Άρθρο στο αφιέρωμα της εφημερίδας Documento στον Μίκη Θεοδωράκη, στις 5 Σεπτεμβρίου 2021
Όταν από το φθινόπωρο του 1964 ο βουλευτής της ΕΔΑ και πρόεδρος της νεοσύστατης Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, Μίκης Θεοδωράκης, καλούσε τους νέους της χώρας να εμπνευστούν από τα οράματα του Άρη Βελουχιώτη, η μεν επίσημη Αριστερά (το παράνομο ΚΚΕ και η νόμιμη ΕΔΑ) δεν έκρυβε τη δυσφορία της, η δε μισαλλόδοξη Δεξιά έβρισκε κάθε φορά την ευκαιρία να μιλήσει για «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Η επίσημη Αριστερά, χωρίς να πάψει να τιμά τους αγώνες της Μεγάλης Δεκαετίας του ’40 -στους οποίους, εξάλλου, είχε συμμετάσχει σύσσωμη η ηγεσία και η στελέχωσή της- έθετε ως προτεραιότητα τη νομιμοποίηση της πολιτικής της παρουσίας, με πρακτικές που απέρρεαν απ’ όσα εξέφραζε η περίφημη φράση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΕΔΑ, Ηλία Ηλιού, «Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Κατά συνέπεια, οι δηλώσεις του ηγέτη των Λαμπράκηδων εμφανίζονταν να αντιστρατεύονται αυτό της τον προσανατολισμό.
Θα ήταν, μάλλον, αφέλεια να θεωρήσει κάποιος ότι ο ίδιος ο Θεοδωράκης δεν γνώριζε τα πολιτικά συνεπαγόμενα τέτοιων δηλώσεων. Έχουμε κάθε λόγο να πιστέψουμε ότι είχε πλήρη συνείδηση αυτών που έλεγε. Κι αυτό, γιατί ακολουθούσε συνειδητά τον δρόμο που είχε χαράξει εκείνα τα χρόνια, στη σταθερή επιδίωξή του να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός ευρύτατου κινήματος πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής αναγέννησης, που να πατάει γερά στα χνάρια της μεγάλης ανάτασης του λαού μας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από το μεγαλειώδες εθνικοαπελευθερωτικό και λαϊκοδημοκρατικό κίνημα του ΕΑΜ.
Ήταν μέσα σ’ αυτό το κίνημα που γαλουχήθηκε ιδεολογικοπολιτικά ο ίδιος, ως μέλος της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ από τα χρόνια της Κατοχής, και ένοπλος μαχητής των Δεκεμβριανών του ’44. Στην ΕΠΟΝ και το ΚΚΕ εντασσόταν και το 1947, όταν, έχοντας περάσει στην παρανομία, πιάστηκε και εκτοπίστηκε στην Ικαρία και στα κολαστήρια της Γυάρου και της Μακρονήσου. Απ’ όπου βγήκε με κατεστραμμένη την υγεία του.
Τα οράματα της ΕΠΟΝ, που ενέπνευσαν την ατίθαση νιότη του, ήταν αυτά που δεν τον άφησαν να συνεχίσει τη λαμπρή διεθνή καριέρα που προοιώνιζε η μεγάλη του επιτυχία ως συνθέτη συμφωνικής και κινηματογραφικής μουσικής στο Παρίσι, κατά τη δεκαετία του 1950. Η σκέψη του ήταν στραμμένη στην Ελλάδα και η επιθυμία του ήταν να βρει τον τρόπο ώστε να συμβάλλει, με τις δυνατότητες που του έδινε η σχέση του με τη μουσική, στην πολιτιστική της αναγέννηση. Βασικής προϋπόθεσης -όπως είχε διδαχτεί από την ΕΠΟΝ του «πολεμάμε και τραγουδάμε»- μιας συνολικότερης αναγέννησης του τόπου.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβάλλει σε μια τέτοια κατεύθυνση, αν όχι με το να επιχειρήσει να γίνει ένας λαϊκός συνθέτης. Πρόκειται για μια στόχευση που αναγνώριζε ο ίδιος, λέγοντας, χρόνια αργότερα, πως «σε τελευταία ανάλυση, φιλοδοξούσα να γίνω ένας από τους λαϊκούς μας συνθέτες. Από κει και πέρα, όλα γίνονταν, για μένα, πιο απλά. Το πιο δύσκολο ήταν να χαραχτεί ο σωστός δρόμος» (1).
Και ο «σωστός δρόμος» χαράχτηκε με τη μελοποίηση ποιημάτων από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και την εκτέλεσή τους, το 1960, από λαϊκή ορχήστρα, με πρώτο το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη, και από δυο λαϊκούς τραγουδιστές, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Μαίρη Λίντα.
Το εγχείρημα του Θεοδωράκη συναντά την αντίδραση τόσο των εκπροσώπων της αστικής διανόησης όσο και σημαντικών τμημάτων της διανόησης και της πολιτικής καθοδήγησης της Αριστεράς, που αρνούνται να αποδεχτούν τη λαϊκή μουσική, χαρακτηρίζοντάς την «παρακμιακή».
Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος, υποστηρίζοντας από τις σελίδες του αριστερού πολιτιστικού περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», ότι «το αληθινά προοδευτικό και το αληθινά λαϊκό» βρισκόταν «στα λαϊκά τραγούδια. Και η αιτία είναι απλή: γιατί υπήρχε εκεί μέσα ανάγκη, υπήρχε αλήθεια» (2).
Παρά τις όποιες αντιδράσεις, το εγχείρημα του Θεοδωράκη συναντά ευρύτατη αποδοχή από τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται: τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Και ανοίγει μια περίοδο πραγματικής αναγέννησης του λαϊκού τραγουδιού, καταργώντας τη διάσταση ανάμεσα στα λαϊκά μουσικά ακούσματα και στον ποιητικό λόγο, με τη μελοποίηση και άλλων έργων του Ρίτσου, αλλά και του Λειβαδίτη, του Κατσαρού, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καμπανέλλη και πολλών άλλων.
Και η πολιτιστική έκρηξη στη μουσική και το τραγούδι συνοδεύει την παράλληλη ανάταση των εργατικών, νεολαιίστικων και δημοκρατικών αγώνων της εποχής, που σηματοδοτούν μια συνολικότερη αναγέννηση, πέρα από το καταθλιπτικό κλίμα των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων.
Όταν τον Ιούνιο 1963, αμέσως μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, ο Θεοδωράκης πρωτοστατεί στην ίδρυση της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης» και κατόπιν, τον Σεπτέμβριο 1964, στην ίδρυση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, είναι ο παλιός Επονίτης που συνεχίζει τον δρόμο που κόπηκε βίαια στα μεταβαρκιζιανά χρόνια της Λευκής Τρομοκρατίας.
- Γιάννης Φλέσσας, Οδοιπορικό με τον Μίκη Θεοδωράκη – Αιγόκερως, Αθήνα 1994, σ. 15.
- Μίκης Θεοδωράκης, Γύρω στον Επιτάφιο – «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 73-74, 1961.