"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Δεκέμβρης ’44 και ιστορικός αναθεωρητισμός. Νεκρανάσταση της θεωρίας των «Τριών Γύρων»

2024-12-28 10:33

Κάμποσα τα ιστορικά βιβλία που διένειμαν απ’ την αρχή του μήνα οι εφημερίδες της Δεξιάς, για τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από τα Δεκεμβριανά του 1944. Με κύριο χαρακτηριστικό τη νεκρανάσταση του αντικομμουνιστικού αφηγήματος που κυριάρχησε στον επίσημο λόγο των νικητών του Εμφυλίου, τουλάχιστον μέχρι το 1982.

Έτσι, η Εστία διένειμε το βιβλίο του Αρίστου Καμπάνη, «Τα Δεκεμβριανά του 1944. Η ένοπλη κομμουνιστική ανταρσία». Έχοντας διανείμει τον περσινό Δεκέμβρη και ένα άλλο βιβλίο του ίδιου, με τον επίσης χαρακτηριστικό τίτλο «Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών. Το έπος της Μάχης του Μακρυγιάννη».

«Δεκεμβριανά 1944», τιτλοφορείται και το βιβλίο που διένειμε η Δημοκρατία, το οποίο, σύμφωνα με τη διαφήμιση της εφημερίδας, αναφέρεται στην  «απόπειρα κατάληψης της εξουσίας με τη βία» και στο «πώς σώθηκε η Αθήνα από το αριστερό παρακράτος».

Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει το βιβλίο «Δεκεμβριανά. Η δυναμική μιας πολύπλευρης σύγκρουσης», που διανεμήθηκε από την Καθημερινή. Γραμμένο από τους Στάθη Καλύβα και Σπύρο Τσουτσουμπή, εκπροσώπους του αναθεωρητικού ρεύματος, που ξαναδιαβάζει την ιστορία εκείνης της Μεγάλης Δεκαετίας του 1940 σε μια προσπάθεια δικαίωσης των αντιπάλων του κομμουνιστικού και του εαμικού κινήματος.

Αν και πανεπιστημιακοί καθηγητές, άρα αναμφίβολα γνώστες επιστημονικών μεθόδων για την αναζήτηση πηγών και την τεκμηρίωση των εκτιμήσεων και απόψεων που εκφράζουν, δεν διστάζουν να δώσουν στη δημοσιότητα ένα βιβλίο που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα λιβελογραφήματα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής και του Γενικού Επιτελείου Στρατού των χρόνων του Εμφυλίου, της «καχεκτικής δημοκρατίας» που ακολούθησε και της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Έχοντας ως βασική αρχή πλοήγησης τη διαβόητη θεωρία των «Τριών Γύρων».

 

Η ακύρωση της Αντίστασης

Σύμφωνα με τη θεωρία των «Τριών Γύρων», το ΚΚΕ χρησιμοποίησε το «ψευδεπίγραφο» κατασκεύασμά του, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, για τη δημιουργία προϋποθέσεων για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας κατά την αποχώρηση των κατακτητών. Επιδιώκοντας τον ίδιο σκοπό, πραγματοποίησε, κατόπιν, δύο ακόμη απόπειρες: τον Δεκέμβρη του 1944 και στα 1946-49.

Στο πνεύμα αυτό, οι συγγραφείς του βιβλίου δεν διστάζουν να εμφανίσουν την Αντίσταση ως πηγή κακών και συμφορών. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά στη μεγάλη Μάχη της Επιβίωσης, που εκφράστηκε και με τους στίχους του Ύμνου του ΕΑΜ, που «μας έσωσε απ’ την πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά». Ούτε για τις μαζικές εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις που ακύρωσαν την πολιτική επιστράτευση και την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στην κεντρική Μακεδονία. Και φυσικά απουσιάζει και οποιαδήποτε αναφορά στην πολεμική εποποιία του ΕΛΑΣ, που επέτρεψε την απελευθέρωση, ήδη από το 1943, μεγάλου μέρους της χώρας και τη δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας.

Σε καταφανή αντίθεση με όλα όσα έχουν γραφτεί και ακουστεί για τη συγκρότηση του αντάρτικου, οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως οι αντάρτες ήταν ανεπιθύμητοι από τους πληθυσμούς των περιοχών όπου δρούσαν και «ζούσαν ως κυνηγημένοι παρίες που περιφέρονταν από τη μία περιοχή στην άλλη» (σ. 37). Εξαιρετικά παράδοξο, καθώς έξι μήνες μετά την εμφάνιση του ΕΛΑΣ στα βουνά της Ρούμελης πραγματοποιήθηκε η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Κι αυτό που εξέπληξε τους Βρετανούς που έζησαν τα γεγονότα και έγραψαν γι’ αυτά, ήταν ακριβώς η τεράστια αποδοχή του ΕΛΑΣ από τους κατοίκους των χωριών της περιοχής.

Κατά τους συγγραφείς, ο ΕΛΑΣ κυριάρχησε, τελικά, στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, αλλά όχι χάρη στην πολεμική δράση του κατά των κατακτητών. Σύμφωνα μ’ αυτούς, η κυριαρχία του ΕΛΑΣ ήταν συνέπεια της βίας που ασκούσαν στον πληθυσμό. Κι έτσι, «η βία των ανταρτών τους επέτρεψε να μονοπωλήσουν την άσκηση εξουσίας και να μεταβληθούν από κυνηγημένους παρίες σε οργανωμένη στρατιωτική δύναμη» (σ. 38).

Η βία των ανταρτών, σε συνδυασμό με τα «γερμανικά αντίποινα» (αντίποινα για ποιο λόγο, μιας και δεν γίνεται αναφορά σε δράση του ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών;), «οδήγησε σε κοινωνική κατάρρευση. Η ύπαιθρος ερήμωσε, ενώ οι κάτοικοι σταδιακά στρέφονταν προς μη παραγωγικές εργασίες […] Η βία σταδιακά έγινε το κύριο μέσο προσπορισμού εσόδων μέσω κατασχέσεων, καθώς και το κύριο εργαλείο κοινωνικής ανέλιξης και πολιτικής ένταξης» (σ. 13).

Πρόκειται, βέβαια, για πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας, καθώς η κυριαρχία του ΕΑΜ στις περιοχές που αποτέλεσαν την Ελεύθερη Ελλάδα συνέβαλε καθοριστικά στην εξομάλυνση της οικονομικής ζωής και σε μια βαθιά ιδεολογική μεταστροφή, από τον άγριο ατομικισμό του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», της πρώτης κατοχικής περιόδου, στις αξίες της συλλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Η ακύρωση της Αντίστασης φτάνει μέχρι και στην προσπάθεια σπίλωσης των αγωνιστών που συμμετείχαν σ’ αυτήν, με την αναφορά στην επιδίωξη «κοινωνικής ανέλιξης» και «κοινωνικής ανόδου» (σ. 13).

Θα αποτελούσε ύβρη το ν’ ανοίξουμε κουβέντα σχετικά με την κοινωνική ανέλιξη και άνοδο στην οποία απέβλεπαν οι χιλιάδες των μαχητών του ΕΛΑΣ που έπεσαν με το όπλο στο χέρι, οι χιλιάδες των αγωνιστών του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, που δολοφονήθηκαν ή στήθηκαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα.

Νεκρανασταίνοντας τη θεωρία των «Τριών Γύρων», οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η πολιτική και η δράση του ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής απέβλεπε στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας μετά την απελευθέρωση. Εξάλλου, «το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ είχε ήδη εκπονήσει σχέδια για την κατάληψη της Αθήνας τον Απρίλιο του 1943» (σ. 45). Αφήνοντας, βέβαια, αναπάντητο ένα εύλογο ερώτημα.

Καθώς αναγνωρίζουν και οι ίδιοι ότι κατά την Απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του ’44, «το 80% της χώρας ελεγχόταν από το ΕΑΜ» (σ. 64), με τον ΕΛΑΣ και τις άλλες ένοπλες οργανώσεις του ΕΑΜ να διαθέτουν 135.000 μαχητές, και με ισχυρή παρουσία των 15.000 ενόπλων του Α΄ Σώματος Στρατού σε Αθήνα-Πειραιά, όπου όλες οι εργατικές-λαϊκές συνοικίες, εκεί που ζούσαν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού του λεκανοπεδίου, ελέγχονται από το ΕΑΜ, γιατί, άραγε, δεν αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία το ΚΚΕ;

Όπως και στους μετεμφυλιακούς λιβέλους της Χωροφυλακής, έτσι και στο βιβλίο των Καλύβα – Τσουτσουμπή, η αντιστροφή της πραγματικότητας είναι προφανής. Και η πραγματικότητα είναι ότι το ΚΚΕ δεν κατέλαβε την εξουσία κατά την Απελευθέρωση, ακριβώς γιατί κάτι τέτοιο, αν και πλήρως εφικτό, ήταν έξω απ’ τις προθέσεις του. Όπως φάνηκε, εξάλλου, περίτρανα με τις Συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας που είχαν ήδη υπογραφεί.

 

Τα Δεκεμβριανά: ο δεύτερος Γύρος

Στην ίδια κατεύθυνση αντιμετωπίζονται και τα Δεκεμβριανά, που, σύμφωνα με τους συγγραφείς του βιβλίου, «είχαν τριπλό χαρακτήρα: Ήταν πραξικόπημα, εφόσον ο ΕΛΑΣ στράφηκε ενάντια στην κυβέρνηση, στον στρατό της οποίας είχε θεωρητικά ενταχθεί. Ήταν εμφύλια σύρραξη, γιατί η πλειονότητα των μαχητών και των θυμάτων ήταν Έλληνες. Και τέλος ήταν επανάσταση, διότι το ΚΚΕ επιδίωκε την κατάληψη της εξουσίας» (σ. 17).

Για να δικαιολογήσουν την εκτίμησή τους αυτή, οι Καλύβας – Τσουτσουμπής δεν λένε κουβέντα για τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στη δεκεμβριανή αντιπαράθεση. Που δεν ήταν, γενικώς και αορίστως, η αντίθεση του ΚΚΕ στη διάλυση του ΕΛΑΣ, αλλά η επιμονή του στη συγκρότηση εθνικού στρατού με την ισότιμη ένταξη σ’ αυτόν των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των αντιεαμικών δυνάμεων. Έτσι ώστε να διασφαλιστεί πως η δρομολόγηση διαδικασιών (δημοψήφισμα για τον βασιλιά, εκλογές) για την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν θα απειλούνταν από έναν στρατό στον οποίο θα κυριαρχούσε το αντιεαμικό μέτωπο.   

Προκειμένου να στηρίξουν την επιχειρούμενη διαστρέβλωση της αλήθειας, δεν διστάζουν να αποδώσουν την επίθεση της αστυνομίας κατά του πλήθους των διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος, στις 3 Δεκεμβρίου, στον… πανικό των αστυνομικών, μπροστά στο άοπλο πλήθος: «Η αστυνομική δύναμη», γράφουν, «που είχε αναλάβει να επιτηρεί τη διαμαρτυρία πανικοβλήθηκε και έστρεψε τα όπλα εναντίον των πολιτών» (σ. 70).

Έτσι, η απάντηση του ΕΛΑΣ, με την εξαπόλυση επίθεσης κατά των Αστυνομικών Τμημάτων και των Σταθμών Χωροφυλακής στο λεκανοπέδιο, εξηγείται με την εμμονή του ΚΚΕ στην ένοπλη βία. Που είχε γίνει αποδεκτή από «μεγάλα τμήματα του πληθυσμού» τα οποία είχαν «εκβαρβαριστεί» τα προηγούμενα χρόνια της Αντίστασης (σ. 102). Τόσο ώστε, αντί να διοργανώνουν βεγγέρες για τους Γερμανούς αξιωματικούς, όπως συνέβαινε στο Κολωνάκι και το Ψυχικό, είχαν πάρει τα όπλα κατά του κατοχικού στρατού και ασκούσαν βία. Οι βάρβαροι!

Σε κάποιο σημείο, αντικρούοντας την άποψη του Φίλιππου Ηλιού, ότι τα Δεκεμβριανά δεν αποτέλεσαν «επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, αλλά πίεση για να διαμορφωθούν καλύτεροι όροι για τον τελικό συμβιβασμό», οι Καλύβας – Τσουτσουμπής επιστρατεύουν τη βεβαιότητά τους ότι το ΚΚΕ ως «σταλινικό κόμμα» δεν θα μπορούσε παρά να επιδιώκει τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας (σ. 105-106). Αυτήν, ντε, που αποποιήθηκε τον Οκτώβρη του ’44!

Το εκπληκτικό είναι ότι οι ίδιοι αναγνωρίζουν πως το ΚΚΕ δεν είχε κανένα λόγο να αντιτίθεται στην ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, που θα σήμαινε την εκλογική του επικράτηση: «Εάν η στρατηγική της “εθνικής ενότητας” επέτρεπε τη διεξαγωγή εκλογών με ευνοϊκούς για το ΚΚΕ όρους, η κατάληψη της εξουσίας θα ολοκληρωνόταν στο πλαίσιο της νομιμότητας και οι Βρετανοί θα βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων» (σ. 109).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιφάσεων και παραδοξολογιών που διατρέχουν το βιβλίο είναι και η εκτίμησή τους ως προς το αν ο ΕΛΑΣ μπορούσε να πολεμήσει στον αστικό χώρο. Έτσι, ενώ γράφουν ότι «ο ΕΛΑΣ δεν ήξερε να δρα στην πόλη» (σ. 76), λίγο πιο κάτω λένε το εντελώς αντίθετο. Ότι «οι ελασίτες είχαν καλή γνώση του χώρου και των μεθόδων του αστικού πολέμου» (σ. 79). Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως ο ΕΛΑΣ της Αθήνας και του Πειραιά, που μαχόταν τον Δεκέμβρη, ήξερε πολύ καλά, ήδη από τον καιρό της Κατοχής, να πολεμάει στην πόλη.

Από το βιβλίο δεν απουσιάζει, φυσικά, και η «πτωματολογία», κυρίαρχη στα παλιότερα λιβελογραφήματα. Η μόνη διαφορά είναι ότι εδώ δεν είδα κάποια αναφορά σε «κονσερβοκούτια» και σε «κουβάδες με βγαλμένα μάτια». Είδα, όμως, μια εκτενή αναφορά στους όμηρους του ΕΛΑΣ, που πιάνει έξι σελίδες (85-90). Χωρίς να υπάρχει έστω και μία παράγραφος, έστω μια πρόταση, για τη σύλληψη και τη μεταφορά χιλιάδων εαμιτών στο βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ελ Ντάμπα, στην αφρικανική έρημο.

 

Κι αμέσως μετά τη Βάρκιζα… ο τρίτος Γύρος!

Η παραδοξολογία και η αντιστροφή της πραγματικότητας δίνει τα ρέστα της στο κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στα μετά τον Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα. Όπου, επίσης, πρέπει να στηριχτεί η θεωρία των «Τριών Γύρων» και να εμφανιστεί ο μετέπειτα Εμφύλιος ως αποτέλεσμα και πάλι της επιδίωξης του ΚΚΕ για βίαιη κατάληψη της εξουσίας.

Έτσι, οι συγγραφείς του βιβλίου δεν διστάζουν να υποβαθμίσουν τη δολοφονική βία της αντικομμουνιστικής και αντιεαμικής Λευκής Τρομοκρατίας, εμφανίζοντάς την ως «αμυντική προσπάθεια» για να αποκλειστεί «το ΕΑΜ/ΚΚΕ από τη διεκδίκηση της εξουσίας διαμέσου της βίας. Αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Η “λευκή τρομοκρατία” ήταν μια σπασμωδική και ανοργάνωτη απόπειρα χωρίς συντονισμό και χωρίς ουσιαστική βοήθεια από εξωτερικούς παράγοντες. Η βία της Δεξιάς ουσιαστικά ξεφούσκωσε από τα μέσα του 1945» (σ. 26). Θα ήταν μάλλον απίθανο να μην έχουν ακούσει τίποτα για την αποκορύφωση της παρακρατικής τρομοκρατίας από τις αρχές του 1946, ενόψει και των εκλογών βίας και νοθείας που προγραμματίζονταν. Ή για την κατάληψη ακόμη και πόλης, της Καλαμάτας, απ’ την αντικομμουνιστική συμμορία του Μαγγανά. Τότε, που η βία της Δεξιάς είχε… ξεφουσκώσει!

Τελικά, μαθαίνουμε από τους δύο συγγραφείς ότι μετά τη Βάρκιζα ήταν «οι Εαμικοί (που) χρησιμοποιούσαν βία […] Οι φόνοι ήταν καθημερινοί […] 1.000 με 1.400 αντάρτες δεν είχαν παραδώσει τα όπλα τους και κρύβονταν στις ορεινές περιοχές», ενώ ομάδες ανταρτών εισέρχονταν από Γιουγκοσλαβία και Αλβανία και λήστευαν και δολοφονούσαν (σ. 136). Έτσι ώστε στις αρχές φθινοπώρου 1945 «οι ένοπλοι του ΚΚΕ έλεγχαν τα ορεινά της Θεσσαλίας και της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας» (σ. 146). Ένα χρόνο πριν συγκροτηθεί ο ΔΣΕ! Καθώς το ΚΚΕ είχε σταθερό στόχο τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας και εξαπέλυσε ήδη, αμέσως μετά τη Βάρκιζα, τον «Τρίτο Γύρο»! Αποκηρύσσοντας τον Βελουχιώτη που υλοποιούσε τη «γραμμή» και είχε πάρει ήδη τα όπλα! Μιλάμε για κομφούζιο!

Φυσικά, στο αναπάντητο ερώτημα γιατί η εξουσία δεν καταλήφθηκε τον Οκτώβρη του ’44, προστίθεται και το γιατί δεν αξιοποιήθηκε το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ κατά τα Δεκεμβριανά, αλλά και γιατί δεν έγινε καν απόπειρα να καταληφθεί, ήδη από τις 3-4 Δεκεμβρίου, το κέντρο της Αθήνας. Όπως και το γιατί δεν εξαπολύθηκε ο «Τρίτος Γύρος» με την έγκαιρη συγκρότηση του ΔΣΕ, αλλά αντίθετα το πέρασμα στον γενικευμένο εμφύλιο έγινε όταν, πλέον, το ΚΚΕ είχε βγει εκτός νόμου και δεκάδες χιλιάδες μέλη του είχαν δολοφονηθεί, είχαν εκτελεστεί ή είχαν φυλακιστεί και εξοριστεί. Ακριβώς γιατί το ΚΚΕ, ακόμη και μέχρι τα τέλη του ’47 (όταν σχηματίστηκε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και το ίδιο τέθηκε εκτός νόμου), επέμενε στην πολιτική της ομαλής δημοκρατικής διεξόδου. Και η ένοπλη δράση -στην οποία είχαν περάσει κυρίως καταδιωκόμενοι πρώην μαχητές του ΕΛΑΣ- απέβλεπε στην άσκηση πίεσης για να αποδεχτεί ο αντίπαλος τις δημοκρατικές διαδικασίες επίλυσης του «ελληνικού προβλήματος».

Είναι θλιβερή η διαπίστωση του πόσο εύκολη είναι η επιλογή του να εκτεθεί κάποιος αυτοϋπονομεύοντας την αξιοπιστία του ως ιστορικού επιστήμονα, προκειμένου να υπερασπιστεί ιδεολογήματα και αφηγήματα επιστημονικά αστήρικτα. Γιατί αυτό ακριβώς κάνουν οι Καλύβας και Τσουτσουμπής με το βιβλίο για τα Δεκεμβριανά. Που αναμασάει την εμφυλιοπολεμική θεωρία των «Τριών Γύρων», προκειμένου:

  • Να ακυρώσει την καθοριστική συμβολή του ΚΚΕ στη συγκρότηση και ανάπτυξη του κινήματος Εθνικής Αντίστασης.
  • Να μεταθέσει στο ΚΚΕ την ευθύνη του αντιεαμικού συνασπισμού (που περιλάμβανε και τους κατοχικούς δωσίλογους και ταγματασφαλίτες), αλλά και των Βρετανών και στη συνέχεια των Αμερικανών ιμπεριαλιστών, για τη δεκεμβριανή σύγκρουση και τον Εμφύλιο.

Εμφανίζοντας το ΚΚΕ να επιδιώκει τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας, όταν όλα τα ιστορικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την προσήλωσή του στην ομαλή δημοκρατική διέξοδο. Μια διέξοδο ανέφικτη, καθώς ο αντίπαλος ήξερε πως μια τέτοια εξέλιξη θα έφερνε την Αριστερά στην εξουσία με τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Και γι’ αυτό ωθούσε στην ένοπλη αντιπαράθεση, με το ΚΚΕ να αποφεύγει σταθερά να θέσει ζήτημα εξουσίας, άρα να τη διεκδικήσει και ένοπλα, με όρους ευνοϊκούς, έχοντας το ίδιο την πρωτοβουλία κινήσεων. Κι ήταν αυτή του η πολιτική που οδήγησε, τελικά, στη συντριβή του μεγάλου λαϊκού κινήματος της δεκαετίας του ’40.   

kommon,gr, 28.12.2024

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδα Webnode