Αν και, όπως είδαμε, η αντίσταση στην προλεταριοποίηση υπήρξε σθεναρή και σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματική, επιτρέποντας στη μεγάλη πλειονότητα των εργαζόμενων τη διατήρηση της εργασιακής τους ανεξαρτησίας, ενώ η έλλειψη προσφοράς εργατικής δύναμης κρατούσε σε υψηλά επίπεδα τις εργατικές αποδοχές, η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη ήταν από φαινόμενα φτώχειας, ακόμα και εξαθλίωσης, που όμως δεν προσέλαβε την έκταση και τη διάρκεια με την οποία εμφανίστηκε στις χώρες όπου πραγματοποιούνταν η βιομηχανική επανάσταση [Κωνσταντίνος Τσουκαλάς 1979]. Οι περιγραφές του Μακρυγιάννη [Μακρυγιάννης.] για μεγάλο μέρος των αγωνιστών του ’21, που περιφέρονταν ανέστιοι και πεινασμένοι, καταλήγοντας συχνά στη λύση της ληστανταρσίας, είναι χαρακτηριστικές.
Οι κρίσεις της αγροτικής παραγωγής στα 1838-39 και 1841-43 προκάλεσαν συρροή εξαθλιωμένων χωρικών στην Αθήνα, όπου «καθημερινά η αστυνομία αποπέμπει “άνεργους” και “φαυλόβιους” και τους στέλνει στις πατρίδες τους», σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν προβλήματα δημόσιας τάξης. Με αστυνομικές παρεμβάσεις αντιμετωπίζεται και η ανεργία, που έπληξε στα 1843-44 τους εργατοτεχνίτες της πρωτεύουσας και κυρίως τους οικοδόμους [Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος 1993, σ. 174-175.]. Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση ότι ήδη από το 1834 είχε ποινικοποιηθεί με νόμο η επαιτεία, καθώς «το θέαμα εξαθλιωμένων ζητιάνων και ενδεών που περιφέρονται στους δρόμους δεν μπορούσε παρά να φαντάζει ύποπτο και επικίνδυνο και να ενσαρκώνει μία εν δυνάμει πηγή αναταραχής και αταξίας» [Μαρία Κορασίδου 2010, σ. 25.].
Η τακτική της εκδίωξης ανέργων από τις πόλεις ακολουθείται και κατά τη δεκαετία του 1860 [Βάσιας Τσοκόπουλος 1984, σ. 239-240.] και φαίνεται να αποτελεί επί δεκαετίες σύνηθες μέτρο, αν κρίνουμε από αναφορές ανάλογων πρακτικών σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπως συνέβη ακόμα και το 1902 στον Βόλο [Νίτσα Κολλιού, σ. 37-38.].
Η τακτική της εκδίωξης περιπλανώμενων ανέργων από τις πόλεις φαίνεται να αντίκειται στην επιδίωξη της αστικής τάξης για διαμόρφωση μιας μάζας αναγκασμένης να εργαστεί κάτω από όρους που καθορίζει η έσχατη ανάγκη επιβίωσης. Εντούτοις, η ανάθεση της αντιμετώπισης του ζητήματος στην αστυνομία γίνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν η ζήτηση νέων εργατικών χεριών είναι μηδενική. Άλλωστε, ανεξάρτητα από τη θέληση ετούτου ή του άλλου καπιταλιστή, το καπιταλιστικό κράτος «δεν αντιπροσωπεύει άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, αλλά τα πολιτικά τους συμφέροντα: είναι το κέντρο της πολιτικής εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων, αποτελώντας τον παράγοντα οργάνωσης της πολιτικής τους πάλης. (...) το Κράτος δεν είναι ένα ταξικό όργανο αλλά (...) Κράτος μιας ταξικά διαιρεμένης κοινωνίας» [Νίκος Πουλαντζάς 1975α, τ. Α΄ σ. 69.].
Η πρώτη σχετικά μαζική συγκέντρωση εργατικού δυναμικού για τη νεοσχηματιζόμενη ελληνική βιομηχανία της δεκαετίας του 1860 ευνοείται από τα κοινωνικά προβλήματα που προκάλεσε ο αγγλογαλλικός αποκλεισμός της Αθήνας και του Πειραιά κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο στα 1854-57. Στα έντονα προβλήματα φτώχειας προστέθηκε και η επιδημία χολέρας που στοίχισε τη ζωή στο 5-7% του πληθυσμού στην περιοχή της πρωτεύουσας [Χρήστος Χατζηιωσήφ 1993, σ. 38.].
Οι καπιταλιστές που επενδύουν στη βιομηχανία μπορούν να αντλήσουν εργατικό δυναμικό από τους εξαθλιωμένους αυτών των περιπετειών και κυρίως από τα παιδιά και των δύο φύλων που είχαν μείνει ορφανά. Ήδη το 1847 ο πρώτος βιομήχανος του Πειραιά Λουκάς Ράλλης ίδρυσε το μεταξουργείο του, προσλαμβάνοντας 60-80 άπορα κορίτσια, τα οποία αμείβονταν με 1 δραχμή τη μέρα, όσο στοίχιζε και ένα ζευγάρι αγγλικές κάλτσες του «φιλάνθρωπου» βιομήχανου [Βάσιας Τσοκόπουλος 1984, σ. 135, 190 και 13.].
Εντούτοις, δεν ήταν δεδομένη η διάθεση των απόκληρων ανήλικων να υπαχθούν στην πειθαρχία της βιομηχανικής εργασίας. Οι διέξοδοι της περιπλάνησης (της «αλητείας»), οι «δουλειές του ποδαριού» και η μικροπαραβατικότητα, τους ήταν πολύ πιο ελκυστικές. Η κάμψη της αντίστασής τους επιχειρήθηκε και τότε και αργότερα με τη λειτουργία ειδικών ιδρυμάτων εγκλεισμού, με μεθόδους που δεν διέφεραν από τις εφαρμοζόμενες στις φυλακές, όπου καταβαλλόταν προσπάθεια εξοικείωσης των παιδιών με τις συνθήκες πειθαρχίας της βιομηχανικής εργασίας, που συνοδευόταν από την εκμάθηση κάποιας τεχνικής ειδικότητας. Τέτοια ιδρύματα ήταν το «Σεβαστοπούλειον» στην Πάτρα, το «Εφηβείον» στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα [Πριν την οικοδόμηση των φυλακών Αβέρωφ το «Εφηβείον» λειτούργησε σε κτίριο που παραχωρήθηκε από το Συμβούλιον της εν Χριστώ Αδελφότητος. Είναι η εποχή που η ελληνική αστική τάξη ανακάλυπτε τις αξίες και τα οφέλη της προτεσταντικής ηθικής της εργασίας. Πολύ αργότερα, το 1911, στο Υπόμνημα του Εργατικού Κέντρου Αθήνας προς τη Βουλή, αναφέρεται ως αιτία της ανεργίας των καρεκλοποιών ο ανταγωνισμός από την παραγωγή που πραγματοποιούσαν με απλήρωτη εργασία οι κρατούμενοι στις φυλακές Συγγρού (Σπύρος Θεοδωρόπουλος 1911).], αργότερα, το 1919, το «Εμπειρίκειον» κ.ά..
Στην αντίληψη του κράτους και της ιδιωτικής φιλανθρωπίας κυριαρχούσε η πρόθεση «ηθικοποίησης» των φτωχών, κάτι που επιδιώκεται να γίνει κυρίως στα φτωχά παιδιά. «Επομένως, κοινωνικές αξίες και αρετές που έχουν ενστερνιστεί και κυριαρχούν στη ζωή των μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων θα πρέπει να αποτελέσουν πρότυπα και να μεταδοθούν σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα» [Μαρία Κορασίδου 2010, σ. 43.].
Η προσπάθεια ένταξης ανήλικων στη βιομηχανική εργασία απέδωσε, παρά τις αντιστάσεις της μεγάλης πλειονότητάς τους. Το 1874 ανάμεσα σε 7.342 καταγεγραμμένους βιομηχανικούς εργάτες συγκαταλέγονται 1.153 παιδιά κάτω των 14 ετών. Από αυτά τα 626 ήταν αγόρια και τα 524 κορίτσια. Και όπως σημειώνεται «οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας αυτών των παιδιών δεν απείχαν από τις περιγραφές που δίνουν οι ιστορίες του Ντίκενς και του Έκτορα Μαλώ» [Γιάννης Ληξουριώτης, σ. 211.]. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις δραπετεύσεων από τα ευαγή αυτά ιδρύματα, ακόμα και οι μαζικές αποδράσεις. Η ανέγερση φυλακών και φρενοκομείων και εδώ, όπως και στις χώρες της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, «συνόδεψε τη σύσταση πτωχοκομείων και την ίδρυση των πρώτων εργοστασίων» [Χρήστος Χατζηιωσήφ 1993, σ. 41.].
Δεν απουσιάζει ακόμα και το φαινόμενο της «σωματεμπορίας», όπως χαρακτηρίζεται η παράδοση ανήλικων και των δύο φύλων -αν και κυρίως αγοριών- από τους ίδιους τους γονείς τους σε άτομα που τα μετέφεραν από τα χωριά της Κορινθίας και της Γορτυνίας στην Αθήνα, όπου υποχρεώνονταν να εργαστούν κάτω από άθλιες συνθήκες. Τα παιδιά αυτά, στη μεγάλη τους πλειονότητα, εργάζονταν ως βοηθητικό προσωπικό σε καταστήματα τροφίμων, καφενεία και βιοτεχνίες, επί δώδεκα ή και περισσότερες ώρες καθημερινά, με διατροφή κατώτερης ποιότητας και συχνά κοιμόνταν στον χώρο εργασίας. Η εξαθλίωσή τους προκάλεσε την παρέμβαση του πολιτιστικού συλλόγου «Παρνασσός», που ίδρυσε το 1872 τη Σχολή Απόρων Παίδων, σε μια προσπάθεια να τα βοηθήσει να ξεφύγουν από την κατάσταση στην οποία είχαν καταδικαστεί.
Η αντίσταση στην υπαγωγή στους όρους της βιομηχανικής εργασίας κάμπτεται εκεί και τότε που τα περιθώρια επιβίωσης στενεύουν απελπιστικά. «Χειρωνακτικός εργάτης για λίγους μήνες, βρίσκοντας κάποια δουλειά του ποδαριού για άλλους δυο-τρεις, ο άνθρωπος που θα συγκροτήσει τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού της πόλης είναι ουσιαστικά ένας άνεργος, που για πολλές εβδομάδες -ιδίως του χειμώνα- πρέπει να ζει με το ψωμί που θα του στείλει η γυναίκα ή ο αδελφός από το χωριό» [Κωστής Μοσκώφ 1988, σ. 177. Μιχάλης Δημητρίου 1985, σ. 55.]. Όταν το ξέκομμα από το χωριό έχει συντελεστεί, συνήθως με την κάθοδο όλης της οικογένειας στην πόλη, οι δυνατότητες αντίστασης εκμηδενίζονται ή περιορίζονται σοβαρά. Το δίλημμα που τίθεται, πλέον, είναι εργοστάσιο ή μετανάστευση. Διαφορετικά, καιροφυλακτεί η περιθωριοποίηση.
*Από το βιβλίο μου "Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου" (β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015)