί:
Στην Ελλάδα ο επεκτατικός εθνικισμός είχε πνιγεί στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922, προκαλώντας τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού. Και ο αντιδημοκρατισμός ερχόταν σε οξεία αντίθεση με τη λαϊκή δημοκρατική ιδεολογία. Επιπλέον, ήταν αδύνατη η ανάπτυξη κάποιου κινήματος με μικροαστική κοινωνική σύνθεση που να στρέφεται κατά της εργατικής τάξης, όπως συνέβη στις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο φασισμός.
Για μια σειρά λόγους, τα λαϊκά μικροϊδιοκτητικά στρώματα όχι μόνο δεν βρέθηκαν απέναντι στην εργατική τάξη, αλλά πολύ συχνά διεξήγαγαν μαζί της κοινούς αγώνες, που αποκορυφώθηκαν στη μεγάλη πανεργατική απεργία του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη, που με τη συμμετοχή και των μικροεπαγγελματιών προσέλαβε χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης.5 Η άτυπη κοινωνική συμμαχία των λαϊκών εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων εκείνων των χρόνων θα αποτελέσει, λίγο αργότερα, το πρόπλασμα του μεγάλου λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος του ΕΑΜ.
Έτσι, οι φασιστικές οργανώσεις, όπως η Ένωσις Ελλήνων Φασιστών, του Θεόδωρου Υψηλάντη, η Σιδηρά Ειρήνη, του Νικολάου Νικλάμπα, το Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα Ελλάδος, του Γεωργίου Μερκούρη, η Οργάνωσις Ελλήνων Εθνικιστών, του Αλέξανδρου Γιάνναρου, η Οργάνωσις Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών, του Ιάκωβου Διαμαντόπουλου, η Οργάνωσις Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους, του Θεόδωρου Σκυλακάκη κ.ά., παρέμειναν περιθωριακές.
Μόνο η Εθνική Ένωσις «Ελλάς» (ΕΕΕ), με έδρα τη Θεσσαλονίκη και αιχμή την αντιπαράθεση με την πολυπληθή ιραηλίτικη κοινότητα της πόλης (που έφτασε το 1931 μέχρι και στην πυρπόληση της εβραϊκής εργατικής συνοικίας Κάμπελ), απέκτησε μια κάποια μαζικότητα, όσο, όμως, έκρυβε τον σαφή φασιστικό της προσανατολισμό, έχοντας την έμμεση στήριξη του κυβερνώντος, έως το 1933, βενιζελισμού. Απομονωμένη, στη συνέχεια, δεν θα μπορέσει να συγκεντρώσει παρά μόνο 505 ψήφους (0,04%) στις εκλογές του 1936, στις οποίες συμμετείχε ως απροκάλυπτα εθνικοσοσιαλιστική. Ήδη είχε αποτύχει και η απόπειρα ενοποίησης των φασιστικών οργανώσεων που επιχειρήθηκε το φθινόπωρο του 1934, με πρωτοβουλία του Σκυλακάκη.
Ενώ η δικτατορία Πάγκαλου δεν αμφισβητούσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία και δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί καθεστώς φασιστικό, ερωτήματα εγείρονται σχετικά με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Οι διακηρύξεις του οποίου υπήρξαν αναμφίβολα φασιστικές, ενώ δεν απέκρυπτε ότι πρότυπά του ήταν η φασιστική Ιταλία και η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία.
Εντούτοις, δεν αρκούν οι διακηρύξεις για να χαρακτηριστεί φασιστικό ένα καθεστώς. Απ’ τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου απουσίαζε ο Αρχηγός με την απόλυτη εξουσία (κάτι αντίστοιχο των Duce, .Führer, Caudillo κ.λπ.), καθώς ο πρωθυπουργός Μεταξάς μοιραζόταν την εξουσία με τον βασιλιά Γεώργιο. Με τον δεύτερο να διαθέτει τη στήριξη των δύο κύριων πυλώνων του καθεστώτος: του στρατού και της μεγάλης προστάτιδας δύναμης, της Βρετανίας. Επιπλέον, απουσίαζε και ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό των φασιστικών καθεστώτων: η υποστήριξη από ένα ισχυρό μαζικό λαϊκό κίνημα.6
Δεν είναι καθόλου τυχαία η αρχική αποτυχία της προσπάθειας δημιουργίας ενός μαζικού κινήματος στήριξης του καθεστώτος, που επιχειρήθηκε αποκλειστικά και μόνο στον χώρο της νεολαίας. Αν και η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1936, τον Ιανουάριο του 1938 δεν είχε παρά μόνο 15.000 μέλη.7 Η μαζικοποίησή της αργότερα θα είναι αποτέλεσμα της υποχρεωτικής ένταξης των μαθητών και των φοιτητών.
Όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο Άγγελος Ελεφάντης, «η Ελλάδα της δεκαετίας του ’30 δικτατορεύεται, δικτατοροκρατείται αλλά δεν φασιστικοποιείται. Η ιδεολογία των πλατειών λαϊκών μαζών παραμένει και μέσα στη δικτατορία ιδεολογία δημοκρατική-αντιφασιστική. Ο φασισμός δεν πέρασε στην Ελλάδα του μεσοπολέμου».8
Απ’ τους κατοχικούς δωσίλογους στους συνταγματάρχες
Η μόνη περίοδος κατά την οποία δημιουργούνται όροι για τη συγκρότηση μαζικού φασιστικού κινήματος είναι η Κατοχή, όταν δεκάδες χιλιάδες πυκνώνουν τις γραμμές των ένοπλων οργανώσεων που σε συνεργασία με τους κατακτητές αντιμάχονται το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης και μεγάλα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της αγροτιάς επηρεάζονται από τον εαμικό λαϊκό πατριωτισμό και δημοκρατισμό, ένα μειοψηφικό μεν αλλά υπαρκτό τμήμα του ελληνικού λαού συνεργάζεται με τις δυνάμεις κατοχής. Το κατά πόσο όλος αυτός ο κόσμος αποδέχτηκε και τη φασιστική ιδεολογία ή απλώς κυριάρχησαν τακτικοί υπολογισμοί, μένει να διερευνηθεί. Παίρνοντας υπόψη ότι και στα χρόνια της Κατοχής οι οργανώσεις με απροκάλυπτη φασιστική τοποθέτηση, όπως το ανασυσταθέν Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα Ελλάδος και η ΕΕΕ, η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ), η Εθνικοσοσιαλιστική Φρουρά Ελλάδος, η Οργάνωσις Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ), η Ένωσις Φίλων Χίτλερ κ.ά., παρέμειναν και πάλι άμαζες και περιθωριακές.
Εντούτοις, δεν θα έπρεπε να παραβλέψουμε το ότι εκείνα ακριβώς τα χρόνια διαμορφώνεται η ευρύτερη παράταξη της Ακροδεξιάς, με χαρακτηριστικά που θα παγιωθούν κατά τις επόμενες δεκαετίες. Πρόκειται για ένα σχετικά ισχυρό ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα της βαθιά συντηρητικής Δεξιάς, αδιάλλακτα αντικομμουνιστικό, με ροπή σε αυταρχικές μορφές πολιτικής διακυβέρνησης.
Ιδεολογικό θεμέλιο της Άκρας Δεξιάς, στις γραμμές της οποίας εντάσσονται και οι δηλωμένοι φασίστες, είναι η «εθνικοφροσύνη», που αποτελεί, συνάμα, και τη μορφή που παίρνει η κυρίαρχη ιδεολογία, εκφράζοντας το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, μέχρι τις παρυφές της Κεντροαριστεράς.
Πρόκειται για μια προσπάθεια αντιπαράθεσης με τη λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία του ΕΑΜ, η οποία αναπαρήγαγε τον παραδοσιακό λαϊκό δημοκρατισμό και πατριωτισμό, και εξακολούθησε να επηρεάζει μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων τάξεων επί δεκαετίες μετά την ήττα του λαϊκού κινήματος κατά τον Εμφύλιο.
Όπως είναι αυτονόητο, η άκρα Δεξιά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν είχε ανάγκη ιδιαίτερης κομματικής έκφρασης, στον βαθμό που αντιπροσωπευόταν από κόμματα στα οποία έδινε τον ιδεολογικο-πολιτικό τόνο, συμμετέχοντας και στην κυβερνητική εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος της αποτυχίας κάθε απόπειρας συγκρότησης κόμματος με σαφή ακροδεξιό προσανατολισμό.
Εκφραζόμενη μέσα από τα εκάστοτε κόμματα εξουσίας της Δεξιάς (Λαϊκό Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ), η Ακροδεξιά θα εμφανιστεί και με απόπειρες αυτόνομης εκλογικής καταγραφής με πενιχρά αποτελέσματα. Έτσι, στις εκλογές του 1946 το Κόμμα Εθνικοφρόνων, του τεταρταυγουστιανού Θεόδωρου Τουρκοβασίλη, και το Εθνικόν Κόμμα Χιτών δεν θα πάρουν παρά 2,94% και 0,17%.
Στις εκλογές του 1950 η Πολιτική Ανεξάρτητη Παράταξη, σύμπραξη του διαβόητου υφυπουργού Ασφαλείας της μεταξικής δικτατορίας Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, με τον Τουρκοβασίλη, πήρε μεν το 8,15% των ψήφων, αλλά πολύ σύντομα διαλύθηκε και απορροφήθηκε από τον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου.
Συσπειρωμένη κατόπιν στο κυβερνητικό κόμμα της ΕΡΕ, η Ακροδεξιά θα αποτελέσει τη δύναμη κρούσης του καθεστώτος απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο», που αντιπροσώπευε η ΕΔΑ, ιδιαίτερα μετά την ανάδειξή της σε αξιωματική αντιπολίτευση, με το 24,4%, στις εκλογές του 1958. Θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια η συγκρότηση πλήθους παρακρατικών οργανώσεων -πολλές απ’ τις οποίες δεν κρύβουν τον φασιστικό τους προσανατολισμό- που επιδίδονται στην άσκηση τρομοκρατίας σε βάρος του αριστερού και ευρύτερα του δημοκρατικού κόσμου.
Πρόκειται, πρώτα και κύρια, για την Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών, τη διαβόητη ΕΚΟΦ, που στηρίζεται από τη νεολαία της ΕΡΕ, την Εθνική Κοινωνική Δράση, την Εθνική Κοινωνική Εξόρμηση, την Οργάνωση Εθνικής Νεολαίας, το Σώμα Ελπιδοφόρων Νέων, την Αντικομμουνιστική Σταυροφορία, την Πανελλήνια Εθνική Σταυροφορία, την Εθνική Βασιλική Οργάνωση Νέων, την οργάνωση Εγγυηταί του Βασιλέως, την «Καρφίτσα» (μέλη της οποίας ήταν οι δολοφόνοι του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη) κ.ά.
Οι περισσότερες από τις οργανώσεις αυτές θα τεθούν εκτός νόμου και θα διαλυθούν τον Ιούλιο 1964 από την κεντρώα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά τον επόμενο χρόνο θα κάνει την εμφάνισή του το Κόμμα 4ης Αυγούστου, με επικεφαλής τον νεαρό εθνικοσοσιαλιστή Κωνσταντίνο Πλεύρη. Η νέα αυτή οργάνωση θα επιχειρήσει την αυτόνομη δραστηριοποίηση στον φοιτητικό χώρο, πέραν της Νεολαίας ΕΡΕ, με τη Φοιτητική Εθνική Πρωτοπορία, που όμως θα αποτύχει να μαζικοποιηθεί.
Όπως και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, έτσι και η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 έθετε το ζήτημα του κατά πόσο αποτελούσε καθεστώς φασιστικό, όπως το χαρακτήριζε η αντιδικτατορική Αντίσταση και η Αριστερά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό προσανατολισμό βασικών στελεχών του καθεστώτος, δεν επρόκειτο για καθεστώς φασιστικό, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε από τις ιδεολογικο-πολιτικές του διακηρύξεις ούτε από τη σχέση του με τον ίδιο τον λαό.
Η στρατιωτική δικτατορία όχι μόνο δεν στηρίχτηκε σε κάποιο μαζικό λαϊκό κίνημα, αλλά ούτε που επιχείρησε να δημιουργήσει κάτι τέτοιο. Επιπλέον, εμφανιζόταν σαν μια αναγκαστική εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα, την οποία δεν αμφισβητούσε. Σύμφωνα με τον Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου, έναν από τους κορυφαίους ιδεολογικούς εκπροσώπους του καθεστώτος , «η Επανάστασις της 21ης Απριλίου απετέλεσεν εκτροπήν εκ της συνταγματικής τάξεως, αλλ’ υπήρξε προϊόν ιστορικής αναγκαιότητος», που προσδιορίστηκε από την παγκόσμια κατάσταση (ένα από τα βασικά γνωρίσματα της οποίας ήταν «η πάλη μεταξύ δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού») και την ελληνική, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και «η ανάγκη εκσυγχρονισμού των δημοκρατικών θεσμών της χώρας».9
Ο λόγος αυτός είναι αναμφίβολα βαθιά αντικομμουνιστικός, αλλά σίγουρα δεν είναι φασιστικός. Έτσι, πέρα από το να μιλήσουμε για φασιστικό καθεστώς, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών εντασσόταν στα «συντηρητικά ή πραιτοριανά γραφειοκρατικά εθνικά καθεστώτα που ήταν ημιπλουραλιστικά και δεν κατέβαλλαν ιδιαίτερες προσπάθειες κινητοποίησης των μαζών».10
Από τους «νοσταλγούς» στη σύγχρονη Ακροδεξιά
Η πτώση της δικτατορίας, ως συνέπεια του εθνικού εγκλήματος στην Κύπρο, επέφερε και την κατάρρευση του μετεμφυλιακού καθεστώτος της «εθνικοφροσύνης», ενώ η Ακροδεξιά, για δεύτερη φορά μετά την Κατοχή, στιγματιζόταν στη συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού ως παράταξη προδοτική. Με κυρίαρχο το λεγόμενο «πνεύμα της Μεταπολίτευσης» (που αναφέρεται και ως «πνεύμα του Πολυτεχνείου»), η παράταξη αυτή απαξιώνεται πλήρως και επί τρεις δεκαετίες αποτυγχάνουν οι προσπάθειες καταγραφής της ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στις εκλογές του 1977 καταγράφηκε ένα σχετικά αξιόλογο ποσοστό (6,8%) από τη βασιλοχουντική Εθνική Παράταξη, με τους πέντε βουλευτές της να προσχωρούν κατόπιν στη Νέα Δημοκρατία. Σε όλες τις άλλες εκλογικές αναμετρήσεις τα ακροδεξιά σχήματα δεν συγκεντρώνουν παρά ασήμαντα ποσοστά, συνήθως μικρότερα του 1%.
Αποτελούμενη από νοσταλγούς της στρατιωτικής δικτατορίας και του βασιλικού θεσμού, η Ακροδεξιά θα αποτελέσει κυρίως την πιο συντηρητική πτέρυγα της Ν.Δ., στην οποία εντάσσονταν ηγετικά στελέχη όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Σόλων Γκίκας, ο Δημήτριος Μπίτσιος κ.ά.11
Έχει ιδιαίτερη σημασία η επισήμανση ότι η ανάδυση μιας Ακροδεξιάς με σημαντική λαϊκή απήχηση σε ευρωπαϊκές χώρες απ’ τη δεκαετία του 1980 δεν συμπεριλάμβανε την Ιβηρική και την Ελλάδα, όπου δεν υπήρχε ακόμα μαζική εισροή μεταναστών.12
Το γενικότερο κλίμα θα αρχίσει να αλλάζει από τη δεκαετία του ’90, όταν εισρέουν μαζικά στην Ελλάδα μετανάστες, ενώ κάνει την εμφάνισή του και το Μακεδονικό ζήτημα.
Είναι η περίοδος που η μέχρι τότε περιθωριακή ακροδεξιά εφημερίδα Στόχος αυξάνει κατακόρυφα την κυκλοφορία της, ενώ η ασήμαντη ναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή αποτολμά τη δημόσια εμφάνισή της στα μαζικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία και για πρώτη φορά κατορθώνει να αποκτήσει μια σχετική μαζικότητα.
Καθώς οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.) επιλέγουν την αντιμετώπιση του Μακεδονικού μέσω της διπλωματικής οδού και στο πλαίσιο των σχέσεων της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ο εθνικιστικός λόγος παρουσιάζεται σαν λόγος αντισυστημικός. Η εθνικιστική ρητορική εμφανίζει σαν μέρος του συστήματος που υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα και την Αριστερά, η οποία, ως όφειλε, επιμένει στην ειρηνική συνύπαρξη και την ανάπτυξη σχέσεων φιλίας και συνεργασίας με τους λαούς των Βαλκανίων.
Ανάλογη είναι και η αντιμετώπιση του ζητήματος που προκύπτει με την κρίση στα Ίμια, τον Ιανουάριο 1996. Ο χειρισμός από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πιο χαρακτηριστική τη δουλοπρεπή στάση του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη απέναντι στον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον, παρέχει στην άκρα Δεξιά μια ακόμα ευκαιρία πατριδοκαπηλείας.
Ανάλογες ευκαιρίες διαφοροποίησης της Ακροδεξιάς από την πολιτική των κυρίαρχων αστικών πολιτικών δυνάμεων δίνονται και με την υπόθεση Οτσαλάν και με τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία το 1999, καθώς και με το Σχέδιο Ανάν το 2004. Η ευθυγράμμιση των ελληνικών κυβερνήσεων με την πολιτική των ιμπεριαλιστών, που ξεσηκώνει τον ελληνικό λαό, ο οποίος εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρά αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά, δίνει και σ’ αυτές τις περιπτώσεις δυνατότητες στην άκρα Δεξιά για μαζική απεύθυνση. Καθώς η Αριστερά αντιδρά επίσης, οι επιθέσεις των ακροδεξιών στρέφονται κατά εκείνων των προσώπων και τάσεων που είτε συμπορεύονται με την κυρίαρχη αστική πολιτική (στον χώρο του Συνασπισμού), είτε αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ προλεταριακού διεθνισμού και αστικού-ιμπεριαλιστικού κοσμοπολιτισμού (αντιεξουσιαστές και τμήμα του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς).
Το πλέον ευνοϊκό πεδίο για την ανάπτυξη της ιδεολογικής επίθεσης της άκρας Δεξιάς αποτελεί το μεταναστευτικό. Η ελληνική Ακροδεξιά αξιοποιεί αυτά τα χρόνια την εμπειρία των Ευρωπαίων ομοϊδεατών της, που αποφεύγουν την αναφορά στις φυλετικές θεωρίες του εθνικοσοσιαλισμού. Απευθυνόμενη στο αίσθημα ανασφάλειας που προκαλεί η παρουσία αλλοεθνών, η ανεργία και η αύξηση της εγκληματικότητας, που συνδέεται με την πύκνωση των γραμμών του κοινωνικού περιθωρίου, μεγάλο μέρος του οποίου αποτελούν πλέον μετανάστες, προβάλλει το αίτημα της εκδίωξης των μεταναστών με την ενίσχυση των κατασταλτικών μέτρων εναντίον τους. Η ρητορική της δεν αναφέρεται τόσο στη φυλετική κατωτερότητα των αλλοεθνών όσο στην πολιτισμική διαφορά, υποστηρίζοντας ότι δεν επιτρέπει τη συνύπαρξη Ελλήνων και ξένων και διαρρηγνύει την κοινωνική συνοχή.
Η άκρα Δεξιά ποντάρει στην ξενοφοβία μιας κοινωνίας που χαρακτηριζόταν από την εθνική ομοιογένεια, στην αναπτυσσόμενη ιδεολογία της απαξίωσης εκείνων των εργασιών που προορίζονται για κοινωνικά αποτυχημένους, αλλά και στην αύξηση της ανεργίας σε επαγγέλματα που εξακολουθούν να ενδιαφέρουν τμήματα της ελληνικής εργατικής τάξης.
Εντούτοις, δεν απουσιάζει εντελώς και ο ρατσισμός. Η αίσθηση της υπεροχής του Έλληνα της «ισχυρής Ελλάδας», που έχει εγγεγραμμένη την επιτυχία στο DNA του, θα εκφραστεί με την έπαρση με την οποία εκφωνείται το σύνθημα «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ!»
Στην κατεύθυνση ενίσχυσης της επιρροής ακροδεξιών και φασιστικών ιδεολογικών τάσεων συμβάλλει, σε σημαντικό βαθμό, η διάδοση ιδεών που βασίζονται στον ανορθολογισμό, τον ιδεολογικό μύθο και τη συνωμοσιολογία. Πληθώρα εντύπων, αλλά και εκπομπές σε τηλεοπτικά κανάλια με διόλου ευκαταφρόνητη θεαματικότητα, προωθούν έναν λόγο που φαντάζει αντισυστημικός, καθώς εμφανίζεται να στρέφεται ενάντια στους ισχυρούς της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων που επιβάλλουν «σκοτεινές δυνάμεις», οι οποίες, αν και δεν κατονομάζονται πάντα, δεν είναι άλλες από τον σιωνισμό, «προαιώνιο εχθρό του Ελληνισμού». Η σύμπλευση της Ακροδεξιάς με το Ισραήλ και η υποστήριξη των εγκλημάτων του σε βάρος του παλαιστινιακού λαού, θα γίνει σχετικά πρόσφατα.
Στο έδαφος αυτό φυτρώνουν τα αγκάθια του νεοπαγανισμού των δωδεκαθεϊστών, που συνυπάρχουν με μια τάση «επιστροφής στην Εκκλησία», ιδιαίτερα μετά την ανάρρηση στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο του ακροδεξιού Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη. Ο ξέφρενος διονυσιασμός της παραλιακής και της Μυκόνου, που έχει ως κέντρο την κατανάλωση του σεξ και την εμπορευματοποίηση κάθε κοινωνικής σχέσης, συμβαδίζει με μια στροφή στον κοινωνικό συντηρητισμό, με την επανεπιβεβαίωση της Εκκλησίας και της οικογένειας ως πυλώνων της κοινωνικής συνοχής, την υποχώρηση του φεμινισμού και την εκ νέου αποδοχή των κοινωνικών ρόλων των δύο φύλων, με την πρόταξη των αξιών του οικονομικά επιτυχημένου άντρα, ενώ για τη γυναίκα ως κύριο στοιχείο επιτυχίας προβάλλεται η αξιοποίηση της σεξουαλικότητάς της και βέβαια η μητρότητα.
Μέσα σ’ αυτό το συνολικότερο κλίμα θα κάνει την εμφάνισή του, το 2004, ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑΟΣ) του Γιώργου Καρατζαφέρη, που θα καταφέρει να εκλεγεί ευρωβουλευτής με το 4,1%. Θα ακολουθήσει το 3,8% και η ανάδειξη 10 βουλευτών στις εθνικές εκλογές του 2007, και το 5,6%, με 15 βουλευτές, και 7,15% με 2 ευρωβουλευτές, το 2009.
Η μνημονιακή επίθεση για την ολοκλήρωση των νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων και τον περιορισμό της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, θα συνοδευτεί από την εκλογική εκτόξευση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, που εισέρχεται στη Βουλή, καταγράφοντας ποσοστά κοντά στο 7%, στις εκλογές του 2012 και του 2015. Φτάνοντας το 9,4% στις ευρωεκλογές του 2014.
Εντούτοις, η εκλογική ενίσχυση μιας απροκάλυπτα ναζιστικής οργάνωσης δεν συνεπάγεται και την ανάπτυξη μαζικού λαϊκού φασιστικού κινήματος. Η μαζικοποίηση της Χρυσής Αυγής παραμένει περιορισμένη, με την τεράστια πλειονότητα των ψηφοφόρων της να απέχει από οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες. Και ιδιαίτερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις των ναζιστικών συμμοριών, που καταλήγουν ακόμα και σε δολοφονίες μεταναστών, καθώς και του αντιφασίστα εργάτη-μουσικού Παύλου Φύσσα.
Ενώ η εκλογική δύναμη της Χρυσής Αυγής θα περιοριστεί το 2019 στο 2,9%, στερώντας της την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ως συνέπεια τόσο της ανάπτυξης ισχυρού μαζικού αντιφασιστικού κινήματος όσο και των δικαστικών διώξεων που καταλήγουν στον χαρακτηρισμό της ως «εγκληματικής οργάνωσης» και στη φυλάκιση των ηγετικών της στελεχών, πολύ σύντομα θα κάνουν δυναμική εμφάνιση νέα πολιτικά σχήματα της Ακροδεξιάς.
Πρόκειται για την Ελληνική Λύση που συγκροτεί το παλιό ηγετικό στέλεχος του ΛΑΟΣ Κυριάκος Βελόπουλος, την παρεκκλησιαστική Νίκη και τους αποτελούμενους από συμπαθούντες της Χρυσής Αυγής «Σπαρτιάτες», που εισέρχονται το 2023 στη Βουλή, με συνολικό ποσοστό περίπου 12%. Που γίνεται περίπου 14% στις ευρωεκλογές του επόμενου χρόνου, με το 9,3% της Ελληνικής Λύσης και το 4,4% της Νίκης.
Έτσι, η Ακροδεξιά προβάλλει πλέον ως μια ισχυρή συνιστώσα της πολιτικής ζωής, με τις δημοσκοπήσεις να την ανεβάζουν ακόμα και πάνω από το 15%.13 Σε μια διεθνή συγκυρία ακροδεξιάς επέλασης, που σηματοδοτείται πολιτικά με την επανεκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ, τη διακυβέρνηση σειράς άλλων χωρών, όπως η Αργεντινή, η Ιταλία, η Ουγγαρία κ.λπ., από ακροδεξιούς, τις εκλογικές επιτυχίες της Λεπέν στη Γαλλία, αλλά και την εμφάνιση ισχυρού ακροδεξιού κόμματος (της AfD) στη Γερμανία. Με ό,τι αυτό μπορεί να συμβολίζει.
Αν και πάλι δεν μπορεί να γίνει λόγος για κάποιο μαζικό λαϊκό κίνημα που δεν περιορίζεται στην εκλογική στήριξη, είναι η πρώτη φορά που συγκροτείται μια παράταξη με μεγάλη λαϊκή απήχηση, στα δεξιά του κυρίαρχου κεντροδεξιού κόμματος. Παρ’ όλο που στις γραμμές του υπάρχει και ισχυρή ακροδεξιά εκπροσώπηση, ακόμα και σε επίπεδο κεντρικής στελέχωσης (Άδωνις Γεωργιάδης, Μάκης Βορίδης κ.ά.).
Η Ακροδεξιά επηρεάζει κόσμο που νιώθει διαψευσμένος από την αθέτηση της υπόσχεσης της Ν.Δ. ότι θα καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών (εξ ου και τα πολύ μεγάλα ποσοστά των ακροδεξιών στη Μακεδονία), τμήματα μικροαστικών στρωμάτων και ανέργων που υφίστανται τις επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, χωρίς εμπειρία μαζικών κοινωνικών διεκδικητικών αγώνων, ενώ ταυτόχρονα αντιδρούν στην παρουσία μεταναστών, ανεξαρτήτως του αν οι τελευταίοι κάνουν εργασίες που αποφεύγουν οι Έλληνες. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η απήχησή της στους κύκλους όσων ρέπουν σε θεωρίες συνωμοσίας και ιδιαίτερα στο κάθε άλλο παρά περιορισμένο κοινό των αρνητών της πρόσφατης πανδημίας (του «μουφοϊού», όπως χαρακτηριζόταν ο covid-19) και των εμβολίων, και σε συντηρητικό λαϊκό κόσμο που αντιτίθεται στον φεμινισμό και στην αναγνώριση δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλους. Που στον ακροδεξιό λόγο παρουσιάζονται σαν απειλή για τα θεμέλια της οικογένειας και της θρησκείας, ιδιαίτερα μετά την ανάπτυξη του κινήματος «Μe Τoo» κατά των βιασμών και των γυναικοκτονιών, και τη νομοθετική αναγνώριση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών.
Αν και απέχει πολύ από το ν’ αναδειχτεί σε αυτοδύναμη κυβερνητική παράταξη, ασκεί μεγάλη πίεση στο συνολικότερο πολιτικό σκηνικό, μετατοπίζοντάς το προς τη δική της κατεύθυνση. Και όσο κι αν τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού (που συνέβαλαν στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής) παραμένουν ισχυρά, η ακροδεξιά απειλή δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
1. Νίκος Πουλαντζάς, 1975, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Αθήνα, Θεμέλιο, τ. Α΄ σ. 16 κ.έ.
2. Γιώργος Αλεξάτος 2019, Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, Αθήνα, Άπαρσις, σ. 24-33.
3. Σεραφείμ Μάξιμος, 1975, Κοινοβούλιο ή δικτατορία;, β΄ έκδ. Αθήνα, Στοχαστής, σ. 14.
4. Γιώργος Μαυρογορδάτος, 1996, Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση: 1. Οι επίστρατοι του 1916, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.
5. Γιώργος Αλεξάτος 2015, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου, β΄ έκδ. Αθήνα, Κουκίδα, σ. 273-289. Του ίδιου, Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, ό.π., σ. 73-76.)
6. Για τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων καθεστώτων έκτακτης ανάγκης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φασισμού, Νίκος Πουλαντζάς 1975, Φασισμός και δκτατορία. Η Κομμουνιστική Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό, Αθήνα, Ολκός, σ. 11-13.
7. Βαγγέλης Αγγελής 2006, «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα…». «Μαθήματα Εθνικής αγωγής» και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, Αθήνα, Βιβλιόραμα, σ. 82.
8. Άγγελος Ελεφάντης 1976, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπόλεμο, Αθήνα, Ολκός, σ. 201.
9. Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου 1970, Πολιτική Αγωγή, Αθήνα, Καμπανάς, σ. 220.
10. Στάνλεϊ Πέιν 2000, Μια ιστορία του φασισμού 1914-1945, Αθήνα, Φιλίστωρ, σ. 649.
11. Ιωάννα Καυταντζόγλου 1979, Πολιτικός λόγος και ιδεολογία: οι εκλογές της Μεταπολίτευσης, Αθήνα, Εξάντας, σ. 61.
12. Rierre Milza 2004, Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης, Αθήνα, Scripta, σ. 694-695.
13. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, πρόθεση ψήφου προς την Ακροδεξιά εξέφρασε το 16,1% των ερωτηθέντων και συγκεκριμένα, 8,2% προς Ελληνική Λύση, 3,3% προς Νίκη, 3% προς Φωνή Λογικής και 1,6% προς «Σπαρτιάτες» (εφημ. Πρώτο Θέμα, 13.5.2025).
*Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τ. 90-91, Φθινόπωρο 2025 - Άνοιξη 2026