Βαθύ Κόκκινο 9 Μαΐου 2015.
Το κείμενο αυτό αποτελεί επανεπεξεργασμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου», που είχε εκδοθεί το 1997. Δημοσιεύεται με αφορμή την επέτειο της αιματηρών γεγονότων της Θεσσαλονίκης, στις 9 Μαΐου 1936, και την εξέγερση που ακολούθησε.
του Γιώργου Αλεξάτου
Μέρες του ’36
Το 1936 μπαίνει μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής και κοινωνικής κρίσης και αναταραχής. Μετά από το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα των βενιζελικών, τον Μάρτιο 1935, το πραξικόπημα του Γεώργιου Κονδύλη και η επαναφορά στον θρόνο του Γεώργιου Β΄ με νόθο δημοψήφισμα (τα πρώτα ανακοινωθέντα αποτελέσματα του οποίου εμφάνιζαν να υπερψηφίζεται η βασιλεία με… 105%!), ενταφίασαν τη μεσοπολεμική αβασίλευτη δημοκρατία. Έχοντας προχωρήσει σε βαθιά εκκαθάριση του στρατού και συνολικότερα του κρατικού μηχανισμού από τους πολιτικούς της αντιπάλους, η κυρίαρχη αντιβενιζελική-βασιλική παράταξη διαμορφώνει ένα κράτος μονοπαραταξιακό, που θα διατηρηθεί μέχρι και τη δεκαετία του 1970.
Μολονότι η φάση της μεγάλης οικονομικής κρίσης έχει περάσει, οι κυριαρχούμενες λαϊκές τάξεις συνεχίζουν να υφίστανται τις συνέπειές της. Η ανεργία –παρά τη σημαντική υποχώρηση από τα υψηλά επίπεδα του 1930-34- εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα. Όσες από τις μικροεπιχειρήσεις αποφεύγουν το κλείσιμο, βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης. Η ανέχεια της φτωχολογιάς των πόλεων και της υπαίθρου προκαλεί εκρήξεις συσσωρευμένης αγανάκτησης, που εκδηλώνονται με εργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις μικροεπαγγελματιών και αγροτών, δημιουργώντας μια κατάσταση εξαιρετικά εκρηκτική. Κι όλα αυτά σε μια περίοδο διεθνούς ανασφάλειας, που την προκαλεί η άνοδος του φασισμού και η απειλή ενός νέου γενικευμένου πολέμου, τα προμηνύματα του οποίου έχουν ήδη φανεί.
Με τις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 η πολιτική κρίση βαθαίνει, καθώς κανένα από τα δύο αντίπαλα αστικά στρατόπεδα δεν εξασφαλίζει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Στη νέα Βουλή εκλέγονται 143 αντιβενιζελικοί και 142 βενιζελικοί, με συνέπεια να αναδεικνύεται σε ρόλο ρυθμιστικό η 15μελής κοινοβουλευτική ομάδα του Παλλαϊκού Μετώπου, που παρά τον τίτλο αποτελείται αποκλειστικά από κομμουνιστές.
Στο πλαίσιο της λαϊκομετωπικής πολιτικής του ΚΚΕ υπογράφηκε το περίφημο Συμφωνητικό μεταξύ του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου Στέλιου Σκλάβαινα και του αρχηγού του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη. Το «Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα» δέσμευε τους βουλευτές της Αριστεράς να στηρίξουν με ψήφο ανοχής την υποψηφιότητα που θα υποδείκνυαν οι φιλελεύθεροι για την Προεδρία της Βουλής και ενδεχομένως και τον σχηματισμό κυβέρνησης. Οι φιλελεύθεροι, από την πλευρά τους, αναλάμβαναν την υποχρέωση να πάρουν άμεσα μέτρα φιλολαϊκής κατεύθυνσης, να καταργήσουν το ιδιώνυμο και να αμνηστεύσουν τους πολιτικούς κρατούμενους (1).
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων αθέτησε τη συμφωνία, στηρίζοντας, τελικά, μαζί με τα άλλα βενιζελικά κόμματα και τους αντιβενιζελικούς, κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε επανειλημμένα εκφράσει τις αντικοινοβουλευτικές του προθέσεις. Η αποκάλυψη της συμφωνίας από το ΚΚΕ είχε ως συνέπεια την όξυνση της αντικομμουνιστικής κινδυνολογίας.
Η αθέτηση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι φιλελεύθεροι φανέρωνε και τα όρια της λαϊκομετωπικής πολιτικής του ΚΚΕ, στην πρώτη απόπειρα εφαρμογής της. Έδειξε ότι ο αντικομμουνισμός των αστικών πολιτικών δυνάμεων και η ανάγκη τους να βρουν από κοινού διέξοδο από την πολιτική κρίση με συμφωνίες μεταξύ τους, ήταν ισχυρότερες από τον όποιο αντιφασισμό και αντιμοναρχισμό τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τον ίδιο καιρό ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λίγο πριν πεθάνει αυτοεξόριστος στη Γαλλία, τάχθηκε υπέρ του βασιλικού θεσμού.
Αυτές οι πολιτικές εξελίξεις συντελούνται στο φόντο ενός κύματος λαϊκών κινητοποιήσεων. Πραγματοποιούνται απεργίες με επίκεντρο τη βόρεια Ελλάδα, διαδηλώσεις παλαιών πολεμιστών και φυματικών εργατών/τριών που ζητούσαν ασφάλιση και περίθαλψη (2), πανεργατικές κινητοποιήσεις στη Χίο, τον Βόλο, τις Σέρρες, την Ξάνθη και την Καλαμάτα, συνήθως ως εκδηλώσεις αλληλεγγύης σε αγωνιζόμενους κλάδους κ.λπ.
Στη Μυτιλήνη οι στρατιώτες αρνούνται να εκτελέσουν διαταγή και δεν πυροβολούν κατά των 2.500 ανέργων διαδηλωτών. Στην Αλεξανδρούπολη η εργατική τάξη απεργεί σύσσωμη, όχι για την επιδίωξη στενά κλαδικών ή ταξικών αιτημάτων, αλλά διαμαρτυρόμενη για την εγκατάλειψη της Θράκης από το κράτος. Πρόκειται για μια από τις κινητοποιήσεις της εποχής που δείχνουν ότι η εργατική τάξη διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στο ευρύτερο λαϊκό κίνημα. Δεν λείπουν και οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς άλλα αγωνιζόμενα τμήματα του λαϊκού κινήματος, όπως οι αγρότες, οι επαγγελματίες, οι φοιτητές και οι μαθητές.
Το ποιοτικά νέο, που αποτελεί και χαρακτηριστικό στοιχείο της αυξανόμενης βαρύτητας του εργατικού κινήματος στη γενικότερη πολιτικοκοινωνική ζωή της χώρας, είναι ότι «οι εργατικοί αγώνες αυτής της περιόδου ξέφυγαν (…) από τα όρια μιας απλής κοινωνικής διαμαρτυρίας, όταν συνδέθηκαν με την προάσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στο εσωτερικό της χώρας. Σε αυτό το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα αναδείχτηκαν σε φορείς πολιτικής προόδου, σε μια περίοδο που τα αστικά στρώματα και το κράτος αμφισβητούσαν βασικές αρχές της αστικής ιδεολογίας, πολιτικής και κουλτούρας» (3).
Από τα τέλη Μαρτίου βρίσκεται σε αναταραχή ο καπνεργατικός κλάδος. Η ανάπτυξη των αγώνων του και η μεγάλη έκταση των κινητοποιήσεών του σχετίζονται με την οξύτητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Ενώ η «Σύμβαση Παπαναστασίου» του 1924 πρόβλεπε για τους καπνεργάτες μεροκάματο ίσο με την αξία 8 χρυσών δραχμών, από το 1931 το μεροκάματο έπεφτε κατακόρυφα. Το 1936 οι καπνεργάτες έπαιρναν 40-50 δραχμές, αντί των 140-150 που αντιστοιχούσαν σ’ αυτό της Σύμβασης. Εξαιτίας της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως εργάτριες, δούλευαν ακόμη και χωρίς μεροκάματο, αποκλειστικά για τα ένσημα του Ταμείου Ασφάλισης. Κι αυτό λόγω της ανάγκης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς ο κλάδος μαστιζόταν από τη φυματίωση.
Η σοβαρότητα των προβλημάτων και η μεγάλη επιρροή του ΚΚΕ στον κλάδο υποχρέωσαν τους εργατοπατέρες της διασπαστικής Ομοσπονδίας να συμμετάσχουν σε ενωτικό Συνέδριο, τον Απρίλιο στη Θεσσαλονίκη, το οποίο, μέσα σε ένα κλίμα αμεσοδημοκρατικό και με την άμεση παρέμβαση του θεσσαλονικιώτικου καπνεργατικού προλεταριάτου, εκτός από την ενοποίηση των δύο Ομοσπονδιών, αποφάσισε και τη διεξαγωγή απεργιακών κινητοποιήσεων.
Η απόρριψη των αιτημάτων του Συνεδρίου από την εργοδοσία κατεβάζει τον κλάδο σε απεργία, στις 29 Απριλίου. Το ξεκίνημα έγινε από τη Θεσσαλονίκη, με τη συμμετοχή του συνόλου των 12.000 εργαζομένων του κλάδου (οι 7.000 ήταν γυναίκες), τον Βόλο και τις Σέρρες. Την επόμενη μέρα η απεργία αγκαλιάζει όλες τις καπνεργατουπόλεις της βόρειας Ελλάδας και στη συνέχεια επεκτείνεται σε ολόκληρη τη χώρα.
Επίκεντρο της κινητοποίησης παραμένει η Θεσσαλονίκη, όπου καθημερινά γίνονται συγκρούσεις με αστυνομικές δυνάμεις. Σε απεργία κατεβαίνουν και άλλοι κλάδοι, όπως ο κλωστοϋφαντουργικός και οι τσαγκαράδες, ενώ η αστυνομική βία κατά την 8η Μαΐου έχει ως αποτέλεσμα 70 τραυματίες και 100 συλλήψεις. Μετά απ’ αυτό, η απεργία εξελίσσεται σε πανεργατική-παλλαϊκή, καθώς κλείνουν τα εργαστήρια και τα μικρομάγαζα σε όλη την πόλη. Για την καθοδήγησή της συγκροτήθηκε Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή, με τη συμμετοχή συνδικαλιστών από διάφορους κλάδους.
Η παλλαϊκή διαδήλωση της επόμενης μέρας, 9 Μαΐου, κατέληξε σε σφοδρές συγκρούσεις με την αστυνομία, που πυροβολώντας το πλήθος δολοφονεί δώδεκα εργάτες και εργάτριες: τον Τάσο Τούση, οδηγό (4), τους καπνεργάτες Αναστασία Καρανικόλα, Γ. Πανόπουλο, Σαλβατόρ Ματαράσο και Δημήτρη Λαϊλάνη, τους Δ. Αγλαμίδη, Ίντο Σρενόρ, Στ. Διαμαντόπουλο, Μανώλη Ζαχαρίου, Β. Σταύρου, Γιάννη Πετάρη και Ευθύμη Μάνο. Στο σύνολό τους επρόκειτο για νέους ηλικίας 20-26 χρόνων.
Εκεί που δεν υπολόγισαν σωστά οι κυβερνητικές αρχές ήταν στο ζήτημα της στάσης του στρατού. Όχι μόνο οι απλοί φαντάροι, αλλά και οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους διαδηλωτές, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ενώθηκαν και μαζί τους.
«Η κυβέρνηση», γράφει ο Στέφανος Παπαγιάννης, αξιωματικός τότε και μάρτυρας των γεγονότων, στέλεχος αργότερα του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ και του ΚΚΕ, «κινητοποίησε το στρατό και έδωσε εντολή στα στρατιωτικά τμήματα να διαλύσουν και με τη χρήση των όπλων τους διαδηλωτές.
Τότε συνέβη το αναπάντεχο για τον επίδοξο δικτάτορα Μεταξά. Οι στρατιώτες με επικεφαλής τους αξιωματικούς, ανάμεσά τους και τον ταγματάρχη Μαρινάκη, αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα ενάντια στο λαό και συναδελφώθηκαν με τους απεργούς. Ακολούθησαν πραγματικά συγκλονιστικές στιγμές. Για να εκδηλώσουν τον ενθουσιασμό τους οι απεργοί και ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες εργάτριες τοποθετούσαν στις κάνες των όπλων γαρίφαλα, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους στρατιώτες» (5).
Μετά το αιματοκύλισμα τα δολοφονικά σώματα της χωροφυλακής εξαφανίστηκαν. Από τις τρεις το απόγευμα η Θεσσαλονίκη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των εξεγερμένων και την τήρηση της τάξης στην πόλη ανέλαβαν απεργιακές φρουρές. Οι δολοφόνοι και οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος συνέχισαν να κρύβονται στα αστυνομικά τμήματα και στα γραφεία τους και την επόμενη μέρα, όταν σχεδόν σύσσωμος ο λαός της Θεσσαλονίκης κήδεψε τα θύματα της σφαγής.
Η κατάσταση άλλαξε από τη νύχτα της Κυριακής 10 προς τη Δευτέρα 11 Μαΐου, όταν στο λιμάνι της πόλης αγκυροβόλησαν τέσσερα αντιτορπιλικά του πολεμικού στόλου, ενώ προς τη Θεσσαλονίκη κατευθύνονταν τμήματα στρατού και πυροβολικού από τη Λάρισα.
Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή και ενώ όλη η Ελλάδα βρίσκεται σε αναστάτωση, εξοργισμένη από το όργιο της εγκληματικής βίας, η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή και οι απεργιακές φρουρές διαλύθηκαν, με συνέπεια την επόμενη μέρα η εξέγερση να κατασταλεί με κύμα συλλήψεων, κατάληψη του Εργατικού Κέντρου από τον στρατό και την επιβολή κλίματος αστυνομοκρατίας και στρατοκρατίας.
Η βίαιη καταστολή της εργατικής-λαϊκής εξέγερσης κορύφωσε την παλλαϊκή αγανάκτηση σε όλη την Ελλάδα. Μόνο που το κλίμα που διαμορφώθηκε έμεινε αναξιοποίητο, καθώς η Ενωτική ΓΣΕΕ δίστασε να καλέσει άμεσα σε γενική απεργία με αίτημα την ανατροπή της κυβέρνησης του αίματος, επιδιώκοντας τη συμμετοχή και της ΓΣΕΕ, η οποία κωλυσιεργούσε. Η καθυστέρηση της πανελλαδικής-πανεργατικής κινητοποίησης λειτούργησε συνολικά σε βάρος της υπόθεσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, όπως θα διαπιστωθεί πολύ σύντομα και με οδυνηρό τρόπο.
Τελικά, οι δύο Συνομοσπονδίες διοργανώνουν πανελλαδική απεργία στις 13 Μαΐου, με τη συμμετοχή της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων. Την ίδια μέρα κινητοποιούνται και διαδηλώνουν φοιτητές, αγρότες και επαγγελματίες. Και ενώ στην Αθήνα και τον Πειραιά δεν έλειψαν οι συγκρούσεις και τα αιματηρά επεισόδια, στην Καβάλα ακόμη και η χωροφυλακή αρνήθηκε να χτυπήσει τους διαδηλωτές.
Παρά τις προσπάθειες της ΕΓΣΕΕ, η απεργία έγινε χωρίς να προβληθεί το σύνθημα της παραίτησης της κυβέρνησης Μεταξά. Κι αυτή η υποχώρηση στις αξιώσεις της ΓΣΕΕ θα αποβεί, επίσης, μοιραία. Μια μεγαλειώδης πανελλαδική παλλαϊκή κινητοποίηση περιορίστηκε σε απλή διαμαρτυρία, χωρίς να θέσει άμεσο και σαφή πολιτικό στόχο.
Λίγο μετά τα συνταρακτικά γεγονότα του Μαΐου νέα δολοφονική επίθεση εκδηλώθηκε στον Βόλο. Η απεργιακή κινητοποίηση διαφόρων κλάδων στις αρχές του Ιουνίου αντιμετωπίστηκε με ένοπλη καταστολή, με συνέπεια τη δολοφονία του εμποροϋπάλληλου Μαραγκόπουλου και του ραπτεργάτη Μπουπαγιατζή. Τη βίαιη καταστολή της απεργίας ακολούθησε κύμα διώξεων, ενώ μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και οι κομμουνιστές βουλευτές Γιάννης Ιωαννίδης και Γιώργος Σιάντος.
Ποτέ άλλοτε δεν είχε ζήσει η Ελλάδα απεργιακούς αγώνες τέτοιας έκτασης και έντασης, όσο το πρώτο εξάμηνο του 1936, κατά το οποίο υπολογίζεται πως χάθηκαν ένα εκατομμύριο μέρες εργασίας. Ούτε είχε ξαναζήσει και τέτοιο όργιο κρατικής βίας και τρομοκρατίας. Τον Μάιο και τον Ιούνιο υπήρξαν 14 νεκροί, 711 τραυματισμοί από κλομπ, σφαίρες και σπαθιά, 2.223 συλλήψεις, 980 παραπομπές σε δίκες, 220 προφυλακίσεις, 355 καταδίκες, 123 εκτοπίσεις σε τόπους εξορίας, εκατοντάδες βασανισμοί κ.λπ. (6).
Το ΚΚΕ συνεχίζει και αυτό τον καιρό τις προσπάθειες για συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου και τον Ιούλιο κατορθώνει την εξασφάλιση συμμετοχής του Αγροτικού Κόμματος. Ταυτόχρονα, επιδιώκει την ενοποίηση της ΕΓΣΕΕ και της ΓΣΕΕ και για την επίτευξή της η ηγεσία του συνδικαλιστικού του τμήματος υποχρεώνεται να υπαναχωρεί από τις θέσεις του σε κρίσιμα ζητήματα, για να μη δίνει προσχήματα για την ανθενωτική στάση των εργατοπατέρων και ρεφορμιστών.
Τελικά, η ενοποίηση των δύο Συνομοσπονδιών αποφασίζεται στα τέλη του Ιουλίου και συνδυάζεται με την από κοινού κήρυξη πανεργατικής απεργίας για τις 5 Αυγούστου, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να δημεύσει τα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων. Η κήρυξη της απεργίας θα αποτελέσει το πρόσχημα για την επιβολή της δικτατορίας από τον βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Μεταξά τις 4 Αυγούστου.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου επιβλήθηκε χωρίς καμιά αντίσταση από τον αστικό πολιτικό κόσμο, αν όχι και με την ανοχή του. Αλλά και με την αδυναμία της εργατικής τάξης, του μαζικού εργατικού και λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση.
Το εργατικό κίνημα έδινε στις 4 Αυγούστου 1936 την εντύπωση της άνευ όρων παράδοσης. Μια εργατική τάξη που μόλις πριν τρεις μήνες εξεγειρόταν, έχοντας στο πλευρό της μεγάλα τμήματα των άλλων λαϊκών κυριαρχούμενων τάξεων, αποδείχτηκε ανήμπορη, αν όχι να αποτρέψει τη δικτατορία, τουλάχιστον να αντιπαραταχθεί ενεργητικά στην εκδήλωσή της. Ένα κομμουνιστικό κόμμα χιλιάδων μελών, με πανελλαδική οργανωτική διάρθρωση και μέρα με τη μέρα αυξανόμενη επιρροή, αποδείχτηκε ανίσχυρο να αντιδράσει.
Η εξήγηση αυτού του -από πρώτη ματιά- παράδοξου θα έπρεπε να αναζητηθεί στους όρους διεξαγωγής της πάλης των τάξεων στην Ελλάδα κατά την κρίσιμη εκείνη ιστορική στιγμή. Και ιδιαίτερα στους χειρισμούς που επέτρεψαν την υποχώρηση και τελικά τον εκφυλισμό του μεγαλειώδους ξεσπάσματος του Μαΐου. Στην πολιτική, δηλαδή, του ΚΚΕ, του κόμματος που αναμφισβήτητα ήταν η καθοδηγητική δύναμη του εργατικού κινήματος.
Αναφερόμαστε στον «Μάη του ‘36», ακριβώς γιατί αποτέλεσε μια κρίσιμη καμπή στην εξέλιξη της ταξικής πάλης. Ήταν η κορύφωση των εργατικών αγώνων του Μεσοπολέμου, σε συνθήκες κατάκτησης από την εργατική τάξη της ηγεμονίας σε έναν ευρύτατο συνασπισμό λαϊκών δυνάμεων, συγκροτημένου στη βάση, σε επίπεδο μαζικού κινήματος, καθώς πλατιά λαϊκά στρώματα αναγνώριζαν και τα δικά τους συμφέροντα στον αγώνα της εργατικής τάξης και το εκδήλωναν ανοιχτά με τη συμμετοχή τους σε κοινούς αγώνες.
Η εξέγερση του Μαΐου 1936 ξέσπασε σε μια περίοδο που, παρά το ότι «ίχνη των παλαιών πολιτικών διαχωρισμών (…) παίζουν ακόμα κάποιο ψυχολογικό ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή» (7), «η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τώρα τις αντιμαχόμενες δυνάμεις στο κοινωνικό πεδίο μετατοπίζεται, όλο και πιο πολύ, προς τα αριστερά» (8).
Η κρίση του αστισμού έχει πάρει, πλέον, τη μορφή «ανοικτής κρίσης ηγεμονίας» (9). Καθώς μέσα στο αστικοδημοκρατικό κράτος περικλείονται αντιθέσεις που πηγάζουν από τη βασική αντίθεση του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας), η λύση τους συνδέεται με τον συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό, που ως προϋπόθεση έχει την ανατροπή της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης. Όσο η διέξοδος αυτή δεν δίνεται, η κρίση του αστικοδημοκρατικού καθεστώτος εκδηλώνονται μέσα στο ίδιο το αστικό κράτος, όπου συνυπάρχει η «γενική τάση για την εγκαθίδρυση της δημοκρατικής αρχής» με «μία τάση με ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, τάση για τον περιορισμό, την καταστρατήγηση ή την ανατροπή της πολιτικής δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση κράτους έκτακτης ανάγκης» (10). Πρόκειται γι’ αυτό που επισήμαινε ήδη το 1930 ο Σεραφείμ Μάξιμος στο κορυφαίο έργο του «Κοινοβούλιο ή Δικτατορία;».
Οι φιλοδικτατορικές τάσεις ήταν γνωστές και ανοιχτά εκφρασμένες και στα δύο αστικά στρατόπεδα. Η μεσοπολεμική Δημοκρατία ανέδειξε Πάγκαλους, Κονδύληδες, Πλαστήρες κ.ά., που δεν έκρυβαν τις συμπάθειές τους προς το «ιταλικό πείραμα» (11), ενώ και ο ίδιος ο Βενιζέλος «είχε υιοθετήσει in extremisόλη την αντικοινοβουλευτική διανοητικότητα των στρατιωτικών οπαδών του. Στη δύση του βίου είχε ίσως βαθύτατα απογοητευτεί από την “αχαριστία” του ελληνικού λαού και είχε πεισθεί ότι η “δημοκρατία” μόνο δυναμικά θα μπορούσε να επιζήσει στην Ελλάδα.
(…) Άλλωστε το “κοινωνικό ζήτημα”, που είχε πάρει από τότε κάποιες σοβαρές διαστάσεις, είταν ο κοινός παρονομαστής της “ανησυχίας” της “καθεστηκυίας τάξεως των πραγμάτων” στην Ελλάδα του 1935 και μια περίεργη ενότητα κατά του “κοινωνικού κινδύνου” ένωνε όλες τις πολιτικές και δυναμικές πτέρυγες της ελληνικής πολιτικής ζωής στα χρόνια εκείνα» (12).
Το ΚΚΕ, όπως εξάλλου και ολόκληρη η ελληνική Αριστερά, έκρουε από πολύ νωρίς τον κώδωνα του κινδύνου της αντιδημοκρατικής εκτροπής, είτε από τη βενιζελική είτε από την αντιβενιζελική παράταξη προερχόταν. Για την αντιμετώπισή του έθεσε σε εφαρμογή την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, προσαρμοσμένου στις ελληνικές συνθήκες.
Καθώς μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του Μαρτίου 1935 (το οποίο, επίσης, το ΚΚΕ το αποδοκίμασε) κυριάρχησε η αντιβενιζελική παράταξη και ο κίνδυνος αντιδημοκρατικής εκτροπής προερχόταν πια από τα δικά της δυναμικά τμήματα (Κονδύλης, Μεταξάς, αλλά και ο ίδιος ο βασιλιάς), η συγκρότηση μετώπου κατά του κινδύνου της εκτροπής επιχειρείται με την προσέγγιση, εκτός από τα άλλα μικρά κόμματα της Αριστεράς, των δυνάμεων του βενιζελισμού.
Εντούτοις, «το ΚΚΕ αρνείται να δει τη μεγάλη μεταβολή που έχει συντελεστεί εμπρός στα μάτια του: τη συμφιλίωση φιλελευθέρων-μοναρχικών, και την άκαπνη αντίδρασή τους στον ερχομό του Βασιλιά!! Δεν βλέπει ότι το κόμμα των Φιλελευθέρων (και ολόκληρη η “φιλελεύθερη μπουρζουαζία”) έχοντας χάσει την εξουσία και έχοντας χάσει τα ερείσματά του μέσα στον κρατικό μηχανισμό και στο Στρατό, προσπαθεί ν’ ανακτήσει το χαμένο έδαφος μέσα από την εύνοια του παλατιού» (13). Η υπογραφή του Συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα ενώ για το ΚΚΕ ήταν η πρώτη πράξη στη συγκρότηση του Λαϊκού Μετώπου, για τους φιλελεύθερους «δεν ήταν παρά μια εφήμερη ανάγκη και όχι συμμαχία» (14). Το άδοξο τέλος του ήταν εξαρχής προδιαγραμμένο.
Όταν πια οι φιλελεύθεροι στηρίζουν την κυβέρνηση Μεταξά, το ΚΚΕ, χωρίς να χάσει κάθε ελπίδα συνεργασίας μαζί τους, στρέφεται κυρίως προς εκείνα τα τμήματα του βενιζελικού χώρου που αντιτάχθηκαν στη διακυβέρνηση από τον μετέπειτα δικτάτορα χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο (15), τα κόμματα, δηλαδή, των Παπαναστασίου και Παπανδρέου.
Εντούτοις, ο αντικομμουνισμός και αυτών των κομμάτων τίθεται πάνω από την ανάγκη αντιμετώπισης μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής. Ένας αντικομμουνισμός τόσο έντονος που φτάνει να επηρεάζει ακόμη και το αναιμικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Έτσι, οι επίμονες και αγωνιώδεις προσπάθειες του ΚΚΕ δεν βρίσκουν ανταπόκριση παρά μόνο στο Αγροτικό Κόμμα, μετά από πολλές αρνήσεις του τελευταίου και μόλις λίγες μέρες πριν την επιβολή της δικτατορίας.
Ενώ υπήρχαν αντικειμενικές αδυναμίες υλοποίησης μιας ενωτικής πολιτικής για την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών, υπήρξαν, με ευθύνη των συνδικαλιστικών υπευθύνων του κόμματος και της ΕΓΣΕΕ, σημαντικές υποχωρήσεις σε σοβαρά ζητήματα, ιδιαίτερα τις μέρες που ακολούθησαν την εξέγερση του Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες καθορίστηκαν, κυρίως, από την πάση θυσία επιδίωξη ενότητας με τη ΓΣΕΕ.
Η διάλυση της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής και των απεργιακών φρουρών με την εμφάνιση στρατιωτικών δυνάμεων στη λαοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, στις 10-11 Μαΐου, και κατά συνέπεια η απουσία οποιασδήποτε αντίστασης στην καταστολή που ακολούθησε, αποτέλεσε αξίωση φιλελεύθερων πολιτικών παραγόντων (16), ενώ η καθυστέρηση στην κήρυξη πανελλαδικής-πανεργατικής απεργίας, που πραγματοποιήθηκε όταν πια είχε κατασταλεί η εξέγερση και μάλιστα χωρίς να θέτει το σύνθημα της ανατροπής της κυβέρνησης Μεταξά, ήταν συνέπεια της κωλυσιεργίας της ΓΣΕΕ. Οι χειρισμοί αυτοί της Κ.Ο. Θεσσαλονίκης και των ηγετών της ΕΓΣΕΕ επικρίθηκαν από την κομματική ηγεσία (17), χωρίς αυτό να αλλάξει οτιδήποτε στην εξέλιξη των γεγονότων.
Έτσι, ενώ το αντιφασιστικό-πανδημοκρατικό μέτωπο είχε συγκροτηθεί σε κοινωνικό επίπεδο και η ίδια η εξέγερση στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσε όχι απλώς συνδικαλιστική, αλλά «αντιφασιστική-πανδημοκρατική εκδήλωση» (18), το ΚΚΕ δεν μπόρεσε «να καθοδηγήσει άμεσα τα γεγονότα αυτά, να συντονίσει αυτή τη μεγαλειώδη αντιφασιστική πανδημοκρατική εκδήλωση της Θεσσαλονίκης με τις αντιφασιστικές εκδηλώσεις της υπόλοιπης Ελλάδας για την ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά (19). Η ανατροπή της κυβέρνησης του επίδοξου δικτάτορα με όρους λαϊκού κινήματος, υπό την ηγεμονία της κινητοποιημένης σε πανελλαδικό επίπεδο εργατικής τάξης, θα μπορούσε να λειτουργήσει καθοριστικά σε μια συνολική αλλαγή των όρων διεξαγωγής της ταξικής πάλης, προκαλώντας μια αριστερή μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού. Η αδυναμία μιας τέτοιας εξέλιξης, σε συνθήκες κρίσης του καθεστώτος, το οδήγησαν στη μόνη διέξοδο που του απέμεινε, όταν πλέον το λαϊκό πανδημοκρατικό κίνημα είχε χάσει τη δυναμική του: στη δικτατορία.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να διερευνήσουμε το κατά πόσο υπήρχαν στην Ελλάδα του 1936 –και μάλιστα τον Μάιο- συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Κατά πόσο, δηλαδή, υπήρχαν οι όροι που θα επέτρεπαν στο ΚΚΕ να θέσει, με τους κατάλληλους χειρισμούς, ζήτημα εξουσίας, μετατρέποντας την επαναστατική κατάσταση σε επαναστατική κρίση.
Ανατρέχοντας στο κλασικό κείμενο του Λένιν «Η χρεωκοπία της Β΄ Διεθνούς», διαβάζουμε πως τα βασικά γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης είναι:
«1. Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν αναλλοίωτη την κυριαρχία τους. Η μια είτε η άλλη κρίση των “κορυφών”, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό “τα κάτω στρώματα να μη θέλουν”, μα χρειάζεται ακόμη και “οι κορυφές να μην μπορούν” να ζήσουν όπως παλιά. 2. Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζομένων τάξεων. 3. Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε “ειρηνική” εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις “κορυφές”, σε αυτοτελή ιστορική δράση» (20).
Υπήρχαν αυτά τα γνωρίσματα στην Ελλάδα, την άνοιξη του ’36;
α) Η χρεωκοπία της μεσοπολεμικής Δημοκρατίας, η μοναρχική παλινόρθωση, η αδυναμία σχηματισμού βιώσιμης κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, η τάση προς επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, ο σοβαρός κλονισμός των σχέσεων εκπροσώπησης μεταξύ αστικών κομμάτων και λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, ήταν υπαρκτές καταστάσεις, στοιχεία της κρίσης των «από πάνω».
β) Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης που συνέχιζαν να πλήττουν ευρύτατα λαϊκά στρώματα, η εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, η επιδείνωση των όρων ζωής τους και όχι μόνο οικονομικά, αλλά μέσα στο συνολικό βούλιαγμα σε μια κρίση γενικότερα κοινωνική, επίσης ήταν μια πραγματικότητα.
γ) Το «σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών», που πλέον δεν «αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα» ήταν αυτή ακριβώς η έκρηξη του Μαΐου.
Όπως διαπιστώνεται, «το κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί βρίσκονται αντιμέτωποι με ολόκληρη σχεδόν την κοινωνία που εμφανίζεται πλέον συνασπισμένη. Η απειλή διάρρηξης του βασικού δεσμού μεταξύ κοινωνίας και κράτους είναι πλέον ορατή, καθώς οι νομιμοποιητικοί μηχανισμοί έχουν εξαρθρωθεί από την οικονομική κρίση» (21).
Δυο χρόνια πριν ανάλογη παλλαϊκή κινητοποίηση είχε γίνει και στην Καλαμάτα. Κι εκεί υπήρξαν νεκροί. Κι εκεί ο λαός αντέδρασε. Μετά από τη σφαγή της Καλαμάτας η γενική πανελλαδική απεργία είχε συμμετοχή 30.000 απεργών. Τι άλλαξε μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια και ο ξεσηκωμός στη Θεσσαλονίκη φτάνει μέχρι την κατάλυση των αρχών, ενώ η πανελλαδική απεργία, λίγες μέρες μετά, κατεβάζει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους; Το σύνολο, σχεδόν, της εργατικής τάξης, αλλά και επαγγελματίες και αγρότες και φοιτητές κ.λπ.;
Αν και οι όροι ζωής των εργαζομένων ήταν και το 1934 και το 1936 κάθε άλλο παρά ανεκτοί, στα 1935-36 είχαν συντελεστεί πολιτικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν συνθήκες έντονης πολιτικής κρίσης και αδιεξόδου για τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, και ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων έβγαλε και τις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις –πρώτα και κύρια την εργατική- στους δρόμους του αγώνα.
Αν δεχτούμε, με βάση τα παραπάνω, πως στην Ελλάδα του ’36 υπήρχαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης, θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους η κατάσταση αυτή δεν εξελίχθηκε σε επαναστατική κρίση, παίρνοντας υπόψη ότι «η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση» (22).
Την κύρια αιτία θα μπορούσαμε να την εντοπίσουμε στους χειρισμούς στους οποίους αναφερθήκαμε πιο πάνω. Στην αδυναμία του ΚΚΕ να καλέσει σε πανεργατική-παλλαϊκή κινητοποίηση όσο ακόμη συνεχιζόταν η εξέγερση της Θεσσαλονίκης. Εντούτοις, είναι αμφίβολο το κατά πόσο η ανταπόκριση σε ένα τέτοιο κάλεσμα, προερχόμενο μόνο από το ΚΚΕ, θα μπορούσε να έχει την απαιτούμενη έκταση ώστε να υποχρεώσει το καθεστώς σε υποχώρηση και να ανοίξει δρόμους ακόμη και για την αμφισβήτηση της αστικής πολιτικής εξουσίας. Ενδεχομένως, όμως, μια τέτοια πρωτοβουλία των κομμουνιστών να υποχρέωνε σε μετατοπίσεις και άλλες δυνάμεις, έτσι ώστε να δημιουργούνταν οι όροι τουλάχιστον για την ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά και την αποτροπή της δικτατορίας.
Το ΚΚΕ δίνει και στη συνέχεια τον αγώνα ενάντια στον κίνδυνο της «μοναρχοφασιστικής δικτατορίας» με εκκλήσεις προς τις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις. Στις 24 Μαΐου η κοινοβουλευτική ομάδα του Παλλαϊκού Μετώπου, με επιστολή της προς όλα τα δημοκρατικά κόμματα, προειδοποιούσε ότι «ο Μεταξάς προχωρεί σταθερά στο δικτατορικό φασιστικό έργο του» και επαναλάμβανε το κάλεσμα για αντιφασιστική ενότητα (23).
Τον ίδιο περίπου καιρό ο μεν Σοφούλης διαβεβαίωνε πως δεν υπάρχει περίπτωση να σκέφτεται ο Μεταξάς την εγκαθίδρυση δικτατορίας (24), ο δε αυτοεξόριστος στη Γαλλία Πλαστήρας τασσόταν υπέρ μιας τέτοιας λύσης, έστω και υπό τον Μεταξά (25). Άλλοι φιλελεύθεροι πολιτικοί, όπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος, είχαν μυστικές συνομιλίες με τον επίδοξο δικτάτορα, τον οποίο αργότερα κατηγόρησαν γιατί… δεν τους έβαλε στο παιχνίδι! (26)
Ασφαλώς, το μόνο που δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΚΚΕ εκείνης της κρίσιμης περιόδου είναι ότι τάχα ήταν δεσμευμένο σε μια γραμμή «σεχταριστική, ανεδαφική και αριστερίστικη» (27). Ούτε, βεβαίως, πως επιχείρησε να διαμορφώσει επαναστατική κατάσταση για την κατάληψη της εξουσίας (28). Εντούτοις, είναι πολύ απόλυτη η εκτίμηση ότι «το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς δεν είχαν αρκετή δύναμη να εμποδίσουν με μαζικές ενέργειες και δράση, λιγότερο ή περισσότερο δυναμικές, την επιβολή της δικτατορίας» (29). Τον Αύγουστο του ’36, ίσως. Όσο, όμως, οι λαϊκές δυνάμεις ήταν σε κινητοποίηση, τον Μάιο, ενδεχομένως και λίγο μετά, τον Ιούνιο, υπήρχε η δυνατότητα να κλείσει ο δρόμος προς την εκτροπή.
Επιδιώκοντας την υλοποίηση μιας πολιτικής ευρείας αντιφασιστικής συμμαχίας, με δυνάμεις που δεν αναγνώριζαν καν την ύπαρξη του κινδύνου της αντιδημοκρατικής εκτροπής -όταν δεν ερωτοτροπούσαν κρυφά ή και απροκάλυπτα μ’ αυτήν- το ΚΚΕ υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την μαζική γραμμή, την προτεραιότητα στην κινητοποίηση των ίδιων των λαϊκών δυνάμεων. Αυτή τη μαζική γραμμή που σύμφωνα με τον Πουλαντζά «είναι ο χρυσός κανόνας της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας και πράξης» (30).
Σημείωσεις – Παραπομπές
1. Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ – Κ.Ε. του ΚΚΕ 1964-68, τ. Δ΄ σ. 342-343.
2. Με πρωτοβουλία των δυνάμεων της ΕΓΣΕΕ, είχε οργανωθεί κίνημα φυματικών εργατών, κυρίως στον καπνεργατικό κλάδο. Συγκροτήθηκε, μάλιστα, και σε πανελλαδικό ομοσπονδιακό επίπεδο και εξέδιδε την εφημερίδα «Φυματικός Εργάτης».
3. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, Οικονομία, κοινωνία και κράτος στην Ελλάδα του μεσοπολέμου - Πληροφόρηση 1991, σ. 84.
4. Η φωτογραφία της μάνας του που θρηνούσε πάνω από τον νεκρό δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» και ενέπνευσε στον Γιάννη Ρίτσο τον «Επιτάφιο».
5. Στέφανος Παπαγιάννης, Από εύελπις αντάρτης – Σύγχρονη Εποχή 1991, σ. 20.
6. Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ - Κ.Ε. του ΚΚΕ 1986, τ. Α΄ σ. 114. Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1932-1936) – Εναλλακτικές Εκδόσεις 1994, σ. 292.
7. Νίκος Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας - Θεμέλιο 1982, σ. 305.
8. Στο ίδιο, σ. 253.
9. Γιάννης Μηλιός, Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από την επέκταση στην ανάπτυξη - Εξάντας 1988, σ. 298.
10. Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και δικτατορία. Η Κομμουνιστική Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό - Ολκός 1975, σ. 429.
11. Στρατής Σωμερίτης, Η Μεγάλη Καμπή. Μαρτυρίες – Αναμνήσεις 1924-1974 - Ολκός 1975, σ. 62.
12. Στο ίδιο, σ. 62-63.
13. Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης - Ολκός 1976, σ. 242.
14. Στο ίδιο, σ. 241.
15. Τον Απρίλιο 1936 αποφασίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία η αναστολή των εργασιών της Βουλής για ένα εξάμηνο.
16. Ο Άγις Στίνας αναφέρει ότι «όταν ο δημοσιογράφος Κρανιωτάκης κατάγγειλε τους φιλελεύθερους βουλευτές για συνεργασία με τους κομμουνιστές, αυτοί γραφτά απαντήσανε ότι αυτό έγινε με τη συγκατάθεση του Μεταξά για να υπονομεύσουν την απεργία» (Άγις Στίνας, Αναμνήσεις. Εξήντα χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης - Βέργος 1977, τ. Α΄ σ. 199).
17. Η ηγεσία του ΚΚΕ άσκησε κριτική προς ηγεσία της ΕΓΣΕΕ και προσωπικά στον Κώστα Θέο (Σαράντα χρόνια ΚΚΕ - Κ.Ε. του ΚΚΕ 1958, σ. 438-439), καθώς και στην Κ.Ο. Θεσσαλονίκης (Νίκος Ζαχαριάδης, Προβλήματα καθοδήγησης στο ΚΚΕ – Κ.Ε. του ΚΚΕ 1953, σ. 75-76). Σύμφωνα με τον Κωστή Μοσκώφ (Εισαγωγή στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης – Καστανιώτης 1988, σ. 453), «η επιτόπια οργάνωση, που στην ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος διακρίνεται για τις διοργανωτικές και ιδεολογικές της αδυναμίες δεν θα μπορέσει να κλιμακώσει το κίνημα της εργατικής τάξης». » (*Αλέκος Κουτσούκαλης, Η δεύτερη δεκαετία του ΚΚΕ 1929-1939 - Γνώση 1984, σ. 142.).
18. Γιώργος Κατσούλης, Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας – Νέα Σύνορα 1976, τ. Δ΄ σ. 249.
19. Αλέκος Κουτσούκαλης, ό.π., σ. 142.
20. Β.Ι. Λένιν, Η χρεωκοπία της ΙΙ Διεθνούς, Άπαντα σ. 220-221. Ανάλυση της λενινιστικής θεωρίας για την επαναστατική κατάσταση και την επαναστατική κρίση στο Martha Harnecker, La revolucion social (Lenin y America Latina) – N.Nicaragua 1986, σ. 49-107.
21. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 90.
22. Β.Ι. Λένιν, ό.π., σ. 220.
23. Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου - Θεμέλιο 1966, σ. 241.
24. Στο ίδιο, σ. 243.
25. Ο ίδιος ο Σοφοκλής Βενιζέλος αναγνώριζε πως «όχι μόνο δεν αντέδρασε, αλλά και υπεβοήθησε εις την κήρυξιν της δικτατορίας» (Στο ίδιο, σ. 252-255).
26. Στο ίδιο, σ. 251.
27. Η άποψη αυτή που προβλήθηκε από τον Σωτήρη Κωστόπουλο (Η αμφιλεγόμενη πενταετία. Η πορεία του ΚΚΕ στα χρόνια 1936-1941 – Στοχαστής 1983), χρεώνει στο ΚΚΕ την απουσία συνεργασίας με τον βενιζελικό χώρο, παραβλέποντας τις προσπάθειές του για κάτι τέτοιο, καθώς και τις φιλοδικτατορικές τάσεις που υπήρχαν στον χώρο αυτόν.
28. Δημήτρης Κούσουλας, Επανάσταση και ήττα. Η ιστορία του ΚΚΕ - Καμπανάς 1971, σ. 113-117.
29. Αντόνιο Σολάρο, Ιστορία του ΚΚΕ - Πλειάς 1975, σ. 100.
30. Νίκος Πουλαντζάς ό.π., σ. 36.