"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Αγρίνιο, 14 Απριλίου 1944

2020-04-14 20:18

Η ματωμένη Μεγάλη Παρασκευή και το "Αναστάσιμο Μνημόσυνο" του Γιάννη Ρίτσου

Μέρα μνήμης και αντιφασιστικής επαγρύπνησης η σημερινή, για την πόλη του Αγρινίου και για ολόκληρη την Ελλάδα. Επέτειος της μαζικής εκτέλεσης 120 αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, από τους Γερμανούς ναζί κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους.

Το Αγρίνιο, κέντρο μεγάλων αγώνων του δυναμικού καπνεργατικού κλάδου στα χρόνια του Μεσοπολέμου, είχε αναδειχθεί και σε κέντρο του εαμικού κινήματος στα χρόνια της κατοχής, με πρωταγωνιστές τους γηγενείς και πρόσφυγες εργάτες.

Το στυγερό έγκλημα των φασιστών αποτέλεσε «απάντηση» -στη βάση του ναζιστικού δόγματος της «συλλογικής ευθύνης»- σε επίθεση του ΕΛΑΣ κατά τρένου που μετέφερε εφόδια για τον στρατό κατοχής, στο χωριό Σταμνά, κοντά στο Αγρίνιο, στις 9 Απριλίου 1944. Καθώς κατά την επίθεση σκοτώθηκαν 12 Γερμανοί στρατιώτες, αποφασίστηκε η εκτέλεση δεκαπλάσιων αγωνιστών, που κρατούνταν στις φυλακές της πόλης.

Ανάμεσα σε περίπου 450 κρατούμενους οι ταγματασφαλίτες ξεχώρισαν 120 και τους οδήγησαν στο γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα. Τρεις απ’ αυτούς, τα στελέχη του ΕΑΜ Πάνο Σούλο, Χρήστο Σαλάκο και Αβραάμ Αναστασιάδη, τους κρέμασαν στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, δυο μέρες πριν το Πάσχα.

Ο αγρινιώτικος λαός εξέφρασε το πένθος του για τους εκτελεσμένους αγωνιστές, με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο. Τη μέρα του Πάσχα δεν ψήθηκε ούτε ένα αρνί στο Αγρίνιο, δεν ακούστηκε ούτε ένα τραγούδι. Ούτε καν από τη μειονότητα των προδοτών, που απέφυγαν, έτσι, να εκτεθούν ακόμη περισσότερο στους συμπολίτες τους.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Για τους πεσόντες στην κατοχή Αγρινιώτες
Και
Για όλους τους Ρωμιούς – θύματα του ναζισμού

Του Γιάννη Ρίτσου

Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη,
και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα
σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.

Κι’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα
Κι αντίς καμπάνες απ’ τον όρθρο ως το σπερνό, ντουφεκιές ακούγονταν,
κ’ οι κρεμασμένοι σάλευαν σαν καβαλάρηδες του ανέμου κ’ έφευγαν πάνω απ’ το χρόνο
και μες στο απόβροχο, τη νύχτα της Ανάστασης, τ’ άστρα που βγήκανε, λάμψη δεν είχαν
κ’ είτανε τ’ άστρα σα βρασμένο στάρι για τα κόλλυβα των σκοτωμένων,
στάρι πιτσιλισμένο μαύρη ζάχαρη, μαύρη σταφίδα, μαύρο ρόϊδι,
και στις αυλές, την άλλη μέρα, αντίς αρνιά να ψήνονται, τραγούδια ν΄ αντηχούνε,
κ’ ήλιοι τα πορτοκάλια, μες απ’ τα πλυμένα φύλλα, να φωτίζουν του χορού τις δίπλες,
μουγκός ο θρήνος και μουγκή η κατάρα πνίγονταν μες στης σκλαβιάς το μαύρο φόβο,

‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, τι μαύρο πουν’ το μαύρο χρώμα,
η μαύρη νύχτα και το μαύρο σας σταυροδετό τσεμπέρι,
το κυπαρίσσι της σιωπής στο μαύρο κορφοβούνι
ως και της λεμονίτσας τ’ άσπρα λουλουδάκια μαύρισαν κ’ εκείνα
ως και το κόκκινο αίμα των παιδιών σας μαυρολογούσε πάνω στα λιθάρια.

‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, μαύρος καημός που βόσκησε τα φύλλα της καρδιάς σας,
όμως το γαίμα των παιδιώνε σας βγαίνει πάνω απ’ το μαύρο
κόκκινο της θυσίας, της αγρύπνιας κόκκινο,
κόκκινο της αυγής και της ελπίδας,
το κόκκινο της λευτεριάς, κόκκινο κατακόκκινο.

Βάφει τ’ αυγά της νέας Λαμπρής και του μπαξέ σας τα τριανταφυλλάκια,
βάφει και τα πουκαμισάκια τους τα τρυπημένα από τα βόλια
και τα πουκαμισάκια τους πλατειές σημαίες αγερολάμνουν
κ’ οι νιοι λεβέντες τα κρατούν και παν μπροστά στην ιστορία.

Και νάτοι ολόμπροστα, να ο Χρήστος, κι ο Αβραάμ, νάτος κι ο Πάνος,
Νάτος κι ο κάπταν Λίας, να κι ο Πάσχος, 19 χρονώ παλληκαράκι,
νάτοι οι 120 Αγρινιώτες μπρος στην μάντρα της Αγιά Τριάδας,
να κ’ οι 55 εκεί στο σταυροδρόμι που περνάει το τραίνο Αγρίνι-Μεσολόγγι, φορτωμένο μήλα,
να κ’ οι 200 της Πρωτομαγιάς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με τις αγριομολόχες,
να το προσφυγολόι της Κοκκινιάς με τα μεγάλα δαφνοκλάδια της Δημοκρατίας
να και το Δίστομο, το Κούρνοβο, και τα Καλάβρυτα με τα καμμένα σπίτια,
νάτος κι ο Γοργοπόταμος- με το γιοφύρι του σαν κόκκινο άλογο ορθωμένο,
να κ’ οι αγωνιστές του 21
και οι άλλοι πριν, κ’ οι άλλοι μετά,
παιδιά μας, τα παιδιά μας με σημαίες μεγάλες.

Μπροστά, μπροστά, κατάμπροστα,
μέσα στο φως που πρόβαλε μεγάλο απ’ τις πληγές τους,
μπροστά, μπροστά, φωνάζοντας:
εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ’ το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει.

Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει

μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη,

ν’ ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος,
κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.