Η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ελληνική ανεξαρτησία, το 1822, ήταν η Αϊτή. Η μικρή δημοκρατία των μαύρων στην Καραϊβική, που πριν δεκαεννιά χρόνια, το 1803, είχε σπάσει τα δεσμά της δουλοκτησίας και είχε διώξει τους γάλλους δουλοκτήτες από το έδαφός της.
Η επαναστατική αυτή δημοκρατία των φτωχών μαύρων έστειλε, για την ενίσχυση της Ελληνικής Επανάστασης, τα χρήματα από την πώληση 49 τόννων καφέ, ενώ 100 αϊτινοί εθελοντές ξεκίνησαν για την Ελλάδα, για να πολεμήσουν για την ελευθερία της. Σύμφωνα με μια εκδοχή, πέθαναν κατά το ταξίδι. Σύμφωνα με μια άλλη, περισσότερο πειστική, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους γιατί το σκάφος που τους μετέφερε δεν ήταν σε θέση να διασχίσει τον Ατλαντικό.
Η αναγνώριση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε με επιστολή του προέδρου της Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγιέ, προς την Ελληνική Επιτροπή των Παρισίων, επικεφαλής της οποίας ήταν οι Αδαμάντιος Κοραής, Κ. Πολυχρονιάδης, Α. Βογορίδης και Χρ. Κλωνάρης. Είχε προηγηθεί επιστολή του Κοραή και άλλων επιφανών Ελλήνων των Παρισίων προς τον Μπουαγιέ, με την οποία του ζητούσαν βοήθεια για την Επανάσταση, κατόπιν συστάσεων του στρατηγού Λαφαγιέτ και του επισκόπου Γρηγορίου.
Το γράμμα προς τον Αδαμάντιο Κοραή και τους άλλους τρεις Έλληνες, διασώθηκε σε ελληνική μετάφραση στο Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του φιλικού και αγωνιστή του ’21, Ιωάννου Φιλήμονος:
Ιωάννης Πέτρου Βόγερ, πρόεδρος του Χαϊτίου, προς τους πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Χρ. Κλωνάρην.
Εις τα Παρίσια
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20ή παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται την ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ην μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και διά των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.
Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου, εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ων έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκη, επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ου η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος.
Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ης προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ’ επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.
Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, ας λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεικνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ην επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.
Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας